Του Γαβριήλ Μπομπετση
Ο Shakespeare, όπως δηλοί το όνομά του, κουνάει («shake») τη λόγχη («spear») του λογχίζοντας γενεές επί γενεών με το λογοτεχνικό του ταλέντο. Δεν υπάρχει πιθανόν πιο γνωστή ιστορία αγάπης παγκοσμίως από τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Ένα εργο του Shakespeare που γράφτηκε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1590, μεσουρανούσης της ελισαβετιανής εποχής. Ο Shakespeare δεν είναι ο πρώτος που επεξεργάστηκε τον μύθο των δυο ηρώων. Υπήρχε ένα μεσαιωνικό ρομάντζο με πρωταγωνιστές τους ίδιους ακριβώς ήρωες. Αλλά η πρωταρχική πηγή του μύθου θα πρέπει να αναζητηθεί ακόμη πιο πίσω. Στα χρόνια που η Ρώμη ήταν κοσμοκράτειρα, που οι Καίσαρες κρατούσαν τα ηνία της και που έζησαν ποιητές, όπως ο Οβίδιος (43 π.Χ. - 17 μ.Χ.), αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια στον πέπλο της ιστορίας και της λογοτεχνίας.
Ovidius poeta in terra Pontica exulat... Μα πριν προλάβει ο Αύγουστος να τον εξορίσει στη γη του Πόντου –για αμάρτημα ουχί γνωστό παρά μόνο υποκείμενο σε εικασίες– πρόλαβε να γράψει τις Μεταμορφώσεις, ένα έργο που κατατάσσεται στα έπη, αλλά στην ουσία είναι υβριδικό· ένα συνονθύλευμα στοιχείων επικών, ρητορικών, τραγικών, ελεγειακών, βουκολικών κ.ο.κ. Στο υπ’ αριθμόν 4 βιβλίο των οβιδιακών Μεταμορφώσεων (στ. 55-166) και συγκεκριμένα στην ιστορία του Πύραμου και της Θίσβης βρίσκει κανείς την πηγή, απ’ όπου αρδεύτηκε ο σαιξπηρικός μύθος. Είναι σημειώσεως άξιο ότι ο Άγγλος δραματουργός αναφέρει ονομαστικά τη Θίσβη στην 4η σκηνή της 2ης πράξης του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, ενώ η ίδια ιστορία θα επανέλθει στο Όνειρο θερινής νυκτός ως εμβόλιμη.
Η οβιδιακή ιστορία έχει ως εξής: Δύο γειτονόπουλα απ’ της Βαβυλώνας τα μέρη, ο Πύραμος και η Θίσβη, χτυπημένοι από τα βέλη του έρωτα, αποφασίζουν να το σκάσουν μια νύχτα, εις πείσμα των γονιών τους που στέκονται αρνητές του μεταξύ τους γάμου. Ορισμένο σημείο συνάντησης: μια μουριά του δάσους. Η Θίσβη, που φτάνει πρώτη, τρομάζει μπροστά στο θέαμα μιας αρκούδας και σπεύδει σε μία σπηλιά εκεί κοντά. Πάνω στο φευγιό πέφτει το πανωφόρι της, που το γεμίζει η αρκούδα με αίματα. Ο Πύραμος αντικρίζοντάς το θεωρεί νεκρή την αγαπημένη του και αυτοκτονεί με το ξίφος του. Όταν επιστρέφει στη μουριά η Θίσβη παίρνει το ίδιο ξίφος και βάζει τέλος στη ζωή της, για να μην μπορέσει ο θάνατος να ανακόψει την αγάπη τους αλλά απεναντίας να την διαιωνίσει.
Στον Shakespeare, προς ανάκληση της μνήμης, δύο νέοι, από εχθρικές μεταξύ τους οικογένειες της Βερόνας, ο Ρωμαίος (από τους Μοντέγους) και η Ιουλιέτα (από τους Καπουλέτους), δέχονται τα βέλη του έρωτα, ενός έρωτα καθ’ όλα αμοιβαίου. Ένας ανιψιός της κυρίας Καπουλέτου, ονόματι Τυβάλτος, σκοτώνει πάνω στη μονομαχία τον φίλο του Ρωμαίου, Μερκούτιο, πράγμα που βάσει του κώδικα αξιών της εποχής χρήζει εκδικήσεως. Ο Ρωμαίος σκοτώνει με τη σειρά του τον Τυβάλτο, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί εξόριστος στην περιοχή της Μάντοβας. Τα παρόντα γεγονότα αλλά και η παλιά έχθρα των οικογενειών υψώνουν εμπόδια στην ερωτική σχέση των ηρώων. Η Ιουλιέτα, προς αποφυγήν ενός ανεπιθύμητου γάμου, πίνει πιοτό με αναισθητοποιητικές ιδιότητες, με αποτέλεσμα να θαφτεί ζωντανή. Ο Ρωμαίος, που ειδοποιείται στην εξορία, καταφτάνει στο μνήμα και δίνει τέλος στη ζωή του με χρήση δηλητηρίου, θεωρώντας την αγαπημένη του Ιουλιέτα νεκρή. Η Ιουλιέτα, όταν συνέρχεται, αυτοκτονεί για μην μπορέσει ο θάνατος να τους χωρίσει και να σβήσει τη φλόγα της αγάπης τους.
Οι ομοιότητες των δύο ιστοριών είναι σαφείς. Ότι ο Shakespeare είχε διαβάσει Οβίδιο επίσης φαντάζει σίγουρο. Αρκεί να ανατρέξει κάποιος στα αρχαιόθεμα δράματά του, για να έρθει εις συνείδηση της αρχαιογνωσίας του Άγγλου δραματουργού.
Η βασική υπόθεση του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας είναι αποκαλυπτική ακόμη της σχέσης του δράματος και με το αρχαία ελληνικό μυθιστόρημα. Στο αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα, η ακμή του οποίου τοποθετείται μεταξύ του 1ου και του 3ου/4ου αι. μ.Χ, δύο νέοι ερωτεύονται σφοδρά, με έρωτα αμοιβαίο, εις πείσμα ενίοτε των οικογενειών τους, αποχωρίζονται ο ένας των άλλων, υφίστανται πλειάδα εμποδίων, ενίοτε υπόκεινται σε ψευδή (φαινομενικό) θάνατο, όπως ήταν ο πρώτος θάνατος της Ιουλιέτας, αλλά στο τέλος επανασυνδέονται.
Όμως στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα απαντούν και τόποι ερωτικοί, που έλκουν την καταγωγή τους από την αρχαία ελληνική ποίηση, και δη από τα χρόνια της λυρικής ποίησης. Οι τόποι αυτοί δεν είναι βέβαια δηλωτικοί άμεσης επιρροής του Shakespeare από τη λυρική ποίηση των αρχαίων, καθώς διατρέχουν όλη την ερωτική λογοτεχνία ως και τις μέρες μας. Ο έρωτας ασκεί επίδραση τυραννική στον άνθρωπο, προκαλεί αγρύπνια στον ερωτευμένο που υποφέρει σκεπτόμενος το αντικείμενο του πόθου του, είναι ακόμα αντινομικός, ηδονή και οδύνη μαζί. «Τι άλλο ειν' ο έρωτας; Τρέλα γεμάτη σωφροσύνη,/ θανατηφόρο δηλητήριο και γιατρικό που όμορφη ζωή μάς δίνει» (μετ.: Ερ. Μπελιές). Τα μάτια είναι οι πρώτοι συνεργοί στη γένεση του ερωτικού πάθους, αντίληψη πολύ παλιά που επανέρχεται στο έργο του Άγγλου δραματουργού. Ο Ερωτιδέας, όπως στην αρχαία εικονογραφία αλλά και λογοτεχνία, έχει φτερά και βέλη, για να τρέχει γρήγορα και να πληγώνει τις καρδιές των ανθρώπων. Η ανθρωπολογία του έρωτα μάλλον δεν έχει αλλάξει και πολύ ανά τους αιώνες.
Η ελληνορωμαϊκή λογοτεχνική μήτρα συνετέλεσε στην κυοφορία έργων και ρευμάτων της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής. Οι οφειλές του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας κατεξοχήν στην οβιδιακή ιστορία των Μεταμορφώσεων και δευτερευόντως στο αρχαίο ελληνικό μυθιστόρημα δεικνύει το λογοτεχνικό συνεχές, το κατά πόσο η αρχαία Ελλάδα και η αρχαία Ρώμη ζουν εν προκειμένω μέσα στον Shakespeare, όπως ο Shakespeare ζει μέσα σε τόσους και τόσους συγγραφείς και όχι μόνο...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου