της
Ιωάννας Αρβανιτίδου
Πολλά έχουν γραφτεί κατά καιρούς για τα «Απόκρυφα Ευαγγέλια». Ωστόσο, δεν υπάρχουν μόνο απόκρυφα ευαγγέλια, αλλά και απόκρυφες Αποκαλύψεις, απόκρυφες Επιστολές, απόκρυφες Πράξεις Αποστόλων κ.α. Γι αυτό τον λόγο ο όρος «Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα» είναι ο πλέον δόκιμος γι αυτά τα κείμενα, τα περισσότερα από τα οποία είναι ανυπόγραφα, ενώ υπάρχουν και ορισμένα ψευδεπίγραφα.
Με τον όρο ψευδεπίγραφα εννοούνται τα κείμενα ο συγγραφέας των οποίων υπέγραψε με το όνομα κάποιου γνωστού καινοδιαθηκικού συγγραφέα και όχι με το δικό του, προσπαθώντας να προσδώσει κύρος στο κείμενο. Η Εκκλησία, εντοπίζοντας τα συγκεκριμένα κείμενα, τα χαρακτήρισε ψευδεπίγραφα. Όσον αφορά τους συγγραφείς αυτών των κειμένων, προστέθηκε το πρόθεμα "Ψευδο" μπροστά από όνομα με το οποίο υπέγραψαν, για να ξεχωρίζουν από τους γνήσιους συγγραφείς. Έτσι, για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι εκτός από το γνωστό Ευαγγέλιο του Ματθαίου, υπάρχει και το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου. Αντίστοιχα, υπάρχουν το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, το κατά Πέτρον και το κατά Θωμάν. Επίσης, σημαντικά είναι τα γνωστικά κείμενα, που βρέθηκαν το 1948 στο Nag Hammadi της Αιγύπτου, με σπουδαιότερο το κατά Φίλιππον ευαγγέλιο.
Τα Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα άρχισαν να εμφανίζονται τον 2ο αιώνα μ.Χ., με στόχο να καλύψουν τα "κενά" της Καινής Διαθήκης, κυρίως, όσον αφορά την παιδική ζωή της Θεοτόκου, τη γέννηση και την παιδική ζωή του Χριστού. Οι διάφορες Σύνοδοι της Εκκλησίας προσπαθώντας να αποκρυσταλλώσουν το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα έκριναν τα διάφορα κείμενα της εποχής και κατέληξαν στον κανόνα των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης, απορρίπτοντας τα υπόλοιπα ως ψευδεπίγραφα. Η σύνταξη του κανόνα αποδείχθηκε σύνθετο έργο, λόγω του συγγενούς ύφους και περιεχομένου των γνήσιων και των απόκρυφων κειμένων και διήρκησε περισσότερο από δύο αιώνες.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η Εκκλησία απέρριψε τα εν λόγω κείμενα, σκηνές αυτών απεικονίστηκαν σε πολλούς ναούς της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου, καθώς επίσης αποτυπώθηκαν σε πλήθος χειρογράφων της εποχής. Στις εν λόγω απεικονίσεις υπάρχουν τρεις σκηνές από τη ζωή της Θεοτόκου, οι οποίες αναπαρήχθησαν πολλάκις και έγιναν τόσο γνωστές, ώστε ελάχιστοι γνωρίζουν ότι προέρχονται από το απόκρυφο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου.
Η πρώτη σκηνή είναι το Γενέσιο της Θεοτόκου, όπου περιγράφεται με λεπτομέρειες η πληροφόρηση της Άννας ότι θα αποκτήσει παιδί. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διάλογος της Άννας με την μαία, η οποία της ανακοινώνει ότι γέννησε κορίτσι.
"…Εν τω μεταξύ συμπληρώθηκαν οι μήνες της και τον ένατο μήνα η Άννα
γέννησε. Ρώτησε τη μαία: «Τι γέννησα»; Και εκείνη της αποκρίθηκε:
«Κορίτσι». Είπε τότε η Άννα: «Η ψυχή μου σήμερα ευφράνθηκε όσο ποτέ
άλλοτε» και την έβαλε στο κρεβάτι. Όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες της, η
Άννα πλύθηκε, έδωσε στο παιδί της το μαστό της για να θηλάσει και την
ονόμασε Μαριάμ…".
Το Γενέσιο της Θεοτόκου ζωγραφίστηκε σε παρασελίδια μικρογραφία στο χαρτώο Κώδικα Λ164 της Μονής της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους.
Σε πρώτο επίπεδο εμφανίζεται η Άννα ανακεκλιμένη, φορώντας ποδήρη χιτώνα και μαφόριο. Δίπλα της στέκεται μια νεαρή θεραπαινίδα, η οποία κρατά ριπίδιο στο χέρι. Στο μέση ένα τραπέζι με διάφορα αγγεία και δεξιά του τραπεζιού μια κούνια με την Θεοτόκο ως σπαργανωμένο βρέφος. Σε δεύτερο επίπεδο, απεικονίζεται ο ασπασμός του Ιωακείμ και της Άννας.
Η δεύτερη σκηνή είναι Τα Εισόδια της Θεοτόκου, όπου περιγράφεται η είσοδος της Μαρίας στο Ναό, στον οποίο και αφιερώθηκε.
"…Όταν έγινε τριών χρόνων το κορίτσι, είπε ο Ιωακείμ: «Προσκαλέστε τις
αμόλυντες θυγατέρες των Εβραίων να πάρουν από μια λαμπάδα, που θα
κρατούν αναμμένη… ώσπου ανέβηκαν στο ναό του Κυρίου, όπου ο ιερέας την
υποδέχτηκε, την ασπάστηκε, την ευλόγησε…Ο ιερέας την έβαλε να καθίσει
στον τρίτο αναβαθμό του θυσιαστηρίου…".
Η σκηνή αποτυπώθηκε στον περγαμηνό Κώδικα 2 της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος του Αγίου Όρους, που χρονολογείται στον 12ο αιώνα.
Στο φύλλο 202α απεικονίζονται τα Εισόδια της Θεοτόκου. Ο μικρογράφος
απέδωσε μόνο τη σκηνή της προσελεύσεως της Μαρίας στο ναό, η οποία
πορεύεται προς τα δεξιά με τα χέρια σε δέηση. Τη συνοδεύουν οι γονείς
της Ιωακείμ και Άννα και ακολουθεί μια ομάδα παρθένων με αναμμένες
λαμπάδες. Στο δεύτερο επίπεδο υπάρχουν κτίσματα σε χρυσό βάθος.
Στο φύλλο 202β απεικονίζονται, επίσης, τα Εισόδια της Θεοτόκου. Σε αυτή
την παράσταση η Μαρία, την οποία ακολουθούν οι γονείς της Ιωακείμ και
Άννα, βρίσκεται στη μέση της παράστασης και κινείται προς τα δεξιά με τα
χέρια υψωμένα προς τον αρχιερέα, ο οποίος βρίσκεται μέσα στο ιερό και
τείνει τα χέρια του προς αυτήν. Πίσω από τον αρχιερέα, στους αναβαθμούς
του συνθρόνου, κάθεται η Μαρία, φορώντας τα ίδια ρούχα, με τα χέρια
υψωμένα προς τον άγγελο, ο οποίος πετά στο ύψος του ουρανού του
κιβωρίου. Τις μορφές πλαισιώνουν κτίσματα σε χρυσό βάθος.
Διαφορετικά αποτυπώθηκε η σκηνή των Εισοδίων της Θεοτόκου στον βομβυκινό και χαρτώο Κώδικα 412 της Μονής Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους, οποίος χρονολογείται στον 14ο αιώνα.
Αριστερά μπροστά από το χαμηλό τέμπλο εικονίζεται ο αρχιερέας
στρεφόμενος προς τα δεξιά τείνοντας το χέρι του προς την Θεοτόκο, η
οποία απλώνει, επίσης, τα χέρια της προς αυτόν. Ο Ιωακείμ και η Άννα
βρίσκονται πίσω από την Μαρία και τους ακολουθούν παρθένες. Επάνω
αριστερά, η Θεοτόκος κάθεται επάνω σε βαθμίδα και τείνει τα χέρια στον
ιπτάμενο άγγελο, ο οποίος κρατά ένα κομμάτι άρτου.
Η τρίτη σκηνή είναι η Μαρία που σπαργανώνει το βρέφος για να το προστατέψει, όταν ακούει ότι ο Ηρώδης έδωσε εντολή να σκοτώσουν όλα τα βρέφη από δύο χρονών και κάτω.
"…Όταν άκουσε η Μαριάμ ότι σκοτώνουν τα βρέφη, φοβισμένη πήρε το παιδί, το σπαργάνωσε και το έκρυψε σε ένα παχνί βοδιών…".
Στη σκηνή αποτυπώθηκε στον Κώδικα 14 της Μονής Εσφιγμένου, που χρονολογείται στον 11ο αιώνα.
Στο φύλλο 392α, μέσα στο κείμενο στην αριστερή στήλη, απεικονίζεται η
Μαρία να σπαργανώνει το Θείο Βρέφος. Η σκηνή τοποθετείται μέσα σε
βραχώδες σπήλαιο και η Θεοτόκος είναι στραμμένη προς τα δεξιά, δίπλα στη
φάτνη. Η μικρογραφία έχει χρυσό βάθος.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους.), τ. Α΄-Γ΄: εικονογραφημένα χειρόγραφα, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1991.
Ι. Καραβιδόπουλος, Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα. Απόκρυφα Ευαγγέλια, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1999.
Δ. Κουτσούκης, Απόκρυφα κείμενα Καινής Διαθήκης, Αθήνα 1993.
Α. Παλιούρας, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Αρχαιολογία, Ιωάννινα 2000.
E. de Strycker, La forme la plus ancienne du Protevangile de Jacques, Bruxelles 1961.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου