Του Γαβριήλ Μπομπέτση
Ο λόγος. Στην Ανατολή οι λαοί υπό αυστηρή δεσποτεία δεν μπόρεσαν να πάρουν πρωτοβουλίες, να θεσπίσουν νόμους αλλά δεν ήταν και ικανοί στον πόλεμο, όπως μας λέει ο Ιπποκράτης. Κι αυτό, διότι, κατά την αρχαία αντίληψη, είχαν ήπιο κλίμα, χωρίς πολλές εναλλαγές, που καθιστά τα σώματα ακληραγώγητα. Από την άλλη, στην κεντρική Μικρά Ασία, στην Ιωνία, γύρω στον 6ο αιώνα π.Χ. οι Έλληνες σπάνε τα δεσμά του μύθου και εισάγουν στην ελληνική και όχι μόνο σκέψη το λόγο. Γιατί αυτό ήταν η γένεση της φιλοσοφίας, που στην πρώτη της φάση ήταν φυσική, όπως λέμε• μια προσπάθεια να εξηγηθεί ο κόσμος, η προέλευσή του, η σύστασή του με τρόπο ορθολογικό, όχι πια μυθολογικό ή θεολογικό.
Με το δεύτερο ελληνικό αποικισμό (άρχισε τον 8ο αιώνα π.Χ. και συνέχισε για ακρετούς αιώνες, μέχρι και τα κλασικά χρόνια), όπου το ελληνικό στοιχείο έφτασε από την Ισπανία και τη νότια Γαλλία ως τη Ναύκρατιν της Αιγύπτου και τον Εύξεινο πόντο, αλλά και με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπου έκανε εκείνος τη μικρή Ελλάδα κοσμοκράτειρα φτάνοντας την ως τη Βακτριανή και την Ινδία, αυτός ο λόγος και γενικά όλα τα στοιχεία που απάρτιζαν το ελληνικό πνεύμα διοχετεύτηκαν κατά κάποιον τρόπο στην οικουμένη. Οι άποικοι μεταφέρουν στη νέα τους πατρίδα τον πολιτισμό της μητρόπολης, ενώ δεν πρέπει να λησμονούμε πως ο Μ.Αλέξανδρος επιχείρησε να εκπολιτίσει παράλληλα τους κατακτημένους λαούς. Λέγεται, επί παραδείγματι, πως σε όλους επέβαλε να διαβάσουν Όμηρο, Σοφοκλή και Ευριπίδη.
Τι σήμαινε, όμως, ο λόγος στην αρχαιότητα; Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά
αναφέρεται στη διττή του σημασία. Ο λόγος είναι τόσο η λογική, ο ορθός
λόγος, όσο και η διάρθωση των φθόγγων (δηλαδή των ήχων της γλώσσας) που
δημιουργεί λογικά σύνολα (φράσεις, προτάσεις), και κατ' επέκταση η
ομιλία και η επικοινωνία. Λέμε συχνά πως σκέψη και λόγος είναι άρρηκτα
συνδεδεμένα. Αυτό αποτυπώνει εν μέρει και η διττή σημασία του λόγου.
Ο λόγος λοιπόν γονιμοποιός δύναμη της αρχαιοελληνικής σκέψης, του αρχαιοελληνικού πολιτισμού εξυψώθηκε όσο τίποτα από τους αρχαίους Έλληνες. Μια περιδιάβαση σε κείμενα και διανοητές της αρχαιότητας αρκεί να το καταδείξει. Ο Παρμενίδης (φιλόσοφος του τέλους του 6ου-5ου αιων. π.Χ. στην Ελέα της κάτω Ιταλίας) θεωρούσε πως: «ό,τι λέγεται και νοείτει πρέπει αναγκαία να είναι. Γιατί υπάρχει μόνο το είναι. Το μηδέν δεν υπάρχει». Υπάρχει μόνο ό,τι σκεφτόμαστε και ό,τι εκφράζουμε, κατά το φιλόσοφο λοιπόν. Ο Αναξαγόρας (φιλόσοφος του 5ου αιων. π.Χ.) διέκρινε το νου του ανθρώπου και το νου του κόσμου. Ο νους του κόσμου ανήχθη σε αρχή του σύμπαντος. Είναι, μας λέει στο Περί φύσεως, άπειρος, αυτόνομος, το πιο καθαρό και λεπτό πράγμα που έχει ισχύ πάνω σε όλα τα πράγματα, είναι εκείνος που γνωρίζει όσα υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν, είναι εκείνος που έθεσε σε περιστροφική κίνηση (περιχώρησις) τα άστρα, τη σελήνη, τον ήλιο, τον αέρα κλπ. «μόνος αὐτὸς ἐπ᾽ ἐωυτοῦ ἐστιν», είναι δηλαδή αυθύπαρκτος.
Ο Σωκράτης (5ος αιων. π.Χ.) υποστήριζε πως η αρετή είναι γνώση. Πράττω, με άλλα λόγια, το αγαθό επειδή ξέρω ότι είναι αγαθό. Πρόκειται για τη λεγόμενη νοησιαρχική θεώρηση της αρετής. Οι Ιδέες, στον Πλάτωνα, αυτές οι άφθαρτες, αιώνιες, όσιες οντότητες, προσεγγίζονται με το Λόγο, πλην μιας Ιδέας. Της Ιδέας του Αγαθού, που προσεγγίζεται βιωματικά (για επιχειρήματα και παραπομπές σε πλατωνικά κείμενα βλ. διατριβή Ε.Παπανούτσου, Η θρησκευτικότητα στον Πλάτωνα). Λέει αλλού ο Πλάτωνας πως αυτός που μισεί το λόγο είναι μισάνθρωπος. Γιατί ο άνθρωπος είναι ο λόγος (οι σκέψεις και η εξωτερίκευση αυτών των σκέψεων). Πώς να μισήσει την υπόστασή του ο άνθρωπος; Στο ίδιο πλαίσιο, ο Αριστοτέλης θεωρεί το λόγο ως ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου από τα υπόλοιπα ζώα.
Υπάρχει η προκατάληψη μερικές φορές πως τα μεταχριστιανικά χρόνια ο λόγος εξοβελίστηκε και επικράτησε το σκοτάδι, η θρησκοληψεία κλπ. Κάτι τέτοιο είναι αναληθές. Είναι σύγγνωστη η αρχή του Κατά Ιωάννην ευαγγελίου: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος.» Και παρακάτω λέγεται: «Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο». Τι είναι λοιπόν ο Λόγος σε αυτό το περικείμενο; Είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριαδας, ο ενανθρωπισμένος Χριστός, και κατ' επέκταση η πνευματική παρακαταθήκη που άφησε περνώντας από τη γη, η Κ.Διαθήκη. Στον Ακάθιστο ύμνο, έργο πιθανόν του 6ου αιων. π.Χ., λέει ο υμνωδός για την Παναγία: «χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων». Η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση αντιμετωπίζει το λόγο ως δώρο του Θεού, χωρίς να τον υποτιμά.. Εξάλλου Λόγος ονομάζεται ο ίδιος ο Χριστός. Βέβαια, όπως είναι λογικό, υπάρχει λίγο διαφορετική προσέγγιση του λόγου από εκείνη των αρχαίων Ελλήνων.
Η αποθέωσή του λόγου έρχεται στο προσκήνιο και πάλι με το Διαφωτισμό (17ος-18ος αιώνας), όπου ο Descartes (Γάλλος φιλόσοφος του 17ου αιώνα) διαλαλεί πως: «Cogito, ergo sum» που ανακαλεί στο μυαλό μας την άποψη του Πλάτωνα, όπως την δώσαμε παραπάνω.
Ένα ακόμη στοιχείο στο οποίο αξίζει να σταθούμε είναι η ιεράρχηση που απέδιδαν οι αρχαίοι Έλληνες στο νου, στη λογική σε σχέση με τις δυνάμεις που δρουν στην ψυχή.
Στα Χρυσά έπη, του 2ου αιων. μ.Χ. που συμπυκνώνουν τα διδάγματα του πυθαγορισμού, λέγεται πως: «ἡνίοχον γνώμην στήσας καθύπερθεν ἀρίστην», ότι δηλαδή ηνιόχος στον άνθρωπο πρέπει να είναι η άριστη γνώμη. Η άποψη αυτή δεν είναι μακριά από όσα στοχάστηκε ο Πλάτωνας για τις δυνάμεις που επενεργούν στην ψυχή. Άλλωστε στο πλαίσιο των ταξιδιών του στη Σικελία είχε έρθει σε επαφή με τον πυθαγορισμό. Ο Πλάτωνας, όπως γνωρίζουμε, στη τριμερή του διαίρεση της ψηχής, τοποθετεί στη βάση:
α) το επιθυμητικόν, οι διάφορες επιθυμίες και αρνητικές διαθέσεις της ψυχής, όπως το ποτό, ο έρωτας, οι ηδονές, ακολουθεί στη μεσαία βαθμίδα
β) το θυμικόν, τα συναισθήματα, θετικά και αρνητικά, η λύπη, η χαρά, η απαγοήτευση, ο ενθουσιασμός κλπ και κορωνίδα σε αυτή τη νοητή πυραμίδα τίθεται
γ) το λογιστικόν, η λογική που πρέπει να εξασκηθεί ώστε να ηγεμονεύει πάνω στο επιθυμητικόν και το θυμικόν.
Η διαίρεση αυτή και η εξουσιαστική θέση που πρέπει να κατέχει το λογιστικόν επί των άλλων δύο μερών έχει διατηρηθεί και στην ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση.
Τελευταίος σταθμός η σχέση αρχαιοελληνικής θρησκείας και λογικής. Πώς ο λαός που μπόρεσε να σπάσει τα δεσμά του μύθου και να σκεφτεί με ορθό λόγο συνεχίζει να πιστεύει στους θεους;
Αν παρατηρήσουμε στο διάβα του χρόνου τους λαούς, θα δούμε πως δεν υπάρχει λαός που να μην πίστευε σε κάποιο θεό/θεούς. Ο άνθρωπος πάντα είχε και έχει ανάγκη για κάτι που τον υπερβαίνει και στο οποίο ως ανώτερη δύναμη θα μπορεί να εμπιστεύεται χαρές και πόνους, να εμπιστεύεται τη ζωή του, στο οποίο θα μπορεί να καταφεύγει. Άρα η λογική δεν θα μπορούσε να άρει την ανθρώπινη ανάγκη του θείου. Ο Σωκράτης λέει προς το νεαρό Φαίδρο στον ομώνυμο διάλογο πως προς όλους τους μύθους συμμορφώνεται, γιατί δεν έχει χρόνο να κάθεται να τους εξετάζει και να τους εκλογικεύει. Ο χρόνος του πρέπει να αναλωθεί στην επαλήθευση του δελφικού ρητού, ότι είναι ο σοφότερος πάντων, στη γνώση, με άλλα λόγια, του εαυτού του.
Καταλήγοντας θα έρθουμε για λίγο στο σήμερα. Ζούμε στην εποχή της αμφισβήτησης των πάντων, στην οποία όμως συμπορεύονται ο λόγος και το συναίσθημα. Κάπου είχα διαβάσει: να σκεφτόμαστε τα συναισθήματά μας και να νιώθουμε τις σκέψεις μας. Ώστε να κρατάμε τα ηνία της ζωής, όσο αυτό γίνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ σας γνωστοποιεί ότι είναι ευπρόσδεκτες τυχόν αναφορές προβλημάτων, ιδέες σχετικά με λειτουργίες του ιστοτόπου και γενικά σχόλια. Στο "ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ" εν γένει ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το www.filologos-hermes.info ουδεμία νομική ή άλλη ευθύνη φέρει.