ΧΑΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ή ΟΙ ΩΡΑΙΕΣ ΑΠΙΣΤΕΣ

Ζώντας σε μια εποχή όπου το google translate μεταφράζει την πρόταση «Κύριε, ελέησον» αντί για «Lord, give mercy», «Sir, take it easy», είναι πιο επίκαιρο από ποτέ να συμβουλευόμαστε τα μεταφράσματα (=προϊόντα της μετάφρασης) όσο λιγότερο μπορούμε.

Το google translate, εν προκειμένω, σημείωσε 100% μεταφραστική αποτυχία. Προσφέρει ένα λανθασμένο μετάφρασμα, το οποίο επειδή υφίσταται δομικά -έχει ρήμα (take) που συμφωνεί στο πρόσωπο με το εννοούμενο υποκείμενο (you) (δεν λέει, π.χ., «Sir, takes…»), έχει αντικείμενο (it) και επιρρηματικό προσδιορισμό (easy)-, όποιος χρήστης αγνοεί το σημασιολογικό πεδίο των λέξεων sir, take, it, easy νομίζει ότι υφίσταται και πραγματολογικά. Ένα τέτοιο μετάφρασμα όχι μόνο δεν χρησιμεύει καθόλου -αφού δημιουργεί πρόβλημα αντί να λύνει- αλλά δίνει και την ψευδαίσθηση της γνώσης, που είναι χειρότερη από τη μη γνώση.

Η μεταφραστική πράξη, εντούτοις, ακόμη και στην περίπτωση που όντως γεφυρώνει το γλωσσικό χάσμα μεταξύ συγγραφέα (πομπού) και αναγνώστη (δέκτη), εγείρει άλλα ζητήματα. H ανεύρεση λέξης απόλυτα συνώνυμης με την προς μετάφραση λέξη -δηλαδή ισοδύναμης ως προς τη σημασία, τη χρήση και τη βιωματική φόρτιση- είναι εξαιρετικά σπάνια είτε στο ενδογλωσσικό είτε στο διαγλωσσικό επίπεδο. Για παράδειγμα, οι λέξεις sky και heaven σημαίνουν εξίσου τον ουρανό, όμως δεν απαντώνται στα ίδια συμφραζόμενα, καθώς η πρώτη δίνει υλική ενώ η δεύτερη πνευματική χροιά στην έννοια του ουρανού. Επίσης, από τις λατινικές λέξεις aeger και morbitus, η πρώτη απαντά στην πεζογραφία ενώ η δεύτερη στην ποίηση, επειδή εξυπηρετεί τα ποιητικά μέτρα. Τέλος, οι ελληνικές λέξεις λεβεντιά, φιλότιμο, φροντιστήριο, είναι δύσκολο ν’ αποδοθούν αποτελεσματικά σε άλλες γλώσσες.

Η μετάφραση δεν πρόκειται για απλή μεταγραφή των λεξικών μονάδων, αλλά για σύνθετη πνευματική διαδικασία, που απαιτεί βαθιά κατανόηση τού πρωτοτύπου, κριτική ικανότητα και συνεχή λήψη αποφάσεων: Ο μεταφραστής κρίνει και προκρίνει, επομένως η μεταβλητή του έχει ήδη προστεθεί σ’ ένα μετάφρασμα. «Μα», θα αντιτείνει κάποιος, «ο μεταφραστής δεν είναι αναγνώστης; Γιατί να αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία;». «Είναι αναγνώστης στον βαθμό που είναι και συγγραφέας», θα απαντούσα εγώ. Προσλαμβάνει ένα κείμενο και, μεταφέροντάς το σε διαφορετική γλώσσα ή γλωσσική μορφή, δημιουργεί ένα άλλο. Παρεμβάλλεται μεταξύ αρχικού συγγραφέα και τελικού αναγνώστη, και ούτε στη μία κατηγορία εντάσσεται αποτελεσματικά, ούτε στην άλλη: είναι δέκτης ως προς τον πομπό και πομπός ως προς τον δέκτη.

Υπό αυτό το πρίσμα, το δίπολο συγγραφέα-αναγνώστη αντικαθίσταται από ένα συνεχές, στο ένα άκρο τού οποίου τοποθετείται ο συγγραφέας, στο άλλο ο αναγνώστης, ενώ ο μεταφραστής εντοπίζεται κάπου στο μεταίχμιο. Όταν ο τελευταίος προσεγγίζει το άκρο τού συγγραφέα, έχουμε πιστή μετάφραση, ενώ όταν προσεγγίζει το άκρο του αναγνώστη, ελεύθερη. Αλλά ας το θέσω σ’ ένα αυστηρότερα επιστημονικό πλαίσιο «η μεταφραστική διαδικασία διαχρονικά αμφιρρέπει μεταξύ δύο ανταγωνιστικών πόλων: ο ένας δίνει προτεραιότητα στο κείμενο-πηγή, ενώ ο άλλος υιοθετεί τις νόρμες και τα θέσμια τής γλώσσας-στόχου. Αντιστοίχως, η μεταφραστική πράξη μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως μεταγραφή είτε ως εκ νέου εγγραφή.»

Ζήτημα ανακύπτει λόγω της αναπόφευκτης απομάκρυνσης του δέκτη τής μετάφρασης, από το πρωτότυπο, η οποία (απομάκρυνση) δυνητικά συνεχίζεται επ’ άπειρον. Στην περίπτωση που ένα κείμενο Α μεταφράζεται μ’ ένα κείμενο Β, το Β μεταφράζεται μ’ ένα κείμενο Γ κ.ο.κ., το Γ απέχει νοηματικά περισσότερο από το Α παρά από το Β. Επίσης, όταν η μετάφραση ενός λογοτεχνικού κειμένου τής εποχής Α «κόβεται και ράβεται» στα μέτρα τού αναγνώστη τής εποχής Δ από έναν μεταφραστή τής ίδιας εποχής, η διαχρονικότητα και η διατοπικότητα του κειμένου θυσιάζονται στον βωμό της εντοπιότητας και του εφήμερου.

Το αποτέλεσμα; Η φωνή του συγγραφέα ηχεί απόμακρη στο αναγνωστικό αυτί, διότι ο αναγνώστης αναμετριέται όχι με το πρωτότυπο, αλλά με το μετάφρασμα, στην ουσία, δηλαδή, μ’ ένα νέο κείμενο. Το πόσο τα δύο αυτά κείμενα γειτνιάζουν σημασιολογικά, εξαρτάται από τον βαθμό τής επιλεγείσας μεταφραστικής ελευθερίας. Μια ελεύθερη μετάφραση ανακλά μάλλον τις προτιμήσεις τού μεταφραστή, παρά τού αρχικού συγγραφέα.

Η ακραία προσαρμογή συνιστά ιδιοποίηση: το μεταφραστικό υποκείμενο εκτοπίζει το «ποιητικό». Οι μεταφράσεις-προϊόντα αυτής της τάσης, ονομάστηκαν, στο λυκαυγές τού 17ου αιώνα, με την εύστοχη κατά τη γνώμη μου συνεκφορά Ωραίες Άπιστες: προκειμένου να είναι ευχάριστες στον αναγνώστη, απομακρύνονταν από τα πρωτότυπα σε τέτοιο βαθμό, ‘’παραμορφώνοντας’’ το περιεχόμενό τους. Όμως ποιος αναγνώστης θα ήταν ευχαριστημένος αν είχε μια σύντροφο ωραία αλλά άπιστη; Και τι θα έκανε αν έπρεπε να επιλέξει κάτι από τα δύο; Στη θέση του θα επέλεγα να είναι όσο το δυνατόν ωραιότερη, στο βαθμό που δεν είναι άπιστη. Το ίδιο συμβαίνει και με μια μετάφραση: θέλουμε να είναι ευτρεπισμένη, δόκιμη, στο βαθμό που είναι και πιστή -αλλιώς χάνει την χρηστικότητά της.

Προεξάρχων της μεταφραστικής πρακτικής των Ωραίων-Απίστων, ο Γάλλος Nicolas DAmblancourt, μεταφραστής κλασικών συγγραφέων, όπως του Θουκυδίδη, του Κικέρωνα και του Τακίτου. Ο DAmblacourt τροποποιούσε τα αρχαία κείμενα για να συνάδουν με τα ήθη τής εποχής του και το ευρύτερο κοινωνικοπολιτισμικό της περιβάλλον. Απαλοιφές και προσθήκες εφαρμόζονταν σε τέτοιο βαθμό, ούτως ώστε τα μεταφράσματα να θεωρούνται παρωδίες των πρωτοτύπων. Ευτυχώς ο Θουκυδίδης, ο Κικέρωνας και ο Τάκιτος δεν έμαθαν ποτέ ότι κυκλοφόρησε μια τέτοια μετάφραση έργων τους.

Ο DAmblacourt και οι οπαδοί του, με αυτή την πρακτική, αφαιρούσαν από τα πρωτότυπα κείμενα το ‘’κλασικό’’ τους πρόσημο, καθιστώντας τα κείμενα «της ημέρας». Για να γίνει ο ισχυρισμός αυτός ανάγλυφος, θα χρησιμοποιήσω μία αναλογία από την καθημερινότητα. Το αν μας αρέσει ή όχι το μαγειρεμένο φαγητό που θα γευτούμε απόψε (μεταφρασμένο κείμενο) εξαρτάται όχι τόσο από την έμπνευση και τα υλικά τού εμπνευστή του (γλωσσικές επιλογές συγγραφέα τού πρωτοτύπου), όσο από τα αντίστοιχα τού αποψινού μάγειρα (μεταφραστής) και το δικό μας γευστικό κριτήριο (αναγνώστης). Εφόσον μάλιστα δεν έχουμε ιδέα -με την αρχαιοελληνική έννοια τού όρου, δηλαδή οπτική αντίληψη- των υλικών (λέξεις) του αρχικού πιάτου, δεν μπορούμε να αποφανθούμε με βεβαιότητα αν ο μάγειρας έκανε καλά τη δουλειά του. Ούτε να εκφέρουμε γνώμη για το αρχικό πιάτο, παρά μόνο για το σημερινό το οποίο, ωστόσο, δεν γνωρίζουμε αν ήταν πιστό στο αρχικό. Ο μόνος τρόπος να το διαπιστώσουμε είναι να δοκιμάσουμε οι ίδιοι από το αρχικό πιάτο!

Δεν προτείνω άρνηση της χρήσης της μετάφρασης μια τέτοια πρόταση θα ήταν αντιεπιστημονική, πρακτικά αδύνατη και άρα ανεδαφική. Προτείνω χρήση της όπου είναι πραγματικά απαραίτητο, προπάντων κριτική χρήση της. ένα κείμενο μπορεί να είναι ίδιο μόνο με τον εαυτό του, λόγω του μοναδικού κάθε φορά συνδυασμού των γλωσσικών στοιχείων μεταξύ τους. Διότι το μετάφρασμα πρόκειται για άλλο κείμενο, ίσως όχι τόσο κοντινό με το αρχικό όσο θεωρούμε. Σαν -ας μου επιτραπεί η έκφραση- κρησάρα σουρωτηριού, καθιστά τον χυμό ευκολότερο στην κατάποση, αλλά απομακρύνει ορισμένα συστατικά του. Κάτι κερδίζεται, κάτι χάνεται, όμως το τελευταίο αυτό παραβλέπεται. Και ίσως η πρωτότυπη εκδοχή, όσο δυσπρόσιτη κι αν φαντάζει, είναι προτιμητέα από μια Ωραία Άπιστη, διότι εγγράφεται σ’ αυτήν η ομορφιά μιας άλλης εποχής ή/και περιοχής, και η πειστικότητα.