της Ιωάννας Φάφκα
φιλολόγου
Ο Ίων ή Περί Ιλιάδος αποτελεί ένα από τα έργα της λεγόμενης πρώιμης συγγραφικής περιόδου του Πλάτωνα. Σε γενικές γραμμές, στο διάλογο υποστηρίζεται ότι η ποιητική απαγγελία από τους ραψωδούς δεν αποτελεί εξειδικευμένη τέχνη, που συνεπάγεται κάποιο είδος γνώσης, αλλά συνιστά απότοκο θεϊκής έμπνευσης και κατάληψης. Πρόσωπα του διαλόγου είναι ο Σωκράτης και ο Ίωνας, ένας Εφέσιος ραψωδός. Ο δραματικός χρόνος του διαλόγου είναι περίπου το 413 π.Χ., ενώ η γνησιότητα του, αν και αμφισβητήθηκε από σημαντικούς λογίους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο Goethe και ο Schleiemacher, σήμερα θεωρείται αναμφισβήτητη.[1]
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Α. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Ο διάλογος εκκινεί με την επιστροφή του Ίωνα στην Αθήνα από την Επίδαυρο, όπου αποκόμισε το πρώτο βραβείο σε ραψωδικούς αγώνες, που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της γιορτής προς τιμήν του Ασκληπιού, προκειμένου να συμμετάσχει στους αντίστοιχους αγώνες των Παναθηναίων. Ο Σωκράτης τον συναντά και αρχικά εκθειάζει τους ραψωδούς τόσο για την αμφίεση όσο και για τις δυνατότητές τους, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν όχι μόνο την στείρα απομνημόνευση των ποιητικών λόγων αλλά και την κατανόηση τους, η οποία είναι απαραίτητη, όπως επισημαίνεται από τον φιλόσοφο, για την σωστή ερμηνεία των έργων. Ο ραψωδός συμφωνεί κι επισημαίνει πως κανείς δεν μπορεί να τον ξεπεράσει σε όσα έχει να πει για τον Όμηρο .
Ο φιλόσοφος ακολούθως δράττει την ευκαιρία και τον ρωτά αν μπορεί να μιλήσει εξίσου καλά και για άλλους ποιητές ή η δυνατότητά του αυτή περιορίζεται στον Όμηρο, για να πάρει από τον Ίωνα την απάντηση ότι η εξειδίκευσή του περιορίζεται μόνο στον Όμηρο. Κι όταν στη συνέχεια ο Σωκράτης τον ρωτά σχετικά με ζητήματα που πραγματεύονται τόσο ο Όμηρος όσο και ο Ησίοδος, ο Ίωνας ισχυρίζεται ότι μπορεί να αποδώσει εξίσου καλά τα ζητήματα στα οποία οι δυο ποιητές συμφωνούν, πράγμα όμως που δεν συμβαίνει με τα ζητήματα στα οποία οι προαναφερθέντες διαφωνούν. Όσον αφορά τα τελευταία, π.χ. το θεϊκό στοιχείο, ο ραψωδός παραδέχεται ότι αρμόδιος να τα ερμηνεύσει δεν είναι ο ίδιος αλλά ένας προφήτης, ο οποίος θα μπορούσε να ερμηνεύσει εξίσου καλά και όλα τα ζητήματα στα οποία οι δυο ποιητές συμφωνούν.
Εν συνεχεία, ο Σωκράτης ρωτά τον Ίωνα σε τι διαφέρει ο Όμηρος από τους υπόλοιπους ποιητές. Αφού παραδέχονται και οι δυο συνομιλητές ότι τα θέματα, τα οποία ο Όμηρος πραγματεύεται είναι κοινά με τα θέματα των υπολοίπων ποιητών, ο Ίωνας ισχυρίζεται ότι αυτό που διαφοροποιεί τον Όμηρο είναι ο τρόπος που παρουσιάζει τα θέματα του. Ο φιλόσοφος οδηγεί σε ένα στενότερο πλαίσιο το συνομιλητή του, δεικνύοντας ότι σε κάθε περίπτωση, όταν πολλοί άνθρωποι πραγματεύονται το ίδιο ζήτημα, αυτός που ξέρει να διακρίνει τον καλό ομιλητή, διακρίνει και τον κακό ομιλητή και είναι σε θέση να μιλήσει και για τους δυο. Έτσι, ενώ ο Ίωνας συμφωνεί μαζί του έρχεται στη δυσάρεστη θέση ν’ αντιμετωπίσει το σωκρατικό ερώτημα για τον εαυτό του, καθώς ενώ ισχυρίζεται ότι ο Όμηρος είναι ο καλύτερος ποιητής, δεν είναι σε θέση να μιλήσει για τους υπόλοιπους ποιητές. Η έλλειψη ενδιαφέροντος από πλευράς του Ίωνα για οποιονδήποτε άλλον ποιητή δίνει στο Σωκράτη την ευκαιρία να υποστηρίξει ότι αυτό συμβαίνει, γιατί δεν διαθέτει κάποια γνώση ούτε και μιλά με κανόνες κάποιας τέχνης για τον Όμηρο, καθώς σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε να μιλήσει εξίσου καλά και για τους υπόλοιπους, ισχυρισμό τον οποίο στηρίζει με παραδείγματα από περιπτώσεις, όπου κάποιος είναι γνώστης μιας τέχνης π.χ. ζωγραφικής, γλυπτικής, μουσικής.
Ο Ίωνας παραδέχεται ότι όσα υποστηρίζει ο συνομιλητής του είναι αληθή, εντούτοις δεν επιχειρεί να εξηγήσει τη δική του ιδιαιτερότητα, αλλά περιορίζεται στην επανάληψη του αυτοεπαίνου του και την αριστεία του στην απαγγελία των ομηρικών επών, την οποία ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να επιβεβαιώσει σύμφωνα με τα λεγόμενά του. Αφού λοιπόν δεν επιχειρεί ο Ίων να δώσει κάποια εξήγηση, αναλαμβάνει το έργο αυτό ο Σωκράτης, ο οποίος ισχυρίζεται ότι ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι ο Ίων δεν είναι κάτοχος κάποιας τέχνης, αλλά η ικανότητά του αυτή είναι απότοκο έμπνευσης. Πιο συγκεκριμένα, ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι, όπως ένας μαγνήτης, που έλκει σιδερένια δαχτυλίδια, στα οποία παράλληλα δίνει τη δυνατότητα να έλκουν κι αυτά με τη σειρά τους άλλα σιδερένια δαχτυλίδια, έτσι και η Μούσα εμπνέει έναν ποιητή, ο οποίος με τη σειρά του δημιουργεί τις δικές του αλυσίδες μεταλαμπαδεύοντας τη θεϊκή έμπνευση, που δέχτηκε ο ίδιος με την κατάληψη του από κάποια θεότητα. Επισημαίνει μάλιστα ότι οι ποιητές κατά τη σύνθεση των έργων τους δεν είναι στα λογικά τους, όπως ακριβώς οι Μαινάδες στις Βακχικές τελετές. Οι ποιητές, υποστηρίζει, δίχως την θεϊκή έμπνευση και κατάληψη και κατ’ επέκταση, παραμένοντας στα λογικά τους, δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν. Το ότι ο καθένας ξεχωρίζει σε ένα ποιητικό είδος είναι δεικτικό αυτής ακριβώς της θεϊκής έμπνευσης και κατάληψης και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, του ότι η ποίηση δεν συνιστά κάποιο είδος τέχνης. Οι ποιητές, σύμφωνα με τον Σωκράτη, γίνονται ερμηνευτές του θείου λόγου, για την ακρίβεια, γίνονται το μέσο με το οποίο οι θεοί γνωστοποιούν το λόγο τους στους ανθρώπους.
Αφού ο Ίων συμφωνεί με την εξήγηση του Σωκράτη, ο φιλόσοφος συνεχίζει εξετάζοντας αυτή τη φορά όχι τους ποιητές αλλά τους ραψωδούς, διερωτώμενος εάν οι τελευταίοι είναι με τη σειρά τους ερμηνευτές των ποιητών, ερμηνευτές δηλαδή των ερμηνευτών. Ο Ίων συμφωνεί για μία ακόμη φορά και ο Σωκράτης ακολούθως διευκρινίζει ότι, όταν κάποιος από τους ραψωδούς απαγγέλει κάποιο συγκεκριμένο ποιητικό απόσπασμα, δεν είναι στα λογικά του αλλά σε μια εκστατική κατάσταση, η οποία του επιτρέπει να αποδώσει το απόσπασμα σαν να βρίσκεται μεταξύ των προσώπων, που εμφανίζονται σε αυτό, αλλά και ότι κατά την ποιητική του απαγγελία δημιουργεί αντίστοιχα συναισθήματα στο κοινό, που τον παρακολουθεί. Συνοψίζει, λοιπόν, ο φιλόσοφος ισχυριζόμενος ότι οι ποιητές είναι στην αρχή της αλυσίδας, οι ραψωδοί και οι ηθοποιοί στη μέση και οι ακροατές/θεατές στο τέλος, ενώ το σύνολο της αλυσίδας εμφανίζεται ως ο δίαυλος για τη μετάδοση των θεϊκών λόγων στους θνητούς μέσω της θεϊκής έμπνευσης των ποιητών από κάποια Μούσα.
Ο Ίων εμφανίζεται να δυσανασχετεί και ο Σωκράτης τού θέτει ένα ακόμη ερώτημα, που αφορά τη γνώση του για το ομηρικό έργο και, ειδικότερα, ποιανού τμήματος του ομηρικού έργου είναι καλύτερος γνώστης. Ο Ίων ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν τμήματα κι ότι γνωρίζει εξίσου καλά όλο το ομηρικό έργο, δήλωση η οποία δίνει το έναυσμα στον Σωκράτη να τον ρωτήσει για επιμέρους τμήματα, στα οποία ο Όμηρος αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη τέχνη, π.χ. ιππική, ιατρική, αλιεία. Αφού ο Ίων υποδεικνύει ως κατάλληλο να ερμηνεύσει το κάθε απόσπασμα τον κατεξοχήν κάτοχο της εκάστοτε τέχνης, ο Σωκράτης τού ζητά να αναφέρει αποσπάσματα, για την ερμηνεία των οποίων κατεξοχήν αρμόδιος θα ήταν ένας ραψωδός.
Ο Ίων εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι ένας ραψωδός είναι ικανός να ερμηνεύσει όλα τα αποσπάσματα ενός έργου, έπειτα όμως από την υπενθύμιση του Σωκράτη, ότι κάθε τέχνη έχει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, που τη διαφοροποιεί από τις υπόλοιπες, ο Ίων υποστηρίζει ότι ένας ραψωδός είναι σε θέση να πει τι ταιριάζει να λέει ένας άνδρας και μια γυναίκα, ένας ελεύθερος κι ένας δούλος. Ο Σωκράτης αναιρεί για μία ακόμη φορά τον συνομιλητή του οδηγώντας τον να ισχυριστεί ότι ένας ραψωδός είναι σε θέση να ερμηνεύσει τα αποσπάσματα που αφορούν στρατηγικές ικανότητες, δήλωση η οποία με τη σειρά της δίνει την ευκαιρία στο Σωκράτη να ισχυριστεί ότι σε επιμέρους περιστατικά ο ραψωδός κρίνει με βάση επιμέρους τέχνες π.χ. στρατηγική, ιππική, οι οποίες δεν ταυτίζονται με την κατεξοχήν τέχνη του ραψωδού.
Με την αναφορά που γίνεται στη στρατηγική τέχνη, ο Ίων υποστηρίζει ότι η τέχνη αυτή και η τέχνη του ραψωδού ταυτίζονται, καθώς και ότι, αν κάποιος είναι καλός ραψωδός, είναι και καλός στρατηγός, όχι ,όμως, και το αντίθετο. Τότε, ο Σωκράτης τον ρωτά για ποιο λόγο είναι ραψωδός και δεν γίνεται στρατηγός, κι εκείνος αποκρίνεται πως στην πατρίδα του, την Έφεσο, δεν χρειάζονται στρατηγό και πως οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες δεν θα τον προτιμούσαν, γιατί έχουν ήδη πολλούς. Ο Σωκράτης τον αντικρούει αναφερόμενος σε πλήθος στρατηγών, που αν και μη γηγενείς ανέλαβαν στρατηγικά καθήκοντα κι επανέρχεται στο αρχικό ζήτημα λέγοντας στο συνομιλητή του πως, εάν, όπως ισχυρίζεται, ερμηνεύει τον Όμηρο βασιζόμενος σε κάποια τέχνη και γνώση, τότε είναι απατεώνας (ἄδικος), γιατί δεν του τις αποκαλύπτει, διαφορετικά μπορεί και μιλά με τόση ευφράδεια για τα ομηρικά έργα χάρη στη θεϊκή έμπνευση, που τον καθιστά ένθεο (θεῖον). Η απάντηση του Ίωνα τάσσεται υπέρ της δεύτερης εκδοχής, η οποία για τον ίδιο είναι και η σημαντικότερη.
Β. ΔΟΜΗ – ΚΥΡΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ
Ο διάλογος θα μπορούσε να χωριστεί σε πέντε τμήματα:
Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΙΩΝΑ ΩΣ ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Ο Πλάτωνας επιλέγει ως συνομιλητή του Σωκράτη έναν ραψωδό, τον Ίωνα. Ο Ίωνας, σύμφωνα με τις πληροφορίες που εξάγουμε από το ίδιο το κείμενο, κατάγεται από την Έφεσο και είναι ο καλύτερος, όπως αυτοπροσδιορίζεται, ερμηνευτής του Ομήρου.
Αν επιχειρήσουμε να εξετάσουμε την ιστορική ύπαρξη του εν λόγω ραψωδού, οι προσπάθειες μας πιθανότατα δεν θα ευδοκιμήσουν, καθώς τόσο στην Ελληνική όσο και στη Λατινική Γραμματεία, δεν υπάρχει κάποιο άλλο απόσπασμα που να αναφέρει αυτό το όνομα, με μοναδική εξαίρεση μια αναφορά στα σχόλια του Αριστοφάνη (sch. V ad Ar. Pax. 835-837a14), που αποδίδει στον Σωκράτη έναν λόγο, πιθανώς γραμμένο, με τον τίτλο «Ίων». Ωστόσο, η συγκεκριμένη αναφορά παραπέμπει στον Ίωνα από την Χίο, έναν τραγικό και διθυραμβικό ποιητή της κλασικής περιόδου.[2] Άλλη μια φορά απαντάται το όνομα Ίων στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, η οποία διδάχτηκε το 411 π.Χ., αναφέρεται, ωστόσο στο μυθικό γενάρχη των Ιώνων.[3] Το γεγονός ότι ο Ίων του ομώνυμου πλατωνικού διαλόγου εμφανίζεται ως ο καλύτερος και γνωστότερος ομηρικός ραψωδός, συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι μάλλον πρόκειται για ένα φανταστικό πρόσωπο, που δημιούργησε ο Πλάτωνας, καθώς αν πράγματι ήταν υπαρκτό, θα υπήρχε μνεία του ονόματός του σε έργα της αρχαιότητας. Προκύπτει έτσι το ερώτημα, γιατί ο Πλάτωνας επιλέγει αυτόν τον χαρακτήρα με αυτά τα χαρακτηριστικά ως συνομιλητή του Σωκράτη και, σε δεύτερο επίπεδο, τι εξυπηρετεί αυτή η επιλογή για το θέμα του διαλόγου;
Ήδη το όνομα Ίων, το οποίο ετυμολογικά προέρχεται από το ρ. εἴμι, που σημαίνει πηγαίνω, μας προδιαθέτει για έναν άνθρωπο, ο οποίος συνεχώς μετακινείται σε τοπικό επίπεδο, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την ιδιότητα του ραψωδού, όσο όμως και για την ίδια τη φύση του χαρακτήρα του, γεγονός που επίσης επιβεβαιώνεται στο διάλογο μέσα από την αβεβαιότητα της στάσης του και την αδυναμία του να επιχειρηματολογήσει υπέρ της τέχνης του, οδηγούμενος από το συνομιλητή του εκεί που ο τελευταίος επιθυμεί. Επιπρόσθετα, το όνομα αυτό παραπέμπει στην Ιωνία, παραπομπή η οποία πραγματοποιείται και άμεσα από τον ίδιο το διάλογο, όταν πληροφορούμαστε ότι ο Ίων κατάγεται από την Έφεσο. Ο συσχετισμός με την Ιωνία δεν είναι τυχαίος, καθώς αφενός είναι ο τόπος που διεκδικεί την καταγωγή του Ομήρου και ο κατεξοχήν τόπος δράσης των ραψωδών και αφετέρου, μέσα από τον Θεαίτητο (152e-153a, 179d-180c) και τον Σοφιστή (242c-e) , [4]οι κάτοικοι της Ιωνίας και οι απόγονοι του Ηράκλειτου φαίνεται να χαρακτηρίζονται από έναν κοινό τρόπο σκέψης, στη βάση του οποίου εντοπίζεται από τη μια η αδυναμία εστίασης σε ένα θέμα, και κατ’ επέκταση η αδυναμία σύναψης διαλόγου, και από την άλλη η ικανότητα αποκλειστικά ρήσης ευφυολογημάτων, τα οποία εντούτοις δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν, καθώς ούτε οι ίδιοι τα έχουν κατανοήσει.[5]
Όσον αφορά την ιδιότητά του, ο Ίων παρουσιάζεται ως ένας από τους καλύτερους, αν όχι ο καλύτερος, ερμηνευτής του Ομήρου. Ο όρος «ερμηνεία» παρουσιάζεται ως ικανότητα μετάδοσης των μηνυμάτων των αρχαίων ποιητών, οι οποίοι δεν βρίσκονται πλέον εν ζωή.[6] Πρόκειται για ένα είδος «μεσάζοντα», ο οποίος γεφυρώνει τον κόσμο των αρχαίων έργων με τον πραγματικό κόσμο. Η ιδιότητα αυτή χαρακτηρίζεται, συνεπώς, από μια διπλή οπτική, αυτή του κοινού κάποιου ποιητή και του δημιουργού για κάποιο άλλο κοινό. Με άλλα λόγια, ο Ίων συγκαταλέγεται στο κοινό του Ομήρου, ενώ ταυτόχρονα και ο ίδιος είναι δημιουργός για το κοινό του. Η αλληλεπίδραση με το κοινό δίνει στον Ίωνα προτεραιότητα σε σχέση με τον πρωταρχικό δημιουργό, καθώς με την παρουσία του και με την παρατήρηση των αντιδράσεών τους μπορεί να επιτείνει τα αποτελέσματα της τέχνης του.[7]
Από την επιλογή του Πλάτωνα, γίνεται αντιληπτό ότι επίκεντρο της κριτικής του δεν είναι αμιγώς η ποίηση. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι, εφόσον ο Ίων είναι ραψωδός, ο φιλόσοφος επιτίθεται στη ραψωδική τέχνη. Αν αναλογιστούμε, ωστόσο, ότι κατά την περίοδο συγγραφής τού διαλόγου η ραψωδική τέχνη διένυε περίοδο παρακμής, μια τέτοια κριτική δεν θα είχε ουσία. Ίσως ,αν θεωρούσαμε ότι η επιλογή ενός ραψωδού γίνεται στα πλαίσια της γενικότερης προσέγγισης των αρχαίων ποιητών από μη ποιητές, π.χ. τους Σοφιστές, να μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι γίνεται μια προσπάθεια από τον φιλόσοφο να αντικρούσει κάθε τέτοιου είδους απόπειρα. Εξετάζοντας, όμως, έργα που αφορούν τους Σοφιστές, π.χ. τον Πρωταγόρα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η προσέγγιση είναι διαφορετική, καθώς εκεί γίνεται προσέγγιση της σοφιστικής υπό το πρίσμα αποκλειστικά της κατανόησης και της δυνατότητας εξήγησης των ποιητικών έργων, ενώ εδώ αναπτύσσεται μια θεωρία κριτικής σχεδιασμένη να καθιερώσει την θεμελιώδη διαφορά μεταξύ ποιητικών και φιλοσοφικών λόγων.[8]
O λόγος, που ο Πλάτωνας επιλέγει ως συνομιλητή του Σωκράτη έναν ραψωδό, εντοπίζεται πιθανότατα στα πλαίσια της προσπάθειας του να καθιερώσει τον φιλοσοφικό τρόπο σκέψης επιδιώκοντας παράλληλα να τον διαχωρίσει πλήρως από την ποίηση με την ευρύτερη σημασία του όρου.[9] Το κύριο θέμα του Ίωνα δεν είναι ούτε η ποίηση ούτε η απαγγελία της αλλά η κριτική της.[10] Η ραψωδική τέχνη μπορεί να θεωρηθεί «κριτική» της ποίησης υπό την έννοια ότι αποτελεί την ενδιάμεση απόδοση των αρχαίων έργων, στα μηνύματα των οποίων το κοινό έχει πρόσβαση μόνο μέσω των ίδιων. Ο ίδιος ο Ίων χαρακτηρίζει τον Όμηρο ως τον καλύτερο από όλους τους ποιητές και χάνει το ενδιαφέρον του για οποιονδήποτε άλλον. Με το συγκεκριμένο διάλογο ο Πλάτωνας δεικνύει ότι για την διεξαγωγή ορθής κριτικής χρειάζεται η γνώση του εκάστοτε αντικειμένου στο σύνολό του–εν προκειμένω της ποίησης- αλλά και η δυνατότητα τοποθέτησης για όλα τα επιμέρους ζητήματα, που αυτό παρουσιάζει, χαρακτηριστικά που ο Ίων δεν φαίνεται να διαθέτει. Ο ποιητικός λόγος, συνεπώς, με την ευρεία έννοια του όρου, καθίσταται ακατάλληλος για ένα τέτοιο εγχείρημα, άποψη η οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη θεϊκή έμπνευση και τη μανία, που αποδίδονται στην ποιητική δημιουργία, εν αντιθέσει με το φιλοσοφικό λόγο, ο οποίος στοχεύει πάντοτε στην ανάδειξη της αλήθειας και χαρακτηρίζεται από νηφαλιότητα και αυτοέλεγχο. «Στόχος του φιλοσόφου δεν είναι να απαγορεύσει την ποίηση και μαζί την έμπνευση και τη μανία, που την χαρακτηρίζουν, αλλά να γίνει ο ίδιος καλύτερος ποιητής από τους ποιητές».[11] Και ο φιλόσοφος και ο ποιητής είναι «ερμηνευτές», με την έννοια ότι αποκαλύπτουν το μήνυμα μιας πραγματικότητας, που τους υπερβαίνει, και κατ’ επέκταση και οι δύο χαρακτηρίζονται από έμπνευση και μανία. Αυτό, που ο Σωκράτης ισχυρίζεται στον Ίωνα, είναι ότι ο ποιητής δεν επιχειρεί να κατανοήσει ή να ερμηνεύσει το μήνυμα που αποκαλύπτει. Ο φιλόσοφος, αντίθετα, το κατανοεί κι έπειτα το μεταδίδει. Η επιθετική στάση που υιοθετεί ο Πλάτωνας εναντίον του ποιητικού λόγου εν γένει αποσκοπεί στο να δημιουργήσει τα όρια μεταξύ φιλοσοφίας και ποίησης, όρια που πριν τον ίδιο δεν είχαν τεθεί.
Η ΘΕΪΚΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΜΑΝΙΑ
Όπως ήδη παρουσιάστηκε, η δομή του συγκεκριμένου διαλόγου, αν εξαιρέσουμε τον πρόλογο και τα συμπεράσματα, συνίσταται ουσιαστικά σε τρία τμήματα επιχειρηματολογίας, τα οποία επιχειρούν να δείξουν την αδυναμία της τέχνης του Ίωνα. Τα δυο από αυτά (στ. 531a-533c, στ. 536e-541e) δεικνύουν τα χαρακτηριστικά που εκλείπουν από την τέχνη αυτή, συγκριτικά με τις υπόλοιπες τέχνες, ενώ το τμήμα που παρεμβάλλεται μεταξύ των δύο (στ. 533c-536d) επιχειρεί να προσεγγίσει την ίδια την τέχνη του Ίωνα και την προέλευσή της.
-531a-533c
Έχοντας γίνει οι απαραίτητες συστάσεις μεταξύ των δυο συνομιλητών (530a-d), ο Σωκράτης ρωτά τον Ίωνα αν η ικανότητα του να ερμηνεύει ποιητικά έργα περιορίζεται στον Όμηρο ή μπορεί να την ασκήσει εξίσου καλά και σε έργα άλλων ποιητών (531a1-3). Αφού ο Ίων του απαντά πως περιορίζεται μόνο στον Όμηρο και στα τμήματα των υπόλοιπων ποιητών, που συμφωνούν με αυτόν, ο φιλόσοφος τον ρωτά εάν για τα τμήματα, στα οποία οι υπόλοιποι ποιητές δεν συγκλίνουν με τον Όμηρο, καταλληλότερος θα ήταν να μιλήσει ένας μάντης και ο ραψωδός τού απαντά καταφατικά (531a4-531b7). Τότε, ο Σωκράτης τού επισημαίνει ότι ο Όμηρος πραγματεύεται τα ίδια ζητήματα με τους υπόλοιπους ποιητές και ο ραψωδός συμφωνεί, τονίζει όμως ότι ο Όμηρος τα προσεγγίζει πολύ καλύτερα (531c1-d11). Ακολούθως, ο φιλόσοφος δράττει την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι, όταν κάποιος είναι κάτοχος μίας τέχνης, τότε μόνο μπορεί να διακρίνει τον καλό και τον κακό της τέχνης αυτής και είναι σε θέση να μιλήσει εξίσου και για τους δυο (531d11-532a2),[12] ικανότητα την οποία ο Ίων δεν διαθέτει. Έτσι, ο Σωκράτης ερμηνεύοντας την ικανότητα του Ίωνα υποστηρίζει ότι αυτή δεν βασίζεται σε κάποια τέχνη κι επιστήμη, γιατί διαφορετικά θα μπορούσε να μιλήσει και για τους υπόλοιπους ποιητές, όπως συμβαίνει σε κάθε τέχνη (532b10-532d4, 532d1-4).[13] Ο φιλόσοφος τεκμηριώνει την τοποθέτησή του παραθέτοντας παραδείγματα από τη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική (532d5-533c8).
Όσον αφορά το πρώτο απόσπασμα, αρκεί να επισημανθεί ότι από τον διάλογο προκύπτει ότι την τέχνη του Ίωνα χαρακτηρίζει η απουσία κάποιας συγκεκριμένης γνώσης και μεθόδου αλλά και καθολικών αρχών, τις οποίες ο ίδιος θα μπορούσε να εφαρμόσει, προκειμένου να είναι ικανός να μιλήσει εξίσου καλά όχι μόνο για τον Όμηρο αλλά και για τους υπόλοιπους ποιητές. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα αρθρώνεται ως εξής: (1)Κάθε άνθρωπος που κατέχει μια τέχνη είναι σε θέση να διακρίνει τον καλό και τον κακό εκπρόσωπο της τέχνης αυτής και να μιλήσει εξίσου καλά και για τους δυο. (2α)Ο Ίων μπορεί να μιλήσει μόνο για τον Όμηρο. (2β) Ο Ίων διακρίνει τον καλό ποιητή (Όμηρο) από τους υπόλοιπους, που είναι κατώτεροι. Επομένως, ο Ίων μιλά για τον Όμηρο δίχως να είναι κάτοχος μιας τέχνης. Το επιχείρημα αρθρώνεται διευρυμένο στο τρίτο τμήμα, όπου έχοντας προσεγγίσει στο δεύτερο τμήμα την προέλευση της ραψωδικής τέχνης, επανέρχεται στο αντικείμενό της.
-533c-536d
Με δεδομένες τις ελλείψεις που παρουσιάζει η τέχνη του Ίωνα, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν ως αυτό το σημείο, ο Σωκράτης προχωρά σε μια θετική προσέγγιση της τέχνης αυτής, εξετάζοντας σε τι εν τέλει οφείλεται αυτή η ικανότητα που διαθέτει ο συνομιλητής του (στ. 533c-536d). Σύμφωνα με τον φιλόσοφο πρόκειται για μια τέχνη που αποτελεί απότοκο «θείας δύναμης». Η Μούσα εμπνέει κάποιους ποιητές (ἐνθέους ποιεῖ) από τους οποίους εξαρτώνται άλλοι θεόπνευστοι καλλιτέχνες, οι οποίοι με τη σειρά τους έλκουν τους θεατές, δημιουργώντας μια αλυσίδα, που θυμίζει μαγνητική αλυσίδα (Ηράκλεια Λίθος). Οι ποιητές δεν είναι αγαθοί, γιατί διαθέτουν κάποια τέχνη, αλλά, επειδή είναι «ένθεοι» και «κατεχόμενοι». Χαρακτηρίζονται άφρονες (οὐκ ἔμφρονες) και παρομοιάζονται με τις Βάκχες (533e5-534a8) αλλά και με μέλισσες, που δρέπουν τις ποιητικές τους δημιουργίες από τις μελίρρυτες πηγές των Μουσών και μας τις μεταφέρουν (534a8-b4). Όσα λένε, λοιπόν, οι αγαθοί ποιητές είναι προϊόν «θείας μοίρας» και ο καθένας είναι καλός μόνο στο είδος που η «θεία δύναμη» τον προίκισε π.χ. κάποιος είναι καλός στους διθυράμβους, άλλος στα εγκώμια, άλλος στα έπη κ.λ.π. (534b8-c7). Έτσι, ο θεός χρησιμοποιεί τους ποιητές, τους χρησμοδότες και τους μάντεις ως υπηρέτες, αφαιρώντας τον νου τους (ἐξαιρουμένους τούτων τὸν νοῦν τούτοις χρῆται ὑπηρέταις). Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για το ότι οι ποιητές δεν είναι τίποτε άλλο παρά ερμηνευτές (ἑρμηνῆς) των θεών, δίνεται ο Τύννιχος ο Χαλκιδεύς, ο οποίος έμεινε γνωστός μόνο για τον παιάνα, που ο ίδιος αποκαλεί «εύρημα των Μουσών» (534d6-535a1).
Ακολούθως, ο Σωκράτης προχωρά από τους ποιητές στους ραψωδούς, που αποτελούν και το θέμα συζήτησης του διαλόγου. Οι δυο συνομιλητές συμφωνούν ότι οι ραψωδοί, οι ομότεχνοι δηλαδή του Ίωνα, είναι ερμηνευτές των ποιητών, ερμηνευτές δηλαδή των ερμηνευτών (ἑρμηνέων ἑρμηνῆς). Ο Ίων παραδέχεται ότι κατά την απαγγελία μεταφέρεται στον κόσμο των έργων, που απαγγέλει, και γίνεται ένα με τους ήρωες, όντας εκτός εαυτού και σε κατάσταση έκστασης (ἔξω σἀυτοῦ, ψυχὴ ἐνθουσιάζουσα), γεγονός που είναι παράλογο, όπως και οι δυο συμφωνούν, καθώς ο ίδιος δεν βιώνει στην πραγματικότητα όλα όσα παρουσιάζει στο κοινό του (535d1-d8). Παραδέχεται επίσης πως παρατηρώντας το κοινό, αντιλαμβάνεται ότι βιώνουν και οι θεατές τα ίδια συναισθήματα με τον ίδιο (535d9-535e7). Ο Σωκράτης συνοψίζοντας τα όσα είπαν μέχρι αυτό το σημείο και ανακεφαλαιώνοντας ότι στην καλλιτεχνική αλυσίδα, στην οποία ο θεός έλκει τις ψυχές όλων όσων μετέχουν, πρώτος είναι ο ποιητής, ακολουθούν οι ραψωδοί και οι υποκριτές και στο τέλος βρίσκονται οι θεατές, διατυπώνει την άποψη ότι ο Ίων είναι ένας από αυτούς που κατέχονται και εξουσιάζονται από τον Όμηρο, γι’ αυτό το λόγο και για τον συγκεκριμένο ποιητή έχει να πει πολλά πράγματα, ενώ για τους υπόλοιπους τίποτα. Ο Ίων παρουσιάζεται ως «ἐπαινέτης» του Ομήρου από «θεία μοίρα» (535e8-536d3).
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Μέσα από τον διάλογο παρουσιάζεται η θεϊκή έμπνευση και κατάληψη ως μέρος της πλατωνικής θεωρίας, σύμφωνα με την οποία οι ποιητές δεν συμβάλλουν καθόλου στη δημιουργία των έργων τους αποτελώντας απλώς φερέφωνα των θεών. Αν ανατρέξουμε στα ίδια τα ομηρικά έπη, θα δούμε ότι ξεκινούν με επίκληση στη Μούσα, έναν ελιγμό, ωστόσο, με εντελώς διαφορετικές συμπαραδηλώσεις από αυτές, που τού αποδίδει ο Πλάτωνας. Για τον αρχαίο ποιητή η Μνημοσύνη και οι κόρες της, οι Μούσες, δεν συνεπάγονταν την έλλειψη λογικής και γνώσης. Αντίθετα, ήταν η εγγύηση της τέχνης τους, καθώς η τελευταία βασιζόταν στη μνήμη. Στον Ησίοδο, οι Μούσες του Ελικώνα ήταν πιο προσωπική εμπειρία αλλά το νόημά τους δεν ήταν πολύ διαφορετικό. Χάρη σε αυτές απέκτησε την ποιητική τεχνική και γνώση. Ο Πίνδαρος πίστευε επίσης στην ποιητική έμπνευση αλλά όχι και ότι αυτή χαρακτηρίζεται από έλλειψη λογικής. Ενθουσιασμός ως αντίθετο της τέχνης και του λόγου εμφανίζεται για πρώτη φορά σε απόσπασμα του Δημόκριτου (Β 18 Diels) και στον Ίωνα. Έτσι, η παράδοση ως σύνολο απέχει πολύ από την διχοτόμηση του Πλάτωνα σε έμπνευση και λόγο. Ότι επηρεάστηκε από το Δημόκριτο είναι πιθανό αλλά όχι βέβαιο. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ο σωκρατικός του προσανατολισμός, που δεν αφήνει πραγματικό χώρο για την ποίηση σε μια ζωή που στο επίκεντρό της βρίσκεται ο λόγος[14].
Ο ποιητής παρουσιάζεται ως ο «ενδιάμεσος», ο «μεσάζοντας» μεταξύ θεών και ανθρώπων. O θεός καταλαμβάνει τον ποιητή (536b1: «ἔχεται») και η κατάληψη συγκρίνεται με έναν μαγνήτη (533d2-e2). Μέσω της σύνδεσης ο ποιητής κάνει τη δημιουργική δύναμη των Μουσών δική του, αλλά χάνει τη δική του ταυτότητα. Η ατομική ταυτότητα είναι εδώ συνώνυμη με τον λόγο κι εφόσον ο ποιητής βρίσκεται υπό κατάληψη, χάνει τόσο την αυτοσυνειδησία όσο και τον αυτοέλεγχό του, γίνεται ένα άνευ συνείδησης όργανο του θείου. [15]Από αυτή την ιδέα ο Πλάτωνας θα περάσει στην Πολιτεία στην ιδέα της μίμησης. Και οι δυο απόψεις έχουν έναν κοινό παρονομαστή: ο ποιητής χαρακτηρίζεται από έλλειψη γνώσης και η δραστηριότητά του δεν αποσκοπεί στην αλήθεια. Εντούτοις, εμφανίζουν και διαφορές: ο ποιητής ως ενδιάμεσος, αν και δεν στοχεύει να πει αλήθειες, ενδέχεται να πει, αφού αποκαλύπτει άμεσα τη θεϊκή αλήθεια, ενώ ο ποιητής ως μιμητής, όχι, καθώς μιμείται αντίγραφα και όχι αληθινά όντα.[16]
Αξίζει, ωστόσο, να επισημανθεί η παρομοίωση του ποιητή με μια μέλισσα, η οποία εν αντιθέσει με την παρομοίωση με τον Πρωτέα, που ακολουθεί, αφήνει υπαινιγμούς και για μια δημιουργική διάσταση της ποίησης. Μια μέλισσα, που μας εφοδιάζει με μέλι, δεν μας δίνει απλώς ένα αντίγραφο της φύσης, αλλά το μετασχηματίζει σε κάτι ευεργετικό. Έτσι, και ο ποιητής, ο οποίος λαμβάνει τις δημιουργίες του από τις Μούσες, ενδέχεται να τις μεταμορφώσει και όχι απλώς να τις μεταφέρει, ίσως μάλιστα και να τις μεταμορφώσει σε κάτι ευεργετικό για το κοινό του.[17]
Ο Σωκράτης, δίχως να δώσει έμφαση σε αυτόν τον υπαινιγμό, συνεχίζει την τοποθέτηση του, ισχυριζόμενος ότι η άγνοια των ποιητών είναι της ίδιας τάξης με εκείνη των μάντεων και των χρησμοδοτών, εφόσον όλοι τους φαίνεται να συνδέονται με το θείο. Ο συσχετισμός δεν είναι τυχαίος, καθώς υπήρχαν ποιητές, οι οποίοι παρουσιάζονταν ως «προφήτες», που ερμήνευαν τους θεϊκούς λόγους.[18] Ο Πλάτωνας αρνείται από τους ποιητές μια διπλή λειτουργία[19] παρουσιάζοντας δια στόματος Σωκράτη την τέχνη και τη θεϊκή κατάληψη ως αμοιβαία αποκλειόμενες (533e6).[20] Οι ποιητές, όπως και οι μάντεις και οι χρησμοδότες, είναι απλώς οι ενδιάμεσοι που μεταφέρουν το θεϊκό μήνυμα.
ΟΙ ΡΑΨΩΔΟΙ
Όσον αφορά τη σχέση του ραψωδού με τον ποιητή συνάγεται ότι πρόκειται για «μια σχέση (συμ)παθητική, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι ο μαγνητισμός».[21] Ο Ίων κατά την απαγγελία βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης και μανίας, χάνει την αυτοσυνειδησία του και ομοιώνεται με τους ήρωες και την ψυχή του ποιητή. Η ικανότητα αυτή δεν είναι αποτέλεσμα γνώσης και εκμάθησης κάποιας τεχνικής ή μεθόδου, αλλά μοιάζει με αυτό που ο Πλάτων στην Πολιτεία θα χαρακτηρίσει «μίμηση».[22]. Οι ραψωδοί παρουσιάζονται ως ερμηνευτές των ερμηνευτών, απέχουν δηλαδή από το θεϊκό μήνυμα, όσο απέχει από την αλήθεια η τέχνη εν γένει, η οποία στην Πολιτεία παρουσιάζεται ως «μίμησις μιμήσεως».
Αξίζει, ωστόσο, να επισημανθεί το γεγονός ότι, μολονότι ο Ίων βρίσκεται σε αυτή την εκστατική κατάσταση, δεν είναι πράγματι εκτός εαυτού, τουλάχιστον όχι ολοκληρωτικά, καθώς μπορεί και εστιάζει στις αντιδράσεις του κοινού του. Στο σημείο αυτό και λαμβάνοντας υπόψη μας ότι σε αυτό το τμήμα του διαλόγου ο Σωκράτης εκθέτει τη δική του άποψη για το τι είδους τέχνη είναι η τέχνη του ραψωδού, θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε μια μικρή υποχώρηση, η οποία επιτείνεται ιδιαίτερα με τον παραλληλισμό του ποιητή με τη μέλισσα, η οποία έχει προηγηθεί.[23] Ο Σωκράτης αναγνωρίζει τη δυνατότητα διάδρασης των ραψωδών με το κοινό, η οποία, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητα προς όφελος του κοινού, καθώς ο ραψωδός, όπως και ο υποκριτής αποσκοπούν στη διέγερση των παθών των θεατών, αφού αυτή είναι και η κύρια πηγή των εσόδων τους (535e5-7).[24]
-536e-541e
Στο τρίτο τμήμα του διαλόγου ο Σωκράτης έχοντας προσεγγίσει την προέλευση της τέχνης του Ίωνα εστιάζει κυρίως στο περιεχόμενό της. Αρχικά (536e1-537c7), ζητώντας από τον Ίωνα να απαγγείλει το απόσπασμα της Ιλιάδας, όπου ο Νέστορας ζητά από τον γιο του Αντίλοχο να προσέξει στην αρματοδρομία προς τιμή του Πατρόκλου, τον ρωτά σχετικά με το περιεχόμενο του, αν κατάλληλος να κρίνει τα λόγια του Ομήρου θα ήταν ένας γιατρός ή ένας ηνίοχος. Οι συνομιλητές συμφωνούν ότι κατάλληλος θα ήταν ένας ηνίοχος, επειδή κατέχει την αντίστοιχη τέχνη και ο Σωκράτης επισημαίνει ότι σε κάθε τέχνη έχει δοθεί η δυνατότητα να γνωρίζει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο (537c6-7).[25] Ακολούθως, οι δυο συνομιλητές συμφωνούν ότι κάθε τέχνη είναι διαφορετική από τις υπόλοιπες, γιατί κάθε τέχνη συνεπάγεται γνώση άλλων πραγμάτων από τις υπόλοιπες (537d7-9)[26] και ότι κατ’ επέκταση, όποιος δεν κατέχει μια τέχνη, δεν είναι σε θέση να διακρίνει τα λεγόμενα ή πραττόμενα της τέχνης αυτής (538a7-9).[27]
Όταν λοιπόν ο Σωκράτης ρωτά τον Ίωνα, αν για τους στίχους που απήγγειλε, κατάλληλος θα ήταν να τους κρίνει ο ίδιος ή ένας ηνίοχος, ο Ίωνας απαντά πως θα ήταν ο ηνίοχος. Αντίστοιχα, απαγγέλοντας το απόσπασμα, όπου η Εκαμήδη, προσφέρει στον πληγωμένο Μαχάονα κυκεώνα να πιει, ο Σωκράτης ρωτά τον Ίωνα, αν κατάλληλος να κρίνει τα λόγια του Ομήρου θα ήταν ο ίδιος ή ένας γιατρός και ο Ίωνας απαντά πως θα ήταν ο γιατρός (538b14-c6), αλλά και για το απόσπασμα που πραγματεύεται μια πτώση στο βυθό ότι κατάλληλος θα ήταν να μιλήσει ο ψαράς (538c6-d6). Ακολούθως, ο Σωκράτης αναφέρεται σε αποσπάσματα τόσο από την Οδύσσεια όσο και από την Ιλιάδα, για τα οποία κατάλληλοι να τα προσεγγίσουν, θα ήταν οι μάντεις (538d7-539d4). Ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του, αποστρέφεται στον ραψωδό και του ζητά να του αναφέρει αποσπάσματα, για τα οποία ο ίδιος θα ήταν ο κατεξοχήν αρμόδιος να μιλήσει. Ο Ίων τού απαντά πως θα ήταν για όλα (539e7) και, όταν ο Σωκράτης του υπενθυμίζει ότι σε κάθε τέχνη αντιστοιχεί ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, ο ίδιος ισχυρίζεται ότι αντικείμενο της δικής του τέχνης θα ήταν να μιλήσει για ό,τι αρμόζει να πει ένας άνδρας, μία γυναίκα, ένας δούλος, ένας ελεύθερος, ένας υπήκοος, ένας άρχοντας (540b4-6). Ο Σωκράτης τον αντικρούει δεικνύοντας ότι καθένας από αυτούς για τους οποίους ισχυρίστηκε ότι είναι αρμόδιος να μιλήσει, διαθέτει και κάποια άλλη ιδιότητα, που τον χαρακτηρίζει, η οποία αποτελεί αντικείμενο μιας άλλης τέχνης.
Στο ερώτημα του φιλοσόφου, που ακολουθεί, αν δηλαδή ο Ίων θα ήταν αρμόδιος να μιλήσει για τις παροτρύνσεις που δίνει ένας στρατηγός στους στρατιώτες του, ο τελευταίος απαντά καταφατικά. Ο Σωκράτης τού επισημαίνει ότι θα ήταν ικανός να μιλήσει για τα στρατιωτικά ζητήματα, όχι ως ραψωδός αλλά ως στρατηγός (540d1-e12). Και, όταν ο Ίων ισχυρίζεται ότι η ραψωδική τέχνη και η τέχνη του στρατηγού είναι μία, ο φιλόσοφος οδηγεί τον συνομιλητή του να υποστηρίξει ότι, μολονότι όποιος είναι καλός ραψωδός είναι ταυτόχρονα και καλός στρατηγός, vice versa δεν φαίνεται να ισχύει. Έτσι, ο Ίων διατείνεται ότι είναι ο καλύτερος στρατηγός των Ελλήνων και, όταν ο Σωκράτης τον ρωτά, για ποιο λόγο δεν γίνεται και στην πράξη, ο ραψωδός τού αποκρίνεται ότι αφενός η πατρίδα του δεν έχει ανάγκη από κάποιον στρατηγό και αφετέρου η Σπάρτη και η Αθήνα δεν θα τον επέλεγαν, γιατί έχουν ήδη δικούς τους, ισχυρισμό τον οποίο ο Σωκράτης διαψεύδει αναφέροντας ονόματα μη Αθηναίων, στους οποίους η Αθήνα είχε αναθέσει τη στρατηγία (540e13-541d7).
ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΡΑΨΩΔΟΙ
Στο τρίτο τμήμα του διαλόγου, ο Σωκράτης ασχολείται αποκλειστικά με το αντικείμενο της τέχνης του Ίωνα. Ο επιτονισμός που γίνεται στην κατοχή ενός γνωστικού αντικειμένου για κάθε τέχνη, εκτός από την άμεση αναφορά στη ραψωδική τέχνη, η οποία αναδεικνύεται ως τέχνη άνευ αντικειμένου, αποτελεί και έμμεση αναφορά στους ποιητές και ειδικά στον Όμηρο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από ποικίλες περιγραφές, που καλύπτουν ένα μεγάλο εύρος τεχνών: από μάντεις και ορνεοσκόπους έως δούλες, ύφανση και ιατρική. Ο Πλάτωνας, όπως αντιλαμβανόμαστε μέσα από μεταγενέστερα έργα του και ιδίως από την Πολιτεία, υπήρξε υπέρμαχος της εξειδίκευσης, προτάσσοντας ως ορισμό της δικαιοσύνης το «τὰ ἑαυτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν» (433a). Στην άποψη περί έμμεσης αναφοράς στην ποίηση συνηγορεί και το γεγονός ότι, μολονότι ο Σωκράτης σπεύδει μόνος του να αναφέρει αποσπάσματα δεικτικά του αντικειμένου της μαντικής τέχνης, δεν κάνει καμία αναφορά στην ποίηση, η οποία προηγουμένως είχε παρουσιαστεί μαζί με την μαντική και τη ραψωδική τέχνη μεταξύ των θεόπνευστων τεχνών.
Κατά την εξέλιξη του διαλόγου, ο Ίων υποστηρίζει ότι αντικείμενο της τέχνης του είναι μιλήσει για όλα τα αποσπάσματα του Ομήρου (539e7). Με αφορμή αυτή τη δήλωση, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Σωκράτης επιχειρεί να δείξει την «ανυπαρξία» της τέχνης του συνομιλητή του. Κάποιος, ωστόσο, θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι, όπως ένας ραψωδός ή γενικότερα, όπως ένας ποιητής καλύπτει ένα τόσο ευρύ γνωστικό φάσμα, έτσι κι ένας φιλόσοφος, κι εν προκειμένω ο Σωκράτης, κάνει το ίδιο. Μια τέτοια επισήμανση εγείρει άμεσα το ερώτημα, γιατί στην περίπτωση του φιλοσόφου να δεχτούμε ότι είναι κάτοχος μιας τέχνης, ενώ ο ραψωδός και ο ποιητής όχι.[28] Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο φιλόσοφος αποσκοπεί στην αλήθεια εφαρμόζοντας καθολικές αρχές και κατανοώντας τα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα, ενώ ο ποιητής και ο ραψωδός αποσκοπούν στην αληθοφάνεια δίχως να ακολουθούν κάποια μέθοδο και αγνοώντας το περιεχόμενο των επιμέρους αντικειμένων.[29] Ειδικότερα, ο Σωκράτης δεν παρουσίασε ως αντικείμενο της τέχνης του όλα όσα οικειοποιήθηκε ο Ίωνας για τη δική του. Αντίθετα, ο Ίωνας είναι αυτός που ισχυρίζεται ότι η τέχνη του και η τέχνη του στρατηγού ταυτίζονται, μολονότι όλα όσα ο ίδιος γνωρίζει για τη στρατηγεία προέρχονται από τα ομηρικά έπη και όχι από το πεδίο της μάχης (641b6-7). Με την «παραστατική και αναλογική ομοίωση», στην οποία προβαίνει ο ραψωδός, ο Πλάτωνας προετοιμάζει το έδαφος για την έκθεση της δικής του φιλοσοφικής θέσης, που βασίζεται στο λόγο και στη γνώση της ουσίας και όχι της όψης των πραγμάτων.[30]
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Με τον Ίωνα ο Πλάτωνας κάνει τα πρώτα βήματα διάκρισης ποιητικού και φιλοσοφικού λόγου. Δεικνύει τις βασικές αδυναμίες του πρώτου και θέτει τις βάσεις για την πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση του θέματος στην Πολιτεία. Στον συγκεκριμένο διάλογο τονίζεται η ανάγκη γνώσης ενός αντικειμένου στο σύνολό του, προκειμένου κάποιος να είναι ικανός να προβεί σε κριτική του. Οι ραψωδοί, όπως προκύπτει από τον Ίωνα, και οι σοφιστές, όπως προκύπτει από άλλους πλατωνικούς διαλόγους, αναδεικνύονται ακατάλληλοι για ένα τέτοιο εγχείρημα. Τίθενται έτσι οι βάσεις για την κριτική της ποίησης, που οι φιλόσοφοι θα κληθούν να αναλάβουν στην ιδανική πολιτεία. Ακόμη, εμφανίζεται η πρακτική της μίμησης, η οποία στα μεταγενέστερα πλατωνικά έργα θα αποτελέσει μια από τις βασικές έννοιες για την προσέγγιση της ποίησης. Στον εν λόγω διάλογο, ωστόσο, η μίμηση δεν φαίνεται να χαρακτηρίζει τους ίδιους τους ποιητές, αλλά όσους αναπαράγουν τα έργα των τελευταίων.
Όσον αφορά την ποίηση, αν και δεν βρίσκεται στο επίκεντρο του διαλόγου, καθώς, όπως υποστηρίχθηκε στο επίκεντρο εντοπίζεται η κριτική της από μη ποιητές, προσεγγίζεται από τους συνομιλητές και παρουσιάζεται ως απότοκο θεϊκής κατάληψης και μανίας. Οι ποιητές δεν διαθέτουν κάποια γνώση, αλλά αποτελούν φερέφωνα των θεών. Ιδιαίτερη σημασία έχει ο επιτονισμός της ενασχόλησης καθενός με ένα μόνο αντικείμενο, άποψη βαρύνουσας σημασίας, όπως θα αναδειχθεί κατά την οικοδόμηση της ιδανικής πολιτείας. Εξίσου σημαντική είναι η υποχώρηση, που κάνει ο πλατωνικός Σωκράτης, παρομοιάζοντας τους ποιητές με μέλισσες, καθώς η δημιουργική διάσταση, που τους αναγνωρίζεται, θα μπορούσε να συσχετιστεί με τις «υποχωρήσεις» του τρίτου βιβλίου της Πολιτείας, όπου δεν αποκλείεται το σύνολο της μίμησης, αλλά επιτρέπεται η μίμηση ηθικών συμπεριφορών και καλών πράξεων.
Συνεπώς, ο Ίων, αν και μικρός πλατωνικός διάλογος, φαίνεται να συνιστά ένα έργο έκθεσης βασικών για την πλατωνική σκέψη ζητημάτων σε πρώιμο, ωστόσο, στάδιο επεξεργασίας. Αποτελεί, θα λέγαμε, μια «εισαγωγή» για την προσέγγιση της ποίησης από τον φιλόσοφο, η οποία σε μεταγενέστερα στάδια, θα ολοκληρωθεί διατηρώντας τις βάσεις, οι οποίες ήδη από τον Ίωνα έχουν τεθεί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
ΣΧΟΛΙΑ
[1] Ράγκος Σπ.,«Ίων», Η εγκυκλοπαίδεια του Πλάτωνα
[2] Capuccino.C (2011) : 84.
[3] Montanari Fr. (2010): 439.
[4] Capuccino C. (2011): 85.
[5].Ο Ίων αναδεικνύεται μέσα από το διάλογο χαρακτηριστικός εκπρόσωπός τους, καθώς δεικνύεται ότι δεν είναι δεινός συνομιλητής, αλλά μάλλον προτιμά να ασκεί την τέχνη του, η οποία εντούτοις φαίνεται να συνιστά απλή μετάδοση μηνυμάτων, τα οποία ο ίδιος δεν έχει κατανοήσει, κι έτσι δεν είναι σε θέση να εξηγήσει ούτε αυτά ούτε και το ακριβές αντικείμενο της τέχνης του.
[6] Dorter K. (1973): 65-66.
[7] Για τον όρο τέχνη βλ. Καλέρη Αικ. (2015)στο https://eclass.upatras.gr/courses/PHIL1824/. : «Με τον όρο «τέχνη» εδώ εννοείται μια ικανότητα που απορρέει και συνδέεται με κάποιου είδους γνώση, όπως τον χρησιμοποιούμε έως σήμερα όταν μιλάμε για την τέχνη του ξυλουργού, του υδραυλικού, του μάγειρα. Στην αρχαία ελληνική χρήση η έννοια αυτή περιλαμβάνει όλα τα επιτηδεύματα που ασκούνται συστηματικά για συγκεκριμένους πρακτικούς σκοπούς. Ο όρος της συστηματικότητας σημαίνει, ότι η άσκησή τους προϋποθέτει κάποιου είδους γνώση με κάποια γενικευτική ισχύ, που να επιτρέπει την εφαρμογή κάποιων τεχνικών κανόνων και να είναι διδακτή τουλάχιστον με πρακτική μαθητεία. Έτσι, εκ πρώτης όψεως και στην κοινή χρήση της γλώσσας, τέχνες είναι δραστηριότητες όπως του οικοδόμου, του κυνηγού αλλά και του στρατηγού, του πολιτικού του ιατρού, κατ’ αναλογία και του ραψωδού, του ποιητή κλπ.). Ο Πλάτων στους διαλόγους του, όπως ιδίως στον Σοφιστή και στην Πολιτεία, επιχειρεί διαιρέσεις των τεχνών βάσει διαφόρων κριτηρίων, που αφορούν είτε στην σχέση των τεχνών με την φύση (παραγωγικές, αποθησαυριστικές κλπ.), είτε στην σχέση τους με την αλήθεια (δημιουργικές, μιμητικές κλπ.). Δεν υπάρχει μια ενιαία συστηματική της κατάταξης. Στον διάλογο Ίων η αντιδιαστολή γίνεται μεταξύ εκείνων των τεχνών που σχετίζονται με τους ποιητές και όλες τις άλλες συστηματικές και εξειδικευμένες δραστηριότητες του ανθρώπου που απαιτούν κάποια γνώση. Επίσης δεν γίνεται ουσιώδης διάκριση μεταξύ εμπειροτεχνικής γνώσης και επιστήμης, διότι από κοινού αντιδιαστέλλονται όλες οι δραστηριότητες που σχετίζονται και απαιτούν γνώσεις με την τέχνη των ποιητών και των ραψωδών».
[8] Weineck S. M. (1998): 32.
[9] Στον διάλογο ο όρος «ποιητής» αναφέρεται όχι μόνο στους κατεξοχήν ποιητικούς δημιουργούς, αλλά συμπεριλαμβάνει και όσους μιλούν για την ποίηση ( «λέγειν πέρι..»). Βλ. Capuccino c. (2011): 90.
[10] LaDriere Cr. (1951): 27, Weineck S. M. (1998): 19-41.
[11] Francisco J. Gonzalez Fr. J. (2011): 107-108.
[12] «οὐκοῦν ἐν κεφαλαίῳ λέγομεν ὡς ὁ αὐτὸς γνώσεται ἀεί, περὶ τῶν αὐτῶν πολλῶν λεγόντων, ὅστις τε εὖ λέγει καὶ ὅστις κακῶς».
[13] 532b10-532d4: «οὐκοῦν ἐπειδὰν λάβῃ τις καὶ ἄλλην τέχνην ἡντινοῦν ὅλην»
532d1-4: «ὁ αὐτὸς τρόπος τῆς σκέψεως ἔσται περὶ ἁπασῶν τῶν τεχνῶν».
[14] Else G. F. (1986): 6-9.
[15] Murray P. (1997): 7.
[16] Η άγνοια του ποιητή ως μεσάζοντα, δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι ψεύδεται, εφόσον όλα όσα λέει παρουσιάζονται ως απότοκο της θεϊκής κατάληψης. Βλ. Collobert C. (2011): 42.
[17] Dorter Κ. (1973):71-74.
[18] Ο Πίνδαρος ισχυριζόταν ότι ήταν προφήτης (Παιάνας 6.6) και μάντης (fr. 94a5 Snell). Βλ. Collobert C. (2011): 44.
[19] Διπλή λειτουργία: (α) θεϊκά εμπνεόμενοι και φορείς του θείου μηνύματος, και (β) ερμηνευτές του εν λόγω μηνύματος.
[20] «οὐκ ἐκ τέχνης ἀλλ’ ἔνθεοι ὄντες».
[21] Καλέρη Αικ.,«Αισθητική. Ποίηση και ποιητική τέχνη : Πλάτωνος 'Ιων», Πανεπιστήμιο Πατρών στο: https://eclass.upatras.gr/courses/PHIL1824/.
[22] «Οὐκοῦν τό γε ὁμοιοῦν ἑαυτὸν ἄλλῳ ἢ κατὰ φωνὴν ἢ κατὰ σχῆμα μιμεῖσθαί ἐστιν ἐκεῖνον ᾧ ἄν τις ὁμοιοῖ;» (Πολιτεία 393c 5-6).
[23]Στο σημείο αυτό ο Κenneth Dorter βλέπει μια θετική προσέγγιση της τέχνης εν γένει. Θεωρεί ότι αναγνωρίζεται στην τέχνη η δυνατότητα έμπνευσης των θεατών, μέσα από τη μεταμόρφωση και τον εξευγενισμό του κόσμου, που η τέχνη, σαν μια μέλισσα, επιτυγχάνει. Βλ. Dorter Κ. (1973):71-74.
[24] «ὡς ἐὰν μὲν κλάοντας αὐτοὺς καθίσω, αὐτὸς γελάσομαι ἀργύριον λαμβάνων, ἐὰν δὲ γελῶντας αὐτὸς κλαύσομαι ἀργύριον ἀπολλύς».
[25] «οὐκοῦν ἑκάστῃ τῶν τεχνῶν ἀποδέδοταί τι ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἔργον οἴᾳ τε εἶναι γιγνώσκειν».
[26]: «ἆρα ὥσπερ ἐγὼ τεκμαιρόμενος, ὅταν ἡ μὲν ἑτέρων πραγμάτων ᾖ ἐπιστήμη, ἡ δ’ ἑτέρων, οὕτω καλῶ τὴν μὲν ἄλλην, τὴν δὲ ἄλλην τέχνην».
[27] «οὐκοῦν ὅστις ἂν μὴ ἔχῃ τινὰ τέχνην, ταύτης τῆς τέχνης τὰ λεγόμενα ἢ πραττόμενα, καλὥς γιγνώσκειν οὐχ οἷος τ’ ἔσται;».
[28] Gonzalez Fr. (2011): 93-99.
[29] Dorter Κ. (1973): 69-71.
[30] Καλέρη Αικ.,«Αισθητική. Ποίηση και ποιητική τέχνη : Πλάτωνος 'Ιων», Πανεπιστήμιο Πατρών ΕΔΩ.
Ο Ίων ή Περί Ιλιάδος αποτελεί ένα από τα έργα της λεγόμενης πρώιμης συγγραφικής περιόδου του Πλάτωνα. Σε γενικές γραμμές, στο διάλογο υποστηρίζεται ότι η ποιητική απαγγελία από τους ραψωδούς δεν αποτελεί εξειδικευμένη τέχνη, που συνεπάγεται κάποιο είδος γνώσης, αλλά συνιστά απότοκο θεϊκής έμπνευσης και κατάληψης. Πρόσωπα του διαλόγου είναι ο Σωκράτης και ο Ίωνας, ένας Εφέσιος ραψωδός. Ο δραματικός χρόνος του διαλόγου είναι περίπου το 413 π.Χ., ενώ η γνησιότητα του, αν και αμφισβητήθηκε από σημαντικούς λογίους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο Goethe και ο Schleiemacher, σήμερα θεωρείται αναμφισβήτητη.[1]
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Α. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Ο διάλογος εκκινεί με την επιστροφή του Ίωνα στην Αθήνα από την Επίδαυρο, όπου αποκόμισε το πρώτο βραβείο σε ραψωδικούς αγώνες, που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της γιορτής προς τιμήν του Ασκληπιού, προκειμένου να συμμετάσχει στους αντίστοιχους αγώνες των Παναθηναίων. Ο Σωκράτης τον συναντά και αρχικά εκθειάζει τους ραψωδούς τόσο για την αμφίεση όσο και για τις δυνατότητές τους, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν όχι μόνο την στείρα απομνημόνευση των ποιητικών λόγων αλλά και την κατανόηση τους, η οποία είναι απαραίτητη, όπως επισημαίνεται από τον φιλόσοφο, για την σωστή ερμηνεία των έργων. Ο ραψωδός συμφωνεί κι επισημαίνει πως κανείς δεν μπορεί να τον ξεπεράσει σε όσα έχει να πει για τον Όμηρο .
Ο φιλόσοφος ακολούθως δράττει την ευκαιρία και τον ρωτά αν μπορεί να μιλήσει εξίσου καλά και για άλλους ποιητές ή η δυνατότητά του αυτή περιορίζεται στον Όμηρο, για να πάρει από τον Ίωνα την απάντηση ότι η εξειδίκευσή του περιορίζεται μόνο στον Όμηρο. Κι όταν στη συνέχεια ο Σωκράτης τον ρωτά σχετικά με ζητήματα που πραγματεύονται τόσο ο Όμηρος όσο και ο Ησίοδος, ο Ίωνας ισχυρίζεται ότι μπορεί να αποδώσει εξίσου καλά τα ζητήματα στα οποία οι δυο ποιητές συμφωνούν, πράγμα όμως που δεν συμβαίνει με τα ζητήματα στα οποία οι προαναφερθέντες διαφωνούν. Όσον αφορά τα τελευταία, π.χ. το θεϊκό στοιχείο, ο ραψωδός παραδέχεται ότι αρμόδιος να τα ερμηνεύσει δεν είναι ο ίδιος αλλά ένας προφήτης, ο οποίος θα μπορούσε να ερμηνεύσει εξίσου καλά και όλα τα ζητήματα στα οποία οι δυο ποιητές συμφωνούν.
Εν συνεχεία, ο Σωκράτης ρωτά τον Ίωνα σε τι διαφέρει ο Όμηρος από τους υπόλοιπους ποιητές. Αφού παραδέχονται και οι δυο συνομιλητές ότι τα θέματα, τα οποία ο Όμηρος πραγματεύεται είναι κοινά με τα θέματα των υπολοίπων ποιητών, ο Ίωνας ισχυρίζεται ότι αυτό που διαφοροποιεί τον Όμηρο είναι ο τρόπος που παρουσιάζει τα θέματα του. Ο φιλόσοφος οδηγεί σε ένα στενότερο πλαίσιο το συνομιλητή του, δεικνύοντας ότι σε κάθε περίπτωση, όταν πολλοί άνθρωποι πραγματεύονται το ίδιο ζήτημα, αυτός που ξέρει να διακρίνει τον καλό ομιλητή, διακρίνει και τον κακό ομιλητή και είναι σε θέση να μιλήσει και για τους δυο. Έτσι, ενώ ο Ίωνας συμφωνεί μαζί του έρχεται στη δυσάρεστη θέση ν’ αντιμετωπίσει το σωκρατικό ερώτημα για τον εαυτό του, καθώς ενώ ισχυρίζεται ότι ο Όμηρος είναι ο καλύτερος ποιητής, δεν είναι σε θέση να μιλήσει για τους υπόλοιπους ποιητές. Η έλλειψη ενδιαφέροντος από πλευράς του Ίωνα για οποιονδήποτε άλλον ποιητή δίνει στο Σωκράτη την ευκαιρία να υποστηρίξει ότι αυτό συμβαίνει, γιατί δεν διαθέτει κάποια γνώση ούτε και μιλά με κανόνες κάποιας τέχνης για τον Όμηρο, καθώς σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε να μιλήσει εξίσου καλά και για τους υπόλοιπους, ισχυρισμό τον οποίο στηρίζει με παραδείγματα από περιπτώσεις, όπου κάποιος είναι γνώστης μιας τέχνης π.χ. ζωγραφικής, γλυπτικής, μουσικής.
Ο Ίωνας παραδέχεται ότι όσα υποστηρίζει ο συνομιλητής του είναι αληθή, εντούτοις δεν επιχειρεί να εξηγήσει τη δική του ιδιαιτερότητα, αλλά περιορίζεται στην επανάληψη του αυτοεπαίνου του και την αριστεία του στην απαγγελία των ομηρικών επών, την οποία ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να επιβεβαιώσει σύμφωνα με τα λεγόμενά του. Αφού λοιπόν δεν επιχειρεί ο Ίων να δώσει κάποια εξήγηση, αναλαμβάνει το έργο αυτό ο Σωκράτης, ο οποίος ισχυρίζεται ότι ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι ο Ίων δεν είναι κάτοχος κάποιας τέχνης, αλλά η ικανότητά του αυτή είναι απότοκο έμπνευσης. Πιο συγκεκριμένα, ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι, όπως ένας μαγνήτης, που έλκει σιδερένια δαχτυλίδια, στα οποία παράλληλα δίνει τη δυνατότητα να έλκουν κι αυτά με τη σειρά τους άλλα σιδερένια δαχτυλίδια, έτσι και η Μούσα εμπνέει έναν ποιητή, ο οποίος με τη σειρά του δημιουργεί τις δικές του αλυσίδες μεταλαμπαδεύοντας τη θεϊκή έμπνευση, που δέχτηκε ο ίδιος με την κατάληψη του από κάποια θεότητα. Επισημαίνει μάλιστα ότι οι ποιητές κατά τη σύνθεση των έργων τους δεν είναι στα λογικά τους, όπως ακριβώς οι Μαινάδες στις Βακχικές τελετές. Οι ποιητές, υποστηρίζει, δίχως την θεϊκή έμπνευση και κατάληψη και κατ’ επέκταση, παραμένοντας στα λογικά τους, δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν. Το ότι ο καθένας ξεχωρίζει σε ένα ποιητικό είδος είναι δεικτικό αυτής ακριβώς της θεϊκής έμπνευσης και κατάληψης και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, του ότι η ποίηση δεν συνιστά κάποιο είδος τέχνης. Οι ποιητές, σύμφωνα με τον Σωκράτη, γίνονται ερμηνευτές του θείου λόγου, για την ακρίβεια, γίνονται το μέσο με το οποίο οι θεοί γνωστοποιούν το λόγο τους στους ανθρώπους.
Αφού ο Ίων συμφωνεί με την εξήγηση του Σωκράτη, ο φιλόσοφος συνεχίζει εξετάζοντας αυτή τη φορά όχι τους ποιητές αλλά τους ραψωδούς, διερωτώμενος εάν οι τελευταίοι είναι με τη σειρά τους ερμηνευτές των ποιητών, ερμηνευτές δηλαδή των ερμηνευτών. Ο Ίων συμφωνεί για μία ακόμη φορά και ο Σωκράτης ακολούθως διευκρινίζει ότι, όταν κάποιος από τους ραψωδούς απαγγέλει κάποιο συγκεκριμένο ποιητικό απόσπασμα, δεν είναι στα λογικά του αλλά σε μια εκστατική κατάσταση, η οποία του επιτρέπει να αποδώσει το απόσπασμα σαν να βρίσκεται μεταξύ των προσώπων, που εμφανίζονται σε αυτό, αλλά και ότι κατά την ποιητική του απαγγελία δημιουργεί αντίστοιχα συναισθήματα στο κοινό, που τον παρακολουθεί. Συνοψίζει, λοιπόν, ο φιλόσοφος ισχυριζόμενος ότι οι ποιητές είναι στην αρχή της αλυσίδας, οι ραψωδοί και οι ηθοποιοί στη μέση και οι ακροατές/θεατές στο τέλος, ενώ το σύνολο της αλυσίδας εμφανίζεται ως ο δίαυλος για τη μετάδοση των θεϊκών λόγων στους θνητούς μέσω της θεϊκής έμπνευσης των ποιητών από κάποια Μούσα.
Ο Ίων εμφανίζεται να δυσανασχετεί και ο Σωκράτης τού θέτει ένα ακόμη ερώτημα, που αφορά τη γνώση του για το ομηρικό έργο και, ειδικότερα, ποιανού τμήματος του ομηρικού έργου είναι καλύτερος γνώστης. Ο Ίων ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν τμήματα κι ότι γνωρίζει εξίσου καλά όλο το ομηρικό έργο, δήλωση η οποία δίνει το έναυσμα στον Σωκράτη να τον ρωτήσει για επιμέρους τμήματα, στα οποία ο Όμηρος αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη τέχνη, π.χ. ιππική, ιατρική, αλιεία. Αφού ο Ίων υποδεικνύει ως κατάλληλο να ερμηνεύσει το κάθε απόσπασμα τον κατεξοχήν κάτοχο της εκάστοτε τέχνης, ο Σωκράτης τού ζητά να αναφέρει αποσπάσματα, για την ερμηνεία των οποίων κατεξοχήν αρμόδιος θα ήταν ένας ραψωδός.
Ο Ίων εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι ένας ραψωδός είναι ικανός να ερμηνεύσει όλα τα αποσπάσματα ενός έργου, έπειτα όμως από την υπενθύμιση του Σωκράτη, ότι κάθε τέχνη έχει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, που τη διαφοροποιεί από τις υπόλοιπες, ο Ίων υποστηρίζει ότι ένας ραψωδός είναι σε θέση να πει τι ταιριάζει να λέει ένας άνδρας και μια γυναίκα, ένας ελεύθερος κι ένας δούλος. Ο Σωκράτης αναιρεί για μία ακόμη φορά τον συνομιλητή του οδηγώντας τον να ισχυριστεί ότι ένας ραψωδός είναι σε θέση να ερμηνεύσει τα αποσπάσματα που αφορούν στρατηγικές ικανότητες, δήλωση η οποία με τη σειρά της δίνει την ευκαιρία στο Σωκράτη να ισχυριστεί ότι σε επιμέρους περιστατικά ο ραψωδός κρίνει με βάση επιμέρους τέχνες π.χ. στρατηγική, ιππική, οι οποίες δεν ταυτίζονται με την κατεξοχήν τέχνη του ραψωδού.
Με την αναφορά που γίνεται στη στρατηγική τέχνη, ο Ίων υποστηρίζει ότι η τέχνη αυτή και η τέχνη του ραψωδού ταυτίζονται, καθώς και ότι, αν κάποιος είναι καλός ραψωδός, είναι και καλός στρατηγός, όχι ,όμως, και το αντίθετο. Τότε, ο Σωκράτης τον ρωτά για ποιο λόγο είναι ραψωδός και δεν γίνεται στρατηγός, κι εκείνος αποκρίνεται πως στην πατρίδα του, την Έφεσο, δεν χρειάζονται στρατηγό και πως οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες δεν θα τον προτιμούσαν, γιατί έχουν ήδη πολλούς. Ο Σωκράτης τον αντικρούει αναφερόμενος σε πλήθος στρατηγών, που αν και μη γηγενείς ανέλαβαν στρατηγικά καθήκοντα κι επανέρχεται στο αρχικό ζήτημα λέγοντας στο συνομιλητή του πως, εάν, όπως ισχυρίζεται, ερμηνεύει τον Όμηρο βασιζόμενος σε κάποια τέχνη και γνώση, τότε είναι απατεώνας (ἄδικος), γιατί δεν του τις αποκαλύπτει, διαφορετικά μπορεί και μιλά με τόση ευφράδεια για τα ομηρικά έργα χάρη στη θεϊκή έμπνευση, που τον καθιστά ένθεο (θεῖον). Η απάντηση του Ίωνα τάσσεται υπέρ της δεύτερης εκδοχής, η οποία για τον ίδιο είναι και η σημαντικότερη.
Β. ΔΟΜΗ – ΚΥΡΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ
Ο διάλογος θα μπορούσε να χωριστεί σε πέντε τμήματα:
Α) στ. 530a-d : πρόλογος.
Β) στ. 531a-533c : διάκριση της τέχνης του Ίωνα από τις υπόλοιπες τέχνες με το επιχείρημα ότι δεν εμφανίζει καθολικές αρχές (ο Ίων περιορίζεται στην ερμηνεία του Ομήρου και αδυνατεί να μιλήσει για τους υπόλοιπους ποιητές) και ότι, όταν κάποιος εκφράζει κρίση για την ποιότητα των έργων κάποιων δημιουργών αλλά και για τους ίδιους τους δημιουργούς, πρέπει να είναι σε θέση να μιλήσει για όλους.
Γ) στ. 533c-536d : δίνονται θετικές προτάσεις για το τι είναι ουσιωδώς η τέχνη του Ίωνα: απότοκο θεϊκής έμπνευσης και κατάληψης. Ο ίδιος, όταν μιλά για τον Όμηρο είναι σε κατάσταση μανίας, όπως και οι ποιητές κατά την σύνθεση των έργων τους. Τόσο ο Ίων όσο και οι ποιητές δεν είναι τίποτα άλλο από φερέφωνα του θείου λόγου, τον οποίο μεταδίδουν στο κοινό μέσω μιας αλυσίδας: τα μηνύματα περνούν από τις Μούσες και τον θείο λόγο στους ποιητές, από τους ποιητές στους ερμηνευτές τους και από τους ερμηνευτές των ποιητών στο κοινό.
Δ) στ. 536e-541e : συνεχίζεται η επιχειρηματολογία του Β, με διεύρυνση του αρχικού επιχειρήματος και συγκεκριμένα με τον ισχυρισμό ότι η τέχνη του Ίωνα αντίθετα με τις υπόλοιπες τέχνες, δεν βασίζεται αναγκαστικά στην κατανόηση του εκάστοτε ζητήματος, που πραγματεύεται.
Ε) στ. 541e-542b : συμπεράσματα.
Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΙΩΝΑ ΩΣ ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Ο Πλάτωνας επιλέγει ως συνομιλητή του Σωκράτη έναν ραψωδό, τον Ίωνα. Ο Ίωνας, σύμφωνα με τις πληροφορίες που εξάγουμε από το ίδιο το κείμενο, κατάγεται από την Έφεσο και είναι ο καλύτερος, όπως αυτοπροσδιορίζεται, ερμηνευτής του Ομήρου.
Αν επιχειρήσουμε να εξετάσουμε την ιστορική ύπαρξη του εν λόγω ραψωδού, οι προσπάθειες μας πιθανότατα δεν θα ευδοκιμήσουν, καθώς τόσο στην Ελληνική όσο και στη Λατινική Γραμματεία, δεν υπάρχει κάποιο άλλο απόσπασμα που να αναφέρει αυτό το όνομα, με μοναδική εξαίρεση μια αναφορά στα σχόλια του Αριστοφάνη (sch. V ad Ar. Pax. 835-837a14), που αποδίδει στον Σωκράτη έναν λόγο, πιθανώς γραμμένο, με τον τίτλο «Ίων». Ωστόσο, η συγκεκριμένη αναφορά παραπέμπει στον Ίωνα από την Χίο, έναν τραγικό και διθυραμβικό ποιητή της κλασικής περιόδου.[2] Άλλη μια φορά απαντάται το όνομα Ίων στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, η οποία διδάχτηκε το 411 π.Χ., αναφέρεται, ωστόσο στο μυθικό γενάρχη των Ιώνων.[3] Το γεγονός ότι ο Ίων του ομώνυμου πλατωνικού διαλόγου εμφανίζεται ως ο καλύτερος και γνωστότερος ομηρικός ραψωδός, συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι μάλλον πρόκειται για ένα φανταστικό πρόσωπο, που δημιούργησε ο Πλάτωνας, καθώς αν πράγματι ήταν υπαρκτό, θα υπήρχε μνεία του ονόματός του σε έργα της αρχαιότητας. Προκύπτει έτσι το ερώτημα, γιατί ο Πλάτωνας επιλέγει αυτόν τον χαρακτήρα με αυτά τα χαρακτηριστικά ως συνομιλητή του Σωκράτη και, σε δεύτερο επίπεδο, τι εξυπηρετεί αυτή η επιλογή για το θέμα του διαλόγου;
Ήδη το όνομα Ίων, το οποίο ετυμολογικά προέρχεται από το ρ. εἴμι, που σημαίνει πηγαίνω, μας προδιαθέτει για έναν άνθρωπο, ο οποίος συνεχώς μετακινείται σε τοπικό επίπεδο, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την ιδιότητα του ραψωδού, όσο όμως και για την ίδια τη φύση του χαρακτήρα του, γεγονός που επίσης επιβεβαιώνεται στο διάλογο μέσα από την αβεβαιότητα της στάσης του και την αδυναμία του να επιχειρηματολογήσει υπέρ της τέχνης του, οδηγούμενος από το συνομιλητή του εκεί που ο τελευταίος επιθυμεί. Επιπρόσθετα, το όνομα αυτό παραπέμπει στην Ιωνία, παραπομπή η οποία πραγματοποιείται και άμεσα από τον ίδιο το διάλογο, όταν πληροφορούμαστε ότι ο Ίων κατάγεται από την Έφεσο. Ο συσχετισμός με την Ιωνία δεν είναι τυχαίος, καθώς αφενός είναι ο τόπος που διεκδικεί την καταγωγή του Ομήρου και ο κατεξοχήν τόπος δράσης των ραψωδών και αφετέρου, μέσα από τον Θεαίτητο (152e-153a, 179d-180c) και τον Σοφιστή (242c-e) , [4]οι κάτοικοι της Ιωνίας και οι απόγονοι του Ηράκλειτου φαίνεται να χαρακτηρίζονται από έναν κοινό τρόπο σκέψης, στη βάση του οποίου εντοπίζεται από τη μια η αδυναμία εστίασης σε ένα θέμα, και κατ’ επέκταση η αδυναμία σύναψης διαλόγου, και από την άλλη η ικανότητα αποκλειστικά ρήσης ευφυολογημάτων, τα οποία εντούτοις δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν, καθώς ούτε οι ίδιοι τα έχουν κατανοήσει.[5]
Όσον αφορά την ιδιότητά του, ο Ίων παρουσιάζεται ως ένας από τους καλύτερους, αν όχι ο καλύτερος, ερμηνευτής του Ομήρου. Ο όρος «ερμηνεία» παρουσιάζεται ως ικανότητα μετάδοσης των μηνυμάτων των αρχαίων ποιητών, οι οποίοι δεν βρίσκονται πλέον εν ζωή.[6] Πρόκειται για ένα είδος «μεσάζοντα», ο οποίος γεφυρώνει τον κόσμο των αρχαίων έργων με τον πραγματικό κόσμο. Η ιδιότητα αυτή χαρακτηρίζεται, συνεπώς, από μια διπλή οπτική, αυτή του κοινού κάποιου ποιητή και του δημιουργού για κάποιο άλλο κοινό. Με άλλα λόγια, ο Ίων συγκαταλέγεται στο κοινό του Ομήρου, ενώ ταυτόχρονα και ο ίδιος είναι δημιουργός για το κοινό του. Η αλληλεπίδραση με το κοινό δίνει στον Ίωνα προτεραιότητα σε σχέση με τον πρωταρχικό δημιουργό, καθώς με την παρουσία του και με την παρατήρηση των αντιδράσεών τους μπορεί να επιτείνει τα αποτελέσματα της τέχνης του.[7]
Από την επιλογή του Πλάτωνα, γίνεται αντιληπτό ότι επίκεντρο της κριτικής του δεν είναι αμιγώς η ποίηση. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι, εφόσον ο Ίων είναι ραψωδός, ο φιλόσοφος επιτίθεται στη ραψωδική τέχνη. Αν αναλογιστούμε, ωστόσο, ότι κατά την περίοδο συγγραφής τού διαλόγου η ραψωδική τέχνη διένυε περίοδο παρακμής, μια τέτοια κριτική δεν θα είχε ουσία. Ίσως ,αν θεωρούσαμε ότι η επιλογή ενός ραψωδού γίνεται στα πλαίσια της γενικότερης προσέγγισης των αρχαίων ποιητών από μη ποιητές, π.χ. τους Σοφιστές, να μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι γίνεται μια προσπάθεια από τον φιλόσοφο να αντικρούσει κάθε τέτοιου είδους απόπειρα. Εξετάζοντας, όμως, έργα που αφορούν τους Σοφιστές, π.χ. τον Πρωταγόρα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η προσέγγιση είναι διαφορετική, καθώς εκεί γίνεται προσέγγιση της σοφιστικής υπό το πρίσμα αποκλειστικά της κατανόησης και της δυνατότητας εξήγησης των ποιητικών έργων, ενώ εδώ αναπτύσσεται μια θεωρία κριτικής σχεδιασμένη να καθιερώσει την θεμελιώδη διαφορά μεταξύ ποιητικών και φιλοσοφικών λόγων.[8]
O λόγος, που ο Πλάτωνας επιλέγει ως συνομιλητή του Σωκράτη έναν ραψωδό, εντοπίζεται πιθανότατα στα πλαίσια της προσπάθειας του να καθιερώσει τον φιλοσοφικό τρόπο σκέψης επιδιώκοντας παράλληλα να τον διαχωρίσει πλήρως από την ποίηση με την ευρύτερη σημασία του όρου.[9] Το κύριο θέμα του Ίωνα δεν είναι ούτε η ποίηση ούτε η απαγγελία της αλλά η κριτική της.[10] Η ραψωδική τέχνη μπορεί να θεωρηθεί «κριτική» της ποίησης υπό την έννοια ότι αποτελεί την ενδιάμεση απόδοση των αρχαίων έργων, στα μηνύματα των οποίων το κοινό έχει πρόσβαση μόνο μέσω των ίδιων. Ο ίδιος ο Ίων χαρακτηρίζει τον Όμηρο ως τον καλύτερο από όλους τους ποιητές και χάνει το ενδιαφέρον του για οποιονδήποτε άλλον. Με το συγκεκριμένο διάλογο ο Πλάτωνας δεικνύει ότι για την διεξαγωγή ορθής κριτικής χρειάζεται η γνώση του εκάστοτε αντικειμένου στο σύνολό του–εν προκειμένω της ποίησης- αλλά και η δυνατότητα τοποθέτησης για όλα τα επιμέρους ζητήματα, που αυτό παρουσιάζει, χαρακτηριστικά που ο Ίων δεν φαίνεται να διαθέτει. Ο ποιητικός λόγος, συνεπώς, με την ευρεία έννοια του όρου, καθίσταται ακατάλληλος για ένα τέτοιο εγχείρημα, άποψη η οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη θεϊκή έμπνευση και τη μανία, που αποδίδονται στην ποιητική δημιουργία, εν αντιθέσει με το φιλοσοφικό λόγο, ο οποίος στοχεύει πάντοτε στην ανάδειξη της αλήθειας και χαρακτηρίζεται από νηφαλιότητα και αυτοέλεγχο. «Στόχος του φιλοσόφου δεν είναι να απαγορεύσει την ποίηση και μαζί την έμπνευση και τη μανία, που την χαρακτηρίζουν, αλλά να γίνει ο ίδιος καλύτερος ποιητής από τους ποιητές».[11] Και ο φιλόσοφος και ο ποιητής είναι «ερμηνευτές», με την έννοια ότι αποκαλύπτουν το μήνυμα μιας πραγματικότητας, που τους υπερβαίνει, και κατ’ επέκταση και οι δύο χαρακτηρίζονται από έμπνευση και μανία. Αυτό, που ο Σωκράτης ισχυρίζεται στον Ίωνα, είναι ότι ο ποιητής δεν επιχειρεί να κατανοήσει ή να ερμηνεύσει το μήνυμα που αποκαλύπτει. Ο φιλόσοφος, αντίθετα, το κατανοεί κι έπειτα το μεταδίδει. Η επιθετική στάση που υιοθετεί ο Πλάτωνας εναντίον του ποιητικού λόγου εν γένει αποσκοπεί στο να δημιουργήσει τα όρια μεταξύ φιλοσοφίας και ποίησης, όρια που πριν τον ίδιο δεν είχαν τεθεί.
Η ΘΕΪΚΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΜΑΝΙΑ
Όπως ήδη παρουσιάστηκε, η δομή του συγκεκριμένου διαλόγου, αν εξαιρέσουμε τον πρόλογο και τα συμπεράσματα, συνίσταται ουσιαστικά σε τρία τμήματα επιχειρηματολογίας, τα οποία επιχειρούν να δείξουν την αδυναμία της τέχνης του Ίωνα. Τα δυο από αυτά (στ. 531a-533c, στ. 536e-541e) δεικνύουν τα χαρακτηριστικά που εκλείπουν από την τέχνη αυτή, συγκριτικά με τις υπόλοιπες τέχνες, ενώ το τμήμα που παρεμβάλλεται μεταξύ των δύο (στ. 533c-536d) επιχειρεί να προσεγγίσει την ίδια την τέχνη του Ίωνα και την προέλευσή της.
-531a-533c
Έχοντας γίνει οι απαραίτητες συστάσεις μεταξύ των δυο συνομιλητών (530a-d), ο Σωκράτης ρωτά τον Ίωνα αν η ικανότητα του να ερμηνεύει ποιητικά έργα περιορίζεται στον Όμηρο ή μπορεί να την ασκήσει εξίσου καλά και σε έργα άλλων ποιητών (531a1-3). Αφού ο Ίων του απαντά πως περιορίζεται μόνο στον Όμηρο και στα τμήματα των υπόλοιπων ποιητών, που συμφωνούν με αυτόν, ο φιλόσοφος τον ρωτά εάν για τα τμήματα, στα οποία οι υπόλοιποι ποιητές δεν συγκλίνουν με τον Όμηρο, καταλληλότερος θα ήταν να μιλήσει ένας μάντης και ο ραψωδός τού απαντά καταφατικά (531a4-531b7). Τότε, ο Σωκράτης τού επισημαίνει ότι ο Όμηρος πραγματεύεται τα ίδια ζητήματα με τους υπόλοιπους ποιητές και ο ραψωδός συμφωνεί, τονίζει όμως ότι ο Όμηρος τα προσεγγίζει πολύ καλύτερα (531c1-d11). Ακολούθως, ο φιλόσοφος δράττει την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι, όταν κάποιος είναι κάτοχος μίας τέχνης, τότε μόνο μπορεί να διακρίνει τον καλό και τον κακό της τέχνης αυτής και είναι σε θέση να μιλήσει εξίσου και για τους δυο (531d11-532a2),[12] ικανότητα την οποία ο Ίων δεν διαθέτει. Έτσι, ο Σωκράτης ερμηνεύοντας την ικανότητα του Ίωνα υποστηρίζει ότι αυτή δεν βασίζεται σε κάποια τέχνη κι επιστήμη, γιατί διαφορετικά θα μπορούσε να μιλήσει και για τους υπόλοιπους ποιητές, όπως συμβαίνει σε κάθε τέχνη (532b10-532d4, 532d1-4).[13] Ο φιλόσοφος τεκμηριώνει την τοποθέτησή του παραθέτοντας παραδείγματα από τη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική (532d5-533c8).
Όσον αφορά το πρώτο απόσπασμα, αρκεί να επισημανθεί ότι από τον διάλογο προκύπτει ότι την τέχνη του Ίωνα χαρακτηρίζει η απουσία κάποιας συγκεκριμένης γνώσης και μεθόδου αλλά και καθολικών αρχών, τις οποίες ο ίδιος θα μπορούσε να εφαρμόσει, προκειμένου να είναι ικανός να μιλήσει εξίσου καλά όχι μόνο για τον Όμηρο αλλά και για τους υπόλοιπους ποιητές. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα αρθρώνεται ως εξής: (1)Κάθε άνθρωπος που κατέχει μια τέχνη είναι σε θέση να διακρίνει τον καλό και τον κακό εκπρόσωπο της τέχνης αυτής και να μιλήσει εξίσου καλά και για τους δυο. (2α)Ο Ίων μπορεί να μιλήσει μόνο για τον Όμηρο. (2β) Ο Ίων διακρίνει τον καλό ποιητή (Όμηρο) από τους υπόλοιπους, που είναι κατώτεροι. Επομένως, ο Ίων μιλά για τον Όμηρο δίχως να είναι κάτοχος μιας τέχνης. Το επιχείρημα αρθρώνεται διευρυμένο στο τρίτο τμήμα, όπου έχοντας προσεγγίσει στο δεύτερο τμήμα την προέλευση της ραψωδικής τέχνης, επανέρχεται στο αντικείμενό της.
-533c-536d
Με δεδομένες τις ελλείψεις που παρουσιάζει η τέχνη του Ίωνα, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν ως αυτό το σημείο, ο Σωκράτης προχωρά σε μια θετική προσέγγιση της τέχνης αυτής, εξετάζοντας σε τι εν τέλει οφείλεται αυτή η ικανότητα που διαθέτει ο συνομιλητής του (στ. 533c-536d). Σύμφωνα με τον φιλόσοφο πρόκειται για μια τέχνη που αποτελεί απότοκο «θείας δύναμης». Η Μούσα εμπνέει κάποιους ποιητές (ἐνθέους ποιεῖ) από τους οποίους εξαρτώνται άλλοι θεόπνευστοι καλλιτέχνες, οι οποίοι με τη σειρά τους έλκουν τους θεατές, δημιουργώντας μια αλυσίδα, που θυμίζει μαγνητική αλυσίδα (Ηράκλεια Λίθος). Οι ποιητές δεν είναι αγαθοί, γιατί διαθέτουν κάποια τέχνη, αλλά, επειδή είναι «ένθεοι» και «κατεχόμενοι». Χαρακτηρίζονται άφρονες (οὐκ ἔμφρονες) και παρομοιάζονται με τις Βάκχες (533e5-534a8) αλλά και με μέλισσες, που δρέπουν τις ποιητικές τους δημιουργίες από τις μελίρρυτες πηγές των Μουσών και μας τις μεταφέρουν (534a8-b4). Όσα λένε, λοιπόν, οι αγαθοί ποιητές είναι προϊόν «θείας μοίρας» και ο καθένας είναι καλός μόνο στο είδος που η «θεία δύναμη» τον προίκισε π.χ. κάποιος είναι καλός στους διθυράμβους, άλλος στα εγκώμια, άλλος στα έπη κ.λ.π. (534b8-c7). Έτσι, ο θεός χρησιμοποιεί τους ποιητές, τους χρησμοδότες και τους μάντεις ως υπηρέτες, αφαιρώντας τον νου τους (ἐξαιρουμένους τούτων τὸν νοῦν τούτοις χρῆται ὑπηρέταις). Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για το ότι οι ποιητές δεν είναι τίποτε άλλο παρά ερμηνευτές (ἑρμηνῆς) των θεών, δίνεται ο Τύννιχος ο Χαλκιδεύς, ο οποίος έμεινε γνωστός μόνο για τον παιάνα, που ο ίδιος αποκαλεί «εύρημα των Μουσών» (534d6-535a1).
Ακολούθως, ο Σωκράτης προχωρά από τους ποιητές στους ραψωδούς, που αποτελούν και το θέμα συζήτησης του διαλόγου. Οι δυο συνομιλητές συμφωνούν ότι οι ραψωδοί, οι ομότεχνοι δηλαδή του Ίωνα, είναι ερμηνευτές των ποιητών, ερμηνευτές δηλαδή των ερμηνευτών (ἑρμηνέων ἑρμηνῆς). Ο Ίων παραδέχεται ότι κατά την απαγγελία μεταφέρεται στον κόσμο των έργων, που απαγγέλει, και γίνεται ένα με τους ήρωες, όντας εκτός εαυτού και σε κατάσταση έκστασης (ἔξω σἀυτοῦ, ψυχὴ ἐνθουσιάζουσα), γεγονός που είναι παράλογο, όπως και οι δυο συμφωνούν, καθώς ο ίδιος δεν βιώνει στην πραγματικότητα όλα όσα παρουσιάζει στο κοινό του (535d1-d8). Παραδέχεται επίσης πως παρατηρώντας το κοινό, αντιλαμβάνεται ότι βιώνουν και οι θεατές τα ίδια συναισθήματα με τον ίδιο (535d9-535e7). Ο Σωκράτης συνοψίζοντας τα όσα είπαν μέχρι αυτό το σημείο και ανακεφαλαιώνοντας ότι στην καλλιτεχνική αλυσίδα, στην οποία ο θεός έλκει τις ψυχές όλων όσων μετέχουν, πρώτος είναι ο ποιητής, ακολουθούν οι ραψωδοί και οι υποκριτές και στο τέλος βρίσκονται οι θεατές, διατυπώνει την άποψη ότι ο Ίων είναι ένας από αυτούς που κατέχονται και εξουσιάζονται από τον Όμηρο, γι’ αυτό το λόγο και για τον συγκεκριμένο ποιητή έχει να πει πολλά πράγματα, ενώ για τους υπόλοιπους τίποτα. Ο Ίων παρουσιάζεται ως «ἐπαινέτης» του Ομήρου από «θεία μοίρα» (535e8-536d3).
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Μέσα από τον διάλογο παρουσιάζεται η θεϊκή έμπνευση και κατάληψη ως μέρος της πλατωνικής θεωρίας, σύμφωνα με την οποία οι ποιητές δεν συμβάλλουν καθόλου στη δημιουργία των έργων τους αποτελώντας απλώς φερέφωνα των θεών. Αν ανατρέξουμε στα ίδια τα ομηρικά έπη, θα δούμε ότι ξεκινούν με επίκληση στη Μούσα, έναν ελιγμό, ωστόσο, με εντελώς διαφορετικές συμπαραδηλώσεις από αυτές, που τού αποδίδει ο Πλάτωνας. Για τον αρχαίο ποιητή η Μνημοσύνη και οι κόρες της, οι Μούσες, δεν συνεπάγονταν την έλλειψη λογικής και γνώσης. Αντίθετα, ήταν η εγγύηση της τέχνης τους, καθώς η τελευταία βασιζόταν στη μνήμη. Στον Ησίοδο, οι Μούσες του Ελικώνα ήταν πιο προσωπική εμπειρία αλλά το νόημά τους δεν ήταν πολύ διαφορετικό. Χάρη σε αυτές απέκτησε την ποιητική τεχνική και γνώση. Ο Πίνδαρος πίστευε επίσης στην ποιητική έμπνευση αλλά όχι και ότι αυτή χαρακτηρίζεται από έλλειψη λογικής. Ενθουσιασμός ως αντίθετο της τέχνης και του λόγου εμφανίζεται για πρώτη φορά σε απόσπασμα του Δημόκριτου (Β 18 Diels) και στον Ίωνα. Έτσι, η παράδοση ως σύνολο απέχει πολύ από την διχοτόμηση του Πλάτωνα σε έμπνευση και λόγο. Ότι επηρεάστηκε από το Δημόκριτο είναι πιθανό αλλά όχι βέβαιο. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ο σωκρατικός του προσανατολισμός, που δεν αφήνει πραγματικό χώρο για την ποίηση σε μια ζωή που στο επίκεντρό της βρίσκεται ο λόγος[14].
Ο ποιητής παρουσιάζεται ως ο «ενδιάμεσος», ο «μεσάζοντας» μεταξύ θεών και ανθρώπων. O θεός καταλαμβάνει τον ποιητή (536b1: «ἔχεται») και η κατάληψη συγκρίνεται με έναν μαγνήτη (533d2-e2). Μέσω της σύνδεσης ο ποιητής κάνει τη δημιουργική δύναμη των Μουσών δική του, αλλά χάνει τη δική του ταυτότητα. Η ατομική ταυτότητα είναι εδώ συνώνυμη με τον λόγο κι εφόσον ο ποιητής βρίσκεται υπό κατάληψη, χάνει τόσο την αυτοσυνειδησία όσο και τον αυτοέλεγχό του, γίνεται ένα άνευ συνείδησης όργανο του θείου. [15]Από αυτή την ιδέα ο Πλάτωνας θα περάσει στην Πολιτεία στην ιδέα της μίμησης. Και οι δυο απόψεις έχουν έναν κοινό παρονομαστή: ο ποιητής χαρακτηρίζεται από έλλειψη γνώσης και η δραστηριότητά του δεν αποσκοπεί στην αλήθεια. Εντούτοις, εμφανίζουν και διαφορές: ο ποιητής ως ενδιάμεσος, αν και δεν στοχεύει να πει αλήθειες, ενδέχεται να πει, αφού αποκαλύπτει άμεσα τη θεϊκή αλήθεια, ενώ ο ποιητής ως μιμητής, όχι, καθώς μιμείται αντίγραφα και όχι αληθινά όντα.[16]
Αξίζει, ωστόσο, να επισημανθεί η παρομοίωση του ποιητή με μια μέλισσα, η οποία εν αντιθέσει με την παρομοίωση με τον Πρωτέα, που ακολουθεί, αφήνει υπαινιγμούς και για μια δημιουργική διάσταση της ποίησης. Μια μέλισσα, που μας εφοδιάζει με μέλι, δεν μας δίνει απλώς ένα αντίγραφο της φύσης, αλλά το μετασχηματίζει σε κάτι ευεργετικό. Έτσι, και ο ποιητής, ο οποίος λαμβάνει τις δημιουργίες του από τις Μούσες, ενδέχεται να τις μεταμορφώσει και όχι απλώς να τις μεταφέρει, ίσως μάλιστα και να τις μεταμορφώσει σε κάτι ευεργετικό για το κοινό του.[17]
Ο Σωκράτης, δίχως να δώσει έμφαση σε αυτόν τον υπαινιγμό, συνεχίζει την τοποθέτηση του, ισχυριζόμενος ότι η άγνοια των ποιητών είναι της ίδιας τάξης με εκείνη των μάντεων και των χρησμοδοτών, εφόσον όλοι τους φαίνεται να συνδέονται με το θείο. Ο συσχετισμός δεν είναι τυχαίος, καθώς υπήρχαν ποιητές, οι οποίοι παρουσιάζονταν ως «προφήτες», που ερμήνευαν τους θεϊκούς λόγους.[18] Ο Πλάτωνας αρνείται από τους ποιητές μια διπλή λειτουργία[19] παρουσιάζοντας δια στόματος Σωκράτη την τέχνη και τη θεϊκή κατάληψη ως αμοιβαία αποκλειόμενες (533e6).[20] Οι ποιητές, όπως και οι μάντεις και οι χρησμοδότες, είναι απλώς οι ενδιάμεσοι που μεταφέρουν το θεϊκό μήνυμα.
ΟΙ ΡΑΨΩΔΟΙ
Όσον αφορά τη σχέση του ραψωδού με τον ποιητή συνάγεται ότι πρόκειται για «μια σχέση (συμ)παθητική, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι ο μαγνητισμός».[21] Ο Ίων κατά την απαγγελία βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης και μανίας, χάνει την αυτοσυνειδησία του και ομοιώνεται με τους ήρωες και την ψυχή του ποιητή. Η ικανότητα αυτή δεν είναι αποτέλεσμα γνώσης και εκμάθησης κάποιας τεχνικής ή μεθόδου, αλλά μοιάζει με αυτό που ο Πλάτων στην Πολιτεία θα χαρακτηρίσει «μίμηση».[22]. Οι ραψωδοί παρουσιάζονται ως ερμηνευτές των ερμηνευτών, απέχουν δηλαδή από το θεϊκό μήνυμα, όσο απέχει από την αλήθεια η τέχνη εν γένει, η οποία στην Πολιτεία παρουσιάζεται ως «μίμησις μιμήσεως».
Αξίζει, ωστόσο, να επισημανθεί το γεγονός ότι, μολονότι ο Ίων βρίσκεται σε αυτή την εκστατική κατάσταση, δεν είναι πράγματι εκτός εαυτού, τουλάχιστον όχι ολοκληρωτικά, καθώς μπορεί και εστιάζει στις αντιδράσεις του κοινού του. Στο σημείο αυτό και λαμβάνοντας υπόψη μας ότι σε αυτό το τμήμα του διαλόγου ο Σωκράτης εκθέτει τη δική του άποψη για το τι είδους τέχνη είναι η τέχνη του ραψωδού, θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε μια μικρή υποχώρηση, η οποία επιτείνεται ιδιαίτερα με τον παραλληλισμό του ποιητή με τη μέλισσα, η οποία έχει προηγηθεί.[23] Ο Σωκράτης αναγνωρίζει τη δυνατότητα διάδρασης των ραψωδών με το κοινό, η οποία, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητα προς όφελος του κοινού, καθώς ο ραψωδός, όπως και ο υποκριτής αποσκοπούν στη διέγερση των παθών των θεατών, αφού αυτή είναι και η κύρια πηγή των εσόδων τους (535e5-7).[24]
-536e-541e
Στο τρίτο τμήμα του διαλόγου ο Σωκράτης έχοντας προσεγγίσει την προέλευση της τέχνης του Ίωνα εστιάζει κυρίως στο περιεχόμενό της. Αρχικά (536e1-537c7), ζητώντας από τον Ίωνα να απαγγείλει το απόσπασμα της Ιλιάδας, όπου ο Νέστορας ζητά από τον γιο του Αντίλοχο να προσέξει στην αρματοδρομία προς τιμή του Πατρόκλου, τον ρωτά σχετικά με το περιεχόμενο του, αν κατάλληλος να κρίνει τα λόγια του Ομήρου θα ήταν ένας γιατρός ή ένας ηνίοχος. Οι συνομιλητές συμφωνούν ότι κατάλληλος θα ήταν ένας ηνίοχος, επειδή κατέχει την αντίστοιχη τέχνη και ο Σωκράτης επισημαίνει ότι σε κάθε τέχνη έχει δοθεί η δυνατότητα να γνωρίζει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο (537c6-7).[25] Ακολούθως, οι δυο συνομιλητές συμφωνούν ότι κάθε τέχνη είναι διαφορετική από τις υπόλοιπες, γιατί κάθε τέχνη συνεπάγεται γνώση άλλων πραγμάτων από τις υπόλοιπες (537d7-9)[26] και ότι κατ’ επέκταση, όποιος δεν κατέχει μια τέχνη, δεν είναι σε θέση να διακρίνει τα λεγόμενα ή πραττόμενα της τέχνης αυτής (538a7-9).[27]
Όταν λοιπόν ο Σωκράτης ρωτά τον Ίωνα, αν για τους στίχους που απήγγειλε, κατάλληλος θα ήταν να τους κρίνει ο ίδιος ή ένας ηνίοχος, ο Ίωνας απαντά πως θα ήταν ο ηνίοχος. Αντίστοιχα, απαγγέλοντας το απόσπασμα, όπου η Εκαμήδη, προσφέρει στον πληγωμένο Μαχάονα κυκεώνα να πιει, ο Σωκράτης ρωτά τον Ίωνα, αν κατάλληλος να κρίνει τα λόγια του Ομήρου θα ήταν ο ίδιος ή ένας γιατρός και ο Ίωνας απαντά πως θα ήταν ο γιατρός (538b14-c6), αλλά και για το απόσπασμα που πραγματεύεται μια πτώση στο βυθό ότι κατάλληλος θα ήταν να μιλήσει ο ψαράς (538c6-d6). Ακολούθως, ο Σωκράτης αναφέρεται σε αποσπάσματα τόσο από την Οδύσσεια όσο και από την Ιλιάδα, για τα οποία κατάλληλοι να τα προσεγγίσουν, θα ήταν οι μάντεις (538d7-539d4). Ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του, αποστρέφεται στον ραψωδό και του ζητά να του αναφέρει αποσπάσματα, για τα οποία ο ίδιος θα ήταν ο κατεξοχήν αρμόδιος να μιλήσει. Ο Ίων τού απαντά πως θα ήταν για όλα (539e7) και, όταν ο Σωκράτης του υπενθυμίζει ότι σε κάθε τέχνη αντιστοιχεί ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, ο ίδιος ισχυρίζεται ότι αντικείμενο της δικής του τέχνης θα ήταν να μιλήσει για ό,τι αρμόζει να πει ένας άνδρας, μία γυναίκα, ένας δούλος, ένας ελεύθερος, ένας υπήκοος, ένας άρχοντας (540b4-6). Ο Σωκράτης τον αντικρούει δεικνύοντας ότι καθένας από αυτούς για τους οποίους ισχυρίστηκε ότι είναι αρμόδιος να μιλήσει, διαθέτει και κάποια άλλη ιδιότητα, που τον χαρακτηρίζει, η οποία αποτελεί αντικείμενο μιας άλλης τέχνης.
Στο ερώτημα του φιλοσόφου, που ακολουθεί, αν δηλαδή ο Ίων θα ήταν αρμόδιος να μιλήσει για τις παροτρύνσεις που δίνει ένας στρατηγός στους στρατιώτες του, ο τελευταίος απαντά καταφατικά. Ο Σωκράτης τού επισημαίνει ότι θα ήταν ικανός να μιλήσει για τα στρατιωτικά ζητήματα, όχι ως ραψωδός αλλά ως στρατηγός (540d1-e12). Και, όταν ο Ίων ισχυρίζεται ότι η ραψωδική τέχνη και η τέχνη του στρατηγού είναι μία, ο φιλόσοφος οδηγεί τον συνομιλητή του να υποστηρίξει ότι, μολονότι όποιος είναι καλός ραψωδός είναι ταυτόχρονα και καλός στρατηγός, vice versa δεν φαίνεται να ισχύει. Έτσι, ο Ίων διατείνεται ότι είναι ο καλύτερος στρατηγός των Ελλήνων και, όταν ο Σωκράτης τον ρωτά, για ποιο λόγο δεν γίνεται και στην πράξη, ο ραψωδός τού αποκρίνεται ότι αφενός η πατρίδα του δεν έχει ανάγκη από κάποιον στρατηγό και αφετέρου η Σπάρτη και η Αθήνα δεν θα τον επέλεγαν, γιατί έχουν ήδη δικούς τους, ισχυρισμό τον οποίο ο Σωκράτης διαψεύδει αναφέροντας ονόματα μη Αθηναίων, στους οποίους η Αθήνα είχε αναθέσει τη στρατηγία (540e13-541d7).
ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΡΑΨΩΔΟΙ
Στο τρίτο τμήμα του διαλόγου, ο Σωκράτης ασχολείται αποκλειστικά με το αντικείμενο της τέχνης του Ίωνα. Ο επιτονισμός που γίνεται στην κατοχή ενός γνωστικού αντικειμένου για κάθε τέχνη, εκτός από την άμεση αναφορά στη ραψωδική τέχνη, η οποία αναδεικνύεται ως τέχνη άνευ αντικειμένου, αποτελεί και έμμεση αναφορά στους ποιητές και ειδικά στον Όμηρο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από ποικίλες περιγραφές, που καλύπτουν ένα μεγάλο εύρος τεχνών: από μάντεις και ορνεοσκόπους έως δούλες, ύφανση και ιατρική. Ο Πλάτωνας, όπως αντιλαμβανόμαστε μέσα από μεταγενέστερα έργα του και ιδίως από την Πολιτεία, υπήρξε υπέρμαχος της εξειδίκευσης, προτάσσοντας ως ορισμό της δικαιοσύνης το «τὰ ἑαυτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν» (433a). Στην άποψη περί έμμεσης αναφοράς στην ποίηση συνηγορεί και το γεγονός ότι, μολονότι ο Σωκράτης σπεύδει μόνος του να αναφέρει αποσπάσματα δεικτικά του αντικειμένου της μαντικής τέχνης, δεν κάνει καμία αναφορά στην ποίηση, η οποία προηγουμένως είχε παρουσιαστεί μαζί με την μαντική και τη ραψωδική τέχνη μεταξύ των θεόπνευστων τεχνών.
Κατά την εξέλιξη του διαλόγου, ο Ίων υποστηρίζει ότι αντικείμενο της τέχνης του είναι μιλήσει για όλα τα αποσπάσματα του Ομήρου (539e7). Με αφορμή αυτή τη δήλωση, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Σωκράτης επιχειρεί να δείξει την «ανυπαρξία» της τέχνης του συνομιλητή του. Κάποιος, ωστόσο, θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι, όπως ένας ραψωδός ή γενικότερα, όπως ένας ποιητής καλύπτει ένα τόσο ευρύ γνωστικό φάσμα, έτσι κι ένας φιλόσοφος, κι εν προκειμένω ο Σωκράτης, κάνει το ίδιο. Μια τέτοια επισήμανση εγείρει άμεσα το ερώτημα, γιατί στην περίπτωση του φιλοσόφου να δεχτούμε ότι είναι κάτοχος μιας τέχνης, ενώ ο ραψωδός και ο ποιητής όχι.[28] Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο φιλόσοφος αποσκοπεί στην αλήθεια εφαρμόζοντας καθολικές αρχές και κατανοώντας τα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα, ενώ ο ποιητής και ο ραψωδός αποσκοπούν στην αληθοφάνεια δίχως να ακολουθούν κάποια μέθοδο και αγνοώντας το περιεχόμενο των επιμέρους αντικειμένων.[29] Ειδικότερα, ο Σωκράτης δεν παρουσίασε ως αντικείμενο της τέχνης του όλα όσα οικειοποιήθηκε ο Ίωνας για τη δική του. Αντίθετα, ο Ίωνας είναι αυτός που ισχυρίζεται ότι η τέχνη του και η τέχνη του στρατηγού ταυτίζονται, μολονότι όλα όσα ο ίδιος γνωρίζει για τη στρατηγεία προέρχονται από τα ομηρικά έπη και όχι από το πεδίο της μάχης (641b6-7). Με την «παραστατική και αναλογική ομοίωση», στην οποία προβαίνει ο ραψωδός, ο Πλάτωνας προετοιμάζει το έδαφος για την έκθεση της δικής του φιλοσοφικής θέσης, που βασίζεται στο λόγο και στη γνώση της ουσίας και όχι της όψης των πραγμάτων.[30]
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Με τον Ίωνα ο Πλάτωνας κάνει τα πρώτα βήματα διάκρισης ποιητικού και φιλοσοφικού λόγου. Δεικνύει τις βασικές αδυναμίες του πρώτου και θέτει τις βάσεις για την πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση του θέματος στην Πολιτεία. Στον συγκεκριμένο διάλογο τονίζεται η ανάγκη γνώσης ενός αντικειμένου στο σύνολό του, προκειμένου κάποιος να είναι ικανός να προβεί σε κριτική του. Οι ραψωδοί, όπως προκύπτει από τον Ίωνα, και οι σοφιστές, όπως προκύπτει από άλλους πλατωνικούς διαλόγους, αναδεικνύονται ακατάλληλοι για ένα τέτοιο εγχείρημα. Τίθενται έτσι οι βάσεις για την κριτική της ποίησης, που οι φιλόσοφοι θα κληθούν να αναλάβουν στην ιδανική πολιτεία. Ακόμη, εμφανίζεται η πρακτική της μίμησης, η οποία στα μεταγενέστερα πλατωνικά έργα θα αποτελέσει μια από τις βασικές έννοιες για την προσέγγιση της ποίησης. Στον εν λόγω διάλογο, ωστόσο, η μίμηση δεν φαίνεται να χαρακτηρίζει τους ίδιους τους ποιητές, αλλά όσους αναπαράγουν τα έργα των τελευταίων.
Όσον αφορά την ποίηση, αν και δεν βρίσκεται στο επίκεντρο του διαλόγου, καθώς, όπως υποστηρίχθηκε στο επίκεντρο εντοπίζεται η κριτική της από μη ποιητές, προσεγγίζεται από τους συνομιλητές και παρουσιάζεται ως απότοκο θεϊκής κατάληψης και μανίας. Οι ποιητές δεν διαθέτουν κάποια γνώση, αλλά αποτελούν φερέφωνα των θεών. Ιδιαίτερη σημασία έχει ο επιτονισμός της ενασχόλησης καθενός με ένα μόνο αντικείμενο, άποψη βαρύνουσας σημασίας, όπως θα αναδειχθεί κατά την οικοδόμηση της ιδανικής πολιτείας. Εξίσου σημαντική είναι η υποχώρηση, που κάνει ο πλατωνικός Σωκράτης, παρομοιάζοντας τους ποιητές με μέλισσες, καθώς η δημιουργική διάσταση, που τους αναγνωρίζεται, θα μπορούσε να συσχετιστεί με τις «υποχωρήσεις» του τρίτου βιβλίου της Πολιτείας, όπου δεν αποκλείεται το σύνολο της μίμησης, αλλά επιτρέπεται η μίμηση ηθικών συμπεριφορών και καλών πράξεων.
Συνεπώς, ο Ίων, αν και μικρός πλατωνικός διάλογος, φαίνεται να συνιστά ένα έργο έκθεσης βασικών για την πλατωνική σκέψη ζητημάτων σε πρώιμο, ωστόσο, στάδιο επεξεργασίας. Αποτελεί, θα λέγαμε, μια «εισαγωγή» για την προσέγγιση της ποίησης από τον φιλόσοφο, η οποία σε μεταγενέστερα στάδια, θα ολοκληρωθεί διατηρώντας τις βάσεις, οι οποίες ήδη από τον Ίωνα έχουν τεθεί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Capuccino, C., (2011): «Plato’ s Ion and the Ethics of Praise». Plato and the Poets (επιμ. P. Destree, Fr.-Gr. Herrmann). Leiden: Brill, σ. 63-92.
- Collobert, C., (2011): «Poetry As Flawed Reproduction: Possesion and Mimesis». Plato and the Poets (επιμ. P. Destree, Fr.-Gr. Herrmann). Leiden: Brill, σσ. 41-62.
- Dorter, K., (1973): «The Ion: Plato’s Characterization of Art». The Journal of Aesthetics and Art Criticism, τ. 32, σσ. 65-78.
- Else, G. F. (1958), « “Imitation” in the Fifth Century». Classical Philology, τ.53, σσ. 73-90.
- Gonzalez, Fr. J., (2011): «The Hermeneutics of Madness: Poet and Philosopher in Plato’ s Ion and Phaedrus». Plato and the Poets (επιμ. P. Destree, Fr.-Gr. Herrmann). Leiden: Brill, σ. 93-110.
- LaDriere, Cr., (1951): «The Problem of Plato’ s Ion». The Journal of Aesthetics and Art Criticism, τ. 10, σσ. 26-34.
- Montanari, Fr., (2008), Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας (μτφρ. Σπ. Κουτράκης, Δ. Κουκουζίκα, Κ. Σίββα). Θεσσαλονίκη: Univeristy Studio Press 2010.
- Murray, P. (1997): Plato on Poetry. Ion; Republic 376e-398b9; Republic 595-608b10. Cambridge, Cambridge University Press.
- Weineck, S. M., (1998): «Talking About Homer: Poetic Madness, Philosophy, and the Birth of Criticism in Plato’s Ion». Arethusa, τ. 31, σσ. 19-42.
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ράγκος Σπ., «Ίων». Εγκυκλοπαίδεια του Πλάτωνα. Διαθέσιμο στη διαδικτυακή διεύθυνση ΕΔΩ: (Ανάκτηση: 10-9-2017).
- Καλέρη Αικ., «Αισθητική. Ποίηση και ποιητική τέχνη : Πλάτωνος 'Ιων». Πανεπιστήμιο Πατρών. Έκδοση: 1.0. Αθήνα 2014. Διαθέσιμο στη δικτυακή διεύθυνση: ΕΔΩ (Ανάκτηση: 10-9-2017).
ΣΧΟΛΙΑ
[1] Ράγκος Σπ.,«Ίων», Η εγκυκλοπαίδεια του Πλάτωνα
[2] Capuccino.C (2011) : 84.
[3] Montanari Fr. (2010): 439.
[4] Capuccino C. (2011): 85.
[5].Ο Ίων αναδεικνύεται μέσα από το διάλογο χαρακτηριστικός εκπρόσωπός τους, καθώς δεικνύεται ότι δεν είναι δεινός συνομιλητής, αλλά μάλλον προτιμά να ασκεί την τέχνη του, η οποία εντούτοις φαίνεται να συνιστά απλή μετάδοση μηνυμάτων, τα οποία ο ίδιος δεν έχει κατανοήσει, κι έτσι δεν είναι σε θέση να εξηγήσει ούτε αυτά ούτε και το ακριβές αντικείμενο της τέχνης του.
[6] Dorter K. (1973): 65-66.
[7] Για τον όρο τέχνη βλ. Καλέρη Αικ. (2015)στο https://eclass.upatras.gr/courses/PHIL1824/. : «Με τον όρο «τέχνη» εδώ εννοείται μια ικανότητα που απορρέει και συνδέεται με κάποιου είδους γνώση, όπως τον χρησιμοποιούμε έως σήμερα όταν μιλάμε για την τέχνη του ξυλουργού, του υδραυλικού, του μάγειρα. Στην αρχαία ελληνική χρήση η έννοια αυτή περιλαμβάνει όλα τα επιτηδεύματα που ασκούνται συστηματικά για συγκεκριμένους πρακτικούς σκοπούς. Ο όρος της συστηματικότητας σημαίνει, ότι η άσκησή τους προϋποθέτει κάποιου είδους γνώση με κάποια γενικευτική ισχύ, που να επιτρέπει την εφαρμογή κάποιων τεχνικών κανόνων και να είναι διδακτή τουλάχιστον με πρακτική μαθητεία. Έτσι, εκ πρώτης όψεως και στην κοινή χρήση της γλώσσας, τέχνες είναι δραστηριότητες όπως του οικοδόμου, του κυνηγού αλλά και του στρατηγού, του πολιτικού του ιατρού, κατ’ αναλογία και του ραψωδού, του ποιητή κλπ.). Ο Πλάτων στους διαλόγους του, όπως ιδίως στον Σοφιστή και στην Πολιτεία, επιχειρεί διαιρέσεις των τεχνών βάσει διαφόρων κριτηρίων, που αφορούν είτε στην σχέση των τεχνών με την φύση (παραγωγικές, αποθησαυριστικές κλπ.), είτε στην σχέση τους με την αλήθεια (δημιουργικές, μιμητικές κλπ.). Δεν υπάρχει μια ενιαία συστηματική της κατάταξης. Στον διάλογο Ίων η αντιδιαστολή γίνεται μεταξύ εκείνων των τεχνών που σχετίζονται με τους ποιητές και όλες τις άλλες συστηματικές και εξειδικευμένες δραστηριότητες του ανθρώπου που απαιτούν κάποια γνώση. Επίσης δεν γίνεται ουσιώδης διάκριση μεταξύ εμπειροτεχνικής γνώσης και επιστήμης, διότι από κοινού αντιδιαστέλλονται όλες οι δραστηριότητες που σχετίζονται και απαιτούν γνώσεις με την τέχνη των ποιητών και των ραψωδών».
[8] Weineck S. M. (1998): 32.
[9] Στον διάλογο ο όρος «ποιητής» αναφέρεται όχι μόνο στους κατεξοχήν ποιητικούς δημιουργούς, αλλά συμπεριλαμβάνει και όσους μιλούν για την ποίηση ( «λέγειν πέρι..»). Βλ. Capuccino c. (2011): 90.
[10] LaDriere Cr. (1951): 27, Weineck S. M. (1998): 19-41.
[11] Francisco J. Gonzalez Fr. J. (2011): 107-108.
[12] «οὐκοῦν ἐν κεφαλαίῳ λέγομεν ὡς ὁ αὐτὸς γνώσεται ἀεί, περὶ τῶν αὐτῶν πολλῶν λεγόντων, ὅστις τε εὖ λέγει καὶ ὅστις κακῶς».
[13] 532b10-532d4: «οὐκοῦν ἐπειδὰν λάβῃ τις καὶ ἄλλην τέχνην ἡντινοῦν ὅλην»
532d1-4: «ὁ αὐτὸς τρόπος τῆς σκέψεως ἔσται περὶ ἁπασῶν τῶν τεχνῶν».
[14] Else G. F. (1986): 6-9.
[15] Murray P. (1997): 7.
[16] Η άγνοια του ποιητή ως μεσάζοντα, δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι ψεύδεται, εφόσον όλα όσα λέει παρουσιάζονται ως απότοκο της θεϊκής κατάληψης. Βλ. Collobert C. (2011): 42.
[17] Dorter Κ. (1973):71-74.
[18] Ο Πίνδαρος ισχυριζόταν ότι ήταν προφήτης (Παιάνας 6.6) και μάντης (fr. 94a5 Snell). Βλ. Collobert C. (2011): 44.
[19] Διπλή λειτουργία: (α) θεϊκά εμπνεόμενοι και φορείς του θείου μηνύματος, και (β) ερμηνευτές του εν λόγω μηνύματος.
[20] «οὐκ ἐκ τέχνης ἀλλ’ ἔνθεοι ὄντες».
[21] Καλέρη Αικ.,«Αισθητική. Ποίηση και ποιητική τέχνη : Πλάτωνος 'Ιων», Πανεπιστήμιο Πατρών στο: https://eclass.upatras.gr/courses/PHIL1824/.
[22] «Οὐκοῦν τό γε ὁμοιοῦν ἑαυτὸν ἄλλῳ ἢ κατὰ φωνὴν ἢ κατὰ σχῆμα μιμεῖσθαί ἐστιν ἐκεῖνον ᾧ ἄν τις ὁμοιοῖ;» (Πολιτεία 393c 5-6).
[23]Στο σημείο αυτό ο Κenneth Dorter βλέπει μια θετική προσέγγιση της τέχνης εν γένει. Θεωρεί ότι αναγνωρίζεται στην τέχνη η δυνατότητα έμπνευσης των θεατών, μέσα από τη μεταμόρφωση και τον εξευγενισμό του κόσμου, που η τέχνη, σαν μια μέλισσα, επιτυγχάνει. Βλ. Dorter Κ. (1973):71-74.
[24] «ὡς ἐὰν μὲν κλάοντας αὐτοὺς καθίσω, αὐτὸς γελάσομαι ἀργύριον λαμβάνων, ἐὰν δὲ γελῶντας αὐτὸς κλαύσομαι ἀργύριον ἀπολλύς».
[25] «οὐκοῦν ἑκάστῃ τῶν τεχνῶν ἀποδέδοταί τι ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἔργον οἴᾳ τε εἶναι γιγνώσκειν».
[26]: «ἆρα ὥσπερ ἐγὼ τεκμαιρόμενος, ὅταν ἡ μὲν ἑτέρων πραγμάτων ᾖ ἐπιστήμη, ἡ δ’ ἑτέρων, οὕτω καλῶ τὴν μὲν ἄλλην, τὴν δὲ ἄλλην τέχνην».
[27] «οὐκοῦν ὅστις ἂν μὴ ἔχῃ τινὰ τέχνην, ταύτης τῆς τέχνης τὰ λεγόμενα ἢ πραττόμενα, καλὥς γιγνώσκειν οὐχ οἷος τ’ ἔσται;».
[28] Gonzalez Fr. (2011): 93-99.
[29] Dorter Κ. (1973): 69-71.
[30] Καλέρη Αικ.,«Αισθητική. Ποίηση και ποιητική τέχνη : Πλάτωνος 'Ιων», Πανεπιστήμιο Πατρών ΕΔΩ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ σας γνωστοποιεί ότι είναι ευπρόσδεκτες τυχόν αναφορές προβλημάτων, ιδέες σχετικά με λειτουργίες του ιστοτόπου και γενικά σχόλια. Στο "ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ" εν γένει ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το www.filologos-hermes.info ουδεμία νομική ή άλλη ευθύνη φέρει.