τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
φιλολόγου
Ο λόγος περί των εγκλίσεων και δή αυτών της Υποτακτικής και Προστακτικής. Τι είναι Έγκλισις; Ο Τριανταφυλλίδης δίδει έναν άστοχον μάλλον ορισμόν. «Έγκλισις» λέγει «είναι η μορφή που λαμβάνει το ρήμα για να φανερώση πώς θέλουμε να παρουσιάσουμε αυτό που σημαίνει το ρήμα». Καταλαβαίνει κανείς κάτι; Ας δούμε παρακάτω πώς αυτό επεξηγείται.
Οι εγκλίσεις είναι μόλις τρείς λέγει, ήτοι η Οριστική, η Υποτακτική και η Προστακτική. Η Οριστική παριστάνει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν κάτι το βέβαιον και το πραγματικόν
Π.χ Ο ήλιος λάμπει
Η Υποτακτική παριστάνει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν κάτι που θέλουμε ή περιμένουμε να γίνη.
Π.χ Ας παίξουμε (= θέλω να παίξουμε) – Όταν έρθουν οι διακοπές, θα πάμε εξοχή (= περιμένω να έρθουν οι διακοπές)
Τέλος η Προστακτική παριστάνει αυτό που σημαίνει το ρήμα σαν προσταγή, επιθυμία, ευχή.
Π.χ Φύγε – Άκουσέ με – Βοήθησέ με θεέ μου.
Τώρα πάνω κάτω κατανοούμε τι ήθελε να πή με εκείνο το «φανερώνει πώς θέλουμε να παρουσιάσουμε αυτό που σημαίνει το ρήμα». Πρόκειται για μια παράσταση, πώς θέλουμε να παραστήσουμε το δηλωτικόν του ρήματος. Ωστόσο πάλιν άστοχον κρίνεται τούτο. Καλύτερον ήθελεν είναι να πούμε πως η Έγκλισις δεν είναι τίποτα άλλο από τον τύπον του ρήματος (= άλλη λέξις από το «παράστασις») ο οποίος δηλοί την ψυχικήν διάθεσιν του λέγοντος. Με αυτόν τον τρόπον νομίζω διαφωτίζεται καθαρότερα, ότι δηλώνεται με την έγκλισιν η ψυχική διάθεσις. Τι είναι η ψυχική διάθεσις θα πή κάποιος και δικαίως αφού όργανον «ψυχή» είναι τι ως μη αποδεκτό υλικώς ότι υπάρχει; Μα τίποτα άλλο από αυτό που δηλώνει ο αγγλικός όρος «mood» ή αλλοιώς «state of mind(=mental condition)», ήτοι η «πνευματική κατάστασις» του λέγοντος. Όταν εκφράζω μιαν επιθυμία, ο νούς μου εκείνην την στιγμή κυριαρχείται από τα «θέλω», όταν μιαν προσταγή από την διάθεσιν να επιβληθώ σε κάποιον ή κάτι ή να επιβάλλω την θέλησίν μου κτλ.
Ωστόσο ανεπιτυχές κρίνεται και η κατάταξις των ψυχικών διαθέσεων σε μόνον τρείς βασικές κατηγορίες ή εγκλίσεις. Υπάρχει και μία τέταρτη που δεν νομίζω ότι μπορεί να περικλεισθή σε καμία από τις παραπάνω τρείς αλλά δέον να κείται αυτοτελώς. Και αυτή είναι η Δυνητική Έγκλισις, ήτοι η διάθεσις εκείνη του λέγοντος που παριστάνει μιαν πράξιν ως δυνατήν
Π.χ θα ερχόταν (αν είχε λάβει την επιστολήν σου)
Αυτήν την διάθεσιν δεν την συμπεριέλαβε πουθενά ο Τριανταφυλλίδης. Άρα οι εγκλίσεις είναι τέσσερεις κι όχι τρείς. Άλλο όμως πρόβλημα προκύπτει την σήμερον υπό της συγχρόνου γλωσσολογίας. Ο όρος «έγκλισις» αμφισβητείται και προτείνεται αντί αυτού ο όρος «τροπικοί τύποι» του ρήματος. Και αυτό μεν είναι το λιγότερον. Υπάρχουν κι άλλα ζητήματα σπουδαιότερα από μιαν ονομασίαν. Λένε φερ’ ειπείν ότι οι μονολεκτικοί τύποι της Υποτακτικής δεν υπάρχουν αλλά και καλύτερα ότι η Ευκτική και Υποτακτική των αρχαίων δεν υπάρχουν πια. Ως προς αυτό το τελευταίο, το να πιστέψουμε ότι η Υποτακτική έγκλισις εχάθη οριστικώς εκφράζω τις αμφιβολίες μου. Πιστεύω δηλαδή ότι τεχνηέντως υποκρύπτεται, ενώ είναι εκεί υπαρκτή και αληθινή.
Αλλά ας δούμε πώς προκύπτει το πρόβλημα. Πως σχηματίζεται η Υποτακτική στα νέα ελληνικά; Η Υποτακτική έχει Ενεστώτα, Αόριστο και Παρακείμενο λέγει ο Τριανταφυλλίδης. Σχηματίζεται δε παίρνοντας μπροστά ένα από τα μόρια – να – ας ή έναν από τους συνδέσμους – για να, - όταν, - αν ή το απαγορευτικό – μη…
Π.χ - να μένει, - όταν φύγουμε, - αν κάθονται, - μην τρέχεις … ή κάποια παραδείγματα στους χρόνους – να γράφω, - να γράψω, - να έχω γράψει.
Δεν ξεκαθαρίζει ότι δεν υπάρχουν μονολεκτικοί τύποι της Υποτακτικής. Διότι εντάξει με τα μόρια – να και – ας … εκεί είναι εμφανές ότι η Υποτακτική είναι περιφραστικά σχηματισμένη… όμως με τους συνδέσμους; Δηλαδή στο ανωτέρω παράδειγμα
«Όταν έρθουν οι διακοπές, θα πάμε εξοχή»
ο σύνδεσμος «όταν» είναι για να εισάγη Υποθετική δευτερεύουσα πρόταση ή για να σχηματίση περιφραστικώς την Υποτακτική; Μα ασφαλώς το πρώτο. Ο σύνδεσμος εισάγει δευτερεύουσα πρόταση και κει το «έρθουν» είναι μονολεκτικός τύπος της Υποτακτικής.
Κλίνω το ρήμα «έρχομαι»
[ΕΝ] (ΟΡ.) έρχομαι/'ρχομαι (ΥΠΟΤ.) έρχωμαι / να έρχομαι / να 'ρχομαι (ΠΡΟΣΤ.) – (ΔΥΝ.) θα ερχόμουν
[ΠΡΤ] ερχόμουν / 'ρχόμουν/ 'ρχόμουνα/ ηρχόμην/ ερχόμουνα
[ΜΕΛ] θα έρχομαι/θα 'ρχομαι
[ΑΟΡ] (ΟΡ.) ήλθα/ήρθα/'ρθα (ΥΠΟΤ.) να έλθω/να έρθω/να 'ρθω (ΠΡΟΣΤ.) έλα (ΔΥΝ) θα ερχόμουν
[ΑΟΡ. Β] (ΟΡ.) ήλθον (ΥΠΟΤ.) (έλθω/ έρθω) - (ΠΡΟΣΤ.) ελθέ
[ΠΡΚ] (ΟΡ.) έχω έλθει/έχω έρθει/έχω 'ρθει (ΥΠΟΤ.) να έχω έλθει/να έχω έρθει/να έχω 'ρθει (ΠΡΟΣΤ.) – (ΔΥΝ) θα είχα έρθει
Τον βλέπουμε τον μονολεκτικό τύπο στον ΑΟΡ Β της Υποτακτικής; «έλθω/ έρθω». Αλλά και στον ενεστώτα το παράδειγμά μας ήθελεν μετασχηματισθεί ως εξής:
«Όταν έρχωνται οι διακοπές, εμείς πηγαίνουμε εξοχήν»
Δεν κατανοώ γιατί λοιπόν δεν υπάρχει για μερικούς μονολεκτικός τύπος Υποτακτικής και σύμφωνα με την παρότρυνσή τους «πρέπει επιτέλους να συμφωνήσουμε ότι δεν υπάρχει». Ξέρετε που υπάρχει η σύγχυσις; Εις τα θεματικά φωνήεντα. Εξηγούμαι. Το «ε» και το «ο» από τα οποία αρχίζουν όλες σχεδόν οι καταλήξεις του ενεργητικού και μέσου ενεστώτος και παρατατικού και ενεργητικού αορίστου β εις την οριστικήν λέγονται θεματικά φωνήεντα της οριστικής
Π.χ – λέγ-ο-με, - λέγ-ε-τε, - έλ-ε-γες, - έμαθ-ε-ς κτλ
Ε λοιπόν αυτά τα θεματικά φωνήεντα στην Υποτακτική είναι αντίστοιχα «η» και «ω». Το γνωρίζομεν από την Αρχαία, το έχομεν κληρονομήσει. Το μεν «η» αντιστοιχεί εις το «ε» της οριστικής, το δε «ω» εις το «ο» αυτής
Π.χ – λέγ-ο-με … λέγ-ω-με, λέγ-ε-τε… λέγ-η-τε
Προσέξατε πως έγραψα ορθογραφικώς το παράδειγμα που σας έδωσα ανωτέρω
«Όταν έρχωνται οι διακοπές, εμείς πηγαίνουμε εξοχήν» και όχι «Όταν έρχονται οι διακοπές, εμείς πηγαίνουμε εξοχήν»…
Τι συμβαίνει λοιπόν με τούτα τα θεματικά φωνήεντα; Προσέξατε το εξής.
ΔΕΔΟΜΕΝΟΝ 1
Δύναται στην ν.ε εις την υποτακτικήν αντί του θεματικού φωνήεντος «η» να χρησιμοποιείται το θεματικόν φωνήεν της οριστικής «ε». Πού; Αρχικώς σίγουρα στο β πληθυντικό πρόσωπον.
Π.χ αντί να λύ(ν)-ητε… να λύ(ν)-ετε
Δηλαδή
[ΕΝ]
(ΟΡΙΣΤΙΚΗ) λύνω, λύνεις, λύνει, λύνομε, λύνετε, λύνουν
(ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ) (ίνα) λύνω, λύνης, λύνη, λύνωμε, λύνητε (και λύνετε), λύνωσι
[ΑΟΡ]
(ΟΡΙΣΤΙΚΗ) έλυσ-α, έλυσ-ες, έλυσ-ε, λύσ-αμε, λύσ-ατε, έλυσ-αν
(ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ) λύσ-ω, λύσ-ης, λύσ-η, λύσ-ωμε, λύσ-ητε (και λύσ-ετε), λύσ-ουν
ΤΟΥΤΟ είναι και που κάνει όλην την ζημιά. Με το να δοθεί μια τέτοια δυνατότης, παραχώρησις στο «ε» της οριστικής από το «η» αρχικώς στο β πρόσωπον του πληθυντικού, φαίνεται ότι παρέσυρεν και τα πρόσωπα του ενικού, ήτοι το β και γ ενικού, ώστε τελικώς να έχωμεν ως κάτωθι
[ΕΝ]
(ΟΡΙΣΤΙΚΗ) λύνω, λύνεις, λύνει, λύνομε, λύνετε, λύνουν
(ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ) (για να) λύνω, λύνης(και λύνεις), λύνη(και λύνει), λύνωμε, λύνητε (και λύνετε), λύνωσι
[ΑΟΡ]
(ΟΡΙΣΤΙΚΗ) έλυσ-α, έλυσ-ες, έλυσ-ε, λύσ-αμε, λύσ-ατε, έλυσ-αν
(ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ) λύσ-ω, λύσ-ης(και λύσ-εις), λύσ-η(και λύσ-ει), λύσ-ωμε, λύσ-ητε (και λύσ-ετε), λύσ-ουν
Κάτι αντίστοιχον φαίνεται να συνέβη ύστερα και με το «ω». δηλαδή φαίνεται κι αυτό να παραχώρησεν εξουσίαν εις το φωνήεν «ο» της οριστικής.
ΔΕΔΟΜΕΝΟΝ 2
Έχοντας το ανωτέρω υπόψιν μας ας πω και πως σχηματίζεται και η Προστακτική για να συνειδητοποιήσωμε κάποια πράγματα βάσει αυτής για την Υποτακτική, αφού επαναδιατυπώσω για ακόμα μία φορά πλήρως πώς σχηματίζονται οι περιφραστικοί τύποι του ρήματος.
Για περιφραστικούς τύπους του ρήματος λοιπόν χρησιμοποιούνται:
· Τα μόρια θα, να και ας
· Τα ρήματα ἐχω, είμαι και θέλω τα οποία είναι γνωστά και ως βοηθητικά
Στον Ενεστώτα και στον Αόριστον εν γένει κατά το πλείστον σχηματίζονται τύποι της προστακτικής μονολεκτικώς. Δύνανται όμως στα νέα ελληνικά να υπάρξουν και περιφραστικοί τύποι. Αυτοί είναι οι του τρίτου προσώπου ενικού και πληθυντικού. Ούτοι σχηματίζονται δια του μορίου «ας» ή του «να» και των αντιστοίχων τύπων της υποτακτικής των αυτών χρόνων
Π.χ
(λύω) ας λύη ή να λύη – ας λύωσι ή να λύωσι
(λύομαι) ας λύηται ή να λύηται – ας λύωνται ή να λύωνται
(έλυσα) ας λύση ή να λύση – ας λύσωσι ή να λύσωσι
(ελύθην) ας λυθή ή να λυθή – ας λυθώσι ή να ληθώσι
(έμαθον) ας μάθη ή να μάθη - ας μάθωσι ή να μάθωσι
(εστράφην) ας στραφή ή να στραφή – ας στραφώσι ή να στραφώσι
Περιφραστικώς καθ’ όμοιον τρόπον δύναται να σχηματίζεται και το β πρόσωπον ενικού και πληθυντικού της προστακτικής του Ενεστώτος και του αορίστου
Π.χ ας λύης ή να λύης
Το μονολεκτικόν β ενικόν πρόσωπον της προστακτικής του μέσου και παθητικού Αορίστου του μεν πρώτου είναι μετά της καταλήξεως – σού
Π.χ εξηγή-σου, λυπή-σου, σκέ-ψου, συλλογί-σου, προσποιή-σου, παρουσιά-σου, βεβαιώ-σου
Και σπανιώτερα με την κατάληξιν –θητι
Π.χ εγέρ-θητι
Του δε αορ. Β’ είναι εν γένει το μονολεκτικόν σπανιώτατον, εκτός του αορ. Β ρημάτων των οποίων το ρηματικόν θέμα έχει χαρακτήρα χειλικόφωνον (π, β, φ) εις τα οποία δύναται το πρόσωπον τούτο να σχηματίζεται μετά της καταλήξεως –σου όπως εις τον αόρ. Α
Π.χ (εκρύ-βην) κρύ-ψου (=κρύβ-σου), (ενεγράφην) εγγρά-ψου (=εγγράφ-σου)
Συνήθως όμως το β ενικόν πρόσωπον τούτο της προστακτικής του μέσου και παθητικού αορίστου α ή β σχηματίζεται περιφραστικώς
Π.χ (συνεβουλεύθην) να συμβουλευθής, (ησπάσθην) να ασπασθής, (επεσκέφθην) να επισκεφθής, (ημύνθην) να αμυνθής, (επροφασίσθην) να προφασισθής, (ησχολήθην) να ασχοληθής, (ηντράπην) να εντραπής, (εστράφην) να στραφής
Ο Τριανταφυλλίδης λέγει χαρακτηριστικά για την Προστακτική… «η Προστακτική έχει ενεστώτα, αόριστο και σπάνια παρακείμενο. Στην παθητική φωνή έχει ξεχωριστούς τύπους , μονολεκτικούς, στον αόριστο. στον ενεστώτα όμως είναι σπάνιοι οι μονολεκτικοί τύποι. Οι τύποι που λείπουν αναπληρώνονται από την υποτακτική που παίρνει τότε το μόριο «να» ή «ας»"
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Είναι εμφανές ότι εκείνη η παραχώρησις του θεματικού φωνήεντος, του «η» της Υποτακτικής, στο «ε» της οριστικής, συμπαρέσυρε όλους τους περιφραστικούς τύπους με τα μόρια και ίσως και με τους σύνδεσμους, ώστε ακόμα και όταν η Προστακτική δανείζεται τύπους εκ της Υποτακτικής, να μην φαίνονται πουθενά αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, τα ξεχωριστά θεματικά της φωνήεντα πια και να κάνη πλείστους να θεωρούν ότι η έγκλισις απέθανεν. Μια απλή επαναφορά αυτών και υιοθέτησις αυτών από όλους πιστεύω θα πιστοποιήση, ότι η υποτακτική ως έγκλισις υπάρχει και είναι αληθινή ως αυτετελής ψυχική διάθεσις που δεν δύναται να υπερκαλυφθή από άλλες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Για την σύγχρονη προβληματική της Υποτακτικής με τα μόρια "να" και "ας" και της υποτακτικής εν γένει ιδέ κατωτέρω
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου