ΣΩ. Έχε λοιπόν στο νου σου, όμορφο παιδί μου, πως ο προηγούμενος λόγος ήτανε του Φαίδρου που είναι γιος του Πυθοκλή από το Μυρρινούντα· αυτός όμως που θε να ειπώ τώρα είναι του Στησίχορου, που είναι γιος του Εύφημου από την Ιμέρα.
Και πρέπει να λέη τ' ακόλουθα· πως «δεν είναι αληθινός ο λόγος» που λέει ότι πρέπει να χαρίζεται κανείς πιο πολύ σ' έναν που δεν κατέχεται από έρωτα, την ώρα που έχει μπροστά του έναν εραστή, γιατί τάχα ο ένας είναι μανιακός, ενώ ο άλλος είναι φρόνιμος. Αν βέβαια ήταν απλό να ειπή κανείς πως η μανία είναι κάτι κακό, τότε ο προηγούμενος λόγος θα ήταν καλά ειπωμένος· μα εδώ τα μεγαλύτερα καλά μας έρχονται από τη μανία, που μας χαρίζεται σαν ένα θείο δώρο. Γιατί και η προφήτισσα στους Δελφούς και οι ιέρειες στη Δωδώνη, όταν τις έπιασε η μανία, έκαμαν στην Ελλάδα πολλά και καλά και σε ανθρώπους και σε πόλεις, ενώ όταν ήτανε φρόνιμες έκαμαν λίγα ή και τίποτε. Κι αν βέβαια αρχίσωμε να λέμε και για τη Σίβυλλα και για τους άλλους, όσοι με τη μαντική τέχνη προφήτεψαν πολλά σε πολλούς και τους έκαμαν καλό στο μέλλον τους, θα μακραίναμε το λόγο μας λέγοντας πράγματα φανερά στον καθένα.
Όμως τούτο δα αξίζει να φέρωμε για μάρτυρα, πως κι από τους παλιούς εκείνοι που έβαλαν τα ονόματα στα πράγματα δεν είχαν τη μανία για κάτι άσχημο, ούτε για ντροπή· γιατί αλλιώςδεν θα σμίγανε με την ανώτερη τέχνη, μ' αυτήν που κρίνεται το μέλλον, το ίδιο τούτο όνομα και δεν θα την έλεγαν μανική. Μα επειδή είναι κάτι καλό, όταν έρχεται δοσμένη από το θεό, της βάλανε το όνομα μ' αυτή τη γνώμη, οι σημερινοί όμως ακαλαίσθητα έβαλαν μέσα στη λέξη το ταυ και την είπανε μαντική. Γιατί και την τέχνη που έχουνε οι φρόνιμοι, δηλαδή εκείνοι που ζητάνε να ιδούνε το μέλλον από τα πουλιά κι από τάλλα σημάδια, επειδή αυτοί προσπορίζουνε με το λογικό· στην ανθρώπινη γνώμη (οιήσει) νόημα (νουν) και πείρα (ιστορίαν), την είπανε οι αρχαίοι ο ι ο ν ο ϊ σ τ ι κή, αυτήν που τώρα οι νεώτεροι την μεγαλώνουν επιδεικτικά με το ω και την λένε οιωνιστική. Όσο λοιπόν τελειότερο και σεβαστότερο είναι η μαντική από την οιωνιστική, και το όνομα από το όνομα και το πράγμα· από το πράγμα, τόσο ωραιότερη είναι, κατά τη μαρτυρία των παλιών, η μανία από τη φρονιμάδα, γιατί εκείνη έρχεται από το θεό, ενώ ετούτη είναι ανθρώπινη.
Αλλά κι από αρρώστιες κι από τις πιο μεγάλες δυστυχίες, που έπεσαν σε μερικές γενιές από θεϊκή οργή για κάποια προγονικά φονικά, έφερε λύτρωση η μανία που ήρθε στην ώρα της και προφήτεψε σ' εκείνους που έπρεπε. Γιατί βρήκε καταφύγι τις προσευχές στους θεούς και τις λατρείες, και μ' αυτές έφθασε στην καθαρωσύνη και στη μύηση, έκαμε καθαρό και για τώρα και για πάντα εκείνον που την είχε, και σ' εκείνον που τον χτύπησε στα σωστά και τον κυρίεψε ολωσδιόλου έφερε λύτρωση από τα βάσανα που τον κρατούσανε. Τρίτη όμως θεοζαλιά και μανία είναι εκείνη που έρχεται από τις Μούσες· άμα αυτή κυριέψη καμμιά ψυχή απαλή κι ανάγγιχτη, την ξυπνάει και την μεθάει για τα τραγούδια και για τάλλα είδη της ποίησης, στολίζει τα μύρια έργα των παλιών και παιδεύει τις ερχόμενες γενιές. Όποιος όμως πάει χωρίς τη μανία των Μουσών στις θύρες της ποίησης, όντας της γνώμης πως τάχα με την τεχνοσύνη του θα γίνη καλός ποιητής, μένει κι αυτός ο ίδιος ασήμαντος και η ποίησή του, αυτουνού που είναι φρόνιμος, αφανίζεται από την ποίηση εκείνων που τους κυριεύει η μανία.
Τόσα πολλά έχω να σου ειπώ κι ακόμα πιο πολλά καλά έργα της μανίας που έρχεται από τους θεούς. Ώστε αυτήν την ίδια ας μην την φοβόμαστε, ούτε να μας φοβίζη και να μας θορυβή ο λόγος που λέει πως πρέπει να προτιμάη κανείς για φίλο το φρόνιμο παρά το φρενιασμένο· αλλά αν αυτός ο λόγος κοντά σ' εκείνο που λέει αποδείξη και τούτο, πως ο έρως δεν δίνεται για καλό από τους θεούς στον εραστή και στον αγαπημένο, τότε να πάρη τα νικητήρια. Εμείς όμως πάλιν πρέπει ν' αποδείξωμε το αντίθετο, πως η μανία αυτή δίνεται από τους θεούς για την πιο μεγάλη ευτυχία· και την απόδειξη γι' αυτό που λέμε δεν θα την πιστέψουν μερικά δυνατά κεφάλια, μα οι σοφοί θα την πιστέψουν.
Πρέπει, όμως πρώτα να ιδούμε τη φύση της ψυχής, της θεϊκής και της ανθρώπινης, τα πάθη και τα ενεργήματά της για να γνωρίσωμε την αλήθεια.
Και η αρχή της απόδειξης είναι η ακόλουθη· κάθε ψυχή είναι αθάνατη. Γιατί εκείνο που πάντα κινείται είναι αθάνατο· ενώ εκείνο που κινεί κάποιο άλλο και κινείται από κάποιο άλλο, μια που έχει τέλος στην κίνησή του, έχει τέλος και στη ζωή του. Μόνον λοιπόν εκείνο που κινείται μοναχό του, επειδή δεν αφήνει ποτέ τον εαυτό του, δεν παύει ποτέ και να κινήται, αλλά αυτό είναι η πηγή και η αρχή και για την κίνηση των άλλων όσα κινούνται. Η αρχή όμως είναι αγέννητη· γιατί από την αρχή είναι ανάγκη να γίνεται κάθε τι που γίνεται, αυτή όμως να μη γίνεται από κανένα, γιατί αν η αρχή εγίνονταν από κάτι, δεν θα ήτανε πια αρχή. Επειδή όμως η αρχή είναι αγέννητη είναι ανάγκη να είναι και άφθαρτη. Γιατί βέβαια αν χαθή η αρχή, τότε ούτε αυτή η ίδια θα γίνη ποτέ από κάτι, ούτε τίποτε άλλο απ' εκείνη, αν πρέπη δα όλα να γίνωνται από την αρχή. Έτσι λοιπόν η αρχή της κίνησης είναι εκείνο που κινεί τον εαυτό του. Κι αυτό ούτε μπορεί να χαθή, ούτε μπορεί να γίνη, αλλιώς όλος ο ουρανός και όλο το γίγνεσθαι θα γίνονταν ένας σωρός και θα έστεκαν ακίνητα και δεν θα είχαν πούθε να ξανακινηθούν και να ξαναγίνουν. Αφού λοιπόν εδείχθηκε πως εκείνο που κινεί τον εαυτό του είναι αθάνατο, δεν θα ντραπή κανείς να λέη πως αυτή είναι η ουσία κι αυτός ο λόγος της ψυχής. Γιατί κάθε σώμα που παίρνει την κίνηση απ' έξω είναι άψυχο, ενώ εκείνο που την έχει από μέσα του, από τον εαυτό του, είναι έμψυχο· γιατί αυτή δα είναι η φύση της ψυχής. Αν όμως τούτο είναι έτσι, δηλαδή αν εκείνο που κινεί τον εαυτό του δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψυχή, τότε είναι ανάγκη η ψυχή να είναι κάτι αγέννητο και αθάνατο.
Όσο λοιπόν για την αθανασία της, αρκετά είναι αυτά· για τη μορφή της όμως πρέπει να ειπούμε τ' ακόλουθα: Τι λογής βέβαια είναι, αυτό για να φανή θέλει δίχως άλλο θεϊκή και μακρόλογη περιγραφή· με τι πράγμα όμως μοιάζει, αυτό για να φανή αρκεί περιγραφή ανθρώπινη και πιο σύντομη. Με τέτοιο λοιπόν τρόπο ας μιλήσωμε. Λέμε λοιπόν πως μοιάζει με τη σύδετη δύναμη που έχει ένα ζευγάρι φτερωτά άλογα μαζί με τον ηνίοχο. Τα άλογα λοιπόν των θεών και οι ηνίοχοι είναι όλοι καλοί κι από καλή γενιά, ενώ στους άλλους είναι ανακατωμένα. Και πρώτα–πρώτα ο δικός μας αρματηλάτης βαστάει με τα χαλινάρια ένα μονάχα ζευγάρι άλογα, κι από τ' άλογα αυτά το ένα είναι όμορφο κι ευγενικό κι από καλή γενιά, ενώ το άλλο είναι απ' αντίθετη κι αντίθετο∙ έτσι η ηνιόχηση είναι σε μας από την ίδια τη μοίρα δύσκολη κι επίπονη. Πώς όμως ειπώθηκε το ένα θνητό και το άλλο αθάνατο ζώο, πρέπει να δοκιμάσωμε να ειπούμε. Όλη η ψυχή εξουσιάζει όλο το άψυχο και διατρέχει όλο τον ουρανό, πότε με τη μια πότε με την άλλη μορφή. Κι εκείνη λοιπόν που είναι τέλεια και φτερωτή περνοδιαβαίνει μέσα στον αέρα κι εξουσιάζει τον κόσμον όλον· εκείνη πάλιν που θα χάση τα φτερά της φέρνεται με βία δώθε κείθε, ως που να πιασθή από κάτι στέρεο· εκεί μέσα πια μένει, παίρνει γήινο σώμα που, μ' εκεινής τη δύναμη, νομίζει πως κινεί το ίδιο τον εαυτό του· κι αυτό το όλο, σύδετο ψυχή και σώμα, το είπανε ζώο και του έδωσαν το παρανόμι θνητό. Σε ποιο όμως να δώσωμε το παρανόμι αθάνατο δεν έχομε ούτε ένα λόγο θεμελιωμένο με τη σκέψη μας, αλλά πλάθομε, χωρίς να ιδούμε και χωρίς να νοιώσωμε καθαρά, το θεό ένα αθάνατο ζώο, που έχει και ψυχή, που έχει και σώμα, μα που είναι τα δυο αυτά σ' όλους τους αιώνες σύδετα. Αυτά ως τόσο ας είναι κι ας λέγωνται όπως ο θεός θέλει την αιτία όμως που πέφτουνε τα φτερά, που πέφτουνε από την ψυχή πρέπει να την ιδούμε. Και είναι περίπου η ακόλουθη.
Η δύναμη του φτερού είναι το φυσικό της να τραβάη το βαρύ προς τα πάνω, και να το ανεβάζη ψηλά εκεί όπου κατοικεί το γένος των θεών· κι απ' όσα είναι κατά το σώμα η ψυχή έχει καταλάβει πιο πολύ από το θείο· και το θείο είναι όμορφο, σοφό, καλό και ό,τι άλλο όμοιο. Μ' αυτά δα πιο πολύ θρέφεται και μεγαλώνει της ψυχής το φτέρωμα, ενώ με το άσχημο και με το κακό και με τάλλα τ' αντίθετα μαραίνεται κι αφανίζεται. Ο μεγάλος λοιπόν άρχοντας στον ουρανό ο Ζευς, οδηγώντας το φτερωτό του άρμα, πορεύεται πρώτος, τα βάζει όλα σε τάξη και όλα τα φροντίζει· και τον ακολουθάει στρατιά από θεούς και δαίμονες παραταγμένη σε ένδεκα μέρη· γιατί η Εστία μένει μονάχη στον οίκο των θεών. Οι άλλοι όμως θεοί, όσοι έχουνε την τάξη τους μέσα στον αριθμό των δώδεκα, πάνε μπροστά σαν άρχοντες με την τάξη που είναι βαλμένος ο καθένας. Εκεί λοιπόν μέσα στον ουρανό υπάρχουνε πολλά και τρισμάκαρα οράματα και περάσματα, που τα περνοδιαβαίνει το ευτυχισμένο γένος των θεών, και καθένας των φροντίζει ό,τι είναι ταγμένο σ' αυτόν κι ακολουθάει όποιος ολοένα θέλει και μπορεί, γιατί ο φθόνος στέκει έξω από τη χορεία των θεών. Κι όταν πάνε σε συμπόσιο και σε χαροκόπι, ανεβαίνουν τον ανήφορο που φέρνει ως την άκρη της αψίδας του ουρανού· και σ' αυτό το ανέβασμα τα οχήματα των θεών, όντας ισοζυγισμένα και καλοκυβέρνητα, πάνε εύκολα, τάλλα όμως με μόχθο· γιατί το άλογο που έχει την κακοτροπιά βαραίνει και ρέπει βαριά προς τη γη, αν δεν είναι καλά γυμνασμένο από τον ηνίοχο. Κι εδώ, είναι ο μόχθος και ο έσχατος αγώνας της ψυχής. Εκείνες βέβαια οι ψυχές που τις λένε αθάνατες, όταν φθάσουνε στην άκρη της αψίδας, περνάνε πέρα, στέκουν επάνω στο καταράχι τ' ουρανού, και καθώς στέκουν τις πάει γύρω η περιφορά, κι αυτές βλέπουνε τα όσα είναι πέρα από τον ουρανό.
Και πρέπει να λέη τ' ακόλουθα· πως «δεν είναι αληθινός ο λόγος» που λέει ότι πρέπει να χαρίζεται κανείς πιο πολύ σ' έναν που δεν κατέχεται από έρωτα, την ώρα που έχει μπροστά του έναν εραστή, γιατί τάχα ο ένας είναι μανιακός, ενώ ο άλλος είναι φρόνιμος. Αν βέβαια ήταν απλό να ειπή κανείς πως η μανία είναι κάτι κακό, τότε ο προηγούμενος λόγος θα ήταν καλά ειπωμένος· μα εδώ τα μεγαλύτερα καλά μας έρχονται από τη μανία, που μας χαρίζεται σαν ένα θείο δώρο. Γιατί και η προφήτισσα στους Δελφούς και οι ιέρειες στη Δωδώνη, όταν τις έπιασε η μανία, έκαμαν στην Ελλάδα πολλά και καλά και σε ανθρώπους και σε πόλεις, ενώ όταν ήτανε φρόνιμες έκαμαν λίγα ή και τίποτε. Κι αν βέβαια αρχίσωμε να λέμε και για τη Σίβυλλα και για τους άλλους, όσοι με τη μαντική τέχνη προφήτεψαν πολλά σε πολλούς και τους έκαμαν καλό στο μέλλον τους, θα μακραίναμε το λόγο μας λέγοντας πράγματα φανερά στον καθένα.
Όμως τούτο δα αξίζει να φέρωμε για μάρτυρα, πως κι από τους παλιούς εκείνοι που έβαλαν τα ονόματα στα πράγματα δεν είχαν τη μανία για κάτι άσχημο, ούτε για ντροπή· γιατί αλλιώςδεν θα σμίγανε με την ανώτερη τέχνη, μ' αυτήν που κρίνεται το μέλλον, το ίδιο τούτο όνομα και δεν θα την έλεγαν μανική. Μα επειδή είναι κάτι καλό, όταν έρχεται δοσμένη από το θεό, της βάλανε το όνομα μ' αυτή τη γνώμη, οι σημερινοί όμως ακαλαίσθητα έβαλαν μέσα στη λέξη το ταυ και την είπανε μαντική. Γιατί και την τέχνη που έχουνε οι φρόνιμοι, δηλαδή εκείνοι που ζητάνε να ιδούνε το μέλλον από τα πουλιά κι από τάλλα σημάδια, επειδή αυτοί προσπορίζουνε με το λογικό· στην ανθρώπινη γνώμη (οιήσει) νόημα (νουν) και πείρα (ιστορίαν), την είπανε οι αρχαίοι ο ι ο ν ο ϊ σ τ ι κή, αυτήν που τώρα οι νεώτεροι την μεγαλώνουν επιδεικτικά με το ω και την λένε οιωνιστική. Όσο λοιπόν τελειότερο και σεβαστότερο είναι η μαντική από την οιωνιστική, και το όνομα από το όνομα και το πράγμα· από το πράγμα, τόσο ωραιότερη είναι, κατά τη μαρτυρία των παλιών, η μανία από τη φρονιμάδα, γιατί εκείνη έρχεται από το θεό, ενώ ετούτη είναι ανθρώπινη.
Αλλά κι από αρρώστιες κι από τις πιο μεγάλες δυστυχίες, που έπεσαν σε μερικές γενιές από θεϊκή οργή για κάποια προγονικά φονικά, έφερε λύτρωση η μανία που ήρθε στην ώρα της και προφήτεψε σ' εκείνους που έπρεπε. Γιατί βρήκε καταφύγι τις προσευχές στους θεούς και τις λατρείες, και μ' αυτές έφθασε στην καθαρωσύνη και στη μύηση, έκαμε καθαρό και για τώρα και για πάντα εκείνον που την είχε, και σ' εκείνον που τον χτύπησε στα σωστά και τον κυρίεψε ολωσδιόλου έφερε λύτρωση από τα βάσανα που τον κρατούσανε. Τρίτη όμως θεοζαλιά και μανία είναι εκείνη που έρχεται από τις Μούσες· άμα αυτή κυριέψη καμμιά ψυχή απαλή κι ανάγγιχτη, την ξυπνάει και την μεθάει για τα τραγούδια και για τάλλα είδη της ποίησης, στολίζει τα μύρια έργα των παλιών και παιδεύει τις ερχόμενες γενιές. Όποιος όμως πάει χωρίς τη μανία των Μουσών στις θύρες της ποίησης, όντας της γνώμης πως τάχα με την τεχνοσύνη του θα γίνη καλός ποιητής, μένει κι αυτός ο ίδιος ασήμαντος και η ποίησή του, αυτουνού που είναι φρόνιμος, αφανίζεται από την ποίηση εκείνων που τους κυριεύει η μανία.
Τόσα πολλά έχω να σου ειπώ κι ακόμα πιο πολλά καλά έργα της μανίας που έρχεται από τους θεούς. Ώστε αυτήν την ίδια ας μην την φοβόμαστε, ούτε να μας φοβίζη και να μας θορυβή ο λόγος που λέει πως πρέπει να προτιμάη κανείς για φίλο το φρόνιμο παρά το φρενιασμένο· αλλά αν αυτός ο λόγος κοντά σ' εκείνο που λέει αποδείξη και τούτο, πως ο έρως δεν δίνεται για καλό από τους θεούς στον εραστή και στον αγαπημένο, τότε να πάρη τα νικητήρια. Εμείς όμως πάλιν πρέπει ν' αποδείξωμε το αντίθετο, πως η μανία αυτή δίνεται από τους θεούς για την πιο μεγάλη ευτυχία· και την απόδειξη γι' αυτό που λέμε δεν θα την πιστέψουν μερικά δυνατά κεφάλια, μα οι σοφοί θα την πιστέψουν.
Πρέπει, όμως πρώτα να ιδούμε τη φύση της ψυχής, της θεϊκής και της ανθρώπινης, τα πάθη και τα ενεργήματά της για να γνωρίσωμε την αλήθεια.
Και η αρχή της απόδειξης είναι η ακόλουθη· κάθε ψυχή είναι αθάνατη. Γιατί εκείνο που πάντα κινείται είναι αθάνατο· ενώ εκείνο που κινεί κάποιο άλλο και κινείται από κάποιο άλλο, μια που έχει τέλος στην κίνησή του, έχει τέλος και στη ζωή του. Μόνον λοιπόν εκείνο που κινείται μοναχό του, επειδή δεν αφήνει ποτέ τον εαυτό του, δεν παύει ποτέ και να κινήται, αλλά αυτό είναι η πηγή και η αρχή και για την κίνηση των άλλων όσα κινούνται. Η αρχή όμως είναι αγέννητη· γιατί από την αρχή είναι ανάγκη να γίνεται κάθε τι που γίνεται, αυτή όμως να μη γίνεται από κανένα, γιατί αν η αρχή εγίνονταν από κάτι, δεν θα ήτανε πια αρχή. Επειδή όμως η αρχή είναι αγέννητη είναι ανάγκη να είναι και άφθαρτη. Γιατί βέβαια αν χαθή η αρχή, τότε ούτε αυτή η ίδια θα γίνη ποτέ από κάτι, ούτε τίποτε άλλο απ' εκείνη, αν πρέπη δα όλα να γίνωνται από την αρχή. Έτσι λοιπόν η αρχή της κίνησης είναι εκείνο που κινεί τον εαυτό του. Κι αυτό ούτε μπορεί να χαθή, ούτε μπορεί να γίνη, αλλιώς όλος ο ουρανός και όλο το γίγνεσθαι θα γίνονταν ένας σωρός και θα έστεκαν ακίνητα και δεν θα είχαν πούθε να ξανακινηθούν και να ξαναγίνουν. Αφού λοιπόν εδείχθηκε πως εκείνο που κινεί τον εαυτό του είναι αθάνατο, δεν θα ντραπή κανείς να λέη πως αυτή είναι η ουσία κι αυτός ο λόγος της ψυχής. Γιατί κάθε σώμα που παίρνει την κίνηση απ' έξω είναι άψυχο, ενώ εκείνο που την έχει από μέσα του, από τον εαυτό του, είναι έμψυχο· γιατί αυτή δα είναι η φύση της ψυχής. Αν όμως τούτο είναι έτσι, δηλαδή αν εκείνο που κινεί τον εαυτό του δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψυχή, τότε είναι ανάγκη η ψυχή να είναι κάτι αγέννητο και αθάνατο.
Όσο λοιπόν για την αθανασία της, αρκετά είναι αυτά· για τη μορφή της όμως πρέπει να ειπούμε τ' ακόλουθα: Τι λογής βέβαια είναι, αυτό για να φανή θέλει δίχως άλλο θεϊκή και μακρόλογη περιγραφή· με τι πράγμα όμως μοιάζει, αυτό για να φανή αρκεί περιγραφή ανθρώπινη και πιο σύντομη. Με τέτοιο λοιπόν τρόπο ας μιλήσωμε. Λέμε λοιπόν πως μοιάζει με τη σύδετη δύναμη που έχει ένα ζευγάρι φτερωτά άλογα μαζί με τον ηνίοχο. Τα άλογα λοιπόν των θεών και οι ηνίοχοι είναι όλοι καλοί κι από καλή γενιά, ενώ στους άλλους είναι ανακατωμένα. Και πρώτα–πρώτα ο δικός μας αρματηλάτης βαστάει με τα χαλινάρια ένα μονάχα ζευγάρι άλογα, κι από τ' άλογα αυτά το ένα είναι όμορφο κι ευγενικό κι από καλή γενιά, ενώ το άλλο είναι απ' αντίθετη κι αντίθετο∙ έτσι η ηνιόχηση είναι σε μας από την ίδια τη μοίρα δύσκολη κι επίπονη. Πώς όμως ειπώθηκε το ένα θνητό και το άλλο αθάνατο ζώο, πρέπει να δοκιμάσωμε να ειπούμε. Όλη η ψυχή εξουσιάζει όλο το άψυχο και διατρέχει όλο τον ουρανό, πότε με τη μια πότε με την άλλη μορφή. Κι εκείνη λοιπόν που είναι τέλεια και φτερωτή περνοδιαβαίνει μέσα στον αέρα κι εξουσιάζει τον κόσμον όλον· εκείνη πάλιν που θα χάση τα φτερά της φέρνεται με βία δώθε κείθε, ως που να πιασθή από κάτι στέρεο· εκεί μέσα πια μένει, παίρνει γήινο σώμα που, μ' εκεινής τη δύναμη, νομίζει πως κινεί το ίδιο τον εαυτό του· κι αυτό το όλο, σύδετο ψυχή και σώμα, το είπανε ζώο και του έδωσαν το παρανόμι θνητό. Σε ποιο όμως να δώσωμε το παρανόμι αθάνατο δεν έχομε ούτε ένα λόγο θεμελιωμένο με τη σκέψη μας, αλλά πλάθομε, χωρίς να ιδούμε και χωρίς να νοιώσωμε καθαρά, το θεό ένα αθάνατο ζώο, που έχει και ψυχή, που έχει και σώμα, μα που είναι τα δυο αυτά σ' όλους τους αιώνες σύδετα. Αυτά ως τόσο ας είναι κι ας λέγωνται όπως ο θεός θέλει την αιτία όμως που πέφτουνε τα φτερά, που πέφτουνε από την ψυχή πρέπει να την ιδούμε. Και είναι περίπου η ακόλουθη.
Η δύναμη του φτερού είναι το φυσικό της να τραβάη το βαρύ προς τα πάνω, και να το ανεβάζη ψηλά εκεί όπου κατοικεί το γένος των θεών· κι απ' όσα είναι κατά το σώμα η ψυχή έχει καταλάβει πιο πολύ από το θείο· και το θείο είναι όμορφο, σοφό, καλό και ό,τι άλλο όμοιο. Μ' αυτά δα πιο πολύ θρέφεται και μεγαλώνει της ψυχής το φτέρωμα, ενώ με το άσχημο και με το κακό και με τάλλα τ' αντίθετα μαραίνεται κι αφανίζεται. Ο μεγάλος λοιπόν άρχοντας στον ουρανό ο Ζευς, οδηγώντας το φτερωτό του άρμα, πορεύεται πρώτος, τα βάζει όλα σε τάξη και όλα τα φροντίζει· και τον ακολουθάει στρατιά από θεούς και δαίμονες παραταγμένη σε ένδεκα μέρη· γιατί η Εστία μένει μονάχη στον οίκο των θεών. Οι άλλοι όμως θεοί, όσοι έχουνε την τάξη τους μέσα στον αριθμό των δώδεκα, πάνε μπροστά σαν άρχοντες με την τάξη που είναι βαλμένος ο καθένας. Εκεί λοιπόν μέσα στον ουρανό υπάρχουνε πολλά και τρισμάκαρα οράματα και περάσματα, που τα περνοδιαβαίνει το ευτυχισμένο γένος των θεών, και καθένας των φροντίζει ό,τι είναι ταγμένο σ' αυτόν κι ακολουθάει όποιος ολοένα θέλει και μπορεί, γιατί ο φθόνος στέκει έξω από τη χορεία των θεών. Κι όταν πάνε σε συμπόσιο και σε χαροκόπι, ανεβαίνουν τον ανήφορο που φέρνει ως την άκρη της αψίδας του ουρανού· και σ' αυτό το ανέβασμα τα οχήματα των θεών, όντας ισοζυγισμένα και καλοκυβέρνητα, πάνε εύκολα, τάλλα όμως με μόχθο· γιατί το άλογο που έχει την κακοτροπιά βαραίνει και ρέπει βαριά προς τη γη, αν δεν είναι καλά γυμνασμένο από τον ηνίοχο. Κι εδώ, είναι ο μόχθος και ο έσχατος αγώνας της ψυχής. Εκείνες βέβαια οι ψυχές που τις λένε αθάνατες, όταν φθάσουνε στην άκρη της αψίδας, περνάνε πέρα, στέκουν επάνω στο καταράχι τ' ουρανού, και καθώς στέκουν τις πάει γύρω η περιφορά, κι αυτές βλέπουνε τα όσα είναι πέρα από τον ουρανό.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου