Νικολάου Γεωρ. Κατσούλη
- φιλολόγου
Πώς γίνεται θα αναρωτηθεί κανείς διαβάζοντας τα τρία προηγούμενα μέρη αυτού εδώ του άρθρου να υπάρξει σύνθεση λόγου αποτελουμένου από συναρμογή πραγμάτων αντιθέτων όπως φερ’ ειπείν η ύπαρξη μαζί των πρώτων λόγων και των υστέρων; Διότι τα λεγόμενα πρώτα δεν θα αντιφάσκουν με τα λεγόμενα έπειτα; Είπα όμως, ότι τέτοιοι λόγοι σύνθετοι, κεκρυμμένης τέχνης, διαθέτουν προλόγους και επιλόγους με έννοιες κοινές τόσο δια τον κατήγορον, όσον και για τον απολογούμενον, ενώ και η διήγησις τέτοιων λόγων, δηλαδή τα κυριώτερα και σπουδαιότερα γεγονότα της υποθέσεως είναι κοινή κι αυτή. Το μέρος δε το περί της Πίστεως, οι αποδείξεις του λόγου, ίσως ήθελεν είναι το δυσκολότερο μέρος εις το να δυνηθεί ο ρήτορας μιας τέτοιας κρυφίας τέχνης να συναρμόσει την πρωτολογία με την δευτερολογία σε ένα ή και τα επιχειρήματα του φεύγοντος με αυτά του διώκοντος ομού.
Σε αυτό το σημείο είναι που σας έφερα το παράδειγμα του Ευβοϊκού λόγου του Δίωνος του Χρυσοστόμου, αφού εμφανίζει ως τέχνασμα συναρμογής της πρωτολογίας και δευτερολογίας ενός δικανικού λόγου την αφήγηση για πρώτη φορά στην αρχαία ελληνική γραμματολογία. Ενώ συνήθως, έως τότε, ως τέχνασμα συναρμογής των μερών δύο ή και τεσσάρων λόγων σε ένα, στο σημείο της Πίστεως χρησιμοποιείται η χρήση των στρεφομένων ή ευδιαλύτων επιχειρημάτων, εκείνων δηλαδή των επιχειρημάτων που ο καθένας από τους διαδίκους, δύναται να χρησιμοποιήσει υπέρ του, εδώ σε αυτόν τον 7ο λόγο του ρήτορα της αυτοκρατορικής εποχής έχουμε την χρήση της αφηγήσεως ενός απλοϊκού ανθρώπου που αδυνατεί να αναπαραστήσει τους δικανικούς λόγους που άκουσε αλλά τους αφηγείται τάχα με όλην την αφέλεια ενός ανθρώπου που συγκράτησε μόνον τα σπουδαία αποσπάσματα τους – τις πίστεις αυτών – και βέβαια όσο μπόρεσε και με όποια σειρά.
Είδαμε την πρωτολογία του δημόσιου κατηγόρου στο προηγούμενο μέρος που κατά το μάλλον είχε εντός της και στοιχεία από την δευτερολογία αυτού. Πάμε αμέσως να δούμε την πρωτολογία του Συνηγόρου υπερασπίσεως, του απολογουμένου. Παραθέτω το αρχαίο κείμενο:
Ο συνήγορος του φεύγοντος τι λέγει εδώ; Ότι θα αποδείξει, ότι δεν αδικούν οι καλλιεργούντες, έστω και καταπιάνοντάς την, την γή που ήταν χέρσα προηγουμένως, αλλά απεναντίας είναι ορθό η πόλη να τους επαινέσει κι από πάνω. Για να δούμε το σκεπτικό του.
Στην ουσία τα επιχειρήματα του συνηγόρου δύνανται να συναθροισθούν στο εξής ένα: υπάρχει γή ανεκμετάλλευτος κάτι που είναι κακό για την εικόνα και τα έσοδα της πόλης και που πρέπει να αξιοποιηθεί όχι από κανέναν άλλον αλλά από τον φτωχό λαό με την συνδρομή της πολιτείας που θα πάρει υπέρ του φιλολαϊκά μέτρα.
Αν θυμηθούμε τώρα τον λόγο του κατηγόρου που είχε προηγηθεί, αλήθεια νομίζει κανείς ότι ο συνήγορος εδώ απαντά σε εκείνες τις κατηγορίες; Απαντά δηλαδή εδώ ότι υπάρχουν δύο οικογένειες που έχουν πλουτίσει από την καταλήστευση της δημόσιας περιουσίας; Απαντά στο ότι αυτές οι οικογένειες διαθέτουν κρυμμένο πλούτο; Ότι διεξάγουν και πλιάτσικο επί των ναυαγίων της περιοχής; Επουδενί. Φαίνεται ως ένα μανιφέστο λαικού κόμματος, ως μια εξαγγελία φιλολαϊκών μέτρων κάποιου πολιτικού. Ακόμα φαντάζει ως πρωτολογία του απολογουμένου. Άρα λογικά θα επανέλθει με δευτερολογία. Πάμε να δούμε το κείμενο.
Τι έγινε; Απλά και φανερά τα πράγματα. Η δευτερολογία του κατηγόρου αποσιωπάται παντελώς, όμως υποδηλώνεται ότι υπήρξε. Εκείνος πάλι που μίλησε στην αρχή, ο κατήγορος δηλαδή πήρε τον λόγο και είπε τα ενάντια σε αυτά, λέει ο αφηγούμενος. Φαίνεται όμως, ότι τον λόγο τον πήρε ξανά και ο συνήγορος του απολογουμένου, αφού και οι δύο και ο κατήγορος και ο συνήγορος φαίνεται να καθύβριζαν ο ένας τον άλλον. Εδώ μάλλον λαμβάνουν χώρα οι κατηγορίες που είδαμε ανωτέρω σαν τάχα να ανήκουν στην πρωτολογία του συνηγόρου, π.χ «…καὶ ὅτι καθ᾽ ἡμέραν τὰ τοῦ ῥήτορος τούτου πρόβατα ἕωθεν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐμβάλλει καὶ κατανέμεται τὰ περὶ τὸ βουλευτήριον καὶ τὰ ἀρχεῖα» και που όμως φαίνεται ότι ανήκαν κατ’ ουσίαν στην δευτερολογία αυτού.
Στις παραγράφους 42 - 53 φαίνεται ότι γίνεται εξέταση του ίδιου του κατηγορουμένου, αυτού του απλού βοσκού που μας περιγράφει και όλην την δίκη, ενώ αμέσως μετά στις παραγράφους 54 – 59 «ταῦτα δὲ ἐμοῦ λέγοντος ἀνίσταταί τις ἐκ μέσων: κἀγὼ πρὸς ἐμαυτὸν ἐνεθυμήθην ὅτι ἄλλος τοιοῦτος τυχὸν ἐμοῦ καταψευσόμενος.» υπάρχει και μάρτυρας υπερασπίσεως που συνηγορεί – προς έκπληξιν του απολογουμένου αφού προς στιγμήν φοβάται ότι θα είναι μάρτυρας κατηγορίας - ότι αυτός, ο κατηγορούμενος, ουδέποτε επεδόθη σε λαφυραγωγία των ναυαγίων της περιοχής του αλλά απεναντίας υπήρχεν ανθρωπιστής βοηθός των ναυαγών…
Είναι εμφανές, ότι αυτά τα τελευταία, δηλαδή η ίδια η κατάθεση του κατηγορουμένου και η παρουσίαση μάρτυρος υπερασπίσεως δέον να λογίζονται ως το μέρος του λόγου που καλείται «Λύσεις» και επιχειρούν την αποκατάσταση της εικόνος του απολογουμένου και της βλάβης που προήλθαν από την κατηγορία του αντιδίκου. Σίγουρα ανήκουν στην δευτερολογία του συνηγόρου υπερασπίσεως. Διότι αμέσως μετά στην παράγραφο 60 και 61 είναι η εσχάτη πρόταση του συνηγόρου, το πέρασμα από την «Λύση» στον «Επίλογο».
Η αφήγηση του απλού ανθρώπου φυσικά δεν αποδίδει πιστά τον επίλογον, αφού αυτός ήθελεν να είναι και ανακεφαλαιωτικός. Αποδίδει μόνον εκείνο το μέρος του λόγου που κατ’ ουσίαν λέγει για την υποδειχθείσα υπ’ αυτού «ποινή», που φυσικά είναι όχι μόνον αθώωση αλλά και επιβράβευση του κατηγορουμένου. Θυμίζει εδώ την «ποινή» που πρότεινε και ο Σωκράτης στον επίλογό της δικής του απολογίας εκείνο το αλησμόνητο «Αν λοιπόν πρέπει να προτείνω κάτι αντάξιό μου, προτείνω να τιμηθώ με σίτιση στο πρυτανείο.»
Για να ανακεφαλαιώσω όμως… η δικανική τετραλογία που εμφανίζεται εδώ, δεν εμφανίζεται μόνον εμμέσως, δηλαδή πλαγίως ως αφήγηση ενός αμόρφωτου απλού ανθρώπου, αλλά φυσικά ως κεκρυμμένη, όπως συνηθίζεται από τους ρητοροδιδασκάλους της εποχής προκειμένου να μην καθίσταται εμφανής η τέχνη τους. Η αφήγηση είναι για πρώτη φορά που χρησιμοποιείται ως τεχνική, ώστε να κρυφθεί η διδασκαλική ρητορική τέχνη. Να ξεκαθαρισθεί όμως το εξής. Τέτοιες τεχνικές δεν αποτελούν αυτοσκοπό του ρήτορα. Ανήκουν στην πεπαιδευμένη φύση του. Το είδος ολόκληρο αποτελεί τον ρήτορα κι όχι μόνον το μέρος. Εξηγούμαι. Όπως ένας ανδριάντας μόνον καλείται τέλειος τέτοιος, όταν είναι ολόκληρος κι όχι αν έχει μόνον περατωθεί ένα μέρος του, π.χ ένα πόδι ή ένα χέρι του, έτσι κι ένας ρήτορας αισθάνεται πλήρης, εάν δεν εξασκεί μόνον κάποια μέρη, κάποια είδη της ρητορείας αλλά όλα. Όταν του δίδεται η ευκαιρία να δείξει την τέχνη του το πράττει με τέτοιον τρόπον, ώστε το μέρος να μην αντίκειται στο όλον, το μέρος που δεν αποτελεί το κύριο επιδιωκόμενο να είναι κεκρυμμένο στο μάτι του ανυποψίαστου ακροατή ή αναγνώστη και η όλη αντίληψις των τελευταίων να πίπτει επί του βασικού του μέρους.
Πώς γίνεται θα αναρωτηθεί κανείς διαβάζοντας τα τρία προηγούμενα μέρη αυτού εδώ του άρθρου να υπάρξει σύνθεση λόγου αποτελουμένου από συναρμογή πραγμάτων αντιθέτων όπως φερ’ ειπείν η ύπαρξη μαζί των πρώτων λόγων και των υστέρων; Διότι τα λεγόμενα πρώτα δεν θα αντιφάσκουν με τα λεγόμενα έπειτα; Είπα όμως, ότι τέτοιοι λόγοι σύνθετοι, κεκρυμμένης τέχνης, διαθέτουν προλόγους και επιλόγους με έννοιες κοινές τόσο δια τον κατήγορον, όσον και για τον απολογούμενον, ενώ και η διήγησις τέτοιων λόγων, δηλαδή τα κυριώτερα και σπουδαιότερα γεγονότα της υποθέσεως είναι κοινή κι αυτή. Το μέρος δε το περί της Πίστεως, οι αποδείξεις του λόγου, ίσως ήθελεν είναι το δυσκολότερο μέρος εις το να δυνηθεί ο ρήτορας μιας τέτοιας κρυφίας τέχνης να συναρμόσει την πρωτολογία με την δευτερολογία σε ένα ή και τα επιχειρήματα του φεύγοντος με αυτά του διώκοντος ομού.
Σε αυτό το σημείο είναι που σας έφερα το παράδειγμα του Ευβοϊκού λόγου του Δίωνος του Χρυσοστόμου, αφού εμφανίζει ως τέχνασμα συναρμογής της πρωτολογίας και δευτερολογίας ενός δικανικού λόγου την αφήγηση για πρώτη φορά στην αρχαία ελληνική γραμματολογία. Ενώ συνήθως, έως τότε, ως τέχνασμα συναρμογής των μερών δύο ή και τεσσάρων λόγων σε ένα, στο σημείο της Πίστεως χρησιμοποιείται η χρήση των στρεφομένων ή ευδιαλύτων επιχειρημάτων, εκείνων δηλαδή των επιχειρημάτων που ο καθένας από τους διαδίκους, δύναται να χρησιμοποιήσει υπέρ του, εδώ σε αυτόν τον 7ο λόγο του ρήτορα της αυτοκρατορικής εποχής έχουμε την χρήση της αφηγήσεως ενός απλοϊκού ανθρώπου που αδυνατεί να αναπαραστήσει τους δικανικούς λόγους που άκουσε αλλά τους αφηγείται τάχα με όλην την αφέλεια ενός ανθρώπου που συγκράτησε μόνον τα σπουδαία αποσπάσματα τους – τις πίστεις αυτών – και βέβαια όσο μπόρεσε και με όποια σειρά.
Είδαμε την πρωτολογία του δημόσιου κατηγόρου στο προηγούμενο μέρος που κατά το μάλλον είχε εντός της και στοιχεία από την δευτερολογία αυτού. Πάμε αμέσως να δούμε την πρωτολογία του Συνηγόρου υπερασπίσεως, του απολογουμένου. Παραθέτω το αρχαίο κείμενο:
[33] οὐδὲν ἀδικοῦσιν οἱ τὴν ἀργὸν τῆς χώρας ἐργαζόμενοι καὶ κατασκευάζοντες,
[34] ἀλλὰ τοὐναντίον ἐπαίνου δικαίως ἂν τυγχάνοιεν: καὶ δεῖ μὴ τοῖς οἰκοδομοῦσι καὶ φυτεύουσι τὴν δημοσίαν γῆν χαλεπῶς ἔχειν, ἀλλὰ τοῖς καταφθείρουσιν. ἐπεὶ καὶ νῦν, ἔφη, ὦ ἄνδρες, σχεδόν τι τὰ δύο μέρη τῆς χώρας ἡμῶν ἔρημά ἐστι δι᾽ ἀμέλειάν τε καὶ ὀλιγανθρωπίαν. κἀγὼ πολλὰ κέκτημαι πλέθρα, ὥσπερ οἶμαι καὶ ἄλλος τις, οὐ μόνον ἐν τοῖς ὄρεσιν, ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς πεδινοῖς, ἃ εἴ τις ἐθέλοι γεωργεῖν, οὐ μόνον ἂν προῖκα δοίην, ἀλλὰ καὶ ἀργύριον
[35] ἡδέως προστελέσαιμι. δῆλον γὰρ ὡς ἐμοὶ πλέονος ἀξία γίγνεται, καὶ ἅμα ἡδὺ ὅραμα χώρα οἰκουμένη καὶ ἐνεργός: ἡ δ᾽ ἔρημος οὐ μόνον ἀνωφελὲς κτῆμα τοῖς ἔχουσιν, ἀλλὰ καὶ σφόδρα ἐλεεινόν τε καὶ δυστυχίαν τινὰ κατηγοροῦν τῶν δεσποτῶν.
[36] ὥστε μοι δοκεῖ μᾶλλον ἑτέρους προτρέπειν, ὅσους ἂν δύνησθε τῶν πολιτῶν, ἐργάζεσθαι τῆς δημοσίας γῆς ἀπολαβόντας, τοὺς μὲν ἀφορμήν τινα ἔχοντας πλείω, τοὺς δὲ πένητας, ὅσην ἂν ἕκαστος ᾖ δυνατός, ἵνα ὑμῖν ἥ τε χώρα ἐνεργὸς ᾖ καὶ τῶν πολιτῶν οἱ θέλοντες δύο τῶν μεγίστων ἀπηλλαγμένοι κακῶν, ἀργίας καὶ πενίας.
[37] ἐπὶ δέκα μὲν οὖν ἔτη προῖκα ἐχόντων: μετὰ δὲ τοῦτον τὸν χρόνον ταξάμενοι μοῖραν ὀλίγην παρεχέτωσαν ἀπὸ τῶν καρπῶν, ἀπὸ δὲ τῶν βοσκημάτων μηδέν. ἐὰν δέ τις ξένος γεωργῇ, πέντε ἔτη καὶ οὗτοι μηδὲν ὑποτελούντων, ὕστερον δὲ διπλάσιον ἢ οἱ πολῖται. ὃς δὲ ἂν ἐξεργάσηται τῶν ξένων διακόσια πλέθρα, πολίτην αὐτὸν εἶναι, ἵνα ὡς πλεῖστοι ὦσιν οἱ προθυμούμενοι.
[38] ἐπεὶ νῦν γε καὶ τὰ πρὸ τῶν πυλῶν ἄγρια παντελῶς ἐστι καὶ αἰσχρὰ δεινῶς, ὥσπερ ἐν ἐρημίᾳ τῇ βαθυτάτῃ, οὐχ ὡς προάστιον πόλεως: τὰ δέ γε ἐντὸς τείχους σπείρεται τὰ πλεῖστα καὶ κατανέμεται. οὐκοῦν ἄξιον, ἔφη, θαυμάσαι τῶν ῥητόρων, ὅτι τοὺς μὲν ἐπὶ τῷ Καφηρεῖ φιλεργοῦντας ἐν τοῖς ἐσχάτοις τῆς Εὐβοίας συκοφαντοῦσι, τοὺς δὲ τὸ γυμνάσιον γεωργοῦντας καὶ τὴν ἀγορὰν κατανέμοντας οὐδὲν οἴονται ποιεῖν
[39] δεινόν. βλέπετε γὰρ αὐτοὶ δήπουθεν ὅτι τὸ γυμνάσιον ὑμῖν ἄρουραν πεποιήκασιν, ὥστε τὸν Ἡρακλέα καὶ ἄλλους ἀνδριάντας συχνοὺς ὑπὸ τοῦ θέρους ἀποκεκρύφθαι, τοὺς μὲν ἡρώων, τοὺς δὲ θεῶν: καὶ ὅτι καθ᾽ ἡμέραν τὰ τοῦ ῥήτορος τούτου πρόβατα ἕωθεν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐμβάλλει καὶ κατανέμεται τὰ περὶ τὸ βουλευτήριον καὶ τὰ ἀρχεῖα: ὥστε τοὺς πρῶτον ἐπιδημήσαντας ξένους τοὺς μὲν καταγελᾶν τῆς πόλεως, τοὺς δὲ οἰκτίρειν αὐτήν.
[40] καὶ τοιαῦτα ποιῶν τοὺς ταλαιπώρους ἰδιώτας οἴεται δεῖν ἀπαγαγεῖν, ἵνα δῆλον ὅτι μηδεὶς ἐργάζηται τὸ λοιπόν, ἀλλ᾽ οἱ μὲν ἔξω λῃστεύωσιν, οἱ δ᾽ ἐν τῇ πόλει λωποδυτῶσιν. ἐμοὶ δέ, ἔφη, δοκεῖ τούτους ἐᾶν ἐφ᾽ οἷς αὐτοὶ πεποιήκασιν, ὑποτελοῦντας τὸ λοιπὸν ὅσον μέτριον, περὶ δὲ τῶν ἔμπροσθεν προσόδων συγγνῶναι αὐτοῖς, ὅτι ἔρημον καὶ ἀχρεῖον γεωργήσοντες τὴν γῆν κατελάβοντο. ἐὰν δὲ τιμὴν θέλωσι καταβαλεῖν τοῦ χωρίου, ἀποδόσθαι αὐτοῖς ἐλάττονος ἢ ἄλλοις.
Ο συνήγορος του φεύγοντος τι λέγει εδώ; Ότι θα αποδείξει, ότι δεν αδικούν οι καλλιεργούντες, έστω και καταπιάνοντάς την, την γή που ήταν χέρσα προηγουμένως, αλλά απεναντίας είναι ορθό η πόλη να τους επαινέσει κι από πάνω. Για να δούμε το σκεπτικό του.
1. Πρέπει πρωτίστως να στρέφεται η οργή των πολιτών όχι προς τους καταπατητές μιας εγκαταλελειμμένης γής του δημοσίου που στο κάτω κάτω την αξιοποίησαν, αλλά προς αυτούς που βεβαιωμένα προκάλεσαν φθορά σε αυτήν.
2. Τα δύο τρίτα της χώρας είναι ερημωμένα λόγω της περιφρονήσεως των πολιτών να την αξιοποιήσουν αλλά και λόγω μειώσεως του πληθυσμού.
3. Ακόμα και γή γόνιμος, πεδινή είναι ανεκμετάλλευτος, ώστε αν κάποιος την ζητούσε από τους κατόχους της για εκμετάλλευση θα του την δίνανε ή έπρεπε τουλάχιστον να του την δώσουνε και επί πληρωμή μάλιστα προκειμένου να μην την βλέπουν να ρημάζει
4. Διότι η αξιοποιημένη γή είναι χάρμα οφθαλμών, εν ώ η έρημος γη αποτελεί παράδειγμα κατακρίσεως αυτών που την έχουν, ως προφανώς αναξίως κατέχειν αυτήν
5. Αν η πόλη επιθυμεί να καταπολεμήσει δύο κακά, αυτά της φτώχειας του πληθυσμού της και της αργίας θα πρέπει να διανείμει στους φτωχούς πολίτες γή, ώστε να την εκμεταλλευτούν. Πώς θα γίνει αυτό; Ιδού το σχέδιο…
6. Να δοθεί για μια 10ετία γή ανεκμετάλλευτος σε πολίτες πτωχούς που δεν έχουν εργασία προς εκμετάλλευση. Μετά την πάροδον της 10ετίας εάν μεν γεωργούν αυτήν να αποδίδουν κάποια φορολογία στην πόλη. Αν δε απλώς βόσκουν αυτήν να μην αποδίδουν τίποτα.
7. Να δοθεί για μια 5ετία γη ανεκμετάλλευτος ακόμα και σε μη πολιτογραφημένους πολίτες, σε ξένους και αυτοί να έχουν μετά την παρέλευση της 5ετίας διπλάσιο φόρο από όσον αναλογεί στους πολίτες αν γεωργούν. Και μάλιστα για να προσελκυσθεί εργατικό ξένο δυναμικό να βγει νόμος ότι όσοι καλλιεργούν άνω των 200 στρεμμάτων γή να έχουν το δικαίωμα και της απόκτησης ιθαγενείας.
8. Είναι δε απορίας άξιον ότι επιζητείται ποινή για αυτούς που καλλιεργούν και έχουν αξιοποιήσει τα βουνά και δεν κάνουν το ίδιο με εκείνους που ακόμα και δημόσια γή εντός των τειχών της πόλης, κοντά στην αγορά και το γυμνάσιο την έχουν καταπιάσει και την επωφελούνται προς ίδιον όφελος ενώ αποτελεί δημόσια περιουσία.
9. Και εμφανίζεται η εικόνα σε κάθε επισκέπτη ότι η πόλη είναι κατοίκων αγροίκων που βόσκουν πρόβατα μπραστά στα δημόσια κτήριά της ενώ έξω στην ύπαιθρο χώρα της τα πάντα φαίνονται ρημαγμένα.
Στην ουσία τα επιχειρήματα του συνηγόρου δύνανται να συναθροισθούν στο εξής ένα: υπάρχει γή ανεκμετάλλευτος κάτι που είναι κακό για την εικόνα και τα έσοδα της πόλης και που πρέπει να αξιοποιηθεί όχι από κανέναν άλλον αλλά από τον φτωχό λαό με την συνδρομή της πολιτείας που θα πάρει υπέρ του φιλολαϊκά μέτρα.
Αν θυμηθούμε τώρα τον λόγο του κατηγόρου που είχε προηγηθεί, αλήθεια νομίζει κανείς ότι ο συνήγορος εδώ απαντά σε εκείνες τις κατηγορίες; Απαντά δηλαδή εδώ ότι υπάρχουν δύο οικογένειες που έχουν πλουτίσει από την καταλήστευση της δημόσιας περιουσίας; Απαντά στο ότι αυτές οι οικογένειες διαθέτουν κρυμμένο πλούτο; Ότι διεξάγουν και πλιάτσικο επί των ναυαγίων της περιοχής; Επουδενί. Φαίνεται ως ένα μανιφέστο λαικού κόμματος, ως μια εξαγγελία φιλολαϊκών μέτρων κάποιου πολιτικού. Ακόμα φαντάζει ως πρωτολογία του απολογουμένου. Άρα λογικά θα επανέλθει με δευτερολογία. Πάμε να δούμε το κείμενο.
[41] εἰπόντος δὲ αὐτοῦ τοιαῦτα, πάλιν ὁ ἐξ ἀρχῆς ἐκεῖνος ἀντέλεγεν, καὶ ἐλοιδοροῦντο ἐπὶ πολύ.
Τι έγινε; Απλά και φανερά τα πράγματα. Η δευτερολογία του κατηγόρου αποσιωπάται παντελώς, όμως υποδηλώνεται ότι υπήρξε. Εκείνος πάλι που μίλησε στην αρχή, ο κατήγορος δηλαδή πήρε τον λόγο και είπε τα ενάντια σε αυτά, λέει ο αφηγούμενος. Φαίνεται όμως, ότι τον λόγο τον πήρε ξανά και ο συνήγορος του απολογουμένου, αφού και οι δύο και ο κατήγορος και ο συνήγορος φαίνεται να καθύβριζαν ο ένας τον άλλον. Εδώ μάλλον λαμβάνουν χώρα οι κατηγορίες που είδαμε ανωτέρω σαν τάχα να ανήκουν στην πρωτολογία του συνηγόρου, π.χ «…καὶ ὅτι καθ᾽ ἡμέραν τὰ τοῦ ῥήτορος τούτου πρόβατα ἕωθεν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐμβάλλει καὶ κατανέμεται τὰ περὶ τὸ βουλευτήριον καὶ τὰ ἀρχεῖα» και που όμως φαίνεται ότι ανήκαν κατ’ ουσίαν στην δευτερολογία αυτού.
Στις παραγράφους 42 - 53 φαίνεται ότι γίνεται εξέταση του ίδιου του κατηγορουμένου, αυτού του απλού βοσκού που μας περιγράφει και όλην την δίκη, ενώ αμέσως μετά στις παραγράφους 54 – 59 «ταῦτα δὲ ἐμοῦ λέγοντος ἀνίσταταί τις ἐκ μέσων: κἀγὼ πρὸς ἐμαυτὸν ἐνεθυμήθην ὅτι ἄλλος τοιοῦτος τυχὸν ἐμοῦ καταψευσόμενος.» υπάρχει και μάρτυρας υπερασπίσεως που συνηγορεί – προς έκπληξιν του απολογουμένου αφού προς στιγμήν φοβάται ότι θα είναι μάρτυρας κατηγορίας - ότι αυτός, ο κατηγορούμενος, ουδέποτε επεδόθη σε λαφυραγωγία των ναυαγίων της περιοχής του αλλά απεναντίας υπήρχεν ανθρωπιστής βοηθός των ναυαγών…
Είναι εμφανές, ότι αυτά τα τελευταία, δηλαδή η ίδια η κατάθεση του κατηγορουμένου και η παρουσίαση μάρτυρος υπερασπίσεως δέον να λογίζονται ως το μέρος του λόγου που καλείται «Λύσεις» και επιχειρούν την αποκατάσταση της εικόνος του απολογουμένου και της βλάβης που προήλθαν από την κατηγορία του αντιδίκου. Σίγουρα ανήκουν στην δευτερολογία του συνηγόρου υπερασπίσεως. Διότι αμέσως μετά στην παράγραφο 60 και 61 είναι η εσχάτη πρόταση του συνηγόρου, το πέρασμα από την «Λύση» στον «Επίλογο».
[60] παρελθὼν δὲ ἐκεῖνος ὁ ἐπιεικὴς ὁ τὴν ἀρχὴν ὑπὲρ ἐμοῦ λέγων, Ἐμοί, ἔφη, ὦ ἄνδρες, δοκεῖ καλέσαι τοῦτον εἰς τὸ πρυτανεῖον ἐπὶ ξένια. οὐ γάρ, εἰ μὲν ἐν πολέμῳ τινὰ ἔσωσε τῶν πολιτῶν ὑπερασπίσας, πολλῶν ἂν καὶ μεγάλων δωρεῶν ἔτυχε: νυνὶ δὲ δύο σώσας πολίτας, τυχὸν δὲ καὶ ἄλλους, οἳ οὐ πάρεισιν, οὐκ ἔστιν ἄξιος οὐδεμιᾶς τιμῆς;
[61] ἀντὶ δὲ τοῦ χιτῶνος, ὃν ἔδωκε τῷ πολίτῃ κινδυνεύοντι, τὴν θυγατέρα ἀποδύσας, ἐπιδοῦναι αὐτῷ τὴν πόλιν χιτῶνα καὶ ἱμάτιον, ἵνα καὶ τοῖς ἄλλοις προτροπὴ γένηται δικαίοις εἶναι καὶ ἐπαρκεῖν ἀλληλοις, ψηφίσασθαι δὲ αὐτοῖς καρποῦσθαι τὸ χωρίον καὶ αὐτοὺς καὶ τὰ τέκνα, καὶ μηδένα αὐτοῖς ἐνοχλεῖν, δοῦναι δὲ αὐτῷ καὶ ἑκατὸν δραχμὰς εἰς κατασκευήν: τὸ δὲ ἀργύριον τοῦτο ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐγὼ παρ᾽ ἐμαυτοῦ δίδωμι.
Η αφήγηση του απλού ανθρώπου φυσικά δεν αποδίδει πιστά τον επίλογον, αφού αυτός ήθελεν να είναι και ανακεφαλαιωτικός. Αποδίδει μόνον εκείνο το μέρος του λόγου που κατ’ ουσίαν λέγει για την υποδειχθείσα υπ’ αυτού «ποινή», που φυσικά είναι όχι μόνον αθώωση αλλά και επιβράβευση του κατηγορουμένου. Θυμίζει εδώ την «ποινή» που πρότεινε και ο Σωκράτης στον επίλογό της δικής του απολογίας εκείνο το αλησμόνητο «Αν λοιπόν πρέπει να προτείνω κάτι αντάξιό μου, προτείνω να τιμηθώ με σίτιση στο πρυτανείο.»
Για να ανακεφαλαιώσω όμως… η δικανική τετραλογία που εμφανίζεται εδώ, δεν εμφανίζεται μόνον εμμέσως, δηλαδή πλαγίως ως αφήγηση ενός αμόρφωτου απλού ανθρώπου, αλλά φυσικά ως κεκρυμμένη, όπως συνηθίζεται από τους ρητοροδιδασκάλους της εποχής προκειμένου να μην καθίσταται εμφανής η τέχνη τους. Η αφήγηση είναι για πρώτη φορά που χρησιμοποιείται ως τεχνική, ώστε να κρυφθεί η διδασκαλική ρητορική τέχνη. Να ξεκαθαρισθεί όμως το εξής. Τέτοιες τεχνικές δεν αποτελούν αυτοσκοπό του ρήτορα. Ανήκουν στην πεπαιδευμένη φύση του. Το είδος ολόκληρο αποτελεί τον ρήτορα κι όχι μόνον το μέρος. Εξηγούμαι. Όπως ένας ανδριάντας μόνον καλείται τέλειος τέτοιος, όταν είναι ολόκληρος κι όχι αν έχει μόνον περατωθεί ένα μέρος του, π.χ ένα πόδι ή ένα χέρι του, έτσι κι ένας ρήτορας αισθάνεται πλήρης, εάν δεν εξασκεί μόνον κάποια μέρη, κάποια είδη της ρητορείας αλλά όλα. Όταν του δίδεται η ευκαιρία να δείξει την τέχνη του το πράττει με τέτοιον τρόπον, ώστε το μέρος να μην αντίκειται στο όλον, το μέρος που δεν αποτελεί το κύριο επιδιωκόμενο να είναι κεκρυμμένο στο μάτι του ανυποψίαστου ακροατή ή αναγνώστη και η όλη αντίληψις των τελευταίων να πίπτει επί του βασικού του μέρους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου