της ΒΙΚΥΣ ΣΙΑΜΑΝΤΑ
Η εκπαίδευση δεν αποτελεί μόνο μια μαθησιακή, αλλά και μια ψυχολογική διαδικασία.
Αυτό συμβαίνει καθώς επηρεάζεται από τις τρέχουσες κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, από τις κοινωνικές-μορφωτικές καταβολές των μαθητών, από τα προσωπικά τους κίνητρα και ενδιαφέροντα, από τις διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύσσουν. Επόμενως, ο εκπαιδευτικός καλείται να αναλάβει έναν πολυδιάστατο ρόλο στην καθημερινότητά του και συνεχώς να βρίσκεται σε επαγρύπνηση ώστε να μπορεί να δημιουργήσει και να διατηρήσει ένα κλίμα στην τάξη του που να διαπνέεται από σεβασμό και αποδοχή στη διαφορετικότητα του καθενός.
Οφείλει, επομένως, -σε μια πλουραλιστική τάξη στην οποία απευθύνεται- να αναλάβει το ρόλο του παιδαγωγού, του εμψυχωτή, του ψυχολόγου, του συμβούλου, του φίλου, του διευκολυντή, του υποστηρικτή, του ανθρώπου που δίνει έμφαση στην ολιστική ανάπτυξη των μαθητών του. Οι τελευταίοι αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστά όντα, διαφορετικά μεταξύ τους, με δική τους προσωπικότητα και ιδιοσυγκρασία, με δικές τους μαθησιακές και συναισθηματικές ανάγκες, με δικές τους εμπειρίες και βιώματα.
Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, σήμερα –εν μέσω οικονομικής και κοινωνικής κρίσης- οι απαιτήσεις από έναν εκπαιδευτικό έχουν γίνει αρκετά πιο περίπλοκες. Σε μια κοινωνία που υποβαθμίζει το ρόλο του, αυτός πρέπει μάχιμος σε καθημερινή βάση να φροντίζει ως γνωστικός και κοινωνικοποιητικός φορέας να μεταδίδει στους μαθητές του τα εφόδια εκείνα που θα αποτελέσουν γερές βάσεις για την επιβίωση και την ολοκλήρωσή τους ως ενεργών πολιτών. Οι εξελίξεις έρχονται με καταιγιστικούς ρυθμούς με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητη η συνεχής ενημέρωση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών πάνω σε αυτές ώστε να μπορούν να φέρουν εις πέρας τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν κατά τη μαθησιακή πράξη.
Διεθνή και ελληνικά ερευνητικά δεδομένα έρχονται να επιβεβαιώσουν την ανάγκη για το συμβουλευτικό αυτό ρόλο του εκπαιδευτικού. Όπως φαίνεται και στην πράξη ζητήματα πειθαρχίας, μάθησης, αξιολόγησης, διαπροσωπικών σχέσεων, διαχείρισης συμπεριφορών κάνουν συχνά την εμφάνισή τους οδηγώντας τους εκπαιδευτικούς σε μια αναζήτηση βοήθειας για την επίλυσή τους.
Μέσω της συμβουλευτικής και της εφαρμογής συμβουλευτικών δεξιοτήτων ο εκπαιδευτικός μπορεί να υποστηρίξει ψυχολογικά άμεσα το μαθητή του και να τον βοηθήσει να ενισχύσει την αυτοπεποίθηση του, να κατανοήσει τους λόγους που συμπεριφέρεται κατά αυτόν τον τρόπο, και να ανακαλύψει εναλλακτικούς τρόπους διαχείρισης αυτών.
Τα παιδιά από τη φύση τους αναπτύσσουν συμπεριφορές ώστε να «επιβιώσουν», όταν νιώθουν ότι οι άλλοι δεν τα κατανοούν. Όπως στη βρεφική ηλικία τα παιδιά ενστικτωδώς κλαίνε για να καταλάβει η μητέρα ότι πεινούν ή ότι έχουν κάτι ανάγκη, έτσι και στο σχολικό πλαίσιο τα παιδιά πολλές φορές έχουν ανάγκες, που πιθανόν ούτε τα ίδια έχουν πλήρως κατανοήσει με αποτέλεσμα να αναπτύσσουν συμπεριφορές ώστε να μας ευαισθητοποιήσουν να τα ακούσουμε. Σε ένα περιβάλλον, ωστόσο, που ο εκπαιδευτικός εξαρχής έχει διαμορφώσει ένα κλίμα ζεστασιάς, εμπιστοσύνης και κατανόησης τέτοιου είδους συμπεριφορές θα μπορούν να προληφθούν και οι φωνές των μαθητών ελεύθερα να ακούγονται και να γίνονται σεβαστές συνεχώς.
Για να επιτευχθεί, λοιπόν, καλύτερη επικοινωνία ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς και μαθητές μπορούν να εφαρμοστούν κάποιες δεξιότητες συμβουλευτικής ψυχολογίας, στις οποίες βέβαια πρέπει να έχει προηγηθεί εκπαίδευση. Παραδείγματα κάποιων από αυτών είναι η χρήση σύντομων προτάσεων, απλών λέξεων, συγκεκριμένων εννοιών, χρήση κυρίως ουσιαστικών και όχι αντωνυμιών, χρήση κλειστών και ανοικτών ερωτήσεων, χρήση παραφράσεων (με διαφορετικές λέξεις κάνω πιο σαφή αυτά που έχω ακούσει) και λεκτικών ενθαρρύνσεων (επιφωνήματα, «πες μου περισσότερα για αυτό», «μπορείς να μου το εξηγήσεις» κλπ), χρήση σιωπής (δίνεται ο απαραίτητος χώρος και χρόνος για να εκφραστεί το παιδί με το δικό του τρόπο), αντανάκλαση συναισθήματος (λεκτικοποίηση των συναισθημάτων του), περίληψη των λεγομένων του παιδιού.
Οι συμβουλευτικές αυτές δεξιότητες έχουν στόχο την επίλυση προβλημάτων και τη λήψη αποφάσεων. Η εκμάθησή τους γίνεται σταδιακά, βήμα-βήμα από εξειδικευμένους συμβούλους και περιλαμβάνει την προσωπική εξέλιξη και επίγνωση του εκπαιδευτικού. Η δημιουργία, η ανάπτυξη και η διατήρηση θετικών διαπροσωπικών και επικοινωνιακών σχέσεων δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά η επίδρασή της στη γνωστική και συναισθηματική εξέλιξη των μαθητών, αλλά και των ίδιων των εκπαιδευτικών θεωρείται αδιαμφισβήτητη. Φυσικά, η γνώση συμβουλευτικών δεξιοτήτων ενισχύει και τις σχέσεις ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς και γονείς, δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για την επίτευξη κοινών στόχων.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου