Της Πολύμνιας Αγγελοπούλου
Ανθρωποφαγία,
σεξουαλικότητα, διδακτισμός και happy
-ή όχι και τόσο- end.
Με
κοινό παρονομαστή την πορεία ενός κοριτσιού προς την
ενηλικίωση.
Το
παρόν άρθρο έχει διττή στόχευση:
αφενός να φωτίσει εκδοχές του μύθου της
Κοκκινοσκουφίτσας,
από την πιο ''φωτεινή'' ως την πιο
''σκοτεινή'', αφετέρου ν’ αποτελέσει μια
αρμαθιά ερμηνευτικά κλειδιά, προκειμένου
ο μύθος να ξεκλειδώσει στη διαχρονία
του.
Η
βασική πλοκή περιλαμβάνει ένα κορίτσι
που πρέπει να μεταφέρει ένα καλάθι με
τρόφιμα στο σπίτι της άρρωστης γιαγιάς
της. Στον δρόμο της συναντά έναν λύκο ο
οποίος την προσεγγίζει και, αποσπώντας
της πληροφορίες για το πού μένει η
γιαγιά, φθάνει πρώτος στο σπίτι. Εκεί
προσποιούμενος την εγγονή, εξαπατά και
καταβροχθίζει τη γιαγιά. Έπειτα
μεταμφιέζεται στη γιαγιά, για να εξαπατήσει και να καταβροχθίσει και
την εγγονή, που θα φθάσει λίγο αργότερα.
Οι
διάφορες εκδοχές αποτελούν προσθήκες
ή τροποποιήσεις στοιχείων της βασικής
πλοκής.
ΕΚΔΟΧΕΣ
GRIMM
& PERRAULT
Η
πανηγυρικά δημοφιλέστερη είναι αυτή
των γερμανών φιλολόγων και παραμυθογράφων
αδελφών Grimm,
στην οποία το παραμύθι χρωστά τη διεθνή
του απήχηση. Οι Grimm
περιόδευαν σε χωριά τής Β. Ευρώπης για
να καταγράψουν λαϊκές αφηγήσεις και
μυθολογικά θέματα της Γερμανίας και
των γύρω χωρών. Συνένωσαν δύο εκδοχές,
όπως τις άκουσαν από δύο γυναίκες,
καθιστώντας τη δεύτερη συνέχεια της
πρώτης. Έτσι η ιστορία διαμορφώθηκε ως
εξής: η Κοκκινοσκουφίτσα
και η γιαγιά σώθηκαν από έναν κυνηγό
που ενδιαφερόταν για το δέρμα τού λύκου.
Όταν άλλος λύκος τις πλησίασε, κατόρθωσαν
να τον εξαπατήσουν και να τον σκοτώσουν.
Το παραμύθι τοποθετείται στο πρώτο
μέρος του τρίτομου έργου τους Παιδικά
και Σπιτικά Παραμύθια (Kinder
und
Hausmarchen,
1812, 1815, 1822). Ωστόσο οι Grimm
επανεξέτασαν το παραμύθι. Στην τελική
εκδοχή (1857), ο ξυλοκόπος αντικατέστησε
τον κυνηγό.
Μολονότι
η εκδοχή των Grimm
χρονικά έρχεται τελευταία, είναι η μόνη
που φέρει καλό τέλος, και σε αυτό, κατά
τη γνώμη μου, πρέπει να αποδοθεί η
δημοτικότητά της. Η εισαγωγή ευχάριστου τέλους υπηρετεί την πρόδηλη στόχευση
των αδελφών στο παιδικό αναγνωστικό
κοινό (πβ. τον τίτλο της συλλογής), και
την πρόθεσή τους να απομνημειώσουν το
έργο τους: Ένα ευχάριστο τέλος δεν
δίνει μόνο θετικό συναισθηματικό πρόσημο
στην όλη ιστορία, αλλά «πουλάει» κιόλας.
H
εκδοχή των Grimm
εδράζεται στην προγενέστερη -σαφώς
συντομότερη και λιγότερο φιλική- εκδοχή
του Γάλλου συγγραφέα και ακαδημαϊκού
Charles
Perrault
(Περό). Η εκδοχή, με τίτλο Le
Petit
Chaperon
Rouge,
αποτελεί το πρώτο τυπωμένο δείγμα τού
μύθου και απαντάται στο έργο του Παραμύθια
της Μαμάς Χήνας
(Contes
de
ma
mère
l’
Oye,
1697), όπου περιλαμβάνονται και άλλα
δημοφιλή παραμύθια, όπως η Ωραία
Κοιμωμένη,
η
Σταχτοπούτα,
ο Παπουτσωμένος
Γάτος
και ο Κοντορεβυθούλης.
Η
εκδοχή παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον
για τρεις λόγους. Πρώτον, ο Perrault
είναι
ο «νονός» τής Κοκκινοσκουφίτσας,
αφού προσθέτει την κόκκινη κάπα, η οποία
δεν υπήρχε στις προγενέστερες εκδοχές
(η ιστορία ενός περιπλανώμενου στο δάσος
κοριτσιού, ντυμένου στα κόκκινα, στην
Ιταλία τού 11ου
αι., ίσως δεν πρέπει να θεωρηθεί συναφής).
Δεύτερον, η εκδοχή επιφυλάσσει κακό
τέλος, διότι κανείς δεν σώζει τις δύο
γυναίκες. Τρίτον, το κακό τέλος
επισφραγίζεται με ένα ηθικό δίδαγμα
(επιμύθιο), σύμφωνα με το οποίο τα
παιδιά και ιδιαίτερα οι ελκυστικές,
καλοαναθρεμμένες νεαρές κυρίες, δεν
πρέπει ποτέ να μιλούν σε ξένους, γιατί
αν τυχόν το κάνουν, μπορεί κάλλιστα να
εξασφαλίσουν γεύμα για έναν λύκο. Λέω
‘λύκο’, αλλά υπάρχουν ποικίλα είδη
λύκων. Υπάρχουν και αυτοί που είναι
γοητευτικοί, ήσυχοι, ευγενικοί,
μετριοπαθείς και γλυκείς, που ακολουθούν
τις νέες γυναίκες στο σπίτι και στους
δρόμους. Και, δυστυχώς, είναι αυτοί οι
ευγενικοί λύκοι οι πιο επικίνδυνοι απ’
όλους
(δική μου μτφ.).
Το
τέλος του Perrault
αφήνει στον δέκτη τού παραμυθιού μια
πικρή επίγευση. Ακολούθως, η ένδειξη
ηθικό
δίδαγμα
βεβαιώνει για τον αμιγώς διδακτικό
προσανατολισμό τής εκδοχής, ο οποίος,
όμως, βρίσκεται έξω από τις συνθήκες
γένεσης της βασικής πλοκής. Αρκετούς
αιώνες από τη σύλληψή της, τα κορίτσια-γόνοι
των αυλικών στους οποίους απευθύνεται
ο Perrault
δεν κινδυνεύουν από άγρια ζώα, αλλά από
άνδρες με "πονηρές" προθέσεις. Ο διδακτισμός και οι καταφανείς
σεξουαλικές συνδηλώσεις του επιμυθίου
καθιστούν την εκδοχή μάλλον ως
προειδοποίηση των ενηλίκων, παρά ως
ψυχαγωγία των ανηλίκων.
Την
ουσιαστική διαφορά μεταξύ των εκδοχών
Grimm-Perrault
δεν συνιστά το (καλό ή κακό) τέλος, αλλά
το διδακτικό μήνυμα. Οι Grimm, οι οποίοι δεν εστιάζουν σε αυτό, το
τοποθετούν μέσα στην αφήγηση, στο στόμα
της Κοκκινοσκουφίτσας. Εδώ συνάγεται ότι αν ένα παιδί δείξει ανυπακοή στις εντολές των γονέων του και παρεκκλίνει από την προκαθορισμένη πορεία, θα εκτεθεί σε κίνδυνο. Όμως και σε αυτή την περίπτωση, οι γονείς θα επέμβουν και θα το προστατεύσουν. Αντίθετα, ο Perrault
ενδιαφέρεται να προβάλει το δίδαγμα και το
παραθέτει, όπως είδαμε, μετά το παραμύθι,
δίπλα από σχετική ένδειξη. Οι νεαρές
κοπέλες δεν πρέπει να μιλούν σε ξένους,
διότι θα υποστούν αθέμιτες συνέπειες
και δεν θα υπάρχει κανείς ώστε να τις
βοηθήσει. Εν ολίγοις, στη μια εκδοχή το
πάθημα οφείλεται στο ξεστράτισμα,
ενώ στην άλλη στη συναναστροφή με ξένο,
δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Ενδεικτικό της διαφορετικής προσέγγισης
είναι ότι στους
Grimm
η
Κοκκινοσκουφίτσα χαρακτηρίζεται
«αγαπητή», ενώ στον Perrault
«το ομορφότερο κορίτσι που είχε δει
ποτέ κανείς».
ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ
ΕΚΔΟΧΕΣ
Οι
ρίζες του μύθου ανιχνεύονται στην
ιταλική χερσόνησο τού 10ου
αι. Μια εκδοχή (χργφ. τού Ίταλο Καλβίνο),
μάλιστα, δεν περιλαμβάνει λύκο: το
κορίτσι στη θέση της γιαγιάς αντικρύζει
μια δράκαινα.
Ωστόσο,
η πιο σκληρή εκδοχή απαντάται στη Γαλλία
του 14ου
αι. Το κορίτσι για να φθάσει στο σπίτι
της γιαγιάς του πρέπει να επιλέξει
ανάμεσα σε δύο δρόμους: ο ένας είναι
στρωμένος με καρφίτσες και ο άλλος με
βελόνες. Φθάνει στο σπίτι
εκεί μαγειρεύει το στήθος τής γιαγιάς,
συνουσιάζεται με τον λύκο και εν τέλει
κατασπαράσσεται από αυτόν.
ΕΡMHNEIA
Προτείνω τη θεώρηση υπό το πρίσμα δύο βασικών
αξόνων. Τον πρώτο τον ονομάζω πραγματικό,
και αφορά στο σημαίνον
της αφήγησης, δηλαδή στο πώς
των λεγομένων. Τον δεύτερο τον ονομάζω
αλληγορικό,
και αφορά στο σημαινόμενο
της αφήγησης, δηλαδή στο τι
των λεγομένων. (Οι όροι ‘σημαίνον’ και
‘σημαινόμενο’ είναι δανεισμένοι από
τη Δομική Γλωσσολογία.) Αυτός, με τη
σειρά του, μπορεί να διαιρεθεί σε δύο
(συχνά αλληλεπικαλυπτόμενους) υποάξονες,
τον διδακτικό
και τον ψυχαναλυτικό.
Η
υιοθέτηση αξόνων προϋποθέτει την
παραδοχή ότι το παραμύθι προσφέρεται
για αλληγορική ερμηνεία, κάτι που αρκετοί
αναγνώστες αγνοούν.
Προς αυτή την αναγνωστική συμπεριφορά
συνέβαλε καθοριστικά η εκδοχή των Grimm,
της οποίας το διδακτικό μήνυμα, μέσα
στην αχλή τού happy
end,
διαφαίνεται υποτυπωδώς: ο διδακτισμός
θυσιάζεται στον βωμό της τέρψης και της
συμμόρφωσης στον παιδικό ορίζοντα
προσδοκιών.
Ο
πραγματικός άξονας διέπει όσα ρητά
αναφέρονται εντός του πλαισίου της
εξιστόρησης. Ανακλά την εποχή ζύμωσης
του παραμυθιού (<10ος αι.), μία εποχή
όπου οι άνθρωποι περπατούσαν στα δάση
για να διεκπεραιώσουν καθημερινές
ασχολίες και κινδύνευαν από τα άγρια
θηρία. Τότε ίσως το φαινόμενο της
ανθρωποφαγίας, που εντοπίζεται στην
παλαιά γαλλική εκδοχή, συνέβαινε σε
καταστάσεις ακραίας πείνας.
Ο
πραγματικός άξονας αντιστοιχεί στην
κυριολεξία τής αφήγησης. Εδώ εντάσσονται
π.χ. τα πρόσωπα και τα γεγονότα της, δηλ.
όσα εξυπηρετούν στο πώς
των λεγομένων.
Ο
αλληγορικός άξονας διέπει τα κωδικοποιημένα
μηνύματα της εξιστόρησης και της αφήγησης
εν γένει, τα οποία προσφέρονται είτε
για διδαχή (διδακτικός υποάξονας) είτε
για ψυχανάλυση (ψυχαναλυτικός υποάξονας),
δηλ. όσα εξυπηρετούν στο (για)τι
των
λεγομένων. Τη σημαντικότερη κειμενική
ένδειξη για αλληγορική ανάγνωση παρέχει
το επιμύθιο τού Perrault.
Στον αλληγορικό άξονα η Κοκκινοσκουφίτσα
είναι ένα κορίτσι ενδεδυμένο με την
''κόκκινη κάπα'' της εμμήνου ρύσης, το
οποίο πρέπει να περάσει μέσα από το
''δάσος'' της εφηβείας, με τους πειρασμούς
και τους κινδύνους που αυτό ελλοχεύει,
προκειμένου να ενηλικιωθεί ''αλώβητη'',
και να πάρει τη θέση της μεγαλύτερης
γυναίκας στο σπίτι. Πρόκειται, δηλαδή,
για ένα ταξίδι από το κατώφλι της εφηβείας
στο ξέφωτο της ενηλικίωσης.
Υποστηρίχθηκε ότι ο λύκος συμβολίζει τον
εραστή, ο οποίος προσπαθεί με αβρότητες
να ξεγελάσει την κοπέλα και να την "καταβροχθίσει'', δηλαδή
να συνουσιαστεί μαζί της.
Αυτό υπαινίσσεται και ο Perrault
στο
επιμύθιό του. Ο λύκος συμβιώνει με το
κορίτσι, το οποίο υπό τις εντολές του
διώχνει τη μεγαλύτερη γυναίκα από το
σπίτι και παίρνει τη θέση της (πβ. την
παλαιά γαλλική εκδοχή).
Ο
κυνηγός, φιγούρα που προστέθηκε αργότερα
από τους Grimm
για
να επιτευχθεί το happy
ending,
θα μπορούσε να συμβολίζει τον πατέρα (καθότι αρσενική φιγούρα), αυτόν δηλαδή που θα έσωζε την κοπέλα από τα ''δόντια'' του εραστή.
Η
παρουσία τριών γυναικών διακριτών
ηλικιακών κατηγοριών δηλώνει τη συνύπαρξη
των τριών γενεών. Στην παλαιά γαλλική
εκδοχή φαίνεται ότι η ενηλικίωση της
νεότερης γενεάς εκτοπίζει από τη ζωή
την παλαιότερη.