Το πρώτο βιβλίο της Πολιτείας έχει διχάσει τους ερευνητές σε αυτούς που θεωρούν ότι γράφτηκε νωρίτερα από τα υπόλοιπα μέρη της και εν συνεχεία ενσωματώθηκε σε αυτήν ως εισαγωγή και σε εκείνους που θεωρούν ότι τόσο το πρώτο βιβλίο της Πολιτείας όσο και τα υπόλοιπα γράφτηκαν κατά την ίδια περίοδο. Μεταξύ των ερευνών, που έχουν διενεργηθεί, η πρώτη εκδοχή μοιάζει πιο πιθανή, εκδοχή που επιβεβαιώνεται και από γλωσσολογικές έρευνες, που την τοποθετούν πιο κοντά στα πρώιμα πλατωνικά έργα. Δεδομένων όλων αυτών το πρώτο βιβλίο της Πολιτείας πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά περί το 400-390 π.Χ. Ο δραματικός χρόνος του διαλόγου τοποθετείται περί τα 421π.Χ. Κατά συνέπεια, ο Πλάτων προχωρώντας στην συγγραφή του έχει υπόψη του τα γεγονότα που μεσολάβησαν και που καθόρισαν τις εξελίξεις για την Αθήνα της εποχής του τόσο στο πολιτικό επίπεδο όσο και στο πνευματικό.
Προσεγγίζοντας με αυτά τα δεδομένα το πρώτο βιβλίο, το
πλαίσιο στο οποίο ο διάλογος τοποθετείται, αλλά και τα πρόσωπα τα οποία
εμφανίζονται και εκφράζουν τις απόψεις τους δεν φαίνεται να είναι τυχαία. Ο Κέφαλος, ο
πατέρας του Πολέμαρχου, του Λυσία και του Ευθύδημου, είναι ο πρώτος συνομιλητής
του Σωκράτη και ο οικοδεσπότης της συζήτησης. Ο Κέφαλος εμφανίζεται στον
διάλογο ηλικιωμένος να ασχολείται με την θρησκευτική λατρεία και να έχει
ανησυχίες για το τι συμβαίνει μετά τον θάνατο. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι, όπως και
ο Σοφοκλής, όσο ο άνθρωπος πλησιάζει προς τον θάνατο ελευθερώνεται από τις ηδονές
στο μέτρο που ο χαρακτήρας του του το επιτρέπει, καθώς αντίθετα με αυτούς
υπάρχουν πολλοί συνομήλικοί τους, που αναπολούν τα χρόνια της νιότης και τις ηδονές
τους. Με την καθοδήγηση του Σωκράτη, ο Κέφαλος παραδέχεται ότι ο πλούτος
συνιστά μια παράμετρο, που καθιστά τα γηρατειά πιο υποφερτά, δεν απορρίπτει όμως
και πάλι την παράμετρο του χαρακτήρα, ισχυριζόμενος αφενός ότι ένας καλόβολος
άνθρωπος δεν θα μπορούσε εύκολα να υποφέρει τα γηρατειά, αν ήταν φτωχός,
αφετέρου ότι ένας δύστροπος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να συμφιλιωθεί με την
κατάστασή του ακόμη κι αν πλούτιζε. Με τη στροφή της συζήτησης στην οικονομική
ευμάρεια, ο Κέφαλος θεωρεί ως μέγιστη χρησιμότητα του πλούτου του τη δυνατότητα
που του έχει εξασφαλίσει να μην χρωστάει
σε κανέναν, ούτε θεό ούτε άνθρωπο, σε συνδυασμό με την ειλικρίνεια.
Εξετάζοντας τον Κέφαλο ως ιστορικό πρόσωπο βρίσκουμε στον
λόγο του γιου του, Λυσία, Κατά του Ερατοσθένη τον χαρακτηρισμό του βίου τους ως «βίου δημοκρατουμένου». O Κέφαλος κατέφτασε από τις Συρακούσες στην Αθήνα έπειτα από προτροπή του
Περικλή. Σοφιστές καταφτάνουν και
δρουν στην πόλη έχοντας την εύνοιά του, η φιλοσοφική σκέψη αρχίζει να
διαμορφώνεται και η πόλη μεταμορφώνεται σε πρυτανείο της Ελλάδας. Ο Κέφαλος
εμφανίζεται ως ένας άνθρωπος, που δέχτηκε ως ένα βαθμό αυτές τις επιδράσεις
διατήρησε όμως και παγιωμένες αξίες της προγενέστερης εποχής. Η αποστροφή των
ηδονών και η αντίληψη της απελευθέρωσης από αυτές, ένα θέμα που συναντούμε στον
Φαίδωνα, τον απασχολεί, θεωρεί όμως ως αποκλειστική απολύτρωση τον φυσικό
θάνατο.
Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι ο Κέφαλος υπήρξε μέτοικος δεν
πρέπει να περάσει απαρατήρητο. Όπως πληροφορούμαστε από τον λόγο του Λυσία, οι
μέτοικοι αποτέλεσαν κύριο στόχο των Τριάκοντα Τυράννων λόγω των περιουσιών τους,
τις οποίες οι τελευταίοι ήθελαν να απομυζήσουν . Τόσο ο Λυσίας όσο και ο
Πολέμαρχος βρέθηκαν στο στόχαστρο της βίαιης πολιτικής τους, όταν οι Τριάκοντα μετά
την ανάληψη της εξουσίας προέβησαν μεταξύ άλλων στη σύλληψη δέκα μετοίκων, εκ
των οποίων μόνο οι δυο δεν ήταν εύποροι. Για τον δραματικό χρόνο του διαλόγου,
τα γεγονότα αυτά είναι αναχρονισμοί, για τον χρόνο της συγγραφής του έργου,
ωστόσο, ήταν ευρέως γνωστά και διαδεδομένα μεταξύ των Αθηναίων.
Συνεπώς, ο Κέφαλος εμφανίζεται ως εκπρόσωπος της προηγούμενης
γενιάς της δημοκρατίας. Σκιαγραφεί στο έργο κάποια από τα χαρακτηριστικά της, προσφέρει
το σπίτι του για την διενέργεια του διαλόγου, όπως η δημοκρατία της εποχής του
έδωσε την βάση για την πνευματική άνθηση αλλά αποχωρεί, την στιγμή που η νέα
γενιά, ο γιος του Πολέμαρχος, εισδύει στον διάλογο.
Ο Πολέμαρχος, ο οποίος δραστηριοποιούταν σε εμπορικές
συναλλαγές στον Πειραιά, ακολουθεί το σκεπτικό του πατέρα του και υποστηρίζει
ότι δίκαιο είναι να επιστρέφεις τα οφειλόμενα. Δεχόμενος τον σωκρατικό έλεγχο
ερμηνεύει το ρητό του Σιμωνίδη ως αναφερόμενο σε ανταπόδοση: καλό στον φίλο,
κακό στον εχθρό. Με παραδείγματα από την ιατρική, την μαγειρική και την τέχνη
του κυβερνήτη, ο Σωκράτης κατευθύνει την συζήτηση στην χρησιμότητα μιας τέτοιας
δικαιοσύνης και ο Πολέμαρχος αποδίδει την βαρύτητα αυτής στις οικονομικές
συνδιαλλαγές. Ο σωκρατικός έλεγχος συνεχίζεται με έμφαση στην προτεραιότητα της
τεχνογνωσίας και ο Πολέμαρχος καταλήγει να ισχυριστεί ότι η δικαιοσύνη αφορά
την φύλαξη αντικειμένων, δήλωση την οποία ο Σωκράτης αναλύει δεικνύοντας ότι ο
φύλακας ενός αντικειμένου είναι εξίσου πολύ καλός και στο να το κλέβει. Ακολουθεί
συζήτηση μεταξύ των διαλεγομένων σχετικά με το κατά πόσο κάποιος που θεωρείται
φίλος είναι πράγματι φίλος ή αντίστοιχα εχθρός, με τον Σωκράτη να συνοψίζει ότι
πολλοί άνθρωποι έχοντας κάνει λάθος εκτιμήσεις θεωρούν δίκαιο να βλάπτουν τους φίλους,
γιατί κατά την κρίση τους θα είναι κακοί, και να ωφελούν τους εχθρούς, γιατί γι’
αυτούς θα είναι καλοί. Κατόπιν, η τοποθέτηση του Πολέμαρχου αναδιατυπώνεται:
δίκαιο είναι να ευεργετείς τον φίλο εφόσον είναι καλός και να βλάπτεις τον
εχθρό, εφόσον είναι κακός, τοποθέτηση η οποία επίσης δέχεται την σωκρατική κριτική, που επικεντρώνεται στην
αδυναμία της βλάβης να συμμορφώσει τον αποδέκτη, αλλά αντίθετα εμφανίζεται να
συμβάλλει στην εκτράχυνση του τελευταίου. Ο Σωκράτης αποδίδει τέτοιες
αντιλήψεις σε ισχυρούς και πλούσιους άνδρες με μεγάλη ιδέα για τη δύναμή τους, όπως
στον Βίαντα, τον Πιττακό, τον Περίανδρο, τον Περδίκκα και τον Ξέρξη,
ισχυριζόμενος ότι ένας δίκαιος άνθρωπος δεν βλάπτει κανέναν και ο Πολέμαρχος
συμφωνεί μαζί του.
Οι περί δικαίου αντιλήψεις του Πολέμαρχου φαίνονται να είναι
σε αντιστοιχία με την ίδια του την ιδιότητα. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ωστόσο,
αποκαλύπτουν κι αυτές με τη σειρά τους αντιλήψεις της εποχής, που σχετίζονταν
με τα πολιτικά τεκταινόμενα. Ο Πολέμαρχος, όπως ήδη επισημάνθηκε, οδηγήθηκε σε φυλάκιση
και θάνατο από τους Τριάκοντα Τυράννους. Στον λόγο που εκφωνεί ο αδερφός του,
πιθανόν το 403 π.Χ., κατηγορεί συλλήβδην όλους τους εκπροσώπους της αριστοκρατίας,
δίχως να εξαιρεί την μετριοπαθή αριστοκρατία του Θηραμένη, της οποίας πιστός
υποστηρικτής υπήρξε ο Ερατοσθένης, ένας εκ των Τριάκοντα, ο οποίος κλήθηκε να
μεταφέρει τον Πολέμαρχο στο δεσμωτήριο. Στον συγκεκριμένο λόγο ο Λυσίας
καταφέρεται εναντίον του Θηραμένη υποστηρίζοντας ότι ήταν ο κύριος υπαίτιος του
πραξικοπήματος του 411 π.Χ. , στη συνέχεια αντιλαμβανόμενος ότι έχανε τη δημοφιλία
του, συνέπραξε με τον Αριστοκράτη και επιχειρούσε να επανακτήσει την λαοφιλία
του ακόμη και μεταξύ των δημοκρατικών, προβαίνοντας σε δολοπλοκίες και φόνους, όπως
π.χ. του Αντιφώντα, και δρώντας εις βάρος των Τετρακοσίων, ενώ αργότερα μετά
την ήττα στους Αιγός Ποταμούς, ήταν ο ίδιος που «θεωρώντας την πόλη εχθρό του
και τους εχθρούς των Αθηναίων φίλους (Κατά Ερατοσθένους, Πργρφ. 5) επιδίωξε την
εξαθλίωση των Αθηναίων, προκειμένου να αποδεχτούν τους όρους, που ο ίδιος θα
έφερνε στην Αθήνα, ό,τι είδους κι αν ήταν αυτοί. Ο Λυσίας, αν και συνελήφθη και
ο ίδιος, κατάφερε να ξεφύγει, ο Πολέμαρχος ωστόσο οδηγήθηκε στο δεσμωτήριο,
όπου και ήπιε το κώνειο.
Αναλύοντας τα δεδομένα αυτά, αντιλαμβανόμαστε πρώτα πρώτα
ότι ο θάνατος του Πολέμαρχου από τους ολιγαρχικούς βρίσκεται σε αντιστοιχία με
τον θάνατο του Σωκράτη από τους δημοκρατικούς. Έτσι, με τον Πολέμαρχο
πραγματοποιείται στο πλαίσιο της συζήτησης η μετάβαση από την δημοκρατία στην
ολιγαρχία και τις πρακτικές της. Όντας ο ίδιος δημοκρατικός οδηγείται στον
θάνατο από τους ολιγαρχικούς με τον αδερφό του να κατηγορεί έντονα τους μετριοπαθείς
αριστοκράτες ως πολιτικούς που επιδίωκαν να διατηρούν φιλικές σχέσεις με τον
δήμο, δεν διέφεραν, όμως επί της ουσίας από τους υπόλοιπους αριστοκράτες. Ο
λόγος αυτός του Λυσία είναι ο μοναδικός, που εκφωνήθηκε από τον ίδιο. Ο
πλατωνικός Σωκράτης στον Φαίδρο αναφέρει για τον Πολέμαρχο ότι στράφηκε στην
φιλοσοφία, κάτι που δεν συνέβη με τον Λυσία, ο οποίος μαθήτευε κοντά σε
σοφιστές της εποχής. Σίγουρα, όμως, ο Πλάτων είχε υπόψη του τα γεγονότα αυτά
κατά την συγγραφή της Πολιτείας και ιδιαίτερα του πρώτου βιβλίου της, το οποίο όπως
επισημάνθηκε δεν απέχει πολύ χρονικά.
Επιπρόσθετα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προξενεί το τελευταίο
τμήμα της μεταξύ τους συζήτησης, όπου ο Σωκράτης δεικνύει ότι η βλάβη εναντίον
κάποιου εχθρού μόνο χειρότερο μπορεί να τον κάνει. Με εξαίρεση τον Βίαντα τον
Πριηνέα και τον Σιμωνίδη , από το ρητό, του οποίου ξεκίνησε η τοποθέτηση του
Πολέμαρχου, οι υπόλοιποι αναφερόμενοι διετέλεσαν μονάρχες. Από τα αποφθέγματα,
που αποδίδονται στον Βίαντα χαρακτηριστικά κρίνονται τα εξής: «Κρατίστην είναι
δημοκρατίαν εν ή πάντες ως τύραννον φοβούνται τον νόμον». (Η πλέον καλή
από όλες τις δημοκρατίες, είναι εκείνη στην οποία όλοι φοβούνται όπως τον
τύραννο τον νόμο) και «Των θανάτων κακός εστίν ο από των νόμων επαγόμενος» (Από τους θανάτους κακός είναι εκείνος, ο οποίος προκαλείται από την επιβολή
του Νόμου). Μεταξύ των μοναρχών ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η
ρήση του Περίανδρου: «Τους μέλλοντας ασφαλώς τυραννήσειν δει τη ευνοία
δορυφορείσθαι και μη τοις όπλοις» (Όσοι πρόκειται να κυβερνήσουν ως τύραννοι με
ασφάλεια, πρέπει να φρουρούνται από την εύνοια
και όχι από τα όπλα). Η αναφορά στα συγκεκριμένα πρόσωπα για την
περίπτωση βλάβης σε κάποιον εχθρό, η οποία δεν αποσκοπεί στην μεταμέλεια και
την βελτίωση αλλά στην τιμωρία φέρνει στο μυαλό μας τον λόγο του Κλέωνα στο 3ο
βιβλίο της Ιστορίας του Θουκυδίδη για την περίπτωση της Μυτιλήνης (426π.Χ). Ο
Κλέων, αν και όπως δηλώνει στον λόγο του αποστρέφεται τους δημαγωγούς, μάλλον
εμφανίζεται ως τέτοιος και στην συνολική αποτίμηση της δράσης του αποτιμάται ως
ανάξιος «διάδοχος» του Περικλή στην δημοκρατική Αθήνα. Στη συγκεκριμένη
δημηγορία εμμένει στην αρχική του πρόταση για επιβολή παραδειγματικής τιμωρίας
σε όλους τους Μυτιληναίους, επιτυγχάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα δυνάμεως
παράδειγμα για όλους τους συμμάχους τους και αδιαφορεί για την αποστέρηση της δυνατότητας
μεταμέλειας, η οποία εμφανίζεται στη δημηγορία του Διοδότου, συνιστώντας τον
κύριο αντίλογο και επιτυγχάνοντας την επιδοκιμασία των Αθηναίων. Επομένως, με την
συγκεκριμένη αναφορά του πλατωνικού Σωκράτη δεν αποκλείεται να σκιαγραφούνται
πολιτικές πρακτικές των δημοκρατικών της εποχής, το οποίο φτάνει στην κορύφωσή
του με τον θάνατο του Σωκράτη, θάνατο που σύμφωνα με τη ρήση του Βίαντα,
αποτελεί την χείριστη εκδοχή.
Ο Θρασύμαχος, ένας σοφιστής από την Χαλκηδόνα είναι ο τρίτος
κατά σειρά συνομιλητής του Σωκράτη, έπειτα από τις περί δικαίου συζητήσεις με
τον Κέφαλο και τον Πολέμαρχο.Αν επιχειρήσουμε να βρούμε πληροφορίες για τον
Θρασύμαχο εκτός του πλατωνικού corpus θα αντιμετωπίσουμε δυσκολίες στην
ανασύνθεση της προσωπικότητας και των απόψεων του, καθώς, όπως συμβαίνει και με
τους υπόλοιπους σοφιστές του 5ου π.Χ. αι. δεν έχουμε στη διάθεσή μας πολλά έργα
τους. Όσον αφορά τον Θρασύμαχο, τα μοναδικά σωζόμενα αποσπάσματα, που
διαθέτουμε, προέρχονται από λόγους, που ο ίδιος είχε συγγράψει με σκοπό την
εκφώνησή τους από Αθηναίους πολίτες, μιας και ο ίδιος ήταν μέτοικος. Το πρώτο
διασώζεται στο Περί της Δημοσθένους λέξεως του Διονύσιου Αλικαρνασσέως,
τοποθετείται χρονικά στις τελευταίες φάσεις του Πελοποννησιακού πολέμου
(411-403π.Χ) και περιλαμβάνει την εισαγωγή ενός λόγου, που ο Θρασύμαχος
προετοίμασε για χάρη ενός νεαρού πολιτικού.
Στην εν λόγω εισαγωγή κυριαρχεί η προτροπή για ομόνοια και η ανάδειξή
της ως αναγκαιότητας μέσα από την αντιδιαστολή της με τις πολιτικές πρακτικές,
που ίσχυαν ως εκείνη τη στιγμή και οδήγησαν στον πόλεμο και τις εσωτερικές
έριδες. Ασκείται κριτική σε αυτού του είδους τις πολιτικές πρακτικές, για τις
οποίες επισημαίνεται ότι μολονότι οι εκφραστές της επιμένουν πως εκφράζουν
διαφορετικές θέσεις, επί της ουσίας δεν διαφέρουν, καθώς όλοι έχουν
απομακρυνθεί από την δικαιοσύνη, ενώ, τέλος, επαινείται η «πάτριος πολιτεία»
και η πολιτική εξουσία χαρακτηρίζεται «κοινοτάτη». Το δεύτερο σωζόμενο
απόσπασμα προέρχεται από έναν λόγο «Υπέρ Λαρισαίων», γραμμένο μεταξύ 413-399
π.Χ., όπου εκφράζεται μια άποψη με τάσεις υποβιβασμού της προσωπικότητας του
Αρχέλαου, βασιλιά της Μακεδονίας.
Ξεκινώντας αντίστροφα, στο δεύτερο απόσπασμα προξενεί
εντύπωση το γεγονός ότι ο Θρασύμαχος καταφέρεται εναντίον ενός μονάρχη. Σίγουρα
δεν μπορούμε να το λάβουμε σοβαρά υπόψη μας, καθώς αποτελεί ένα αποκομμένο
τρίστιχο ρητορικού λόγου, είναι όμως ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αφού ένας πλατωνικός
Θρασύμαχος, όχι μόνο δεν θα τον έψεγε, αλλά θα τον επαινούσε.
Όσον αφορά το πρώτο
απόσπασμα, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι την αντίληψη του κράτους ως θεσμού
προστατευτικού με συγκεκριμένα όρια και ίδιόν του την πολιτική συνεργασία ως
απόρροια ομόνοιας και ομοφροσύνης των πολιτών την συναντούμε ήδη στον Δημόκριτο
(DK 68 B 250) με τις αναφορές να
κλιμακώνονται στους Στωικούς και τη λατινική γραμματεία (Concordia). Για την περίοδο που
εξετάζουμε μας παραδίδεται αναφορά σε ομότιτλο έργο του Αντιφώντα (DK 87 B 44a), καθώς και η πληροφορία ότι ο Γοργίας μίλησε για το θέμα της
ομόνοιας στην Ολυμπία (82 B
8a). Το κυριότερο,
ωστόσο, στοιχείο του εν λόγω αποσπάσματος είναι ο έπαινος για την «πάτριον
πολιτείαν». Ο Αριστοτέλης (Αθ. Πολιτεία 34.3) μας πληροφορεί ότι μετά την ήττα
στους Αιγός ποταμούς , η σύναψη Ειρήνης προέβλεπε την επιστροφή στην «πάτριον
πολιτείαν». Αυτού του είδους το πολίτευμα αποτελούσε επιδίωξη των μετριοπαθών
αριστοκρατών υπό την ηγεσία του Θηραμένη, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και
ο Άνυτος, ένας εκ των κατηγόρων του Σωκράτη. Αντίθετα, σύμφωνα με τον
Αριστοτέλη, οι δημοκρατικοί επεδίωκαν το δημοκρατικό πολίτευμα και οι υπόλοιποι
αριστοκράτες, που συμμετείχαν σε εταιρείες, την ολιγαρχία. Επιπρόσθετα, ο
Αριστοτέλης αναφερόμενος στην εγκαθίδρυση του πολιτεύματος των Τετρακοσίων
αναφέρει πως κατά την απόφαση για τη σύσταση της νέας νομοθεσίας ο Κλειτοφών
επισήμανε την ανάγκη να λάβουν υπόψη τους, τους νόμους που είχε θεσπίσει ο
Κλεισθένης, πρόταση που ο φιλόσοφος αποδίδει στο ότι ήταν παραπλήσιοι με τους
νόμους του Σόλωνα (Αθ. Πολ. 29. 3-4).
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμη μια αναδρομή στη σύσταση
των εταιριών και στη δράση του Θηραμένη στα τεκταινόμενα. Οι εταιρείες
ξεκίνησαν με βάση την άσκηση της κοινής λατρείας αλλά λάμβαναν ολοένα και
περισσότερο χαρακτήρα πολιτικών λεσχών. Απότοκο της δράσης τους ήταν το
πραξικόπημα του 411 π.Χ., με το οποίο επήλθε τρόπον τινά «διάσπαση» στο
εσωτερικό των εταιριών σε αυτούς που επέμειναν σε ένα αυστηρό ολιγαρχικό
πολίτευμα και σε εκείνους, που επεδίωκαν μια πιο διευρυμένη μορφή του. Ηγετική
προσωπικότητα σε αυτούς τους τελευταίους ήταν ο Θηραμένης. Ο κύκλος του
Θηραμένη, που διαμορφώθηκε κάτω από αυτές τις συνθήκες, περιλάμβανε τους
πλούσιους, μη ευγενούς καταγωγής ευυπόληπτους Αθηναίους, οι οποίοι είχαν
αποκτήσει το πολιτικό τους status με την νομοθεσία του Σόλωνα. Προκύπτει,
λοιπόν, από τις αναφορές του Αριστοτέλη ότι ο Κλειτοφών με την πρότασή του
εκφράζει τις απόψεις των μετριοπαθών αριστοκρατών του κύκλου του Θηραμένη.
Προσεγγίζοντας με αυτά τα δεδομένα την Πολιτεία, βλέπουμε ότι
ο Κλειτοφών είναι αυτός, που επιχειρεί να γεφυρώσει τις τοποθετήσεις του
Θρασύμαχου. Πέραν τούτου, στον ομώνυμο αμφισβητήσιμο πλατωνικό διάλογο, ο
Κλειτοφών παρουσιάζεται ως μαθητής και θαυμαστής του Θρασύμαχου. Κατ’ επέκταση
ο έπαινος για την «πάτριον πολιτείαν» φαίνεται να εκφράζει την πραγματική άποψη
του ιστορικού Θρασύμαχου, συγκαταλέγοντάς τον στους υποστηρικτές του κύκλου του
Θηραμένη. Προκύπτει, λοιπόν, ότι η συμφιλίωση των απόψεων που εκφράζονται στα
συγκεκριμένα αποσπάσματα και στις απόψεις, που ο Πλάτων του αποδίδει, να είναι
εφικτή αν αντιμετωπίσουμε τον πλατωνικό Θρασύμαχο ως ενός πρόσωπο που
αντικατοπτρίζει τις περί δικαίου απόψεις των μετριοπαθών αριστοκρατών του
κύκλου του Θηραμένη στην Αθήνα της εποχής. Μια τέτοιου είδους ανάγνωση εξηγεί
και την έμφαση που ο πλατωνικός Θρασύμαχος δίνει στην δημιουργία των νόμων προς
όφελος της καθεστηκυίας αρχής. Το συμφέρον του ισχυρού, επομένως, σύμφωνα με
τον Θρασύμαχο αντιστοιχεί στο συμφέρον της καθεστηκυίας τάξης.
Τέλος, όσον αφορά την τρίτη τοποθέτηση του Θρασύμαχου, που
αντιμετωπίζει την δικαιοσύνη ως αλλότριον αγαθόν, αυτή αποτελεί τον οφθαλμοφανή
συνδετικό κρίκο του πρώτου βιβλίου με τα υπόλοιπα μέρη της Πολιτείας. Η στροφή
στην ηθική πραγματοποιείται με πρωτοβουλία του Σωκράτη, ωστόσο, κι αν ακόμη
θεωρήσουμε ότι η άποψη αυτή ανταποκρίνεται σε απόψεις του ιστορικού Θρασύμαχου,
χωρίς όμως να αποτελεί την κύρια τοποθέτησή του περί δικαιοσύνης, θα μπορούσε
να αιτιολογηθεί ως μια περιγραφή της πολιτικής κατάστασης τς Αθήνας της εποχής στα πλαίσια του σχετικισμού, που περιγράφεται στο τρίτο βιβλίο
του Θουκυδίδη, όπου στην περίφημη «Παθολογία» του (3.82), το τμήμα δηλαδή, που
αφορά την στάση της Κέρκυρας, κάνει λόγο για έναν τέτοιο είδους σχετικισμό, ως
απόρροια της ίδιας της αναταραχής. Αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι ο
δραματικός χρόνος της Πολιτείας τοποθετείται λίγο πριν τα γεγονότα αυτά και ο
χρόνος της συγγραφής του πρώτου βιβλίου λίγο μετά, γίνεται αντιληπτό ότι ο
σχετικισμός ίσως να αποτέλεσε και σε αυτήν την περίπτωση απόρροια της
εσωτερικής στάσης.
Κατά συνέπεια, γίνεται αντιληπτό ότι μέσα από τους συνομιλητές του Σωκράτη δίνονται οι περί δικαίου αντιλήψεις εκπροσώπων της πολιτικής πραγματικότητας της εποχής. Ο Κέφαλος εμφανίζεται ως εκπρόσωπος της δημοκρατίας της προηγούμενης γενιάς. Ο Πολέμαρχος είναι ο δημοκρατικός, που πέφτει θύμα των ολιγαρχικών -όπως ο Σωκράτης των δημοκρατικών- και ο θάνατός του λαμβάνει διαστάσεις από τον αδερφό του Λυσία, που καταφέρεται συλλήβδην εναντίον των αριστοκρατών, επιρρίπτοντας ευθύνες και κατηγορώντας τους "αθώους" μετριοπαθείς αριστοκράτες. Ο Θρασύμαχος εμφανίζεται ως εκφραστής των απόψεων αυτών των μετριοπαθών αριστοκρατών. Έτσι, η απλή συζήτηση με αφορμή την συνάντηση των συνομιλητών, μετατρέπεται σε ανοιχτό διάλογο, που θίγει τις πολιτικές πρακτικές της εποχής, οι οποίες στη συνέχεια της Πολιτείας αναλύονται, ανατρέπονται και αντικαθιστώνται από την Ιδανική Πολιτεία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου