ΤΗΣ ΒΙΚΥΣ ΣΙΑΜΑΝΤΑ
H παιγνιοθεραπεία
αποτελεί μια μέθοδο συμβουλευτικής παιδιών που βασίζεται στο παιχνίδι.
Το παιδί
έχει τη δυνατότητα να «παίξει» με τα συναισθήματά του, να τα εκφράσει, να
αισθανθεί μεγαλύτερη ασφάλεια και να αντιμετωπίσει ό,τι το προβληματίζει. Έτσι,
αφού επέλθει η συναισθηματική ηρεμία, το παιδί μπορεί να κατανοήσει περισσότερο
τον εαυτό του, να πάρει αποφάσεις, να αναλάβει πρωτοβουλίες, να ωριμάσει. Οι τεχνικές
που θα χρηιμοποιηθούν κάθε φορά από τον εξειδικευμένο σύμβουλο καθορίζουν και
το ποιες δυνατότητες του παιχνιδιού θα χρησιμοποιηθούν (ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων,
επικοινωνία, κυριαρχία, επιχειρηματολογία, αναγνώριση δυνατοτήτων και δυσκολιών,
έκφραση ιδεών, αλληλεπίδραση κλπ).
Τα βασικά χαρακτηριστικά μιας παιγνιώδους θεραπείας μπορούν
να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:
- Βασικό στην όλη διαδικασία είναι η θεωρητική κατάρτιση των ενηλίκων συμβούλων. πρέπει να είναι καλά εκπαιδευμένοι και να έχουν οι ίδιοι κατανοήσει συναισθηματικές εκφάνσεις του εαυτού τους, ώστε μέσα από τον ώριμο τρόπο σκέψης τους να βοηθήσουν το παιδί να διαχειριστεί τις δικές του.
- Η δημιουργία και η διατήρηση θεραπευτικής σχέσης αποτελεί τη βάση για την έναρξη της θεραπείας. Είναι βασική προϋπόθεση και καθορίζει την εξέλιξη της όλης παρέμβασης. Ο ενήλικας σε ένα πλαίσιο ισότιμο με το παιδί προσπαθεί να συνδιαλλαγεί μαζί του, να δημιουργήσει ένα οικείο και ασφαλές περιβάλλον στο οποίο το παιδί νιώθει αποδεκτό, κατανοητο και σεβαστό.
- Η χρήση προσωποποιημένων παρεμβάσεων και σχεδιασμών ανάλογα με το ατομικό προφίλ του κάθε παιδιού. Ουσιαστικά πρέπει να ταιριάζουν με τη Ζώνη Εγγύτερης Ανάπτυξης του κάθε παιδιού, με τους στόχους της παρέμβασης, με τις ανάγκες του.
- Η παρουσίαση, η επεξεργασία και το κλείσιμο κάθε δραστηριότητας είναι, ακόμη, πολύ βασικά στοιχεία. Κατά την εφαρμογή ενός προγράμματος ο τρόπος εισαγωγής του είναι καθοριστικός για να κινητοποιήσει ή όχι το παίδι να συμμετέχει και να εκφραστεί στη συνέχεια. Ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία του συμβούλου ενισχύουν αυτή τη διαδικασία, όπως ο ενθουσιασμός που δείχνει, η δημιουργικότητα, η φαντασία, ο τρόπος που το επεξργάζεται, η δική του εμπλοκή. Όσον αφορά το στάδιο της επεξεργασίας ο σκοπός των δραστηριοτήτων, η ανάλυση των βημάτων, οι οδηγίες πρέπει να δίνονται σαφείς και ξεκάθαρες με γλώσσα που να ανταποκρίνονται στο επίπεδο του παιδιού. Ο σύμβουλος επιλέγει πότε θα ολοκληρωθεί μια δραστηριότητα, με βάση την εκπλήρωση ή μη των στόχων, την επαρκή ή μη επεξεργασία της, το βαθμό εμπλοκής του παιδιού στο οποίο απευθύνεται.
- Σημαντικό στοιχείο, επιπλέον, είναι ότι ο σύμβουλος δεν καθοδηγεί το παιδί, αλλά το παιδί το σύμβουλο. Όλη η διαδικασία καθορίζεται και εξελίσσεται με βάση το ρυθμό και τις ανάγκες του συμβουλευόμενου.
Γενικότερα, το παιχνίδι
αποτελεί το βασικό μέσο πρόσβασης στις απόψεις και στις εμπειρίες των παιδιών.
Κινητοποιώντας μέσω αυτού τα παιδιά μπορεί ο ενήλικας να ανακαλύψει πολλές
πτυχές της ζωής τους και να συμβάλει κατά αυτόν τον τρόπο στην καλύτερη και
ομαλότερη ανάπτυξή και εκπαίδευσή τους.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία:
Landreth G. (2002), Play therapy:
The art of the relationship. (2nd ed.) New
York : Brunner-Routledge, in Bratton S. C., Dee Ray,
Rhine T. & Jones L., (2005), The Efficacy of Play Therapy With Children: A
Meta-Analytic Review of Treatment Outcomes, Professional
Psychology: Research and Practice, 36, pp. 376-390.
Ο’ Connor J. K., Schaefer E.C. (1994), Handbook of Play therapy. Volume two:
Advances and Innovation, Canada :
A Wiley- Interscience Publication.
O’Connor K. (2001), Ecosystemic
play therapy, International Journal of
Play Therapy, 10(2), pp. 33–44.
Pepper F. (1980), Why children
misbehave, Individual Psychology, 17,
pp. 19-37.
Piaget J. (2003), Play, Dreams and Imitation In Childhood, London : Routledge
Schaefer C. (2001), Prescriptive
play therapy, International Journal of
Play Therapy, 10(2), pp. 57–73.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου