Του Γαβριήλ Μπομπέτση
«Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀν-/θρώπου δεινότερον πέλει·» λέει ο Χορός στο στάσιμο της σοφόκλειας Αντιγόνης (στ. 332-333). Ο άνθρωπος είναι το πιο δεινόν από όλα τα πράγματα, μα η λέξη δεινόν είναι media vox, σημαίνει εν ταυτώ τον άνθρωπο τον φοβερό, τον εξαιρετικών ικανοτήτων αλλά και τον φριχτό.
Δεινός αυτόχρημα και ο Οιδίποδας και με τις δύο σημασίες του όρου. Κατάφερε κι έλυσε το αίνιγμα της τερατόμορφης Σφίγγας. Στην ερώτηση: «Τί ἐστιν ὅ μίαν ἔχον φωνὴν τετράπουν καὶ δίπουν καὶ τρίπουν γίνεται;», αποκρίθηκε ο άνθρωπος. Η Σφίγγα, εγκατεστημένη στην είσοδο της πόλης, έσφιγγε και έπνιγε όσους δεν απαντούσαν σωστά στο αίνιγμα, σκορπώντας τον θάνατο. Στην ομιλία του κατά την τελετή απονομής του Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963 ο Σεφέρης είπε τα εξής: «Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται. Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας». Ο Οιδίπους «βρήκε» τον άνθρωπο με έπαθλο τη βασιλεία επί του θηβαϊκού λαού. «Έχασε», όμως, τον εαυτό του. Το ταυτοτικό ζήτημα είναι από τα κομβικότερα θέματα που διατρέχουν τον Οἰδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή. Ο Οιδίπους νομίζει πως είναι γιος του βασιλιά της Κορίνθου, Πολύβου, και για να μην επαληθεύσει τον απολλώνιο χρησμό που έλεγε πως θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα σμίξει ερωτικά με τη μητέρα του, πήρε τον δρόμο της εξορίας, για να καταλήξει εν αγνοία του να κάνει πράξη τα λόγια του χρησμού, σκοτώνοντας τον Λάιο και πλαγιάζοντας με τη μητέρα του.
Όμως, ο λόγος εδώ δεν είναι για το σοφόκλειο έργο αλλά για τον Οἰδίποδα του Σενέκα. Ο Σενέκας, που ζει το 4 π.Χ. ως το 65 μ.Χ., ήταν συγγραφικά πολυπράγμων, σχεδόν κατά τη γραμμή που χάραξαν οι Αλεξανδρινοί, με σημαιοφόρο πάντα τον Καλλίμαχο. Ήταν πρώτα και κύρια φιλόσοφος της Ύστερης Στοάς, που δεν έκαμνε να τονίζει την αξία της παρούσας στιγμής, την αποδοχή του πεπρωμένου, όχι ένεκα μοιρολατρίας αλλά προς αποφυγήν της ψυχικής ταραχής, καθώς και την αφοβία προς τον θάνατο. Στόχος του, όπως και όλων των Στωικών, ήταν να γευτεί ο άνθρωπος το αγαθό της ευδαιμονίας και να μπορέσει να διατηρήσει την ψυχή του ατάραχη. Ασχολήθηκε, επίσης, με τη φυσική επιστήμη στις Naturales Quaestiones, έγραψε κείμενα παραμυθητικά, τις λεγόμενες Consolationes, μία εκ των οποίων απευθύνεται στη μητέρα του, από την οποία ζητά να μην στεναχωριέται που ο γιος βρίσκεται στο exilium, ενώ στο corpus του έργου του περιλαμβάνονται και οι Epistulae Morales ad Lucilium. Πλην της μενίππειας σάτιρας Apocolocynthosis, ήτοι Αποβλάκωση, όπου σατιρίζεται ο θανών αυτοκράτορας Κλαύδιος, γράφει και πλήθος τραγωδιών.
Οι τραγωδίες του είναι όλες fabulae crepiditatae, αντλούν, δηλαδή, το θέμα τους από την ελληνική μυθολογική παλέτα, με μία και μόνη εξαίρεση, την Octavia. Πρόκειται, ακόμη, για αναγνωστικές τραγωδίες, προορισμένες να διαβαστούν κατά μόνας και όχι να παιχτούν στο θεατρικό κοίλον.
Γιατί ο Σενέκας ονοματίζει την τραγωδία του Oedipus και όχι Oedipus Tyrannus, όπως ο Σοφοκλής; Ο Οἰδίπους του Σοφοκλή δεν είναι σε καμία περίπτωση Τύραννος, ονομάστηκε, εντούτοις, έτσι κατά τις αρχαίες πηγές, για να διακριθεί από το έτερο έργο του Αθηναίου τραγικού, τον Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ. Ο Σενέκας έχει γράψει μία και μόνη τραγωδία με το όνομα Oedipus, συνεπώς υπό αυτό το πρίσμα το Tyrannus πλεονάζει.
Ο βασικός πυρήνας της ιστορίας του Οιδίποδα είναι κοινός τόσο στον Σοφοκλή όσο και στον Σενέκα. Κάποιες διαφοροποιήσεις αφορούν την εισαγωγή νέων προσώπων στον Σενέκα, όπως η Μαντώ, κόρη του μάντη Τειρεσία, που τον βοηθά, καθώς εκείνος είναι τυφλός. Με έντονες επιδράσεις από την ομηρική Νέκυια, ο εκ Κόρδοβας ορμώμενος Λατίνος τραγικός βάζει τον Τειρεσία να επικαλείται τις ψυχές των νεκρών του Κάτω Κόσμου, ώσπου ο ίδιος ο Λάιος υποδεικνύει τον αίτιο του φονικού λοιμού που έχει πλήξει τη Θήβα, ήτοι τον δεινόν Οιδίποδα (νεκρομαντεία). Θάνατοι επί σκηνής δεν συνέβαιναν επ’ ουδενί στο ελληνικό κοίλον• στον Σενέκα, απεναντίας, η Ιοκάστη μπήγει στην κοιλιά της - σημείο όχι τυχαίο, πρόκειται για τη γαστέρα που έφερε στον κόσμο ένα μίασμα - ένα ξίφος, αυτοκτονώντας στη θεωρία επί σκηνής. Στον Σοφοκλή η Ιοκάστη απαγχονίζεται. Ο Οιδίπους αυτοτυφλώνεται στο ομώνυμο έργο του Σενέκα, όπως και στο αντίστοιχο του Σοφοκλή, όμως, αυτή τη φορά επί σκηνής.
Η αρχαία τραγωδία κρύβει στα σπλάχνα της τη φιλοσοφία, τον στοχασμό πάνω στα ανθρώπινα. Στον Oedipus είναι έκτυπο, ιδίως προς το τέλος, πως ο Σενέκας γράφει με γραφίδα τραγικού αλλά μανδύα στωικού φιλοσόφου. «Fatis agimur: credite fatis» («βάσει του πεπρωμένου ενεργούμε, εμπιστευτείτε το πεπρωμένο») και λίγο πιο κάτω «quicquid patimus mortale genus/ quicquid facimus venit ex alto» («όσα υποφέρουμε οι θνητοί κι όσα κάνουμε είναι σταλμένα εξ ουρανού»). Στα λόγια αυτά αντιπαραβάλλεται ο τρομερός λόγος του Οιδίποδα: «fata superavi impia» («από το ανόσιο πεπρωμένο μου προχώρησα πιο πέρα»). Ισχύει εν προκειμένω το σύστημα της διπλής αιτιότητας ή διπλής εκπορεύσεως, που εκπηγάζει ήδη από τον Όμηρο: για τα πάντα η ευθύνη στο μυαλό των αρχαίων διαμοιράζεται ανάμεσα στους θεούς/τη μοίρα και τον άνθρωπο. Ούτε μόνο οι θεοί κι η μοίρα ευθύνονται ούτε μόνο ο άνθρωπος αλλά και οι δύο.
Στον Oedipus βλέπει κανείς, ακόμη, το ανυποχώρητο αίτημα του βασιλιά της Θήβας να μάθει την αλήθεια. Το αίτημα της γνώσης είναι συγκινητικό, πλην όμως μοιραίο. Το δίλημμα επιλογής ανάμεσα στα ζεύγη ευτυχία - ψέμα/αναλήθεια, δυστυχία - αλήθεια παραμένει μέχρι σήμερα δύσκολο.
Άλλο ένα στοιχείο που κάνει τον Οιδίποδα ξεχωριστό είναι η ωριμότητα της ανάληψης των ευθυνών. Αυτοτυφλώνεται, για να εξιλεωθεί κάποτε μέσα από το διαρκές βασανιστήριο που αυτοεπιβάλλει. Αναγγέλλει, ακόμη, πως θα πάρει για δεύτερη φορά στη ζωή του τη στράτα της εξορίας.
Αυτές οι πτυχές του Οἰδίποδα και όχι μόνο είναι που τον καθιστούν αξιανάγνωστο και αξιοσύστατο και για τον συγκαιρινό αναγνώστη. Και για να πάμε ένα βήμα παραπέρα, άμποτες κατά τους θερινούς μήνες να παίζονται στα θέατρα πλάι στους Έλληνες δημιουργούς έργα της ρωμαϊκής διανόησης, όπως του Σενέκα, του Πλαύτου, του Τερέντιου, σε καλαίσθητες μεταφράσεις. Διακαής πόθος και ευχή.