Προτού ξεκινήσουμε τη συγκριτική προσέγγιση των σωκρατικών έργων του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα και ειδικότερα των σχετικών με την πολιτική ιδεών, που αποτυπώνονται σε αυτά, κρίνεται σκόπιμο να γίνουν κάποιες διευκρινήσεις. Το λεγόμενο «σωκρατικό πρόβλημα» με την αδυναμία ακριβούς εντοπισμού των σωκρατικών θέσεων είναι η πρώτη από αυτές.[1] Το εγχείρημα διακρίβωσης των σωκρατικών θέσεων υπερβαίνει τους στόχους της παρούσας προσπάθειας. Κύριος σκοπός της έκθεσης των πολιτικών θέσεων των σωκρατικών έργων είναι η συγκριτική τους ανάγνωση, προκειμένου να εντοπιστεί ο τρόπος απόδοσης των σωκρατικών θέσεων για ζητήματα πολιτικής φύσεως από τους δύο μαθητές του, τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από το αν οι απόψεις που παρατίθενται στα συγκεκριμένα έργα αποτελούν πραγματικά απόψεις του Σωκράτη, θα επικεντρωθούμε σε αυτές αντιμετωπίζοντάς τες ως τη βάση της πολιτικής σκέψης των συγγραφέων τους.
Σε αυτό το πλαίσιο αξίζει να σημειωθεί το γεγονός ότι τόσο ο Πλάτων όσο και ο Ξενοφών προχωρούν στη συγγραφή σωκρατικών έργων, στα οποία η προσωπική τους σφραγίδα με βάση τη νοοτροπία και τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα είναι εμφανής.[2] Πιο συγκεκριμένα, εύκολα γίνεται αντιληπτό από την παρουσίαση που προηγήθηκε ότι ο Πλάτων εμφανίζεται «μαχητικότερος» ή ορθότερα «επιθετικότερος» από τον Ξενοφώντα. Στα έργα του ο Σωκράτης στηλιτεύει πολλές πτυχές της αθηναϊκής κοινωνίας με ιδιαίτερη έμφαση να δίνεται στους σοφιστές και τους πολιτικούς, οι οποίοι αποτελούν και τους κύριους συνομιλητές του σε πολλά από αυτά. Όσον αφορά τους πρώτους με κάθε ευκαιρία δίνεται η διάσταση της σοφιστικής ως μιας άνευ αντικειμένου επιστήμης και, άρα, όχι επιστήμης, ενώ όσον αφορά τους δεύτερους τονίζεται η ανικανότητα τους να κάνουν τους πολίτες καλύτερους, ανικανότητα η οποία οφείλεται στην επίφαση γνώσης, που τους χαρακτηρίζει, και στην πρόταξη από μέρους τους της πειθούς και όχι της αλήθειας.
Παρά την αγωνιστική-απορριπτική διάσταση που εμφανίζουν οι συζητήσεις του Σωκράτη με τους σοφιστές στους πρώιμους πλατωνικούς διαλόγους, που εξετάζουμε, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι σε αυτούς διατυπώνονται απόψεις, τις οποίες ο Πλάτων υιοθετεί και ίσως επαυξάνει στους μεταγενέστερους διαλόγους του. Για παράδειγμα, μέσα από την αντιπαράθεση του Σωκράτη με τον Πρωταγόρα χαρακτηριστική κρίνεται η διάκριση της αρετής σε δικαιοσύνη, σωφροσύνη, σοφία, ανδρεία και ευσέβεια, μια διάκριση που επανέρχεται στους μεταγενέστερους πλατωνικούς διαλόγους. Αντίστοιχα, απόψεις που διατυπώνονται από πολιτικούς επανέρχονται και επανεξετάζονται στους μεταγενέστερους πλατωνικούς διαλόγους, όπως για παράδειγμα ο ορισμός του αυτοελέγχου από τον Κριτία ως «το τα εαυτού πράττειν», ορισμός που στην Πολιτεία θα αποδοθεί στη δικαιοσύνη.
Εξετάζοντας τις αναφορές σε πολιτικούς, τα όσα οι τελευταίοι υποστηρίζουν και την ανατροπή τους από τον Σωκράτη θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Πλάτων επιλέγει για τους διαλόγους του μερικούς από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς, τόσο της εποχής του και της εποχής του Σωκράτη, όσο όμως και των προγενέστερων χρόνων κατακρίνοντας τις πρακτικές που ακολουθούσαν και δίχως να εξαιρεί κανέναν, αντιμετωπίζοντάς τους όχι ως κατόχους κάποιας γνώσης αλλά απλώς ορθής γνώμης.[3] Ο Αλκιβιάδης μπορεί να εμφανίζεται ως ο αγαπημένος νέος του Σωκράτη, δεν παύει όμως να επικρίνεται για την έλλειψη γνώσης, που τον χαρακτηρίζει. Ο Περικλής επικρίνεται για την αδυναμία του να κάνει τους Αθηναίους καλύτερους από ότι τους παρέλαβε. Ο Χαρμίδης εμφανίζεται ως «υποχείριο» του Κριτία και ο τελευταίος ως ένας μάλλον κακός «μαθητής» του Σωκράτη, αφού παρόλο που φαίνεται να γνωρίζει ορισμένες θέσεις του «δασκάλου» του, γίνεται αντιληπτό ότι δεν τις έχει κατανοήσει. Ο Καλλικλής εμφανίζεται ως ένας φιλόδοξος πολιτικός διαποτισμένος μάλλον με σοφιστικές αντιλήψεις της εποχής, τις οποίες, όπως ήδη επισημάνθηκε, ο πλατωνικός Σωκράτης αντικρούει. Ο Νικίας, μολονότι πράγματι εμφανίζεται ίσως θετικότερα από οποιονδήποτε άλλον πολιτικό, αξιολογείται επίσης ως ανάξιος, αφού, όπως και οι υπόλοιποι, επηρεαζόταν από τη δύναμη της πειθούς και όχι της αλήθειας.
Εκτός από τους σοφιστές και τους πολιτικούς, ο πλατωνικός Σωκράτης «εναντιώνεται» και στους ρήτορες. Ίσως μάλιστα οι τελευταίοι να είναι και οι πραγματικοί υπαίτιοι της ανικανότητας των πολιτικών, αφού αφενός το αντικείμενο της τέχνης τους, η πειθώ, είναι το κύριο σημείο της πλατωνικής-σωκρατικής κριτικής εναντίον των πολιτικών και των σοφιστών και αφετέρου οι ίδιοι οι ρήτορες παρουσιάζονται ως ένα είδος «τυράννου των λόγων».[4] Για παράδειγμα, η μομφή που γίνεται για τον Νικία αφορά αυτήν ακριβώς την ευπείθια σε λόγους -ακόμη και ψευδείς-, η οποία παραλληλίζεται με την ευπείθια του Αριστοκράτη και του Περικλή, γιου του Περικλή και της Ασπασίας. Ανατρέχοντας στα πολιτικά γεγονότα της εποχής, βλέπουμε ότι ο Αλκιβιάδης που ήταν επικεφαλής μαζί με τον Νικία κατηγορείται από τους Αθηναίους για ασέβεια για την περίπτωση των Ερμοκοπιδών, κατηγορία που οδήγησε στην απομάκρυνσή του από το πεδίο της μάχης και στη συνακόλουθη φιλοσπαρτιατακή και φιλοπερσική του πολιτική, η οποία αν δεν είχε σημειωθεί, η εξέλιξη της σικελικής εκστρατείας θα ήταν πολύ διαφορετική. Αντίστοιχα, ο Θηραμένης, που υπήρξε μεταξύ των επικεφαλής στη ναυμαχία των Αργινουσών, όπως και ο Αριστοκράτης και ο Περικλής, κατηγόρησε τους υπόλοιπους στρατηγούς υποκινώντας τη γνώμη του αθηναϊκού πλήθους και οδηγώντας στην καταδίκη τους, στην οποία ο ίδιος ο Σωκράτης δεν συναινούσε και για την οποία ο Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει ότι θα την είχαν γλιτώσει, αν δεν έκαναν «εχθρό» τους τον Θηραμένη (13.100-103).
Διαβάζοντας τον Ξενοφώντα αντιλαμβάνεται κανείς ότι τόσο οι ρήτορες όσο και οι σοφιστές έρχονται σε δεύτερο επίπεδο. Οι όποιες αναφορές περιλαμβάνονται στα σωκρατικά του έργα είναι σποραδικές και δίχως ιδιαίτερη ανάπτυξη. Όσον αφορά τους πολιτικούς, ο Ξενοφώντας διαφοροποιείται από τον Πλάτωνα. Μπορεί να επικρίνει τον Αλκιβιάδη και τον Κριτία, το κάνει όμως επιφανειακά, δηλώνοντας ότι δεν τον απασχολεί να αξιολογήσει τα έργα τους και ως ένα βαθμό «δικαιολογώντας» αν έκαναν κάτι κακό με το επιχείρημα ότι η διαφθορά τους ήταν αποτέλεσμα των λάθος συναναστροφών τους, αφού εγκατέλειψαν τον Σωκράτη.[5] Ο τρόπος με τον οποίο οι εν λόγω πολιτικοί παρουσιάζονται, βρίσκεται ίσως σε αντιστοιχία με τη διήγηση που περιλαμβάνει ο Ξενοφώντας στην Ανάβαση (3.4.1) και αφορά τον ίδιο, όπου έχοντας ζητήσει τη συμβουλή του Σωκράτη, προτού προσχωρήσει στην εκστρατεία του φιλοσπαρτιάτη Κύρου, επιχειρεί να δείξει με κάθε τρόπο ότι ο Σωκράτης δεν είχε καμία σχέση με τη δική του απόφαση. Και οι τρεις αποτελούν παραδείγματα νέων που δεν διεφθάρησαν από τον Σωκράτη αλλά παρέκκλιναν από δικές τους επιλογές.[6] Αυτού του είδους η «απάντηση» στην κατηγορία σε βάρος του Σωκράτη για διαφθορά των νέων αποτελεί μια πρώτη ένδειξη της αποδοχής από τη μια πλευρά του Σωκράτη ως ενός αγαθού ανθρώπου, άρνησης όμως από την άλλη του φιλοσοφικού τρόπου ζωής ως απάντηση στο ερώτημα «όντινα τρόπον χρη ζην», πράγμα που θα φανεί περισσότερο στη συνέχεια.[7]
Ο Περικλής παρουσιάζεται μάλλον αρνητικά ως πολιτικός, αν και θετικά ως συμβουλευτικός ρήτορας, σίγουρα πάντως υποδεέστερος του Θεμιστοκλή εν αντιθέσει με τα όσα εκθέτει ο πλατωνικός Σωκράτης αξιολογώντας και τους δύο εξίσου αρνητικά. Ο Θεμιστοκλής επαινείται σε κάθε ευκαιρία, γεγονός που μας καθιστά σαφές ότι ο Ξενοφών δεν κατακρίνει συλλήβδην τις πολιτικές πρακτικές της αθηναϊκής κοινωνίας, αλλά εντοπίζει μεταξύ των αρχόντων ορισμένους άξιους και ικανούς να ωφελούν την πόλη τους. Αντίστοιχα, διαφορετική είναι και η παρουσίαση του Χαρμίδη, που από απλό φερέφωνο του Κριτία των πλατωνικών διαλόγων, εμφανίζεται ως ένας ικανότατος νέος με σωστές τοποθετήσεις σε ζητήματα πολιτικής φύσεως.
Πέρα όμως από τον τρόπο που αποτυπώνεται η πολιτική κατάσταση, ενδιαφέρων είναι και ο τρόπος που αποτυπώνονται οι γενικότερες πολιτικές απόψεις του Σωκράτη. Πρώτα από όλα, όσον αφορά τη δίκη του ίδιου τόσο ο Πλάτων όσο και ο Ξενοφών παρουσιάζουν την ανυπόστατη διάσταση των κατηγοριών σε βάρος του, ο πρώτος δίνοντας έμφαση στις ιδέες του φιλοσόφου και ο δεύτερος στη συμπεριφορά του.[8] Αυτό που θα μπορούσαμε ίσως να επισημάνουμε είναι ότι στην περίπτωση του Ξενοφώντα εντοπίζεται ένας μεγαλύτερος ζήλος να δειχθεί η ευσέβεια του Σωκράτη, με πλειάδα αναφορών σε ζητήματα θρησκευτικής φύσεως.
Προχωρώντας στην ιδανική πολιτεία, ο πλατωνικός Σωκράτης δίνει έμφαση στην αρετή των κυβερνώντων: μόνο ένας ενάρετος και κατά επέκταση σώφρων και δίκαιος άνθρωπος, αλλά και κάτοχος της τέλειας γνώσης[9] κρίνεται κατάλληλος για τη διακυβέρνηση της πολιτείας και, για να γίνει τέτοιος, η φιλοσοφία εμφανίζεται ως μονόδρομος δίνοντας του τη δυνατότητα να επιμεληθεί πρώτα από όλα τον εαυτό του. Όσον αφορά την αξιολόγηση των πολιτευμάτων η τυραννία και η ολιγαρχία κατακρίνονται συλλήβδην. Η δημοκρατία κατακρίνεται για τη δυνατότητα των μη εχόντων τις απαραίτητες γνώσεις να λαμβάνουν αποφάσεις για τα πολιτικά ζητήματα.[10] Μια αριστοκρατία που προκύπτει με τη συγκατάθεση ενός τέτοιου πλήθους, επίσης κατακρίνεται, όπως και η βασιλεία εξαιτίας του κληρονομικού της χαρακτήρα. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι Λακεδαιμόνιοι βασιλείς επαινούνται τόσο για την φύση τους όσο όμως και για την παιδεία που λάμβαναν, καθίσταται σαφές ότι μια βασιλεία, στην οποία κριτήριο δεν είναι η κληρονομικότητα, αλλά η αρετή των κυβερνώντων, αντιμετωπίζεται θετικά, όπως και η αριστοκρατία με την προϋπόθεση να μην προκύπτει από άγνοια.[11]
Ο ξενοφώντειος Σωκράτης τονίζει επίσης την αρετή, τη σωστή εκπαίδευση και τη γνώση της βασιλικής τέχνης από πλευράς των κυβερνώντων. Ήδη ο χαρακτηρισμός της κυβερνητικής τέχνης ως βασιλικής μας προϊδεάζει για τη θετική του στάση απέναντι στην βασιλεία, στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Για την εικόνα του ιδανικού άρχοντα, ο ξενοφώντειος Σωκράτης αναφέρεται συχνά αφενός στα χαρακτηριστικά των καλών επικεφαλής των στρατευμάτων και αφετέρου στην ικανότητά του σε γεωργικές απασχολήσεις και στην καλή σωματική του κατάσταση.[12] Παρά το γεγονός ότι εκ πρώτης όψεως τα ζητήματα αυτά φαντάζουν παράταιρα για τις απόψεις του πλατωνικού Σωκράτη, αν τα προσεγγίσουμε αναλυτικότερα βλέπουμε ότι στοχεύουν στην εναργέστερη ανάδειξη της ωφελιμότητας του κυβερνήτη στην πόλη και της εγκράτειας και της διοικητικής του ικανότητας, αντίστοιχα.[13]
Το στοιχείο στο οποίο δίνεται έμφαση από τον Ξενοφώντα είναι η ταύτιση από μέρους του Σωκράτη του δικαίου με το νόμιμο, ταύτιση που συνάγεται και από την πλατωνική Απολογία και τον Κρίτωνα.[14] Ως νόμο ο Ξενοφών αντιμετωπίζει όχι τον εκάστοτε ψηφισμένο από οποιονδήποτε άρχοντα αλλά μόνο εκείνους που προέρχονται από κυβερνώντες που η εξουσία τους προκύπτει μεω τη συγκατάθεση του λαού (Απομν. 1.2.40-46) και βρίσκονται σε αντιστοιχία με τους άγραφους θεϊκούς νόμους.[15]
Η ταύτιση αυτού του είδους των νόμων με το δίκαιο αποτελεί και το κύριο αξιολογικό διακριτικό γνώρισμα των πολιτευμάτων. Πιο συγκεκριμένα, με βάση την ταύτιση νόμιμου-δίκαιου, η αριστοκρατία, που ορίζεται ως το πολίτευμα στο οποίο την εξουσία κατέχουν όσοι εκτελούν τα νόμιμα, γίνεται αντιληπτό ότι προτάσσεται ως το βέλτιστο πολίτευμα. Αντίστοιχα, η βασιλεία και η τυραννία διακρίνονται ακριβώς με βάση την τήρηση από πλευράς των κυβερνώντων αυτού του είδους των νόμων, με την πρώτη να προκρίνεται και τη δεύτερη να απορρίπτεται. Επιπρόσθετα, κατακρίνεται η δημοκρατία, όπως και από τον πλατωνικό Σωκράτη, εξαιτίας της αμάθειας του όχλου[16] και η πλουτοκρατία, γιατί η αγάπη για το κέρδος οδηγεί σε πάθη και συνακόλουθα σε αδικίες.
Η αλήθεια είναι ότι για τη στάση του Σωκράτη απέναντι στη δημοκρατία έχουν διατυπωθεί ποικίλες και αντικρουόμενες μεταξύ τους ερμηνευτικές. Κάποιες από αυτές ερμηνεύουν την πολιτική κριτική του φιλοσόφου, έτσι όπως αυτή διασώζεται στα έργα του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα, ως μια προσπάθεια «απενεχοποίησης» του Σωκράτη από τη συντηρητική μερίδα των Αθηναίων, οι οποίοι τον παρουσιάζουν υπεράνω πολιτικών παρατάξεων και πολιτικών ανταγωνισμών, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος προσχώρησε στη δική τους παράταξη.[17] Άλλες πάλι, αποδίδουν αυτή την πολιτική κριτική αποκλειστικά στις πολιτικές πεποιθήσεις των συγγραφέων των σωκρατικών έργων, οι οποίοι πρόβαλλαν στον Σωκράτη τις δικές τους «ολοκληρωτικές» ιδέες.[18] Ανεξάρτητα από το είδος της ανάγνωσης των σωκρατικών έργων και την απόδοση συγκεκριμένων κινήτρων στους συγγραφείς τους είναι φανερό ότι το σημείο στο οποίο οι τελευταίοι συγκλίνουν στην παρουσίαση του Σωκράτη, που τόσο πολύ θαύμαζαν, είναι η πρόταξη ως ιδανικού είδους πολιτεύματος μιας αριστοκρατίας ή βασιλείας ενάρετων κυβερνώντων με γνώση της πολιτικής τέχνης. Στα σωκρατικά έργα του Πλάτωνα κανένας Αθηναίος δεν εμφανίζεται να φέρει τα εν λόγω χαρακτηριστικά με μοναδική εξαίρεση τον Σωκράτη. Στα έργα του Ξενοφώντα επίσης δεν αξιολογείται θετικά κάποιος ενεργεία Αθηναίος πολιτικός της εποχής του, σίγουρα πάντως παρουσιάζεται ο Μεγάλος Βασιλιάς των Περσών ως πρότυπο κυβερνήτη. Έτσι, γίνεται αντιληπτό ότι τόσο ο Πλάτων όσο και ο Ξενοφώντας σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, όπως φαίνεται στα υπόλοιπα έργα τους, επιχείρησαν να παρουσιάσουν τον τρόπο διακυβέρνησης, που θεωρούσαν ιδανικό.[19]
[1] Για το σωκρατικό πρόβλημα βλ. για
παράδειγμα: Guthrie W.K.C. (1990), Taylor A.E. (1932), Chroust Α.Η. (1957).
[4] Για την
αντιδιαστολή μεταξύ ρητόρων-πολιτικών και φιλοσόφων-πολιτικών βλ. Barker E. (2007): 287-310.
[5] Ο Ξενοφών στα σωκρατικά του έργα
επιχειρεί όχι να αποτυπώσει αυτολεξεί συζητήσεις και αποσπάσματα συζητήσεων του
Σωκράτη αλλά, όπως ο ίδιος επανειλημμένα δηλώνει, επιχειρεί να ανασυντάξει τον
τρόπο συμπεριφοράς του πιο αγαθού ανθρώπου, που είχε γνωρίσει. Στα έργα του σε
αρκετά σημεία δηλώνεται ότι όσα αναφέρει αποτελούν προσωπικές του εκτιμήσεις,
πράγμα που καθιστά ευκολότερη την εξαγωγή συμπερασμάτων. Βλ. και Guthrie W.K.C (1990): 34-35, 40-43, Cooper (1999): 14. Για το σωκρατικό πρόβλημα στα
έργα του Ξενοφώντα βλ. αναλυτικά Johnson D.M. (2017): 121-123.
[9] Όπως
επισημαίνει ο Ernst Barker
(2007: 286): «η τέλεια αρετή είναι τέλεια γνώση, μια τέλεια κατανόηση του
κόσμου και της θέσης του ανθρώπου τον κόσμο» Βλ. επίσης: Barker E. (2007): 268-276.
[12]
Για τον παραλληλισμό πολιτείας-στρατεύματος βλ. Barker E. (2007): 218-221 και για
τον παραλληλισμό πολιτείας-οικονομίας βλ. Horbden F. (2017): 162-163.
[13] Ferrario S.B. (2017): 66.
[14]
Στα εν λόγω έργα προτάσσεται από τον πλατωνικό Σωκράτη η υπακοή στους νόμους ως
υποχρέωση του κάθε πολίτη, αφού η ίδια η ιδιότητα του πολίτη επικυρώνεται μέσα
από αυτήν ακριβώς την υπακοή. Βλ.
Barker E. (2007): 264-268.
[15] Gray (2007): 9-10.
[16] Guthrie W.C.K. (1990):
128-131.
[17] Winspear A.D., Silverberg T.
(1939).
[19] Για τον
Ξενοφώντα έχει γίνει ήδη φανερό σε μεγάλο βαθμό μέσα από τον Οικονομικό.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου