Του Γαβριήλ Μπομπέτση
|
Gustav Klimt, Der Kuss |
Οι αρχαίοι Έλληνες στο συλλογικό υποσυνείδητο είναι ίσως εκείνοι οι μακρινοί απόγονοι που ασχολούνταν με την πολιτική, με τον πόλεμο, με την ιστορία, με το θέατρο. Τύποι λίγο πολύ βαρετοί για την εποχή μας, πλην, όμως, σημαντικοί. Σίγουρα δεν ήταν (μόνο) αυτό οι αρχαίοι. Μεταξύ άλλων εξύμνησαν στο μέγιστο βαθμό τον έρωτα, φαινόμενο διαχρονικό, που τρυπάει την κουρτίνα του χρόνου και είναι πανταχού παρόν.
Για τα μάτια μιας γυναίκας, μιας ωραίας γυναίκας, κίνησαν οι Αχαιοί και έκαναν ολόκληρη εκστρατεία, έστω κι αν η ερμηνεία αυτή κινείται στην επιφάνεια των πραγμάτων. Στον Ησίοδο ο Έρωτας, μαζί με το Χάος και τη Γη, είναι από τις πρώτες θεότητες που γεννιούνται. Και ο λόγος προφανής: ο Έρως είναι η γενεσιουργός αιτία θεών και ανθρώπων. Στα αισθαντικά ποιήματα της Σαπφώς, σε εκείνα του Ίβυκου ή του Ανακρέοντα, στη λυρική, δηλαδή, ποίηση, ο έρωτας κατέχει την τιμητική του. Στην ποιήτρια της Λέσβου ο έρωτας παρουσιάζεται ως συναίσθημα με ψυχοσωματικές συνέπειες, ενώ στον Ανακρέοντα είναι δαμαστής, βίαιος όπως και «τακερός», κάνοντας τον ερωτευμένο να λιώσει. Παρομοίως στον Ίβυκο κάνει τα μάτια του ερωτευμένου να λιώσουν. Στη λυρική ποίηση ο έρωτας είναι πιο υποκειμενικός και για αυτό πιο αντικειμενικός. Είναι, με άλλα λόγια, πιο ανθρώπινος, πιο κοντά στα ανθρώπινα πράγματα και για αυτό όχι τόσο εξιδανικευμένος.
Οι τραγικοί των κλασικών χρόνων, και ιδιαιτέρως ο αιρετικός στο πνεύμα Ευριπίδης, δεν παραλείπουν να θεματοποιήσουν το ερωτικό στοιχείο. Πού φτάνει η προδομένη και απατημένη Μήδεια για χάρη του Ιάσονα; Τι κάνει η Φαίδρα για τα μάτια του Ιππόλυτου; Η Κλυταιμνήστρα σκοτώνει τον νόμιμο σύζυγό της, για να απολαύσει τον έρωτα του εραστή της Αίγισθου. Ο Αίμονας θάβεται ζωντανός μαζί με την Αντιγόνη, για να «ζήσουν» μαζί και στο επέκεινα της ζωής.
Η ελληνιστική ερωτική λογοτεχνία έχει να επιδείξει άφθονους καρπούς. Κατά τα χρόνια αυτά ξεπροβάλλει η ερωτική ελεγεία. Τα πρώτα σπέρματα της ή ορθότερα τα πρώτα προϊόντα της ανάγονται στα αρχαϊκά χρόνια, στον λυρικό Μίμνερμο από την Κολοφώνα της Ιωνίας. Η ελεγεία είναι ένας ποιητικός σπαραγμός: είμαι ερωτευμένος με κάποια/-ον κι αυτή/ος η/ο κάποια/-ος μ’ απαρνιέται. Ο Απολλώνιος από τη Ρόδο θα εξιστορήσει, ακόμα, την ιστορία του Ιάσονα και της Μήδειας σε ένα μακροσκελές έπος. Ο Θεόκριτος θα αφηγηθεί έρωτες βουκολικούς κι «ειδυλλιακούς». Η Νέα Κωμωδία, με τα έργα του Μενάνδρου, θα έρθει να θεματοποιήσει ιντριγκαδόρικες ιστορίες αρρένων και θηλέων, επηρεάζοντας σημαντικά τη μετέπειτα ελληνική και λατινική λογοτεχνία.
Στα μεταχριστιανικά χρόνια ανθεί το ερωτικό μυθιστόρημα, η απαρχή του σημερινού μυθιστορήματος. Δύο νέοι που ερωτεύονται σφοδρά, κατά το παγιωμένο σχήμα, αναγκάζονται για τον χ, ψ λόγο να χωριστούν. Ύστερα από περιπέτειες ξανανταμώνουν και ζουν αυτοί καλά κι εμείς (μάλλον) καλύτερα. Οι μυθοπλαστικές ερωτικές επιστολές είναι ένα επίσης γέννημα των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων.
Στο σοφόκλειο στάσιμο της Αντιγόνης, με το Ἔρως ἀνίκατε μάχαν (στ. 781), ο έρωτας υπερκεράζει τον πόλεμο, χαρακτηρίζεται υπέρτερός του. Η δήλωση αυτή είναι συνταρακτική, αν αναλογιστεί κανείς πως για τον αρχαίο Αθηναίο δύο ήταν οι βασικές δραστηριότητες: ο πόλεμος και τα της πόλεως, η πολιτική. Κι όμως ο σαϊτοφόρος έρωτας προβάλλεται ισχυρότερος.
Βέβαια, προς αποφυγή εξωραϊσμού, στην καθημερινή πρακτική δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Οι αρχαίοι Έλληνες ευνοούσαν πολύ τον εκτός του γάμου έρωτα. Είναι πολύ γνωστή η διατύπωση του Δημοσθένη (Κατά Νεαίρας, 122): τὰς μὲν γὰρ ἑταίρας ἡδονῆς ἕνεκ᾽ ἔχομεν, τὰς δὲ παλλακὰς τῆς καθ᾽ ἡμέραν θεραπείας τοῦ σώματος, τὰς δὲ γυναῖκας τοῦ παιδοποιεῖσθαι γνησίως καὶ τῶν ἔνδον φύλακα πιστὴν ἔχειν. Η νόμιμη σύζυγος είναι για να γεννά παιδιά και για να διαχειρίζεται τα του οίκου. Ο κυριότερος λόγος του περιορισμού της γυναίκας εντός του οίκου έγκειται στο ότι δεν έπρεπε να έρθει σε επαφή με ξένους άνδρες, διότι σε περίπτωση εξωσυζυγικής σχέσης από μέρους της ελλόχευε ο κίνδυνος γέννησης νόθων απογόνων. Και οι νόθοι απόγονοι θα έθεταν σε κίνδυνο τη διασφάλιση της οικονομίας (<οἶκος + νέμω) του οίκου, καθώς θα ανέκυπταν ζητήματα κληρονομικής φύσεως. Δεν ήταν και τόσο «ρομαντικοί», λοιπόν, οι αρχαίοι Έλληνες. Η θέση της γυναίκας καλυτερεύει σίγουρα από τα ελληνιστικά χρόνια και εξής.
Ο Ερωτας δεν γηράσκει. Στην αρχαία εικονογραφία, τουλάχιστον από την ελληνιστική εποχή, απεικονίζεται πάντοτε νέος. Ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος έλεγε, άλλωστε: το θέμα σάρξ, το λύνει η πλάξ. Το είχαν συλλάβει αυτό οι αρχαίοι Έλληνες υπό τους δικούς τους όρους. Τα δε όπλα του στη λογοτεχνία ή την εικονογραφία είναι τα βέλη, ενίοτε πύρινα, και τα φτερά.
Ο έρωτας είναι διαχρονικά αντινομικός, είναι ηδονή και οδύνη, όπως το συνέλαβε πρώτη η λυρική βάρδος της Λέσβου: γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον (απ. 130 L-P), τον αποκάλεσε. Στον μύθο της Διοτίμας, άλλωστε, στο πλατωνικό Συμπόσιο, ο Έρωτας γεννιέται από δύο αντίθετες μεταξύ τους θεότητες, τον Πόρο και την Πενία. Τη μέρα των γενεθλίων της Αφροδίτης στον Όλυμπο πλησιάζει η Πενία για να επαιτήσει. Καθώς ο Πόρος είχε αποκοιμηθεί, η Πενία βρήκε την ευκαιρία να πλαγιάσει σιμά του. Το αποτέλεσμα: γεννήθηκε ο Έρως, ο συνοδός της Αφροδίτης. Ως γιος της Πενίας είναι προορισμένος να είναι πάντα φτωχός και επαίτης. Ως γιος του Πόρου είναι πανούργος κι επινοητικός.
Υπήρχε, από την άλλη, και ο ομοφυλοφιλικός έρωτας, τα παιδικά, μεταξύ ενός ώριμου άνδρα (εραστή) και ενός νεότερου (ερώμενου). Ήταν σχεδόν θεσμός σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, όπως στην Αθήνα ή την Λακεδαίμονα. Ο χαρακτήρας του θεωρητικά ήταν παιδαγωγικός, έπρεπε, δηλαδή, ο εραστής να μυήσει στα μυστικά της ζωής τον ερώμενο. Βέβαια, στην πρακτική ουδείς ξέρει τι συνέβαινε.
Για τον έρωτα έχει χυθεί πολύ μελάνι στην παγκόσμια λογοτεχνία• και οι αρχαίοι Έλληνες έχουν βάλει το λιθαράκι τους σε αυτό. Είναι τόσο μέσα στη ζωή του ανθρώπου που δεν θα μπορούσε να είναι έξω από τη λογοτεχνία του. Κάπου διάβασα πρόσφατα πως: ο άνθρωπος γεννήθηκε για να αγαπηθεί. Τα πράματα έγιναν για να χρησιμοποιηθούν. Το ότι βρισκόμαστε σήμερα σε μια χαοτική κατάσταση στις σύγχρονες κοινωνίες, είναι γιατί αγαπήσαμε τα πράματα και χρησιμοποιήσαμε τον άνθρωπο. Η αγάπη και ο έρωτας δεν τέμνονται, βέβαια, υποχρεωτικά αλλά η διατύπωση αυτή ας είναι τροφή για σκέψη.