Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση
Η λυρική ποίηση της αρχαϊκής εποχής είναι συνδεδεμένη με την κοινωνική και πολιτική διάρθρωση της πόλεως-κράτους, στο εσωτερικό της οποίας αποκρυσταλλώνονται οι διαφορές μεταξύ της αστικής τάξης των γαιοκτημόνων και της ανερχόμενης τάξης των εμπόρων. Η επική ποίηση αποτέλεσε την κατεξοχήν ψυχαγωγία της αριστοκρατικής τάξης, οι νέες ιδεολογικές διαφοροποιήσεις, ωστόσο, οδήγησαν στη διαμόρφωση μιας «ποικιλόμορφης ποίησης», που εμφανίστηκε στα πλαίσια προσπαθειών ετερόκλητων κοινωνικών ομάδων να νομιμοποιήσουν μια διακριτή ενιαία ταυτότητα. Στη διαμόρφωση αυτού του είδους της ποίησης καθοριστικός ήταν ο ρόλος των εταιρειών, των συμποσίων, των θιάσων αλλά και των δημοσίων τελετών και αγώνων.[2]
Από τους εκπροσώπους της αδόμενης λυρικής ποίησης και ειδικότερα των ιαμβογράφων αξίζει να γίνει μνεία του Αρχίλοχου, ο οποίος στην ποίηση του εξέφρασε μια αντισυμβατική στάση, προχωρώντας σε αμφισβήτηση της ηρωικής ηθικής και των συμβατικών κοινωνικών στόχων και φιλοδοξιών. Ο κατεξοχήν πολιτικός στίχος εντοπίζεται στην ελεγειακή μορφή, είτε με παραινετικές ελεγείες με πολεμικό θέμα που εκφράζει το αριστοκρατικό ιδεώδες (Καλλίνος, Τυρταίος) είτε με προπαγανδιστική ελεγεία που αποβλέπει σε οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (Σόλων). Αντίστοιχη θεματολογία απαντάται και στις ελεγείες του Ξενοφάνη του Κολοφώνιου, ο οποίος κάνει την εμφάνισή του ως αντισυμβατικός διανοούμενος απορρίπτοντας την παραδοσιακή ηθική και προχωρώντας σε θεολογικό και κοσμογονικό προβληματισμό προτρέποντας το κοινό του σε υιοθέτηση μιας ζωής σοφίας. Τέλος, στην γνωμική ελεγεία ο Θέογνις εμφανίζεται ως «αμετάκλητος» αριστοκράτης με τους στίχους του να επιχειρούν να αποδώσουν με τρόπο αποφθεγματικό και απόλυτο ανωτερότητα στην αριστοκρατία.[3]
Από τους εκπροσώπους της μελικής λυρικής ποίησης για τους πολιτικούς του στίχους, τους οποίους απηύθυνε στα μέλη της αριστοκρατικής εταιρείας, στην οποία και ο ίδιος ανήκε, ξεχωρίζει ο Αλκαίος από τη Μυτιλήνη. Τα αδέρφια του, όταν ο ίδιος ακόμη ήταν πολύ νέος, έλαβαν ενεργό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της πόλης τους συγκαταλεγόμενοι μεταξύ των πρωτοστατών, που καθαίρεσαν την τυραννίδα του Μέλαγρου συμπράττοντας με την εταιρεία στην οποία ανήκε ο Πιττακός. Ο τελευταίος συμμάχησε με τον νέο τύραννο της πόλης, Μύρσιλο, ενώ ο Αλκαίος εξορίστηκε. Λίγο αργότερα ο Αλκαίος επέστρεψε στη Μυτιλήνη, εξορίστηκε όμως για δεύτερη φορά, αφού την εξουσία είχε λάβει ο Πιττακός. Όλα αυτά τα γεγονότα εντυπώνονται στην ποίηση του Αλκαίου μέσα από την οξεία κριτική που ασκεί εναντίον του Πιττακού, τον οποίο στα στασιωτικά και επιθετικά του ποιήματα χαρακτηρίζει τύραννο (με τη σημερινή σημασία του όρου) και προδότη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το απ. 6 και 208 a V, στο οποίο κάνει λόγο για την πόλη του ως ένα πλοίο εν μέσω τρικυμίας, αλληγορία που στο εξής ανάγεται σε κοινό τόπο.[4]
Πολιτική έκφραση μέσα από τους στίχους του εντοπίζεται και στον Ανακρέοντα από την Τέω. Σε αντίθεση με τον Αλκαίο, ο Ανακρέων εμφανίζεται ως αυλικός ποιητής, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην αυλή του Πολυκράτη στη Σάμο κι έπειτα από τον θάνατο του τελευταίου στην Αθήνα, κοντά στον Ίππαρχο, τον τελευταίο των Πεισιστρατιδών. Ο Ανακρέων δεν εναντιώθηκε στην πολιτική εξουσία εκφράζοντας εσωτερικές πολιτικές έριδες αλλά με την ποίηση του μάλλον εξυπηρέτησε τα συμφέροντα των τυράννων της εποχής επιλέγοντας θέματα που αντικατόπτριζαν τη ζωή των αριστοκρατών και καθιστώντας την τρόπον τινά ιδεολογική προπαγάνδα.[5]
Τέλος, για τον Πίνδαρο, η ακμή του οποίου τοποθετείται στις αρχές της κλασικής περιόδου, αξίζει να σημειωθεί ότι παρέμεινε συνδεδεμένος με αριστοκρατικά περιβάλλοντα και απέφυγε να εκφραστεί μέσα από την ποίησή του για σύγχρονά του πολιτικά ζητήματα, επιχειρώντας να αντισταθεί στην εξέλιξη των ηθών και των ιδεών εκείνης της εποχής.[6]
-Σόλων
Ο Σόλων εκτός από την ποιητική του παραγωγή είναι κυρίως γνωστός ως νομοθέτης των Αθηνών και ένας μεταξύ των Επτά Σοφών της αρχαιότητας. Όπως ήδη έχει επισημανθεί, την εποχή του η Αθήνα βρισκόταν εν μέσω οικονομικής και κοινωνικής κρίσης με τις εσωτερικές έριδες μεταξύ των ισχυρών πλουσίων και του δήμου να την ταλανίζουν.[7] Ο Σόλων εξελέγη άρχων το 594 π.Χ. και του δόθηκε πλήρη εξουσία να αντιμετωπίσει τη διαμάχη με το έκτακτο αξίωμα του διαλλακτή.
Μας σώζεται μια από τις προγραμματικές του δηλώσεις (4W), όπου δίνεται έμφαση στην ευθύνη των ίδιων των ανθρώπων για τις υποθέσεις τους, αφού, όπως επισημαίνεται, οι θεοί δεν επιθυμούν να βλάψουν την πόλη. Κυρίως στρέφεται εναντίον της αδικίας και της ύβρεως της αριστοκρατίας, την οποία ο ίδιος κατακρίνει πολύ πιο έντονα από τους προγενέστερούς του, διαβλέποντας πολύ χειρότερες συνέπειες για την πόλη των Αθηνών από ότι εκείνοι, με τη δουλεία και την τυραννία να αποτελούν τις πιο επικίνδυνες εκδοχές. Σε αντίθεση με τον Ησίοδο, ο Σόλων αποδεσμεύει τη Δίκη από τη σφαίρα επιρροής του Δία και της προσδίδει διαστάσεις αυτόνομης θεότητας που επιβλέπει το σύνολο της πόλης και κάθε πόλης. Εμφανίζεται να δίνει προβάδισμα στους κοινωνικούς και πολιτικούς δεσμούς, τονίζοντας ότι η ευνομία ή η δυσνομία της πόλης εξαρτάται από τη δράση όλων των πολιτών και χάρη στο αξίωμά του έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει στην πράξη τις ιδέες του.
Κατά τη διάρκεια του 7ου αι. η εξουσία και τα αξιώματα εξακολουθούσαν να βρίσκονται στα χέρια ισχυρών αριστοκρατικών οικογενειών. Το 624 π.Χ. καταγράφηκε το ισχύον δίκαιο της Αθήνας από τον Δράκοντα, γεγονός που προώθησε την ιδέα του κράτους, είναι άγνωστο όμως το αν προώθησε κάποια πολιτειακή μεταβολή. Ακολουθούν η ανάπτυξη του εμπορίου και ο αποικισμός, που οδηγούν στην υπονόμευση της μέχρι τότε αγροτικής οικονομίας, που ευνοούσε την αριστοκρατική τάξη, με αποτέλεσμα τον εσωτερικό αναβρασμό. Τότε, διορίζεται διαλλακτής ο Σόλων και οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει έχουν ως στόχο την απαλλαγή των πολιτών από χρέη, τη νομισματική μεταρρύθμιση των μέτρων και σταθμών και τη σύνταξη νομοθεσίας. Με τη νομοθεσία του προέβη σε μια νέα ταξική διαίρεση, για την οποία βασίστηκε στην υπάρχουσα τριμερή στρατιωτική διαίρεση σε ιππείς, ζευγίτες και θήτες, θέτοντας ως κριτήριο τα εισοδήματα από τη γη, και αναδιανέμοντας τα κρατικά αξιώματα, δίνοντας πρόσβαση σε αυτά τόσο σε ιππείς όσο και σε ζευγίτες. Παράλληλα, οι θήτες είχαν δικαίωμα να συμμετάσχουν τόσο στην Εκκλησία του Δήμου όσο και στην Ηλιάια και η εξουσία του Αρείου Πάγου, του αριστοκρατικού συμβουλίου, άρχισε να δέχεται τον έλεγχο της Βουλής των 400, που θέσπισε ο ίδιος. Έτσι, κατά τη διάρκεια του 6ου αι. π.Χ. οι αριστοκρατικές οικογένειες χάνουν την αποκλειστική πρόσβαση στα πολιτικά αξιώματα και το πολίτευμα τείνει στην τιμοκρατία.[8]
Φιλοσοφικός Στοχασμός και Πολιτική Σκέψη
Κατά τη διάρκεια του 6ου αι. π.Χ. κάνει την εμφάνισή του ο ορθολογικός τρόπος σκέψης, αποδεσμευμένος από την μυθολογία. Στην Μίλητο ο Θαλής, ο Αναξίμαδρος και ο Αναξιμένης, μαθητές ο ένας του άλλου, αναζητούν την πρώτη αρχή -αριστοτελικώς ειπείν- στα πλαίσια μιας φυσιοκρατικής ερμηνείας του κόσμου. Ο Πυθαγόρας από την Σάμο ιδρύει σχολή στον Κρότωνα φέρνοντας στο προσκήνιο το ζήτημα της θεότητας και της θρησκευτικής συμπεριφοράς με τη σχολή του να θυμίζει περισσότερο μια «κλειστή θρησκευτική αδελφότητα». Στον αιώνα που ακολουθεί, ο φιλοσοφικός στοχασμός θέτει στο επίκεντρο την εξέταση της θέσης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο με κυριότερους εκπροσώπους τον Ηράκλειτο από την Έφεσσο και τον Παρμενίδη από την Ελέα. Τέλος, ο φιλοσοφικός στοχασμός της αρχαϊκής περιόδου ολοκληρώνεται με τον Εμπεδοκλή και τον Αναξαγόρα διατηρώντας τις ίδιες προβληματικές με τους προγενέστερους.
Όπως γίνεται αντιληπτό, τα ενδιαφέροντα των φυσιολόγων φιλοσόφων επικεντρώνονταν γύρω από την τάξη του φυσικού κόσμου. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισαν τα ζητήματα αυτά βρίσκεται σε στενή σύνδεση με την κοινωνία, θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι κατανοούσαν την φύση με όρους της κοινωνίας.[9]
Στον Αναξίμανδρο ο κόσμος παρουσιάζεται ως η «μείζων πολιτεία» και το πεδίο ενός διαρκούς αγώνα, ενός «κοσμικού δικαστηρίου», όπου ο θάνατος ενός όντος, ο οποίος επέρχεται από αδικία που διαπράττει σε κάποιο άλλο, οδηγεί σε μία νέα γέννηση. Ἀδικία, δίκη και τίσις εξασφαλίζουν την κοσμική ισορροπία παρά τις αδιάκοπες συγκρούσεις αντιθετικών δυνάμεων. Στο κέντρο του κόσμου τοποθετείται η Γη, η οποία στέκει ακίνητη και ισαπέχει από τα πάντα. Η κοσμολογία του Αναξιμάνδρου, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ο ορισμός του κύκλου δίνεται αργότερα, φαίνεται να βρίσκεται σε αντιστοιχία την οργάνωση μιας δημοκρατικής πολιτείας, όπου η πόλη εμφανίζεται ως ένας κύκλος, στο επίκεντρο του οποίου τίθενται οι δημοκρατικοί θεσμοί. Αν και η Μίλητος δεν ήταν ακόμη δημοκρατική, ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη, γεγονός που δεν αποκλείει την σύλληψη ενός κυκλικού πολιτειακού συστήματος, αυτού της δημοκρατίας.
Στους Πυθαγορείους η ενότητα των φυσικών στοιχείων απομακρύνεται από την υλική υπόσταση και εμφανίζεται με την άυλη μορφή των αριθμών. Σε αυτά τα πλαίσια, η δικαιοσύνη έλαβε τον χαρακτήρα ενός αριθμού «ἰσάκις ἰσου», ενός αριθμού, δηλαδή, που αποτελεί πολλαπλάσιο του εαυτού του και αντιστοιχήθηκε με το 4 και το 9. Εφόσον η δικαιοσύνη αποδόθηκε ως τετράγωνος αριθμός, προκύπτει ότι σε πολιτικό επίπεδο, μια πολιτεία θα χαρακτηριζόταν από τους Πυθαγορείους δίκαιη, αν προέκυπτε από ίσα μέρη. Και τα ίσα αυτά μέρη θα διατηρούνταν από εξωτερικές επιδρομές με τον εκτεταμένο ορισμό της δικαιοσύνης ως «ἀντιπεπονθότος». Με τους Πυθαγορείους η φιλοσοφία εμφανίζεται ως τρόπος ζωής, όπου τα «ἀκούσματα» που δίνονταν στους «ὁμακόους» εξασφάλιζε την εσωτερική συνοχή της κοινότητάς τους, μιας κοινότητας στην οποία επικρατούσε η αρχή της κοινοκτημοσύνης. Για τον ίδιο τον Πυθαγόρα δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με το αν ασχολήθηκε με τις πολιτικές αναταραχές της εποχής του. Ο κύκλος του, ωστόσο, αύξησε τόσο πολύ την επιρροή του, που οι μαθητές του έλαβαν τον έλεγχο της πολιτικής κατάστασης της Κ. Ιταλίας με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Αρχύτα (4ος π.Χ. αι.), που διετέλεσε επτά φορές στρατηγός στον Τάραντα.
Ο Ηράκλειτος έζησε κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου, που κατέληξε στην επικράτηση της δημοκρατίας. Ο ίδιος, γόνος βασιλικής οικογένειας της Εφέσου τήρησε αντιδημοκρατική στάση, ερχόμενος σε ευθεία αντιπαράθεση με τους δημοκρατικούς, που έλαβαν την εξουσία, κατηγορώντας τους με αφορμή την απόφασή τους για εξορία του φίλου του Ερμοδώρου ότι εξορίζουν τους πιο χρήσιμους ανθρώπους με το επιχείρημα ότι ανάμεσά τους κανείς δεν θα είναι «ο πιο χρήσιμος» (απ.121). Τάχθηκε εναντίον της πολιτικής προτεραιότητας του πλήθους, αντιμετωπίζοντάς το ως επί το πλείστον αμαθές, και υπέρ ενός εκλεκτού πολίτη, του οποίου ο λόγος θα ήταν ο νόμος της πόλης (απ. 49, απ, 33). Αυτού του είδος η προτεραιότητα δίνεται με κριτήριο τον Λόγο, ο οποίος σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, αν και είναι κοινός σε όλους τους ανθρώπους, δεν τον αφουγκράζονται και δεν τον ακολουθούν όλοι. Κεντρική θέση στην φιλοσοφική του σκέψη κατείχε η φωτιά. Ο κόσμος παραλληλίζεται με μια αιώνια ζωντανή φωτιά, που ανάβει και σβήνει με μέτρο (απ.30) και χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία αντιθέσεων, η οποία, όμως, δεν αίρει την ενότητά του. Στο επίπεδο των ψυχών, το αντίθετο της φωτιάς, το νερό είναι η αιτία του θανάτου τους (απ. 36). Καθήκον του κόσμου και του ανθρώπου είναι η σύνδεση με αυτήν την ζωογόνο φωτιά. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι για τον Ηράκλειτο ο κυβερνήτης μιας πόλης είναι εκείνος που έχει κρατήσει «στεγνή» την ψυχή του κοντά στην φωτιά. Επίσης, κεντρική θέση καταλαμβάνουν ο πόλεμος, που παρουσιάζεται ως ο πατέρας και βασιλιάς των πάντων (απ. 53) και κατ’ επέκταση περιλαμβάνει τόσο την φύση, όσο και την κοινωνία, αλλά και η έριδα των αντιτιθέμενων στοιχείων, η οποία χαρακτηρίζεται ως δικαιοσύνη και όλα γίνονται σύμφωνα με αυτήν (απ.85). Ο πόλεμος φαίνεται να αποτελεί την ουσιαστική προϋπόθεση ενός ενοποιημένου κόσμου, στον οποίο η έριδα ως γενεσιουργός δύναμη νομιμοποιεί την ύπαρξη των πάντων. Σε πολιτικό-κοινωνικό επίπεδο θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο διαρκής ανταγωνισμός, κατά τον Ηράκλειτο, τιθασεύεται από μια δικαιοσύνη που τηρεί το μέτρο και τα όρια στις συγκρούσεις των αντιτιθέμενων μερών.
Στον Παρμενίδη λέγεται ότι ανατέθηκε η σύνταξη των νόμων της πατρίδας του, Ελέας. Στο ποίημά του, η Δίκη εμφανίζεται ως θεά κοσμικής τάξης και ταυτότητας του όντος, ενώ το φως και η νύχτα ως οι δυο πρωταρχικοί αντιτιθέμενοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων επικρατεί σχέση ισοτιμίας: το ένα δεν υπεισέρχεται στο άλλο. Αντίστοιχα, σχέση ισοτιμίας εμφανίζεται και στα «ριζώματα» αλλά και στην Φιλότητα και το Νείκος του Εμπεδοκλή, τα οποία εμφανίζονται «συνομήλικα» (απ.17.27). Αυτή η ισοτιμία διασφαλίζεται με τον ιερό όρκο, που εγγυάται την νόμιμη εναλλαγή τους στην εξουσία του κόσμου. Όσον αφορά την πολιτική τους σκέψη, ο επιτονισμός αυτός της ισοτιμίας θα μπορούσε να βρίσκεται στην γραμμή της σύλληψης του κόσμου κατ’ αντιστοιχία του μικρόκοσμου και εν προκειμένω μιας δημοκρατούμενης πολιτείας.
[2] Fraenkel, E. (1957): 36-41.
[3] The Cambridge History of Greek and Roman Political Thought: 37-39 και Σκιαδάς, Α.Δ. (2000): 33-127, 143-243.
[4]
Nesserlath, H.-G. (2001) :188 και «Εγκυκλοπαιδικός
Οδηγός. Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση του Ι. Ν. Καζάζη (με τη συνεργασία της Μαργαρίτας
Σωτηρίου). Β7. ΑΛΚΑΙΟΣ», διαθέσιμο στο http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/encyclopedia/poetry/page_032.html
[5] Montanari, F. (2010): 220-225.
[6] Montanari, F. (2010):234-245.
[8]
Μπένγκτσον, Χ (1991): 112-116.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου