Του Γαβριήλ Μπομπέτση
Ο άνθρωπος, που έχει διανύσει περίπου 200.000 χρόνια ζωής ως υπόσταση, ως ύπαρξη, ορίζεται από τους αρχαίους φιλοσόφους ως εξής: ο έχων λόγον, ήτοι αυτός που έχει γλώσσα, που μιλά και διαλέγεται, αλλά πρωτίστως αυτός που διαθέτει λογική. Αρκετούς αιώνες αργότερα ο Μ. Βασίλειος, που έχει σπουδάσει τους αρχαίους Έλληνες, θα πει πως ο άνθρωπος δεν είναι μόνο το ορώμενον αλλά και το μη ορώμενον.
Υποστασιακά ο άνθρωπος διαθέτει υλικότητα (σώμα), ψυχισμό (ψυχή) και πνευματικότητα (πνεύμα). Από αυτά μόνο το σώμα είναι απτό και ορατό, τα υπόλοιπα είναι αισθητά αλλά μη απτά, μη ορατά. Το σώμα είναι ορατό έξωθεν διά γυμνού οφθαλμού, ενώ έσωθεν με τη συνδρομή της ιατρικής τεχνογνωσίας και τεχνολογίας. Η χαρά ως ένα ενδεικτό συναίσθημα του χώρου της καρδιάς, του ψυχικού κόσμου δεν είναι μεν ψηλαφητή και ορατή, αλλά αντιλαμβανόμαστε και εκδηλώνουμε το αποτέλεσμα της. Βιώνεται εν ολίγοις. Η σκέψη επίσης δεν είναι θικτή. Η σκέψη είναι ακριβώς η εκδήλωση της διεργασίας του πνεύματος, μια εγκεφαλική διεργασία. Για να είναι ολοκληρωμένος λοιπόν ο άνθρωπος πρέπει να καλλιεργεί και να φροντίζει όλα τα υποστασιακά του μέρη, και τα μη ορώμενα.
Για παράδειγμα, χάριν της φροντίδας του σώματος πάει κάποιος γυμναστήριο, κάνει jogging, προσέχει τη διατροφή του κ.λπ. Ανάλογης περιποίησης χρήζουν και η ψυχή με το πνεύμα.
Ένας τρόπος τροφοδότησής τους παρέχεται μέσα από τη φιλολογία. Η φιλολογία σε άλλους φαντάζει ως φλυαρία (Φιλόλογος είναι, πολύ μιλάει...), σε άλλους ως μορφοσυντακτική γνώση αρχαίων γλωσσών (λύω, λύεις, λύει..., Τα παιδία παίζει...), σε άλλους ως μη πρακτικός και άρα μη χρήσιμος τομέας του επιστητού (σε τι θα μας ωφελήσουν οι ιδέες στον κόσμο του χρήματος, των κομπιούτερς και των υπολογισμών;) και σε άλλους ως μη επιστήμη. Σε κάποιους άλλους όμως φαντάζει ως η όντως επιστήμη. Ως αυτή που έχει στόχο, στον βαθμό πάντα που της αναλογεί, να καλλιεργήσει την πνευματικότητα και τον ψυχισμό του ανθρώπου.
Σίγουρα φιλολογία δεν είναι η γνώση της γραμματικής και του συντακτικού. Αν και ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι. Η γραμματική και το συντακτικό είναι εργαλεία και μέσα εισχώρησης στα βαθύτερα και ουσιωδέστερα.
Η φιλολογία είναι χώρος ανάδειξης ανθρωπιστικών ιδεών, ανάδειξης του ωραίου, καλλιέργειας της σκέψης και μεταρσίωσης της σε υψηλά νοήματα. Είναι κέντητρο για στοχασμό, διαρκή πάλη με την αλήθεια των κειμένων, απλώς συναισθηματική και φαντασιοευεργετική περιπλάνηση στη λογοτεχνία, αναγωγή από τα καθ' έκαστα στα καθ' όλου, ερμηνευτικός δείκτης του παρόντος. Το καθένα ξεχωριστά και όλα αυτά μαζί.
Τρέφει το πνεύμα, το φτερώνει, ενώ προσπαθεί να ακροθίξει και τον χώρο της ψυχής. Διίστανται οι απόψεις για το αν μπορεί η φιλολογία να αλλοιώσει προς το καλύτερο τις δυνάμεις της ψυχής. Σίγουρα όμως μπορεί να προσφέρει συγκίνηση, ισχυρά συναισθήματα, να γεννήσει δάκρυα, ενσυναίσθηση ή μία διάθεση αλλαγής του τρόπου ζωής. Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν άλλωστε πλείστα όσα βιβλία με τίτλους, όπως: Πώς ο Σενέκας μου έσωσε τη ζωή;, Ταξιδεύοντας με τον Επίκουρο κ.λπ.
Είναι ακόμη ταυτοτική αυτοσυνειδησία. Γνώση της ιστορίας των αρχαίων, φερ' ειπείν, σημαίνει γνώση αυτού του οποίου εξέλιξη είμαι. Αν μιλάμε για τους αρχαίους Έλληνες, ταυτοτική αυτοσυνειδησία σημαίνει γνώση της ελληνικής μου καταβολής, αν μιλάμε για τους Ρωμαίους, σημαίνει γνώση του ευρωπαϊκού μου ανήκειν. Είναι γοητευτικό το ταξίδι στο απώτερο ή εγγύτερο παρελθόν.
Ο φιλόλογος (φιλέω + λόγος) αγαπά τον λόγο και τα εκβλαστήματά του, τα παντός είδους κείμενα. Ένας κόσμος χωρίς την ύπαρξη και επικράτεια του λόγου είναι πέραν πάσης φαντασίας. Του λόγου του ενδιάθετου, των σκέψων δηλαδή, και του εξωτερικευμένου. Μια φορά έθεσα στους μαθητές μου το εξής υποθετικό ερώτημα: Φανταστείτε πως βρίσκεστε σε ένα ερημικό νησί και δεν έχετε δυνατότητα επικοινωνίας με κανέναν ούτε διά ζώσης ούτε με κάποιο άλλο μέσο (κινητό, σόσιαλ μίντια κ.λπ.). Θα ήταν αυτό υποφερτό; Η ζωή μας είναι αρραγώς συνδεδεμένη με τον λόγο. Γύρω από τον λόγο και τις ιδέες, τα γεγονότα, τα ερεθίσματα που αυτός κυοφορεί περιστρέφονται οι φιλόλογοι.
Η αλήθεια είναι πως οι διάκονοι της φιλολογίας, οι φιλόλογοι ενίοτε στραγγαλίζουμε το αγαθό που υπηρετούμε. Η άγνοια, η φροντιστηριοποιημένη γνώση, η μη σύνδεσή της με την πραγματικότητα του σήμερα, η α-παθής μετάδοσή της, η αδυναμία έμπνευσης, η εσωτερική παραδοχή του: η γνώση για τη γνώση αντί του ουσιαστικότερου: η γνώση για τη ζωή είναι μερικές από τις περιοχές που αστοχούμε.
Παρολ' αυτά η φιλολογία δεν πέφτει, στέκεται ακλόνητη και πάντα διαθέσιμη, να μεταλάβει τους ακόλουθούς της με το φως της, με την ωραιότητά της, με την ειλικρίνειά της, με το στοχασμό της, με την αλήθεια της, με τη μυθικότητά της... Στέκεται αγέρωχη και έτοιμη να μαγεύσει και να απομαγεύσει, να μιλήσει για τον Όμηρο και τον Σωκράτη, τον Θουκυδίδη και τον Επίκουρο, τον Βιργίλιο και τον Οβίδιο, τον Λίβιο και τον Οράτιο, τον βυζαντινό άγιο και τους τρεις Ιεράρχες, τον πατριάρχη Φώτιο αλλά και τον Κωνσταντίνο Κεφαλά, τις ερωτικές μυθιστορίες καθώς και τον Ερωτόκριτο, τον Σολωμό αλλά και τον Παπαδιαμάντη, τον Ελύτη αλλά και τον Τερζάκη. Και τόσους άλλους...
Όλα αυτά εν μέσω των Πανελληνίων εξετάσεων, που είναι μεν αναγκαίες, αλλά μάλλον παρουσιάζουν μια σκαιά πλευρά της φιλολογίας...