της Ιωάννας Φάφκα
- φιλολόγου
Α) ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Δημητριάδης, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ελληνικές ποιητικές φωνές του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1931 στην Θεσσαλονίκη, όπου οι γονείς του κατέφτασαν ως ανταλλάξιμοι από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης το 1924 και τα πρώτα χρόνια της ζωής του χαρακτηρίζονται από την ανάγκη του βιοπορισμού. Σε κατοπινές συνεντεύξεις του χαρακτηρίζει τη μητέρα του ως ουρμπανίστρια με αταβιστική έπαρση, αυστηρή και άκρως ηθικολόγο και τον πατέρα του ήπιο, «άπραγο» άνθρωπο, ο οποίος δυσκολευόταν να βρει εργασία και σπαταλούσε τα χρήματα που έβγαζε στις συνοικιακές ταβέρνες. Από την παιδική του ηλικία έρχεται σε επαφή με ποικίλους ανθρώπινους τύπους αλλά και συμπεριφορές, που μένουν χαραγμένα στη συνείδησή του: η μάνα και η κόρη «ελευθερίων ηθών», που έμεναν στο διπλανό τους δωμάτιο κατά τα έτη 1939-1940 και τραγουδούσαν «βαριά μάγκικα τραγούδια», η Πιπίτσα, κόρη της δεύτερης οικογένειας, που ζούσε στο ίδιο σπίτι μαζί τους, και ήταν η μοδίστρα, στην οποία τον έστελνε η μητέρα του να παίζει με κούκλες, όταν τον τιμωρούσε, ο Λάκης, ο πρώτος φοιτητής, τον οποίο γνώρισε και τον οποίο είχε ηρωοποιήσει είναι κάποια από αυτά.[1]Από το 1940 υπήρξε συνδεδεμένος με τη χριστιανική δράση και τα κατηχητικά, από τα οποία αποπέμφθηκε το 1952 εξαιτίας της β΄ έκδοσης της ποιητικής συλλογής Εποχή των ισχνών αγελάδων.[2]
Κατά τα έτη 1949-1954 σπουδάζει στη Φιλοσοφική σχολή του Α.Π.Θ. κι έπειτα δραστηριοποιείται ως βιβλιοθηκάριος (1957-1965), διορθωτής δοκιμίων κι επιμελητής εκδόσεων. Όπως αργότερα παραδέχεται ο ίδιος, είχε κλίση και στα εικαστικά, την θεολογία -λόγω των κατηχητικών στα οποία μετείχε- και την νομική -χάρη στην ευφράδειά του-, προτίμησε, ωστόσο, την φιλολογία, θεωρώντας ότι θα τον βοηθούσε να εξελίξει την ποιητική του φωνή, κάτι που αποδείχτηκε μεγάλο λάθος στην συνέχεια και τον οδήγησε στην αποστροφή του προς την άσκηση του επαγγέλματος, το οποίο είχε σπουδάσει.[3] Ανήσυχο πνεύμα και ιδιαίτερα δημιουργικό, καθώς ήταν, προχώρησε στην ίδρυση του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού περιοδικού Διαγώνιος στη γενέτειρά του το 1958, καθώς και των ομώνυμων εκδοτικού οίκου (1957-1988) και Μικρής Πινακοθήκης (1974-1995). Με τη Διαγώνιο φιλοδοξούσε, όπως αργότερα εξομολογείται, να διαδεχτεί τον Κοχλία και ως το 1983 , που το περιοδικό τυπωνόταν με μικρά διαλείμματα, δαπάνησε πολλά χρήματα και απέκτησε πολλούς εχθρούς, καθώς η επιλογή των προς έκδοση έργων γινόταν κατά βάση με κριτήριο την προσωπική του αισθητική.[4]
Όσον αφορά τη λογοτεχνική του δραστηριότητα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαίτερα πολυσχιδής, αφού εξέδωσε ποιήματα, δοκίμια, μελέτες, μελετήματα, πεζά κείμενα αλλά και μεταφράσεις.[5] Η παρθενική επίσημη εμφάνισή του στο λογοτεχνικό χώρο γίνεται το 1949 με τη δημοσίευση του ποιήματος Βιογραφία στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Μορφές, ενώ η πρώτη ολοκληρωμένη ποιητική συλλογή του με τίτλο Εποχή των ισχνών αγελάδων, εκδίδεται το 1950.[6] Για το έργο αυτό, το οποίο ουσιαστικά τον καθιερώνει στην ποιητική σκηνή, αναφέρει ότι, αν και δεν εντάσσεται στο κλίμα της ερωτικής του ποίησης και του κατοπινού του προσανατολισμού, είναι το έργο, που αγαπούν οι πιο πολλοί και ήταν το έργο, που για πρώτη φορά ομόφωνα ενθουσίασε λογοτέχνες[7], στους οποίους έδινε τα χειρόγραφά του για κριτική στα πρώτα του βήματα, πριν προβεί σε ενέργειες για την έκδοσή τους.[8] Με βάση τη χρονολογία έκδοσής τους τα έργα αυτά του Χριστιανόπουλου μας μεταφέρουν στην περίοδο της λεγόμενης μεταπολεμικής γενιάς. Ανατρέχοντας στα ιστορικά γεγονότα της εποχής, λίγο μετά τη γέννηση τού Ντ. Χριστιανόπουλου αλλά και της εποχής, κατά την οποία κάνει την εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο αναβρασμός κυριαρχεί. Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά (1936-1941), ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος και η κατοχή στιγματίζουν την Ελλάδα. Διαμορφώνονται αντίθετες δυνάμεις στον ελληνικό χώρο, οι οποίες, έπειτα από την ήττα της Αριστεράς το Δεκέμβριο του 1944, οδηγούνται στον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο (1947-49). Η δεκαετία του ’50 κάνει βήματα προς την πολιτική ομαλότητα, προσπάθεια, όμως, που αποτυγχάνει παταγωδώς με την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος και την κήρυξη της δικτατορίας στις 21 Απριλίου το 1967. Όλα αυτά τα γεγονότα επηρέασαν ιδιαιτέρως τη μεταπολεμική λογοτεχνία διαμορφώνοντας ένα έντονο κλίμα πολιτικοποίησης, το οποίο κάνει την εμφάνισή του μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας τον Δεκέμβριο του 1969, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι περιορίζεται αποκλειστικά σε αυτό.
Ειδικότερα, στην περίοδο της μεταπολεμικής ποίησης, η οποία συμπίπτει με τα χρόνια της νεανικής ποιητικής δραστηριότητας του Ντ. Χριστιανόπουλου, εντοπίζονται τρεις ποιητικές τάσεις: η ποίηση με πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους, όπως για παράδειγμα τα έργα του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Άρη Αλεξάνδρου και του Τίτου Πατρίκιου, η υπαρξιακή ποίηση με εκφραστές, όπως το Μηνά Δημάκη, τον Μίλτο Σαχτούρη και τη Ζωή Καρέλλη και η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση, όπως για παράδειγμα τα έργα του Νάνου Βαλαωρίτη, του Έκτορα Κακναβάτου και του Δ.Π. Παπαδίτσα.[9]
Ο Ντ. Χριστιανόπουλος δεν εντάσσεται σε καμιά από αυτές τις κατηγορίες με τον Λίνο Πολίτη να τον χαρακτηρίζει ως «ερωτικό ποιητή του ιδιωτικού χώρου».[10] Η ποίησή του εντάσσεται στα πλαίσια της ποιητικής ομάδας, που είναι γνωστή ως Κύκλος της Διαγωνίου (Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τάσος Κόρφης, Βασίλης Καραβίτης κ.α.), ποιητική ομάδα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.[11] Τα χαρακτηριστικά που συγκέντρωνε η εν λόγω ομάδα σχηματοποιούνται από τον Ηλία Γκρή ως εξής: «α) αποχή από τις εκδηλώσεις πολιτικής δραστηριότητας κατά τα έτη 1960-1980, β) εμμονή στο αυστηρό ύφος αιτιώδους λιτότητας και γ) ουδέτερη κατ’ άλλους εχθρική στάση προς το αθηναϊκό κέντρο, το οποίο αδυνατούσε να αντιπαραβληθεί σε ένα ιδιότυπο ποιητικό τοπίο με κέντρο τη Διαγώνιο».[12] Η ποιητική φωνή του ίδιου του Χριστιανόπουλου διαμορφώθηκε έχοντας στο επίκεντρο τρεις βασικούς πυλώνες[13]: το θρησκευτικό περιβάλλον, στο οποίο ανατράφηκε και την συνακόλουθη χριστιανική ηθική, την οδυνηρή βίωση της ερωτικής του ιδιαιτερότητας εξαιτίας αυτής του της ηθικής και, τέλος, τον Καβάφη, από τον οποίο ο ίδιος παραδέχεται ότι επηρεάστηκε ως προς την «τόλμη της εξομολόγησης, τη στρωτή διατύπωση, το συνδυασμό πεζολογικής έκφρασης και εσωτερικού ρυθμού, καθώς και την τεχνική ιστορικών προσωπείων για την πρώτη του συλλογή».[14] Επιπρόσθετα, χαρακτηριστική είναι η κλίση του προς τη λαϊκή κουλτούρα και η αγάπη του για το ρεμπέτικο.[15] Όσον αφορά την πολιτική ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται «απολιτίκ» και εντάσσει φλέγοντα κοινωνικά θέματα στα πλαίσια της ερωτικής του ποίησης.[16]
Β) ΔΟΚΙΜΙΑ
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Χριστιανόπουλος εκτός από τα ποιητικά έργα εξέδωσε και πεζά. Ανάμεσά τους βρίσκουμε αυτοβιογραφικά έργα αλλά και αφηγηματικά πεζά, με πρώτη απόπειρα την έκδοση της Κάτω Βόλτας το 1963, μιας συλλογής αρχικά 6 διηγημάτων, τα οποία στις επόμενες εκδόσεις εμπλουτίστηκαν και εν τέλει στην έκδοση του 1991 συγχωνεύτηκαν με τη συλλογή μικρών πεζών Οι ρεμπέτες του ντουνιά, συλλογή του 1986.Ο ίδιος ο Χριστιανόπουλος, ωστόσο, όπως και στην ποίηση του δεν στόχευε πρωτίστως στην γενίκευση όσων αποτύπωνε αλλά στην απόδοση της προσωπικής του αλήθειας.[17] Επίσης, προχώρησε σε μεταφράσεις, τόσο ποιητικών συλλογών και αρχαίων λυρικών ποιημάτων όσο και χριστιανικών κειμένων αλλά και στη συγγραφή δοκιμίων, ερευνών και μελετών[18].
Όσον αφορά τα Δοκίμια (1999), που είναι αντικείμενο εξέτασης της παρούσας εργασίας, αποτελούν συνένωση τεσσάρων επιμέρους δοκιμίων του Χριστιανόπουλου περιλαμβάνοντας : τα Δοκίμια για έντεκα ποιητές της Θεσσαλονίκης (1931-1954) (1965), τα Επ’ εμοί για τη δική του λογοτεχνική παραγωγή (1993), τα Εναντίον με τρία κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα και του ίδιου (1986 και επανέκδοση στη Διαγώνιο 1993) και τα δοκίμια που φέρουν τον τίτλο Με τέχνη και με πάθος (1988).
Γ) ΚΡΙΤΙΚΗ-ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ
Ξεκινώντας με τα δοκίμια του Χριστιανόπουλου για τους έντεκα καλύτερους ποιητές της Θεσσαλονίκης κατά τα έτη 1931-1954 κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί το γεγονός ότι τόσο στην επιλογή τους όσο και στην παρουσίαση των έργων τους ο Χριστιανόπουλος προσπαθεί να είναι αντικειμενικός αποφεύγοντας τη συναισθηματική μεροληψία. Εντούτοις, όπως και ο ίδιος αργότερα δήλωσε για το κριτήριο επιλογής του στην Διαγώνιο, έτσι και εδώ κριτήριο του είναι πρωτίστως η προσωπική του αισθητική. Έτσι, μολονότι σε γενικές γραμμές η προσέγγιση των ποιητών γίνεται με τον σεβασμό ενός ιστορικού της λογοτεχνίας, δεν λείπει η έμφαση στα σημεία, που αγγίζουν τον ίδιο το Χριστιανόπουλο: καβαφικές επιρροές, εξομολογητικός τόνος, ρεαλισμός, ερωτικό στοιχείο, εσωτερική πάλη τονίζονται από τον γράφοντα με κάθε ευκαιρία.
Τα σημεία, στα οποία θα μπορούσε κανείς να ασκήσει κριτική για αποσιώπηση ή παραγκωνισμό από μέρους του Χριστιανόπουλου χαρακτηριστικών που φέρουν οι εν λόγω ποιητές, δεν είναι πολλά. Όσον αφορά τον Γ. Θ. Βαφόπουλο αναφέρει ότι η «μαστοριά» του δεν γνώρισε από τους νέους την απήχηση, που της έπρεπε, δίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την προσωπική του εκτίμηση για το σύνολο της ποίησης του εν λόγω δημιουργού, μιας ποίησης που έχει χαρακτηριστεί από κριτικούς της λογοτεχνίας ως «μονοτονική»[32], ως «απευθυνόμενη περισσότερο στη νόηση» και «εκπεφρασμένη με ιδεογράμματα», κριτική την οποία εντούτοις ασκεί στο έργο της Ζ. Καρέλλη. Αντίστοιχα, η κριτική που ασκεί στην τελευταία έρχεται σε αντίθεση με το Β’ κρατικό βραβείο λογοτεχνίας, το οποίο της απονέμεται το 1956 για το έργο Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα (1955)[33], κατά την περίοδο δηλαδή που κατά τον Χριστιανόπουλο τα έργα της χαρακτηρίζονται από επανάληψη και πτώση. Ακόμη, η προσωπική οπτική του Χριστιανόπουλου δεν λείπει και από την κριτική που ασκεί στον β΄ τόμο των Ποιημάτων (1970) του Γ. Θέμελη, καθώς παρά τον βερμπαλισμό του διατηρεί έναν σταθερό ποιητικό άξονα, που διατηρεί την προσωπική ακτινοβολία του με τον υψηλό στόχο, την ένταση και την ειλικρίνεια να εξακολουθούν να τον χαρακτηρίζουν.[34] Τέλος, όσον αφορά την προσέγγιση της ποιητικής του Μανόλη Αναγνωστάκη δεν γίνεται κανένας συσχετισμός της παραίνεσης ή της τραυματικής διαπίστωσης, που χαρακτηρίζουν τα έργα του, με την ποίηση του Ρίτσου και ειδικότερα την Τέταρτη Διάσταση, που εκδίδεται εκείνη την εποχή, ούτε γίνεται αναφορά στην επίδραση, που ο Αναγνωστάκης δέχτηκε από τον νεοσυμβολισμό Ελλήνων αλλά και ξένων ποιητών στο ξεκίνημά του,[35] αλλά παρουσιάζεται ως αμιγώς ρεαλιστής, εισηγητής ενός νέου ποιητικού τρόπου, που άφηνε το συμβολισμό πίσω του.
Όσον αφορά τα Επ’ εμοί δοκίμια σε γενικές γραμμές ο Χριστιανόπουλος προβαίνει σε μια προσέγγιση-ταξινόμηση του δικού του έργου, η οποία θα μπορούσε να προέρχεται από κάποιον αντικειμενικό κριτικό της λογοτεχνίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ρεαλισμός και ο εξομολογητικός τόνος αποτελώντας σύμφυτα με την ύπαρξη του χαρακτηριστικά τον οπλίζουν με τα εφόδια για την καταγραφή και την διευκρινιστική παρουσίαση των έργων του, που με επιτυχία πραγματώνει με τα εν λόγω δοκίμιά του.
Πιο συγκεκριμένα, για την Εποχή των ισχνών αγελάδων, το μόνο που θα μπορούσαμε ίσως να του προσάψουμε είναι η αποσιώπηση της Ζωής Καρέλη μεταξύ των επιδράσεων που δέχτηκε, της οποίας μεταφέρει ακόμη και αυτούσιο στίχο σε ένα από τα ποιήματα της συλλογής του: «αφήστε μας να ζήσουμε την ωραιότατη ζωή».[36] Η αυτοκριτική του για τα Ξένα Γόνατα βρίσκεται κι αυτή με τη σειρά της πολύ κοντά στις κριτικές, που της έχουν ασκηθεί κατά καιρούς, με τους περισσότερους κριτικούς να σχολιάζουν τον αισθησιασμό των ποιημάτων, να κάνουν αναφορές στην καβαφική επίδραση[37] αλλά και στη μορφική εξέλιξη[38] των ποιημάτων του Χριστιανόπουλου. Αντίστοιχα, για τον Ανυπεράσπιστο Καημό, ο εξομολογητικός τόνος σχολιάζεται κατά κόρον στην Κριτική, αν και όχι πάντα με θετικό τρόπο.[39] Όσον αφορά την αυτοκριτική του για τον Αλλήθωρο κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί το γεγονός ότι σχετικά με τις «κοινωνικές προεκτάσεις», που αποδίδει στην ποίησή του, της αναγνωρίζεται και από κριτικούς ότι «πέρα από την έκφραση ενός βίτσιου γίνεται έκφραση ανθρώπινου πάθους, ευρύνει τα όρια της και αποχτάει καθολικότητα»[40], ενώ και ο ίδιος ο Χριστιανόπουλος εμφανίζεται να χαρακτηρίζεται από «μερικές στιγμές τύψης του (τον είπαν και… «κοινωνικό ποιητή») για τους προδομένους, τους κατατρεγμένους και τους ξεριζωμένους»[41], χωρίς όμως να λείπουν και οι κριτικές που αποδίδουν στον πρωταγωνιστή των ποιημάτων του Χριστιανόπουλου «αυτογνωσία ώστε να ξέρει πως η φυλάκισή του μέσα στον δικό του ναρκισσισμό και στην ερωτική ζωή τον έχει καταστήσει ανίκανο να μιλήσει για κοινωνικούς προβληματισμούς, στους οποίους να συμμετέχει με τον ίδιο βαθμό εντιμότητας και ειλικρίνειας, τον οποίο είχε απαιτήσει από τον εαυτό του στις ερωτικές σχέσεις»[42]. Για τις ποιητικές συλλογές, που ακολουθούν, άξια σχολιασμού κρίνεται η σταδιακή κλιμάκωση αυτού του εξομολογητικού τόνου και η ταυτόχρονη σύμπτυξη του περιεχομένου σε μικρότερη έκταση και λιτότερη έκφραση, όπως ωραία επισημαίνεται από τον Παν. Μουλλά:[43] «Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, μοναδικό φαινόμενο ποιητικής γνησιότητας και ειλικρίνειας, εξωθεί απεγνωσμένα τον καημό της ερωτικής ανταπόκρισης σε μια λιτή, τραγική εξομολόγηση στενεύοντας ίσως ολοένα τα όρια του, αλλά κερδίζοντας σε αμεσότητα ό,τι στερείται σε πολυφωνία». Τέλος, η επισήμανση του ίδιου του Χριστιανόπουλου για τον βαθύ πατριωτικό χαρακτήρα της συλλογής του Η πιο βαθιά πληγή εντοπίζεται και απ’ τους κριτικούς του έργου του, που την χαρακτηρίζουν ως το έργο με την «πιο ελληνοκεντρική ματιά από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο του»[44], άλλοι αποδίδοντάς την στην «ανασφάλεια» του ποιητή «σχετικά με την αποδοχή του έργου του στο μέλλον»[45] και άλλοι σε ένα «αίσθημα εθνοκεντρισμού, το οποίο διαμόρφωσαν και ενίσχυσαν μέσα του η προσφυγική καταγωγή του, η μάνα του και τα κατηχητικά σχολεία»[46].
Για τα πεζά κείμενά του και ειδικότερα για τα διηγήματα της συλλογής Η Κάτω βόλτα ο Χριστιανόπουλος κατηγορήθηκε ότι «δεν κατορθώνουν το πέρασμα στο καθολικό» κι ότι είναι «περιορισμένου ενδιαφέροντος»[47], χαρακτηριστικά που, όπως επισημάνθηκε, ορισμένοι προσάπτουν ακόμα και στην ποίησή του. Επιπρόσθετα, ειπώθηκε ότι «δεν καλύπτουν ένα κενό» και δεν προωθούν την ελληνική πεζογραφία σε μια «ανώτερη κλάση»[48]. Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στον πυρήνα της γραφής του Χριστιανόπουλου, τόσο στην ποίηση όσο και στην πρόζα, βρίσκεται ο ρεαλισμός. Στόχος του ίδιου είναι να μην «ξεφύγει από την προσωπική του αλήθεια»[49], γεγονός που για την ποίηση είναι κάτι το νεωτερικό, για την πεζογραφία της εποχής όμως κάτι το συνηθισμένο. Το ότι μπορεί στα συγκεκριμένα πεζά του ο Χριστιανόπουλος να υπήρξε «παραδοσιακός», όμως, δεν σημαίνει ότι αυτόματα θα πρέπει να τους αποδοθεί αρνητικό αξιολογικό πρόσημο.[50]
Στη συγκεκριμένη συλλογή δοκιμίων του ο Χριστιανόπουλος μετά την αναφορά στα πεζά κείμενα του, προχωρά σε τοποθετήσεις για τις μεταφράσεις του αλλά και για τα δοκίμιά του. Όλα όσα αναφέρει αντικατοπτρίζουν με μεγάλη αντικειμενικότητα την πραγματική διάσταση των εν λόγω έργων. Για τις μεταφράσεις αρχαίων κειμένων τού Χριστιανόπουλου συναντούμε σε κριτικά κείμενα αντίστοιχες τοποθετήσεις, στις οποίες αναγνωρίζεται η ελευθεριότητα που χαρακτηρίζει το μεταφραστικό έργο του καλλιτέχνη, αλλά ταυτόχρονα υπογραμμίζεται και η εκφραστική αμεσότητα και η λειτουργικότητα του εν αντιθέσει με γλωσσικά πιστότερες αλλά πιο εξεζητημένες μεταφράσεις που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς για τα συγκεκριμένα κείμενα [51]. Όσον αφορά τα δοκίμια, καθίσταται ήδη σαφής από όσα έχουν παρουσιαστεί ως αυτό το σημείο της παρούσας εργασίας η ακριβής και κατατοπιστική τρόπον τινά «διευκρινιστική γραμμή», που δίνει ο ποιητής στα Επ’ Εμοί.
Τέλος, τόσο στα Εναντίον όσο και στα Με τέχνη και με πάθος δοκίμια τού Χριστιανόπουλου διαγράφεται η πολυσχιδής και ιδιαίτερη προσωπικότητά του με τις έντονες έως και αντισυμβατικές πεποιθήσεις του αλλά και τα ποικίλα ενδιαφέροντα του.
Δ) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΡΘΡΑ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΛΕΞΙΚΑ
ΜΕΛΕΤΕΣ
ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Ο Χριστιανόπουλος φωτογραφημένος από το Σπύρο Στάβερη (2011, ΜΦΘ) |
Α) ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Δημητριάδης, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ελληνικές ποιητικές φωνές του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1931 στην Θεσσαλονίκη, όπου οι γονείς του κατέφτασαν ως ανταλλάξιμοι από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης το 1924 και τα πρώτα χρόνια της ζωής του χαρακτηρίζονται από την ανάγκη του βιοπορισμού. Σε κατοπινές συνεντεύξεις του χαρακτηρίζει τη μητέρα του ως ουρμπανίστρια με αταβιστική έπαρση, αυστηρή και άκρως ηθικολόγο και τον πατέρα του ήπιο, «άπραγο» άνθρωπο, ο οποίος δυσκολευόταν να βρει εργασία και σπαταλούσε τα χρήματα που έβγαζε στις συνοικιακές ταβέρνες. Από την παιδική του ηλικία έρχεται σε επαφή με ποικίλους ανθρώπινους τύπους αλλά και συμπεριφορές, που μένουν χαραγμένα στη συνείδησή του: η μάνα και η κόρη «ελευθερίων ηθών», που έμεναν στο διπλανό τους δωμάτιο κατά τα έτη 1939-1940 και τραγουδούσαν «βαριά μάγκικα τραγούδια», η Πιπίτσα, κόρη της δεύτερης οικογένειας, που ζούσε στο ίδιο σπίτι μαζί τους, και ήταν η μοδίστρα, στην οποία τον έστελνε η μητέρα του να παίζει με κούκλες, όταν τον τιμωρούσε, ο Λάκης, ο πρώτος φοιτητής, τον οποίο γνώρισε και τον οποίο είχε ηρωοποιήσει είναι κάποια από αυτά.[1]Από το 1940 υπήρξε συνδεδεμένος με τη χριστιανική δράση και τα κατηχητικά, από τα οποία αποπέμφθηκε το 1952 εξαιτίας της β΄ έκδοσης της ποιητικής συλλογής Εποχή των ισχνών αγελάδων.[2]
Κατά τα έτη 1949-1954 σπουδάζει στη Φιλοσοφική σχολή του Α.Π.Θ. κι έπειτα δραστηριοποιείται ως βιβλιοθηκάριος (1957-1965), διορθωτής δοκιμίων κι επιμελητής εκδόσεων. Όπως αργότερα παραδέχεται ο ίδιος, είχε κλίση και στα εικαστικά, την θεολογία -λόγω των κατηχητικών στα οποία μετείχε- και την νομική -χάρη στην ευφράδειά του-, προτίμησε, ωστόσο, την φιλολογία, θεωρώντας ότι θα τον βοηθούσε να εξελίξει την ποιητική του φωνή, κάτι που αποδείχτηκε μεγάλο λάθος στην συνέχεια και τον οδήγησε στην αποστροφή του προς την άσκηση του επαγγέλματος, το οποίο είχε σπουδάσει.[3] Ανήσυχο πνεύμα και ιδιαίτερα δημιουργικό, καθώς ήταν, προχώρησε στην ίδρυση του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού περιοδικού Διαγώνιος στη γενέτειρά του το 1958, καθώς και των ομώνυμων εκδοτικού οίκου (1957-1988) και Μικρής Πινακοθήκης (1974-1995). Με τη Διαγώνιο φιλοδοξούσε, όπως αργότερα εξομολογείται, να διαδεχτεί τον Κοχλία και ως το 1983 , που το περιοδικό τυπωνόταν με μικρά διαλείμματα, δαπάνησε πολλά χρήματα και απέκτησε πολλούς εχθρούς, καθώς η επιλογή των προς έκδοση έργων γινόταν κατά βάση με κριτήριο την προσωπική του αισθητική.[4]
Όσον αφορά τη λογοτεχνική του δραστηριότητα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαίτερα πολυσχιδής, αφού εξέδωσε ποιήματα, δοκίμια, μελέτες, μελετήματα, πεζά κείμενα αλλά και μεταφράσεις.[5] Η παρθενική επίσημη εμφάνισή του στο λογοτεχνικό χώρο γίνεται το 1949 με τη δημοσίευση του ποιήματος Βιογραφία στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Μορφές, ενώ η πρώτη ολοκληρωμένη ποιητική συλλογή του με τίτλο Εποχή των ισχνών αγελάδων, εκδίδεται το 1950.[6] Για το έργο αυτό, το οποίο ουσιαστικά τον καθιερώνει στην ποιητική σκηνή, αναφέρει ότι, αν και δεν εντάσσεται στο κλίμα της ερωτικής του ποίησης και του κατοπινού του προσανατολισμού, είναι το έργο, που αγαπούν οι πιο πολλοί και ήταν το έργο, που για πρώτη φορά ομόφωνα ενθουσίασε λογοτέχνες[7], στους οποίους έδινε τα χειρόγραφά του για κριτική στα πρώτα του βήματα, πριν προβεί σε ενέργειες για την έκδοσή τους.[8] Με βάση τη χρονολογία έκδοσής τους τα έργα αυτά του Χριστιανόπουλου μας μεταφέρουν στην περίοδο της λεγόμενης μεταπολεμικής γενιάς. Ανατρέχοντας στα ιστορικά γεγονότα της εποχής, λίγο μετά τη γέννηση τού Ντ. Χριστιανόπουλου αλλά και της εποχής, κατά την οποία κάνει την εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο αναβρασμός κυριαρχεί. Η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά (1936-1941), ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος και η κατοχή στιγματίζουν την Ελλάδα. Διαμορφώνονται αντίθετες δυνάμεις στον ελληνικό χώρο, οι οποίες, έπειτα από την ήττα της Αριστεράς το Δεκέμβριο του 1944, οδηγούνται στον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο (1947-49). Η δεκαετία του ’50 κάνει βήματα προς την πολιτική ομαλότητα, προσπάθεια, όμως, που αποτυγχάνει παταγωδώς με την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος και την κήρυξη της δικτατορίας στις 21 Απριλίου το 1967. Όλα αυτά τα γεγονότα επηρέασαν ιδιαιτέρως τη μεταπολεμική λογοτεχνία διαμορφώνοντας ένα έντονο κλίμα πολιτικοποίησης, το οποίο κάνει την εμφάνισή του μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας τον Δεκέμβριο του 1969, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι περιορίζεται αποκλειστικά σε αυτό.
Ειδικότερα, στην περίοδο της μεταπολεμικής ποίησης, η οποία συμπίπτει με τα χρόνια της νεανικής ποιητικής δραστηριότητας του Ντ. Χριστιανόπουλου, εντοπίζονται τρεις ποιητικές τάσεις: η ποίηση με πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους, όπως για παράδειγμα τα έργα του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Άρη Αλεξάνδρου και του Τίτου Πατρίκιου, η υπαρξιακή ποίηση με εκφραστές, όπως το Μηνά Δημάκη, τον Μίλτο Σαχτούρη και τη Ζωή Καρέλλη και η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση, όπως για παράδειγμα τα έργα του Νάνου Βαλαωρίτη, του Έκτορα Κακναβάτου και του Δ.Π. Παπαδίτσα.[9]
Ο Ντ. Χριστιανόπουλος δεν εντάσσεται σε καμιά από αυτές τις κατηγορίες με τον Λίνο Πολίτη να τον χαρακτηρίζει ως «ερωτικό ποιητή του ιδιωτικού χώρου».[10] Η ποίησή του εντάσσεται στα πλαίσια της ποιητικής ομάδας, που είναι γνωστή ως Κύκλος της Διαγωνίου (Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου, Γιώργος Ιωάννου, Τάσος Κόρφης, Βασίλης Καραβίτης κ.α.), ποιητική ομάδα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.[11] Τα χαρακτηριστικά που συγκέντρωνε η εν λόγω ομάδα σχηματοποιούνται από τον Ηλία Γκρή ως εξής: «α) αποχή από τις εκδηλώσεις πολιτικής δραστηριότητας κατά τα έτη 1960-1980, β) εμμονή στο αυστηρό ύφος αιτιώδους λιτότητας και γ) ουδέτερη κατ’ άλλους εχθρική στάση προς το αθηναϊκό κέντρο, το οποίο αδυνατούσε να αντιπαραβληθεί σε ένα ιδιότυπο ποιητικό τοπίο με κέντρο τη Διαγώνιο».[12] Η ποιητική φωνή του ίδιου του Χριστιανόπουλου διαμορφώθηκε έχοντας στο επίκεντρο τρεις βασικούς πυλώνες[13]: το θρησκευτικό περιβάλλον, στο οποίο ανατράφηκε και την συνακόλουθη χριστιανική ηθική, την οδυνηρή βίωση της ερωτικής του ιδιαιτερότητας εξαιτίας αυτής του της ηθικής και, τέλος, τον Καβάφη, από τον οποίο ο ίδιος παραδέχεται ότι επηρεάστηκε ως προς την «τόλμη της εξομολόγησης, τη στρωτή διατύπωση, το συνδυασμό πεζολογικής έκφρασης και εσωτερικού ρυθμού, καθώς και την τεχνική ιστορικών προσωπείων για την πρώτη του συλλογή».[14] Επιπρόσθετα, χαρακτηριστική είναι η κλίση του προς τη λαϊκή κουλτούρα και η αγάπη του για το ρεμπέτικο.[15] Όσον αφορά την πολιτική ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται «απολιτίκ» και εντάσσει φλέγοντα κοινωνικά θέματα στα πλαίσια της ερωτικής του ποίησης.[16]
Β) ΔΟΚΙΜΙΑ
Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Χριστιανόπουλος εκτός από τα ποιητικά έργα εξέδωσε και πεζά. Ανάμεσά τους βρίσκουμε αυτοβιογραφικά έργα αλλά και αφηγηματικά πεζά, με πρώτη απόπειρα την έκδοση της Κάτω Βόλτας το 1963, μιας συλλογής αρχικά 6 διηγημάτων, τα οποία στις επόμενες εκδόσεις εμπλουτίστηκαν και εν τέλει στην έκδοση του 1991 συγχωνεύτηκαν με τη συλλογή μικρών πεζών Οι ρεμπέτες του ντουνιά, συλλογή του 1986.Ο ίδιος ο Χριστιανόπουλος, ωστόσο, όπως και στην ποίηση του δεν στόχευε πρωτίστως στην γενίκευση όσων αποτύπωνε αλλά στην απόδοση της προσωπικής του αλήθειας.[17] Επίσης, προχώρησε σε μεταφράσεις, τόσο ποιητικών συλλογών και αρχαίων λυρικών ποιημάτων όσο και χριστιανικών κειμένων αλλά και στη συγγραφή δοκιμίων, ερευνών και μελετών[18].
Όσον αφορά τα Δοκίμια (1999), που είναι αντικείμενο εξέτασης της παρούσας εργασίας, αποτελούν συνένωση τεσσάρων επιμέρους δοκιμίων του Χριστιανόπουλου περιλαμβάνοντας : τα Δοκίμια για έντεκα ποιητές της Θεσσαλονίκης (1931-1954) (1965), τα Επ’ εμοί για τη δική του λογοτεχνική παραγωγή (1993), τα Εναντίον με τρία κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα και του ίδιου (1986 και επανέκδοση στη Διαγώνιο 1993) και τα δοκίμια που φέρουν τον τίτλο Με τέχνη και με πάθος (1988).
Ι) Δοκίμια για έντεκα ποιητές της Θεσσαλονίκης (1931-1954)
Για τα δοκίμια που έγραψε το 1965, ο ίδιος εξομολογείται ότι συμπεριέλαβε τους καλύτερους ποιητές της Θεσσαλονίκης από το 1931, που είναι το έτος έκδοσης της α’ ποιητικής συλλογής του Βαφόπουλου έως το 1954, που εκδίδουν τις πρώτες τους συλλογές ο Ιωάννου και ο Ασλάνογλου. Δεν προχώρησε στη γενιά του ’70, γιατί την θεωρεί ως μια «νέα επερχόμενη κλίκα», όπως η προγενέστερη του Σεφέρη, η οποία προσπαθούσε να «σβήσει τους προηγούμενους» ούτε και ασχολήθηκε με την πεζογραφία υποστηρίζοντας ότι, μολονότι ο ίδιος προχώρησε σε αντίστοιχη συγγραφική παραγωγή, δεν ήταν κατάλληλος να προβεί σε κριτική, αφού δεν είχε μελετήσει τους πεζογράφους.[19] Οι ποιητές τους οποίους περιλαμβάνει είναι οι εξής: Γ. Θ. Βαφόπουλος, Ζ. Καρέλλη, Ν. Γ. Πεντζίκης, Γ. Θέμελης, Τ. Βαρβιτσιώτης, Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Μ. Αναγνωστάκης, Κλ. Κύρου, Π. Κ. Θασίτης, Ν.-Α. Ασλάνογλου, Γ. Ιωάννου. Σε ξεχωριστές υποενότητες που καθεμιά ως τίτλο φέρει το όνομα του εκάστοτε ποιητή, αναφέρεται στην εργογραφία τους σχολιάζοντας τις ποιητικές τους συλλογές και παραθέτοντας αποσπάσματα ποιημάτων, που προέρχονται από αυτές. Η σειρά με την οποία εξετάζει το έργο των ποιητών δεν είναι ούτε αλφαβητική ούτε χρονολογική αλλά γίνεται με βάση την κύρια θεματική τους: οι πρώτοι τρεις υπαρξιακοί, οι επόμενοι τρεις λυρικοί, οι τρεις που ακολουθούν κοινωνικοί και στο τέλος οι ερωτικοί ποιητές, στους οποίους συγκατατάσσει τον εαυτό του, συμπληρώνοντας μια ακόμη τριάδα, χωρίς ωστόσο να αφιερώνει ξεχωριστή υποενότητα στο έργο του.
Ειδικότερα, για τον Βαφόπουλο, τον οποίο χαρακτηρίζει ως τον «πρώτο αξιόλογο ποιητή της Μακεδονίας», τονίζει την κομψότητα των ποιημάτων του και την ωριμότητα της τεχνικής του, τον συνδυασμό του συμβολισμού με την σαρκαστική ειρωνεία και την προσχώρηση στο κλίμα του μοντερνισμού, χωρίς όμως ακρότητες. Το μόνο αρνητικό, που έχει να του προσάψει είναι το τελετουργικό ύφος, που είχε κατά κύριο λόγο η πρώτη ποιητική συλλογή του (Προσφορά, 1938), το οποίο για τον ίδιο αποτελούσε τροχοπέδη για την ευρεία αναγνώριση του από το αναγνωστικό κοινό.
Προχωρώντας στην Ζ. Καρέλλη επισημαίνει την συνειδητή αποφυγή αισθηματισμών, στην οποία η ίδια καταφεύγει, και τη στροφή της προς χώρους πιο εσωτερικούς, όπου το συναίσθημα είναι καθαρότερο. Αναδεικνύει την φιλοσοφική της διάσταση, ψέγει ωστόσο την άμετρη διανοητική της διάθεση, όπως αυτή εμφανίζεται στη συλλογή Η φαντασία του χρόνου (1949). Για τον Χριστιανόπουλο το «λάθος» της Καρέλλη ήταν η επιλογή της να παραμερίσει την αισθητική για χάρη της ηθικής με την υιοθέτηση ατημέλητου ύφους και τη χρήση αφηρημένων εννοιών. Τέλος, από ένα σημείο και μετά (Το πλοίο, 1955 κ. εξ.) εντοπίζει κάμψη και επανάληψη.
Όσον αφορά τον Ν. Γ. Πεντζίκη σημειώνει εξαρχής ότι, μολονότι το ποιητικό έργο του είναι λιγότερο γνωστό και λιγοστό συγκριτικά με το πεζογραφικό, είναι πολύ σημαντικό και τον καταξιώνει ως «έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ’30». Διακρίνει τρεις φάσεις στην ποιητική γραφή του, με την πρώτη[20] να χαρακτηρίζεται από πολλαπλούς συνειρμούς, σε σημείο που να μην γίνονται αντιληπτοί από τον αναγνώστη, χωρίς την «αποκρυπτογράφηση» του ίδιου. Η δεύτερη φάση[21], κατά την οποία ο Πεντζίκης συνδέεται με την Ορθοδοξία, χαρακτηρίζεται από απλούστευση της έκφρασης και παραγκωνισμό των συνειρμών με την υιοθέτηση μιας ενιαίας θεματικής, που καθιστά τα ποιήματά του πιο εύληπτα για τον αναγνώστη, ενώ παράλληλα καθιστά τον ίδιο «ποιητή» και όχι διανοούμενο. Στην τρίτη φάση[22] ο Χριστιανόπουλος εντοπίζει -με εξαίρεση το πρώτο ποίημα που είναι γραμμένο, όπως τα βαθιά συνειρμικά της πρώτης φάσης- μια νέα γραφή του Πεντζίκη, η οποία χαρακτηρίζεται και πάλι από τον συνειρμό, σίγουρα όμως όχι εκείνον της πρώτης φάσης.
Για τον Γ. Θέμελη αναφέρει ότι, αν και ξεκίνησε με παλαμικούς στίχους, στη συνέχεια έκανε στροφή προς τη μοντέρνα γραφή με τα ποιήματά του να διακρίνονται από ιδιαίτερη μουσικότητα και συνδυασμό συμβολισμού και ρεαλισμού. Και στην ποιητική γραφή του Θέμελη εντοπίζει τρεις φάσεις: η πρώτη είναι λυρική[23], η δεύτερη επικολυρική[24] και η τρίτη[25] χαρακτηρίζεται από απουσία λυρισμού και στροφή στην κυριολεξία και την πεζή κουβέντα. Αυτές οι τρεις φάσεις διακρίνονται στον πρώτο τόμο των Ποιημάτων του (1969), τα οποία από τον Χριστιανόπουλο χαρακτηρίζονται -με εξαίρεση την Ακολουθία (1950)- από πολύ καλά έως καλά, χαρακτηρισμούς που δεν αποδίδει στον δεύτερο τόμο (Ποιήματα, 1970), με τα οποία θεωρεί ότι ο Θέμελης οδηγείται σε απροσδόκητη πτώση.
Ακολούθως, εξετάζει την ποίηση του Τ. Βαρβιτσιώτη, τον οποίο χαρακτηρίζει ως πιστό ακόλουθο της poésie pure με αρετές που, όταν πρωτοεμφανίστηκαν ήταν πρωτοποριακές, κατάντησαν, ωστόσο, κοινός τόπος. Αντίστοιχα, και για τον Γ.Ξ. Στογιαννίδη, τον οποίο συγκατατάσσει με τον Θέμελη και τον Βαρβιτσιώτη, αναφέρει ότι οι πρώτες έξι ποιητικές συλλογές του με τον έντονο λυρισμό τους, αν και ποιοτικές, υπήρξαν εύπεπτες.
Στη συνέχεια εξετάζει τον Μ. Αναγνωστάκη, τον οποίο αντιμετωπίζει ως «ανανεωτή» του ποιητικού χώρου. Του αποδίδει τη στροφή από τον γαλλικό συμβολισμό και υπερρεαλισμό σε μια ποίηση χαμηλόφωνη κι εξομολογητική, που παραγκωνίζει την φαντασία και το λυρισμό, για να αποτυπώσει την αγωνία της πραγματικότητας, την εξομολόγηση των τύψεων αλλά και την αγωνιστικότητα για αλλαγή μέσα από την ποίηση του, την οποία ο γράφων παρομοιάζει με «ημερολόγιο τραγικής περιπέτειας». Για τον Χριστιανόπουλο ο Αναγνωστάκης πραγματοποιεί τη μετάβαση από τον συμβολισμό στον ρεαλισμό, στο «γυμνό λόγο» με δυο κύκλους έργων: τη συλλογή Εποχές[26], που αποτελεί τρόπον τινά χρονικό της κατοχής μέχρι τις μέρες της φυλάκισής του και τη συλλογή Συνέχεια[27], που αποτελεί συνέχεια των Εποχών με την αποφυλάκισή του. Ως επιστέγασμα των δυο κύκλων ο Χριστιανόπουλος θεωρεί τη συλλογή Στόχος (1970) που έπεται και περιλαμβάνει την κριτική της χούντας με έντονο -σύμφωνα με τον γράφοντα- το σαρκαστικό στοιχείο και την καβαφική επίδραση.
Σε αντίστιξη με το έργο του Αναγνωστάκη εξετάζει ο Χριστιανόπουλος το έργο του Κλ. Κύρου. Για τον τελευταίο ο Χριστιανόπουλος θεωρεί ότι η συλλογή, που τον καταξιώνει, είναι η τρίτη, που εκδίδει, με τίτλο Κραυγές της Νύχτας (1960), στην οποία οι πυκνοί διασκελισμοί και ο εξομολογητικός τόνος των τύψεων για τη γενιά του κυριαρχούν, θυμίζοντας τις Εποχές του Μ. Αναγνωστάκη. Μετά το εν λόγω έργο σύμφωνα με τον Χριστιανόπουλο ο Κλ. Κύρου μεταβαίνει στη δεύτερη φάση της ποιητικής του[28], κατά την οποία οι διασκελισμοί εξαφανίζονται, τα ποιήματα αλλά και οι στίχοι γίνονται μικρότερα, κυριαρχούν οι παραβολές και οι υπαινιγμοί, θυμίζοντας στον γράφοντα τις Συνέχειες του Αναγνωστάκη.
Όσον αφορά τον Π.Κ. Θασίτη, ο Χριστιανόπουλος προσεγγίζει την πρώτη του συλλογή (Δίχως Κιβωτό, 1951) ως ένα έργο στο ίδιο κλίμα με τον Αναγνωστάκη και τον Κύρου. Στη δεύτερη συλλογή του (Πράγματα, 1957) παρατηρεί ανανέωση, που επέρχεται με την ελλειπτικότητα και την αφαίρεση που υιοθετεί σε μια προσπάθεια απομάκρυνσης από την υποκειμενικότητα των αισθημάτων, απομάκρυνση, που για τον Χριστιανόπουλο, τελικά τον έβλαψε. Η συλλογή Ελεεινόν θέατρον , ωστόσο, αποτελεί για τον γράφοντα την απόδειξη ότι ο Θασίτης μπορεί να γράψει απλά και γοητευτικά με το σατιρικό στοιχείο και την καβαφική επίδραση στο οπλοστάσιό του.
Για τον Ν.-Α. Ασλάνογλου ο Χριστιανόπουλος επισημαίνει ότι εντοπίζονται δυο φάσεις στην ποιητική του πορεία. Η πρώτη φάση[29] διακρίνεται από μουσικότητα, δραματικότητα και έντονο λυρισμό, ο οποίος σταδιακά κλιμακώνεται, ενώ η δεύτερη φάση[30] από επαναλήψεις μοτίβων και τεχνικών που, «ενώ βελτιώνουν την ποιότητα των ποιημάτων δεν προσθέτουν στοιχεία». Σε γενικές γραμμές τον θεωρεί αξιόλογο ποιητή, ο οποίος καταξιώθηκε όχι τόσο χάρη στη δραματικότητα όσο χάρη στο λυρισμό του.
Τέλος, όσον αφορά τον Γ. Ιωάννου, ο οποίος ξεκίνησε ως ποιητής[31] και στη συνέχεια στράφηκε στην πεζογραφία, τονίζει τη δραματικότητα και τον εξομολογητικό του τόνο, καθώς και τα τρία μοτίβα, που χαρακτηρίζουν τα έργα του: φόβος, απελπισμένη ερωτική διάθεση και φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, όπως το ξεκλήρισμα των Εβραίων και τα γεγονότα της Κατοχής.
ΙΙ) Επ’ εμοί
Στην εν λόγω συλλογή δοκιμίων ο Χριστιανόπουλος αναφέρεται σε δικά του έργα. Πληροφορεί τον αναγνώστη για δικές του ποιητικές συλλογές, πεζά κείμενα, μεταφράσεις αλλά και δοκίμια και σχολιάζει πέντε δικά του ποιήματα.
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά το πρώτο τμήμα προσεγγίζει τις 8 πρώτες ποιητικές συλλογές του, οι οποίες εκδόθηκαν κατά τα έτη 1950-1986. Για την Εποχή των ισχνών αγελάδων αναφέρεται στις επιδράσεις, που δέχτηκε από τον Καβάφη και τον Έλιοτ, στο θρησκευτικό κλίμα κάτω από το οποίο προχώρησε στη συγγραφή της συγκεκριμένης συλλογής -λόγω της σχέσης που είχε με τα κατηχητικά- κι επισημαίνει ως βασικά χαρακτηριστικά της τη δραματικότητα, τις αφηγηματικές τάσεις, τον εξομολογητικό τόνο με χρήση προσωπείων και αναχρονισμών αλλά και το ερωτικό στοιχείο, που προβάλει ως συνονθύλευμα χυδαιότητας και αγνότητας. Προχωρώντας στα Ξένα γόνατα σημειώνει ότι με την εν λόγω συλλογή πραγματοποιεί μια απότομη στροφή στην ποίησή του, που χαρακτηρίζεται από αποκοπή της επίδρασης από τον Έλιοτ και μετατόπιση της καβαφικής επίδρασης από τα ιστορικά στα ερωτικά ποιήματα, μια στροφή που εντοπίζεται σε αλλαγές μορφής αλλά και περιεχομένου των ποιημάτων του, που γίνονται μικρότερα, εκφραστικότερα και πιο αισθηματικά. Για τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός, την οποία χαρακτηρίζει ως την «καλύτερη και πιο ερωτική συλλογή» του, επισημαίνει ότι με τη γυμνή και τολμηρή έκφραση, που την χαρακτηρίζει, γίνεται το έργο που εισάγει στην ποίησή του ένα νέο χαρακτηριστικό, τον ρεαλισμό, ο οποίος συνοδεύεται από την εξομολογητική του διάθεση και την δραματική αποτύπωση βιωμάτων. Συνεχίζοντας με τη συλλογή Αλλήθωρος, την οποία αρχικά είχε τιτλοφορήσει ως Προάστια, εξηγεί ότι προτίμησε τον πρώτο τίτλο, καθώς τα ποιήματα είναι στραμμένα «με το ένα μάτι στον εαυτό του και με το άλλο στον διπλανό του», είναι δηλαδή ποιήματα κοινωνικά με την έννοια ότι οι προσωπικές του οδυνηρές ερωτικές εμπειρίες του έδωσαν την ενσυναίσθηση για τη δυστυχία και την αγωνία των άλλων. Για τα ποιήματα της συλλογής Το κορμί και το σαράκι, τα οποία χαρακτηρίζει ως «ημερολογιακά αποθησαυρίσματα ερωτικών εμπειριών», τονίζει τη συμπύκνωση του περιεχομένου σε μικρή έκταση με τη χρήση λαϊκής έκφρασης, την απουσία τίτλου και στίξης και την χιουμοριστική και σαρκαστική διάθεση να κάνει την εμφάνισή της σε αρκετά από αυτά. Για τη συλλογή Νεκρή πιάτσα, στην οποία προχωρά σε πεζά ποιήματα, αναφέρει ότι είναι η συλλογή, που κλείνει τον κύκλο που ξεκίνησε με την Εποχή των ισχνών αγελάδων και τη δραματική εξομολόγηση του προσωπικού του πάθους, η οποία σε αυτή τη συλλογή εστιάζει στην ερήμωση, που εντοπίζεται όχι μόνο σε ερωτικά στέκια αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, όπως στον θάνατο της μητέρας του, ερήμωση όμως που δεν είναι οριστική, καθώς η ζωή εξακολουθεί να προχωρά. Όσον αφορά τη συλλογή Η πιο βαθιά πληγή αναφέρει ότι προσπαθεί να αποτυπώσει τα πατριωτικά του αισθήματα με πεζά ποιήματα, καθώς οι πολιτικές πληγές είναι πολύ βαθύτερες από τις ερωτικές. Τέλος, για τη συλλογή Το αιώνιο παράπονο μας πληροφορεί ότι αποτελεί καρπό της αγάπης του για το ρεμπέτικο περιλαμβάνοντας τραγούδια με παραδοσιακό στίχο και μουσική, που χαρακτηρίζονται από απλότητα.
Όσον αφορά τα πεζά του, για τα διηγήματα με τίτλο Η κάτω βόλτα, τα οποία διακρίνει σε τρεις ενότητες (: ερωτικά, σχετικά με τη στρατιωτική ζωή, σχετικά με τη λογοτεχνική ζωή), επισημαίνει ότι βασίζονται σε προσωπικές εμπειρίες και αποτελούν παραδοσιακά διηγήματα εν αντιθέσει με τη μοντέρνα του ποίηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και στα δυο δεν μετέρχεται κοινά μέσα, όπως αυστηρή μορφή ή ζωντανή αφήγηση, ενώ απέναντι στις αρνητικές κριτικές, που δέχτηκε για το συγκεκριμένο έργο, υπερασπίζεται την αφηγηματική του φλέβα και αρνείται τον τίτλο ενός «ποιητή που γράφει πεζά». Για τα μικρά διηγήματα Οι ρεμπέτες του Ντουνιά, τα οποία χαρακτηρίζει ως «μικρές πρόζες», που στόχο έχουν να παρουσιάσουν τι πραγματικά είναι ο ρεμπέτης, τονίζει την απόσταση που τα χωρίζει από την Κάτω βόλτα και σημειώνει τη σχέση τους με την Εποχή των ισχνών αγελάδων και την Νεκρή πιάτσα, όπου δεν κρυβόταν ο πεζογράφος, όπως εδώ δεν κρύβεται ο ποιητής. Οι Σπουδές λαϊκού λόγου παρουσιάζονται ως διασκευές που στόχο είχαν να αποκαταστήσουν τα λαϊκά παραμύθια και να τα επαναφέρουν στην αρχική τους μορφή, ενώ για το αυτοβιογραφικό αφήγημα Πίσω απ’ την Αγια-Σοφιά υπογραμμίζει την κοπιώδη προσπάθεια που κατέβαλε, προκειμένου να αποδώσει γραπτά συνεντεύξεις, που ο ίδιος είχε δώσει προηγουμένως στο ραδιόφωνο.
Στη συνέχεια, αναφερόμενος στις μεταφράσεις του με τίτλο Εντευκτήριο, που πρωτοεμφανίστηκαν το 1966, υπογραμμίζει την τάση του για ελευθεριότητα στην απόδοση, άλλοτε σε επίπεδο λέξεων και άλλοτε μέτρων, εξαιτίας της οποίας στην αρχή είχε συστολές για το αποτέλεσμα, στην πορεία όμως απελευθερώθηκε. Η απελευθέρωση αυτή, ωστόσο, δεν κράτησε πολύ, καθώς η ενασχόληση του με τη μετάφραση τού κατά Ματθαίον Ευαγγελίου-μια επίσης κοπιώδης προσπάθεια- τού υπέδειξε την ανάγκη πιστής και κατά το δυνατόν κατά λέξη μετάφρασης και όχι ερμηνείας ή λογοτεχνικής απόδοσης.
Όσον αφορά τα δοκίμιά του, για τα Δοκίμια (1931-1954) δίνει κάποιες αρχιτεκτονικές υποδείξεις, επισημαίνει ότι η επιλογή των 11 θεσσαλονικέων ποιητών –μαζί με τον ίδιο 12- έγινε αποδεκτή από τους περισσότερους, που ασχολήθηκαν με τη λογοτεχνική παραγωγή της Θεσσαλονίκης, καθιερώνοντας τους ως τους κατεξοχήν εκπροσώπους της «Σχολής της Θεσσαλονίκης», αλλά και ότι από τη στιγμή, που δημοσιεύτηκαν, απέκτησε πολλούς εχθρούς, ακόμη και από το φιλικό του περιβάλλον. Για τα Επ’ εμοι, τα οποία χαρακτηρίζει ως δοκίμια αυτοκριτικής, αναφέρει ότι αποτελούν μια προσπάθεια ταξινόμησης του έργου του, η οποία κλείνει με σχόλια κι επισημάνσεις τού ίδιου για θέματα, που αφορούν τα ποιήματά του: Σοδομίτες, Περιστατικό στην Αθήνα, Ένα άγγιγμα μονάχα, Μπροστά στο μικρόφωνο, Πόρνοι και καταδόται, αλλά και την υποενότητα με τίτλο Τεφτεράκι, όπου ο γράφων εκθέτει την απάντησή του σε κριτές και επικριτές του. Για τη συλλογή Εναντίον αναφέρει ότι αποτελείται από δυο «κείμενα αρχών», τα πρώτο εναντίον του πνευματικού και κοινωνικού κατεστημένου και το δεύτερο για την εξάρτηση της τέχνης από την εξουσία, τα οποία ακολουθούνται από ένα τρίτο δοκίμιο υπέρ της σιωπηρής προσπάθειας. Σχετικά με τη συλλογή μικρών δοκιμίων Με τέχνη και με πάθος, τονίζει ότι δεν αποτελεί φιλολογική μελέτη αλλά βρίσκεται κοντά στα πεζογραφικό του έργο με θέματα άλλοτε βιωματικά και άλλοτε προερχόμενα από τα ενδιαφέροντα του. Φτάνοντας ,έτσι, στο τέλος της προσέγγισης των δοκιμίων του προχωρά με το σχολιασμό των θεματικών από τα πέντε ποιήματα, που προαναφέρθηκαν, και με την απάντησή του σε κριτικά και επικριτικά σχόλια στο Τεφτεράκι ολοκληρώνοντας τα Επ’ εμοί δοκίμιά του.
ΙΙΙ) Εναντίον
Αν επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε οι ίδιοι τα Εναντίον δοκίμια, θα δούμε ότι στο πρώτο δοκίμιο στρέφεται εναντίον ποικίλων πραγμάτων: τιμητικών διακρίσεων, βραβείων, χρηματικών επιχορηγήσεων, λογοτεχνικών συντάξεων, εξάρτησης από το κράτος, εφημερίδων, κλικών, κουλτουριάρηδων, ιδεολογιών, κρυφών φιλοδοξιών. Στο δεύτερο δοκίμιο στρέφεται εναντίον των φεστιβάλ -θεματική από την οποία αντλεί και τον τίτλο του δοκιμίου- τόσο για την κρατική τους εξάρτηση όσο και για τα υπέρογκα ποσά που σπαταλούνται για τη διεξαγωγή τους αντί να δαπανηθούν για σημαντικότερους σκοπούς. Στο τρίτο δοκίμιο, το οποίο εκτείνεται σε μια παράγραφο, εναντιώνεται στα πολιτικά κόμματα και τις κυβερνήσεις και επαινεί την σιωπηρή δράση άσημων πολιτών, μια δράση που εμφανίζεται τόσο ως ανθρωπιστική όσο και ως κοινωνική και πολιτική.
ΙV) Με τέχνη και με πάθος
Στο τελευταίο τμήμα των Δοκιμίων, Με τέχνη και με πάθος, ο Χριστιανόπουλος προσεγγίζει ποικίλα θέματα που τον ενδιαφέρουν: τον πλατωνικό έρωτα, που προτάσσει την άρνηση των αισθήσεων και του σώματος, και τη χριστιανική ηθική, που μας εμποτίζει με τύψεις και αίσθημα αμαρτίας, την πορεία του Μάρλον Μπράντο ως ίνδαλμα τέχνης και ομορφιάς, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη ως τον πιο ερωτικό ποιητή, που παρόλο που ο ίδιος και η εποχή του ξεπεράστηκαν, δεν έπαψε ποτέ να συγκινεί. Προσεγγίζει χριστουγεννιάτικα ποιήματα, την πραγματική διάσταση ενός δοκιμίου, που αποτελεί έκφραση της ψυχής του καθενός κι εξηγεί γιατί ένα τολμηρό τραγούδι δε σοκάρει όσο ένα τολμηρό ποίημα, υποστηρίζοντας ότι το τραγούδι «άλλος το γράφει και άλλος το τραγουδά». Με αφορμή ποίημα του Γιώργου Κατσέα αναφέρεται στη μοτοσυκλέτα ως υποκατάστατο, ως συνδεδεμένη με τη σεξουαλική αναπηρία των μηχανόβιων, αναφέρεται στη συκιά ως ένα παρεξηγημένο δέντρο παραθέτοντας τους αρνητικούς χαρακτηρισμούς, που συνδέθηκαν μαζί της στην αρχαιότητα, στον Χριστιανισμό αλλά και στη σύγχρονη εποχή. Με το δοκίμιο Ο Καβάφης καλπάζει τονίζει την διαχρονικότητα και την αξία του Καβάφη, όπως και στο δοκίμιο Αλλαγές στην επετηρίδα, στο οποίο υποστηρίζει ότι αλλαγές και γραμματολογικές ανακατατάξεις πρέπει ν’ αρχίσουν από το 1933 και εξής. Εν συνεχεία, με το δοκίμιο Η στιγμή της φωτογραφίας περιγράφει ένα στιγμιότυπο ενός ζευγαριού στην ακρογιαλιά, φωτογραφία που σύμφωνα με τον Χριστιανόπουλο αφήνει στην φαντασία όσων την αντικρύζουν να προβεί σε σκέψεις ερωτικού περιεχομένου, που πιθανώς ακολούθησαν έπειτα από το εν λόγω στιγμιότυπο. Τέλος, Στο μνημείο του Λεωνίδα με αφορμή την φωτογραφία ενός φίλου του μπροστά από το συγκεκριμένο άγαλμα αντιπαραβάλλει την «αφέλεια» του αστού με το μεγαλείο του ήρωα.
Γ) ΚΡΙΤΙΚΗ-ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ
Ξεκινώντας με τα δοκίμια του Χριστιανόπουλου για τους έντεκα καλύτερους ποιητές της Θεσσαλονίκης κατά τα έτη 1931-1954 κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί το γεγονός ότι τόσο στην επιλογή τους όσο και στην παρουσίαση των έργων τους ο Χριστιανόπουλος προσπαθεί να είναι αντικειμενικός αποφεύγοντας τη συναισθηματική μεροληψία. Εντούτοις, όπως και ο ίδιος αργότερα δήλωσε για το κριτήριο επιλογής του στην Διαγώνιο, έτσι και εδώ κριτήριο του είναι πρωτίστως η προσωπική του αισθητική. Έτσι, μολονότι σε γενικές γραμμές η προσέγγιση των ποιητών γίνεται με τον σεβασμό ενός ιστορικού της λογοτεχνίας, δεν λείπει η έμφαση στα σημεία, που αγγίζουν τον ίδιο το Χριστιανόπουλο: καβαφικές επιρροές, εξομολογητικός τόνος, ρεαλισμός, ερωτικό στοιχείο, εσωτερική πάλη τονίζονται από τον γράφοντα με κάθε ευκαιρία.
Τα σημεία, στα οποία θα μπορούσε κανείς να ασκήσει κριτική για αποσιώπηση ή παραγκωνισμό από μέρους του Χριστιανόπουλου χαρακτηριστικών που φέρουν οι εν λόγω ποιητές, δεν είναι πολλά. Όσον αφορά τον Γ. Θ. Βαφόπουλο αναφέρει ότι η «μαστοριά» του δεν γνώρισε από τους νέους την απήχηση, που της έπρεπε, δίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την προσωπική του εκτίμηση για το σύνολο της ποίησης του εν λόγω δημιουργού, μιας ποίησης που έχει χαρακτηριστεί από κριτικούς της λογοτεχνίας ως «μονοτονική»[32], ως «απευθυνόμενη περισσότερο στη νόηση» και «εκπεφρασμένη με ιδεογράμματα», κριτική την οποία εντούτοις ασκεί στο έργο της Ζ. Καρέλλη. Αντίστοιχα, η κριτική που ασκεί στην τελευταία έρχεται σε αντίθεση με το Β’ κρατικό βραβείο λογοτεχνίας, το οποίο της απονέμεται το 1956 για το έργο Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα (1955)[33], κατά την περίοδο δηλαδή που κατά τον Χριστιανόπουλο τα έργα της χαρακτηρίζονται από επανάληψη και πτώση. Ακόμη, η προσωπική οπτική του Χριστιανόπουλου δεν λείπει και από την κριτική που ασκεί στον β΄ τόμο των Ποιημάτων (1970) του Γ. Θέμελη, καθώς παρά τον βερμπαλισμό του διατηρεί έναν σταθερό ποιητικό άξονα, που διατηρεί την προσωπική ακτινοβολία του με τον υψηλό στόχο, την ένταση και την ειλικρίνεια να εξακολουθούν να τον χαρακτηρίζουν.[34] Τέλος, όσον αφορά την προσέγγιση της ποιητικής του Μανόλη Αναγνωστάκη δεν γίνεται κανένας συσχετισμός της παραίνεσης ή της τραυματικής διαπίστωσης, που χαρακτηρίζουν τα έργα του, με την ποίηση του Ρίτσου και ειδικότερα την Τέταρτη Διάσταση, που εκδίδεται εκείνη την εποχή, ούτε γίνεται αναφορά στην επίδραση, που ο Αναγνωστάκης δέχτηκε από τον νεοσυμβολισμό Ελλήνων αλλά και ξένων ποιητών στο ξεκίνημά του,[35] αλλά παρουσιάζεται ως αμιγώς ρεαλιστής, εισηγητής ενός νέου ποιητικού τρόπου, που άφηνε το συμβολισμό πίσω του.
Όσον αφορά τα Επ’ εμοί δοκίμια σε γενικές γραμμές ο Χριστιανόπουλος προβαίνει σε μια προσέγγιση-ταξινόμηση του δικού του έργου, η οποία θα μπορούσε να προέρχεται από κάποιον αντικειμενικό κριτικό της λογοτεχνίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ρεαλισμός και ο εξομολογητικός τόνος αποτελώντας σύμφυτα με την ύπαρξη του χαρακτηριστικά τον οπλίζουν με τα εφόδια για την καταγραφή και την διευκρινιστική παρουσίαση των έργων του, που με επιτυχία πραγματώνει με τα εν λόγω δοκίμιά του.
Πιο συγκεκριμένα, για την Εποχή των ισχνών αγελάδων, το μόνο που θα μπορούσαμε ίσως να του προσάψουμε είναι η αποσιώπηση της Ζωής Καρέλη μεταξύ των επιδράσεων που δέχτηκε, της οποίας μεταφέρει ακόμη και αυτούσιο στίχο σε ένα από τα ποιήματα της συλλογής του: «αφήστε μας να ζήσουμε την ωραιότατη ζωή».[36] Η αυτοκριτική του για τα Ξένα Γόνατα βρίσκεται κι αυτή με τη σειρά της πολύ κοντά στις κριτικές, που της έχουν ασκηθεί κατά καιρούς, με τους περισσότερους κριτικούς να σχολιάζουν τον αισθησιασμό των ποιημάτων, να κάνουν αναφορές στην καβαφική επίδραση[37] αλλά και στη μορφική εξέλιξη[38] των ποιημάτων του Χριστιανόπουλου. Αντίστοιχα, για τον Ανυπεράσπιστο Καημό, ο εξομολογητικός τόνος σχολιάζεται κατά κόρον στην Κριτική, αν και όχι πάντα με θετικό τρόπο.[39] Όσον αφορά την αυτοκριτική του για τον Αλλήθωρο κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί το γεγονός ότι σχετικά με τις «κοινωνικές προεκτάσεις», που αποδίδει στην ποίησή του, της αναγνωρίζεται και από κριτικούς ότι «πέρα από την έκφραση ενός βίτσιου γίνεται έκφραση ανθρώπινου πάθους, ευρύνει τα όρια της και αποχτάει καθολικότητα»[40], ενώ και ο ίδιος ο Χριστιανόπουλος εμφανίζεται να χαρακτηρίζεται από «μερικές στιγμές τύψης του (τον είπαν και… «κοινωνικό ποιητή») για τους προδομένους, τους κατατρεγμένους και τους ξεριζωμένους»[41], χωρίς όμως να λείπουν και οι κριτικές που αποδίδουν στον πρωταγωνιστή των ποιημάτων του Χριστιανόπουλου «αυτογνωσία ώστε να ξέρει πως η φυλάκισή του μέσα στον δικό του ναρκισσισμό και στην ερωτική ζωή τον έχει καταστήσει ανίκανο να μιλήσει για κοινωνικούς προβληματισμούς, στους οποίους να συμμετέχει με τον ίδιο βαθμό εντιμότητας και ειλικρίνειας, τον οποίο είχε απαιτήσει από τον εαυτό του στις ερωτικές σχέσεις»[42]. Για τις ποιητικές συλλογές, που ακολουθούν, άξια σχολιασμού κρίνεται η σταδιακή κλιμάκωση αυτού του εξομολογητικού τόνου και η ταυτόχρονη σύμπτυξη του περιεχομένου σε μικρότερη έκταση και λιτότερη έκφραση, όπως ωραία επισημαίνεται από τον Παν. Μουλλά:[43] «Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, μοναδικό φαινόμενο ποιητικής γνησιότητας και ειλικρίνειας, εξωθεί απεγνωσμένα τον καημό της ερωτικής ανταπόκρισης σε μια λιτή, τραγική εξομολόγηση στενεύοντας ίσως ολοένα τα όρια του, αλλά κερδίζοντας σε αμεσότητα ό,τι στερείται σε πολυφωνία». Τέλος, η επισήμανση του ίδιου του Χριστιανόπουλου για τον βαθύ πατριωτικό χαρακτήρα της συλλογής του Η πιο βαθιά πληγή εντοπίζεται και απ’ τους κριτικούς του έργου του, που την χαρακτηρίζουν ως το έργο με την «πιο ελληνοκεντρική ματιά από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο του»[44], άλλοι αποδίδοντάς την στην «ανασφάλεια» του ποιητή «σχετικά με την αποδοχή του έργου του στο μέλλον»[45] και άλλοι σε ένα «αίσθημα εθνοκεντρισμού, το οποίο διαμόρφωσαν και ενίσχυσαν μέσα του η προσφυγική καταγωγή του, η μάνα του και τα κατηχητικά σχολεία»[46].
Για τα πεζά κείμενά του και ειδικότερα για τα διηγήματα της συλλογής Η Κάτω βόλτα ο Χριστιανόπουλος κατηγορήθηκε ότι «δεν κατορθώνουν το πέρασμα στο καθολικό» κι ότι είναι «περιορισμένου ενδιαφέροντος»[47], χαρακτηριστικά που, όπως επισημάνθηκε, ορισμένοι προσάπτουν ακόμα και στην ποίησή του. Επιπρόσθετα, ειπώθηκε ότι «δεν καλύπτουν ένα κενό» και δεν προωθούν την ελληνική πεζογραφία σε μια «ανώτερη κλάση»[48]. Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στον πυρήνα της γραφής του Χριστιανόπουλου, τόσο στην ποίηση όσο και στην πρόζα, βρίσκεται ο ρεαλισμός. Στόχος του ίδιου είναι να μην «ξεφύγει από την προσωπική του αλήθεια»[49], γεγονός που για την ποίηση είναι κάτι το νεωτερικό, για την πεζογραφία της εποχής όμως κάτι το συνηθισμένο. Το ότι μπορεί στα συγκεκριμένα πεζά του ο Χριστιανόπουλος να υπήρξε «παραδοσιακός», όμως, δεν σημαίνει ότι αυτόματα θα πρέπει να τους αποδοθεί αρνητικό αξιολογικό πρόσημο.[50]
Στη συγκεκριμένη συλλογή δοκιμίων του ο Χριστιανόπουλος μετά την αναφορά στα πεζά κείμενα του, προχωρά σε τοποθετήσεις για τις μεταφράσεις του αλλά και για τα δοκίμιά του. Όλα όσα αναφέρει αντικατοπτρίζουν με μεγάλη αντικειμενικότητα την πραγματική διάσταση των εν λόγω έργων. Για τις μεταφράσεις αρχαίων κειμένων τού Χριστιανόπουλου συναντούμε σε κριτικά κείμενα αντίστοιχες τοποθετήσεις, στις οποίες αναγνωρίζεται η ελευθεριότητα που χαρακτηρίζει το μεταφραστικό έργο του καλλιτέχνη, αλλά ταυτόχρονα υπογραμμίζεται και η εκφραστική αμεσότητα και η λειτουργικότητα του εν αντιθέσει με γλωσσικά πιστότερες αλλά πιο εξεζητημένες μεταφράσεις που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς για τα συγκεκριμένα κείμενα [51]. Όσον αφορά τα δοκίμια, καθίσταται ήδη σαφής από όσα έχουν παρουσιαστεί ως αυτό το σημείο της παρούσας εργασίας η ακριβής και κατατοπιστική τρόπον τινά «διευκρινιστική γραμμή», που δίνει ο ποιητής στα Επ’ Εμοί.
Τέλος, τόσο στα Εναντίον όσο και στα Με τέχνη και με πάθος δοκίμια τού Χριστιανόπουλου διαγράφεται η πολυσχιδής και ιδιαίτερη προσωπικότητά του με τις έντονες έως και αντισυμβατικές πεποιθήσεις του αλλά και τα ποικίλα ενδιαφέροντα του.
Δ) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κόκορης Δ. (2011), «Λόγος Γυμνός». Εισαγωγή στο έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη.
- Πολίτης Λ.(2010), Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1978.
- Χριστιανόπουλος Ντ. (1997), Πίσω απ’ την Αγιά Σοφιά. Εκδ. Ιανός, Θεσσαλονίκη.
- Χριστιανόπουλος Ντ. (1999), Δοκίμια. Εκδ. Μπιλιέτο, Παιανία.
ΑΡΘΡΑ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ
- Γούτας Π., «Τα πατριωτικά ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου», περ. Μικροφιλολογικά Τετράδια 18, Άνοιξη 2015.
- Δικταίος Άρης, “Ντίνου Χριστιανόπουλου: «Εποχή των ισχνών αγελάδων»”, περ. Ο Αιώνας μας, αρ. 1, Ιανουάριος 1951, σ. 30 στο Για τον Χριστιανόπουλο. Κριτικά κείμενα για την ποίησή του, εισαγωγή-επιλογή κειμένων: Δ. Κόκορης (2003), Εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία.
- Κόρφης Τ., απόσπασμα από το «Δύο ποιητές της “Διαγωνίου”», εφ. Η Καθημερινή, 11.5.1978 στο Για τον Χριστιανόπουλο. Κριτικά κείμενα για την ποίησή του, εισαγωγή-επιλογή κειμένων: Δ. Κόκορης (2003), Εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία.
- Μηλιώνης Χριστόφ., “Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος”, περ. Ενδοχώρα Ιωαννίνων, αρ. 32-33, Νοέμβριος 1965, σ. 71-75 στο Για τον Χριστιανόπουλο. Κριτικά κείμενα για την ποίησή του, εισαγωγή-επιλογή κειμένων: Δ. Κόκορης (2003), Εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία.
- Μουλλάς Παν., “Νέοι ποιητές της Θεσσαλονίκης”, περ. Ενδοχώρα Ιωαννίνων, αρ. 10, Μαρτ.-Απρ. 1961, σ. 597-600 στο Για τον Χριστιανόπουλο. Κριτικά κείμενα για την ποίησή του, εισαγωγή-επιλογή κειμένων: Δ. Κόκορης (2003), Εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία.
- Μπακόλας Ν., “Κριτική. Ντίνου Χριστιανόπουλου «Ποιήματα»”, εφ. Ελεύθερος Λαός, 30.6.1993 στο Για τον Χριστιανόπουλο. Κριτικά κείμενα για την ποίησή του, εισαγωγή-επιλογή κειμένων: Δ. Κόκορης (2003), Εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία.
- Μυστακίδης Αντ., “Ντίνος Χριστιανόπουλος: «Ξένα γόνατα». Ποιήματα 1952-1954 (1954)”, εφ. Φως Καϊρου, 25.1.1955 στο Για τον Χριστιανόπουλο. Κριτικά κείμενα για την ποίησή του, εισαγωγή-επιλογή κειμένων: Δ. Κόκορης (2003), Εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία.
- Παπαδημητρίου Σ., “Τα βιβλία που ελάβαμε. Ντίνος Χριστιανόπουλος. «Εντευκτήριο». Μεταφράσεις ποιημάτων. Θεσσαλονίκη. Εκδόσεις Διαγωνίου, 1966, σελ. 32”, εφ. Ελληνικός Βορράς, 28.12.1966 στο Για τον Χριστιανόπουλο. Κριτικά κείμενα για την ποίησή του, εισαγωγή-επιλογή κειμένων: Δ. Κόκορης (2003), Εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία.
- Παράσχος Κλ., “Ντ. Χριστιανόπουλου: «Ξένα γόνατα». Ποιήματα 1952-1954»”, εφ. Η Καθημερινή, 1.12.1954 στο στο Για τον Χριστιανόπουλο. Κριτικά κείμενα για την ποίησή του, εισαγωγή-επιλογή κειμένων: Δ. Κόκορης (2003), Εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία.
- Σινόπουλος Τ., “Ντ. Χριστιανόπουλου: «Ανυπεράσπιστος καημός»”, περ. Κριτική, αρ. 7-8, Ιαν-Απριλ. 1960 στο Για τον Χριστιανόπουλο. Κριτικά κείμενα για την ποίησή του, εισαγωγή-επιλογή κειμένων: Δ. Κόκορης (2003), Εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία.
- Στεργιούλας Δ, «Το ποιητικό έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου», Οδός Πανός 165, Ιαν.-Μάρτ. 2015.
- Σφυρίδης Περ., «Ο Χριστιανόπουλος είναι και θα παραμείνει ερωτικός ποιητής», Εντευκτήριο 95, Οκτ.-Δεκ.2011.
- Φράιερ Κ., “The poetry of Dinos Christianopoulos: An Introduction”, Journal of the Hellenic Diaspora, αρ. 1, Άνοιξη 1979, σ. 59-67. Μετάφραση Γιώργος Γιάνναρης στο Για τον Χριστιανόπουλο. Κριτικά κείμενα για την ποίησή του, εισαγωγή-επιλογή κειμένων: Δ. Κόκορης (2003), Εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία.
ΛΕΞΙΚΑ
- Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (2008), Εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007.
ΜΕΛΕΤΕΣ
- Καλούτσας Τ. (1994), Αλήθεια και βίωμα στα διηγήματα της «Κάτω βόλτας» του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Εκδ. Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη.
- Σφυρίδης Π. (1993), Χριστιανόπουλος – Καβάφης. Αποκλίσεις σε βίους παράλληλους. Εκδ. Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη..
ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ
- Γκρης Ηλ. (2004), Η αποκάλυψη του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Εκδ. Μικρός Ιανός, Θεσσαλονίκη.
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών: Δημητριάδης Κωνσταντίνος
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
[1] Ντ. Χριστιανόπουλος (1997): σ. 22-39.
[2] Δ. Κόκορης (2011): σ.11.
[3] Ηλ. Γκρης (2004): σ. 34-36.
[4] Ό.π. : σ. 44-48.
[5] Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (2008): σ. 2381. Πριν από την έκδοση του ποιήματος Βιογραφία, έχει προηγηθεί το ποίημα Παράπονον ξενιτεμένου, το οποίο έγραψε με το ψευδώνυμο Χριστιανόπουλο το 1945 και το οποίο περιλαμβάνεται στο περιοδικό Ελληνόπουλο, τχ. 27 και στο πεζό έργο Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν, Ιανός 2008, σ. 225. Βλ. Κόκορης (2011): σ. 11.
[6] Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών: Δημητριάδης Κωνσταντίνος
[7] Οι εν λόγω λογοτέχνες ήταν: Τρ. Πίττας, Πεντζίκης, Γ. Κιτσόπουλος, Γ. Θέμελης.
[8] Ηλ. Γκρης (2004): σ.39-42.
[9] Λ. Πολίτης (2010): σ. 336-343.
[10] Ό.π.: σ. 342.
[11] Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών: Δημητριάδης Κωνσταντίνος
[1] Ντ. Χριστιανόπουλος (1997): σ. 22-39.
[2] Δ. Κόκορης (2011): σ.11.
[3] Ηλ. Γκρης (2004): σ. 34-36.
[4] Ό.π. : σ. 44-48.
[5] Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (2008): σ. 2381. Πριν από την έκδοση του ποιήματος Βιογραφία, έχει προηγηθεί το ποίημα Παράπονον ξενιτεμένου, το οποίο έγραψε με το ψευδώνυμο Χριστιανόπουλο το 1945 και το οποίο περιλαμβάνεται στο περιοδικό Ελληνόπουλο, τχ. 27 και στο πεζό έργο Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν, Ιανός 2008, σ. 225. Βλ. Κόκορης (2011): σ. 11.
[6] Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών: Δημητριάδης Κωνσταντίνος
[7] Οι εν λόγω λογοτέχνες ήταν: Τρ. Πίττας, Πεντζίκης, Γ. Κιτσόπουλος, Γ. Θέμελης.
[8] Ηλ. Γκρης (2004): σ.39-42.
[9] Λ. Πολίτης (2010): σ. 336-343.
[10] Ό.π.: σ. 342.
[11] Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών: Δημητριάδης Κωνσταντίνος
[12] Ηλ. Γκρης (2004): σ. 13.
[13] Τ. Καλούτσας (1994): σ.8.
[14] Για τη σχέση Ντ. Χριστιανόπουλου – Κ.Π. Καβάφη κατατοπιστική είναι η σχετική μελέτη του Π. Σφυρίδη (1993), όπου εκτός από τις καβαφικές επιρροές αναδεικνύονται και οι αποκλίσεις της ποίησης του Χριστιανόπουλου από τον καβαφικό τρόπο με τον Χριστιανόπουλο να ενσαρκώνει τον «ποιητή της ερωτικής αγωνίας και των τύψεων» και τον Καβάφη τον «ανδρείο της ηδονής».
[15] Χαρακτηριστικά είναι έργα του, όπως: Οι ρεμπέτες του ντουνιά (2004), Τρία παραμύθια, Σπουδές λαϊκού λόγου (1989), Εισαγωγή στα ρεμπέτικα (1991) Ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του (1889-1950) (1980), Τσιτσάνης και Τρίκαλα (1998), Το ρεμπέτικο και η Θεσσαλονίκη (1999) κ.ά.
[16] Π.χ. Η Αγκίδα (1966) αναφέρεται στη δολοφονία του Λαμπράκη το 1963 με την ερωτική περίσταση να τίθεται πάλι στο προσκήνιο, αφού το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να επιστρέφει από κάποιο ραντεβού. Βλ. και Ηλ. Γκρης (2004): σ. 71-75.
[17] Τ. Καλούτσας (1994): σ. 26.
[18] Βλ. αναλυτικά Δ. Κόκορης (2011): σ. 15-19.
[19] Ηλ. Γκρης (2004): σ. 70.
[20] Εικόνες 1944.
[21] 20 ποιήματα που εκδόθηκαν στο περιοδικό Μορφές κατά τα έτη 1950-1953.
[22] Ανακομιδή 1961.
[23] Γυμνό παράθυρο (1945), Άνθρωποι και πουλιά (1947).
[24] Γυρισμός (1948), Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες (1949) και η Ακολουθία (1950) που εξαιρείται.
[25] Συνομιλίες (1953), Δενδρόκηπος (1955).
[26] Εποχές (1945), Εποχές 2 (1948), Εποχές 3 (1951).
[27] Συνέχεια (1954), Συνέχεια 2 (1956), Συνέχεια 3 (1962).
[28] Κλειδάριθμοι (1963) και Τα πουλιά και η αφύπνιση (1987).
[29] Δύσκολος θάνατος (1954), Ο θάνατος του Μύρωνα (1953-1959), Ποιήματα για ένα καλοκαίρι, 44 Ποιήματα: Επιλογή 1946-1964.
[30] Νοσοκομείο εκστρατείας (1972), Αργό πετρέλαιο (1974), Ωδές στον πρίγκιπα (1981).
[31] Ηλιοτρόπια (1954), Χίλια Δέντρα (1963).
[32] Λ. Πολίτης (2010): σ. 239.
[33] Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (2008): σ.1036.
[34] Λ. Πολίτης (2010): σ. 341.
[35] Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (2008): σ. 90.
[36] Άρης Δικταίος στο Δ. Κοκορης (2003): σ.33-35.
[37] Ενδεικτικά βλ.: Κλ. Παράσχος στο Δ. Κόκορης (2003): σ.59-60.
[38] Ενδεικτικά βλ.: Αντ. Μυστακίδης στο Δ. Κόκορης (2003): σ. 61-70.
[39] Ενδεικτικά βλ.: Τ. Σινόπουλος στο Δ. Κόκορης (2003): σ. 89-92, όπου σχετικά με τον εξομολογητικό τόνο του Χριστιανόπουλου αναφέρει: «Ως πότε και ως που θα τραβήξει αυτή η εγωκεντρική απασχόληση γύρω από το ερωτικό πάθος; Δεν διαισθάνεται τάχα ο Χριστιανόπουλος πως το πάθος τούτο πρέπει να αναχθεί κάποτε σε πάθος πνευματικό;».
[40] Χριστοφ. Μηλιώνης στο Δ. Κόκορης (2003): σ.137.
[41] Τ. Κόρφης στο Δ. Κόκορης (2003): σ.157.
[42] Κ. Φραϊερ στο Δ. Κόκορης (2003): σ. 188.
[43] Παν. Μουλλάς στο Δ. Κόκορης (2003): σ. 101.
[44] Παν. Γούτας (2015).
[45] Δημ. Στεργιούλας (2015).
[46] Περ. Σφυρίδης (2011).
[47] Τ. Καλούτσας (1994): σ.21.
[48] Ν. Μπακόλας στο Δ. Κόκορης (2003): σ. 103-104.
[49] Τ. Καλούτσας (1994): σ. 21.
[50] Βλ. Δ. Κόκορης (2011): σ. 45.
[51] Βλ. Δ. Κόκορης (2011): σ.47-54, Σ. Παπαδημητρίου στο Δ. Κόκορης (2003): σ. 138-141.
[13] Τ. Καλούτσας (1994): σ.8.
[14] Για τη σχέση Ντ. Χριστιανόπουλου – Κ.Π. Καβάφη κατατοπιστική είναι η σχετική μελέτη του Π. Σφυρίδη (1993), όπου εκτός από τις καβαφικές επιρροές αναδεικνύονται και οι αποκλίσεις της ποίησης του Χριστιανόπουλου από τον καβαφικό τρόπο με τον Χριστιανόπουλο να ενσαρκώνει τον «ποιητή της ερωτικής αγωνίας και των τύψεων» και τον Καβάφη τον «ανδρείο της ηδονής».
[15] Χαρακτηριστικά είναι έργα του, όπως: Οι ρεμπέτες του ντουνιά (2004), Τρία παραμύθια, Σπουδές λαϊκού λόγου (1989), Εισαγωγή στα ρεμπέτικα (1991) Ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του (1889-1950) (1980), Τσιτσάνης και Τρίκαλα (1998), Το ρεμπέτικο και η Θεσσαλονίκη (1999) κ.ά.
[16] Π.χ. Η Αγκίδα (1966) αναφέρεται στη δολοφονία του Λαμπράκη το 1963 με την ερωτική περίσταση να τίθεται πάλι στο προσκήνιο, αφού το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να επιστρέφει από κάποιο ραντεβού. Βλ. και Ηλ. Γκρης (2004): σ. 71-75.
[17] Τ. Καλούτσας (1994): σ. 26.
[18] Βλ. αναλυτικά Δ. Κόκορης (2011): σ. 15-19.
[19] Ηλ. Γκρης (2004): σ. 70.
[20] Εικόνες 1944.
[21] 20 ποιήματα που εκδόθηκαν στο περιοδικό Μορφές κατά τα έτη 1950-1953.
[22] Ανακομιδή 1961.
[23] Γυμνό παράθυρο (1945), Άνθρωποι και πουλιά (1947).
[24] Γυρισμός (1948), Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες (1949) και η Ακολουθία (1950) που εξαιρείται.
[25] Συνομιλίες (1953), Δενδρόκηπος (1955).
[26] Εποχές (1945), Εποχές 2 (1948), Εποχές 3 (1951).
[27] Συνέχεια (1954), Συνέχεια 2 (1956), Συνέχεια 3 (1962).
[28] Κλειδάριθμοι (1963) και Τα πουλιά και η αφύπνιση (1987).
[29] Δύσκολος θάνατος (1954), Ο θάνατος του Μύρωνα (1953-1959), Ποιήματα για ένα καλοκαίρι, 44 Ποιήματα: Επιλογή 1946-1964.
[30] Νοσοκομείο εκστρατείας (1972), Αργό πετρέλαιο (1974), Ωδές στον πρίγκιπα (1981).
[31] Ηλιοτρόπια (1954), Χίλια Δέντρα (1963).
[32] Λ. Πολίτης (2010): σ. 239.
[33] Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (2008): σ.1036.
[34] Λ. Πολίτης (2010): σ. 341.
[35] Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (2008): σ. 90.
[36] Άρης Δικταίος στο Δ. Κοκορης (2003): σ.33-35.
[37] Ενδεικτικά βλ.: Κλ. Παράσχος στο Δ. Κόκορης (2003): σ.59-60.
[38] Ενδεικτικά βλ.: Αντ. Μυστακίδης στο Δ. Κόκορης (2003): σ. 61-70.
[39] Ενδεικτικά βλ.: Τ. Σινόπουλος στο Δ. Κόκορης (2003): σ. 89-92, όπου σχετικά με τον εξομολογητικό τόνο του Χριστιανόπουλου αναφέρει: «Ως πότε και ως που θα τραβήξει αυτή η εγωκεντρική απασχόληση γύρω από το ερωτικό πάθος; Δεν διαισθάνεται τάχα ο Χριστιανόπουλος πως το πάθος τούτο πρέπει να αναχθεί κάποτε σε πάθος πνευματικό;».
[40] Χριστοφ. Μηλιώνης στο Δ. Κόκορης (2003): σ.137.
[41] Τ. Κόρφης στο Δ. Κόκορης (2003): σ.157.
[42] Κ. Φραϊερ στο Δ. Κόκορης (2003): σ. 188.
[43] Παν. Μουλλάς στο Δ. Κόκορης (2003): σ. 101.
[44] Παν. Γούτας (2015).
[45] Δημ. Στεργιούλας (2015).
[46] Περ. Σφυρίδης (2011).
[47] Τ. Καλούτσας (1994): σ.21.
[48] Ν. Μπακόλας στο Δ. Κόκορης (2003): σ. 103-104.
[49] Τ. Καλούτσας (1994): σ. 21.
[50] Βλ. Δ. Κόκορης (2011): σ. 45.
[51] Βλ. Δ. Κόκορης (2011): σ.47-54, Σ. Παπαδημητρίου στο Δ. Κόκορης (2003): σ. 138-141.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου