ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
- Φιλολόγου
Τα πρωιμότερα δείγματα ρητορείας που έχουμε είναι οι «Τετραλογίες» του Αντιφώντα. Στον ρήτορα αυτόν, τον αρχαιότερο από τους δέκα ρήτορες του αττικού κανόνα (περ. 480-411 π.Χ.), βρίσκουμε αυτούς του πρώτους σύντομους δικανικούς λόγους.
Οι τρεις Τετραλογίες του αυτές, γραμμένες πριν από το 420 π.Χ., δεν είναι πραγματικοί δικανικοί λόγοι αλλά απλά υποδείγματα, δημοσιευμένα στο πλαίσιο της Ρητορικής τέχνης που ο Αντιφών είχε γράψει για τους μαθητές του. Είναι δηλαδή «Τέχνη». Αφορούν φανταστικές υποθέσεις φόνου, και το χαρακτηριστικό τους είναι ότι ο ίδιος είχε συνθέσει και τις τέσσερις αγορεύσεις: την πρωτολογία και τη δευτερολογία τόσο του κατήγορου όσο και του κατηγορούμενου, που βέβαια καθένας τους στόχο είχε να ανατρέψει τα επιχειρήματα του άλλου.. Το καθένα περιλαμβάνει τέσσερις ομιλίες:
· δύο για τον κατήγορο,
· δύο για τον κατηγορούμενο
ή αλλιώς
1. κατηγορία ή πρωτολογία κατηγόρου
2. απολογία ή πρωτολογία κατηγορουμένου
3. κατηγορία υστέρα ή δευτερολογία κατηγόρου
4. απολογία υστέρα ή δευτερολογία κατηγορουμένου
Το ύφος τους είναι αυστηρό και λιτό, η δομή τους ξεκάθαρη, οι φράσεις ισοζυγιασμένες. Σπουδαιότερη αρετή τους είναι η ευρηματική και επιδέξια επιχειρηματολογία, που συχνά βασίζεται στις πιθανότητες, σε αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν εἰκός. Η έκβαση των υποθέσεων εξαρτάται δηλαδή όχι τόσο από τους μάρτυρες και τα αποδεικτικά στοιχεία, όσο από συλλογισμούς γενικής φύσης, βασισμένους σε γνωστά ή πιθανοφανή γεγονότα.
Τι παρατηρούμε εις τα ανωτέρω; Ότι ο Αντιφώντας καθόλου δεν νοιάστηκε να αποκρύψει την τέχνη του. Τα υποδείγματά του αυτά ήταν φανερά σε όλους. Τα παραδείγματα, δηλαδή το πώς θα μπορούσε να μιλήσει κανείς σε κάθε περίσταση σε αυτές τις υποθετικές δίκες, και σε αυτές τις υποτιθέμενες κατηγορίες, δίδονταν ελεύθερα σε κάθε πρωτολογία ή δευτερολογία κατηγόρου ή κατηγορουμένου και ήταν φανερά όχι μόνον στους μαθητές του ρήτορα.
Ας δούμε όμως πώς η «τέχνη», η δείξη των υποδειγμάτων αυτών γινόταν λάθρα, κρυφίως, από τους μεταγενέστερους διδασκάλους ή ρήτορες των λόγων. Σας φέρνω ένα παράδειγμα από τον Ευβοϊκό του Δίωνος του Χρυσοστόμου. Ο Ευβοϊκός είναι αφήγηση που πλησιάζει, αν δεν είναι τω όντι καθεαυτή, την μυθιστορία και αναφέρεται στον απλό ποιμενικό βίο που αναγάγει σε πρότυπο ενάρετου βίου. Η υπόθεσις απλή.
Ο Δίων στον λόγον αυτόν αφηγείται, ότι περαιούμενος από την Χίο με ένα μικρό αλιευτικό πλοιάριο, ναυάγησε στα κοίλα της Ευβοίας, όταν δριμεία θαλασσοταραχή κατέστρεψε το πλεούμενο πάνω στο οποίο επέβαινε. Πλανώμενος δε στην παραλία μετά το ναυάγιο συναντά κάποιον άνδρα που κατεδίωκε ένα ελάφι, ο οποίος και ρώτησε τον ρήτορα αν είδε πουθενά εκεί το ελάφι να τρέχει. Ο Δίων που είχε δεί το ζώο να είναι πληγωμένο και να πέφτει στην θάλασσα οδήγησε τον κυνηγό στο σημείο και τον βοήθησε να το βγάλει στην ακτή. Ο κυνηγός θέλοντας να δείξει την ευγνωμοσύνη του στον άντρα, του πρότεινε να του παράσχει άσυλο στην καλύβα του. Αφού η πρόταση έγινε δεκτή εκείνος ο άνδρας άρχισε να διηγείται καθ’ οδόν τον βίον που ζούσε. Αυτή η διήγηση αυτού του ανθρώπου είναι όλος σχεδόν ο λόγος, πρωτού στο δεύτερο μέρος αυτού ο Δίων ηθικολογήσει και βγάλει τα συμπεράσματά του.
Ήταν δύο του είπε άνδρες που έμεναν σε εκείνον εκεί τον τόπο πολύ μακρυά από την πόλη, οι οποίοι είχαν για γυναίκες τους ο ένας την αδελφή του άλλου και είχαν και παιδιά τόσο υιούς όσο και θυγατέρες. Ζούσαν από το κυνήγι το περισσότερο χρόνο ενώ μόνον μικρόν μέρος της γής καλλιεργούσαν. Ζούσε δε και η μητέρα του διηγούμενου. Από τους δύο εκείνους κυνηγούς ο μέν ένας, αν και ήδη ήταν πενήντα ετών, έμενε στον τόπον εκείνο μην έχοντας κατέβει ποτέ στην πόλη. Ο δε δεύτερος, ο διηγούμενος, είχε κατέβει δύο φορές, μίαν φορά, όταν ήταν μικρό παιδί με τον πατέρα του και μια δεύτερη φορά μετά το εξής επεισόδιο. Όταν συγκεκριμένα ήρθε κάποιος φοροεισπράκτορας να συνάξει φόρο και μη κατορθώνοντας τούτο, μιας και οι φτωχοί εκείνοι άνθρωποι αγνοούσαν τι θα πεί χρήμα, τον παρέλαβε και τον οδήγησε στην πόλη προκειμένου να βεβαιώσει την απόλυτη φτώχεια του.
Ο απλός αυτός κυνηγός περιγράφει την δεύτερη εκείνη κατάβασή του στην πόλη με γλαφυρό τρόπο. Ίστατο έκθαμβος μπροστά στο θέαμα των οικιών των πολλών και των μεγάλων της πόλεως και των πύργων αυτής. Εισελθών δε στην πόλη είδε όχλο πολύ συναγμένο και θόρυβο μεγάλο να πραγματοποιείται από αυτόν και κραυγές, ώστε να φθάσει να πιστέψει, ότι αληθώς πολεμούσαν μεταξύ τους. Ο φοροεισπράκτορας φέρνοντας τον απλό βουκόλο εκείνον, τον οδήγησεν ευθύς ενώπιον κάποιων αρχόντων και δείχνοντάς τους τον τους είπε: «ιδού ο οφειλέτης σας, ο οποίος δεν έχει άλλην περιουσίαν ειδεμή μόνον την κόμην του και μιαν καλύβα από ξύλα». Οι άρχοντες βάδισαν τότε προς το θέατρο –εννοείται ότι ο απλός εκείνος άνθρωπος θέατρο νόμιζε το δικαστήριο – ώστε να τον δικάσουν. Σε εκείνο τον τόπο υπήρχε όχλος πολύς, ο οποίος κατά πρώτον για πολύ χρόνο παρέμενε ήσυχος, έπειτα όμως κάποιες στιγμές βοούσε και έκανε θόρυβο, πότε επαινώντας κάποιους και πότε φερόμενος με οργή εναντίων κάποιων άλλων. Και ήταν κατά τον διηγούμενο η οργή του όχλου ενίοτε έντονη, ώστε είδε κάποιους ανθρώπους να τρέχουν από φόβο και άλλους να πετούν τα ρούχα τους από το ίδιο συναίσθημα. Το ίδιο κόντεψε να πάθει κι ο ίδιος σαν να τον είχε κτυπήσει κεραυνός ή σφοδρή κατιγίδα.
Το πλήθος πότε ήταν ευνοϊκό προς μερικούς που αγόρευαν και ανέχονταν την φλυαρία των, πότε όμως αγρίευε προς κάποιους άλλους και δεν τους άφηνε να βγάλουν άχνα. Τέλος πάντων κάποια στιγμή παρουσίασε κάποιος και τον πτωχό αυτόν άνθρωπο στο πλήθος και τον κατηγόρησε δημοσίως, ότι καρπώνεται την δημόσια γή για πολλά έτη και ότι ήταν φοροφυγάς.
Η περιγραφή της δίκης του απλού αυτού ανθρώπου γίνεται από τον Δίωνα τόσο παραστατικά που εγκαταλείπει αίφνης την διήγησή του και σε πρώτο πρόσωπο μας παρουσιάζει τον δικανικό λόγο του δημοσίου κατηγόρου και του συνηγόρου. Και ιδού η κεκρυμμένη «Τέχνη» του περίφημου σοφιστού Δίωνος εμπρός μας. Έχουμε τρόπο τινά την πρωτολογία του κατηγόρου και κατηγορουμένου ενώπιόν μας και μάλιστα όχι σε πλήρη μορφή αλλά μόνον σε εκείνο το σημείο που ενδιαφέρει κάθε «Τέχνη», ήτοι στο να παραθέσει υπόδειγμα των εντέχνων τεχνών, κυρίως των ενθυμημάτων και επιχειρημάτων των δύο πλευρών. Δεν τον ενδιαφέρει τον Δίωνα να φλυαρήσει σε προοίμια και διηγήσεις των λόγων. Προχωρά σε πρώτο πρόσωπο, με ομιλία των ίδιων των παραγόντων της δίκης απευθείας στην «πίστη» των λόγων.
Ξαναλέγω εδώ αναλυτικότερα τι είναι η «Πίστις». Είναι η αναλυτική παράθεση του αποδεικτικού υλικού υπέρ ή κατά του «απολογουμένου». Ειδικότερα η πίστις περιλαμβάνει «άτεχνες» και «έντεχνες» αποδείξεις. Με τον όρο «άτεχνες» εννοούμε τα αντικειμενικά και αδιαμφισβήτητα τεκμήρια (π.χ νόμοι και έγγραφα) που προσκομίζει ο απολογούμενος ή ο ενάγων/εισηγούμενος. «Έντεχνες» δε τα ρητορικά επινοήματα του συντάκτη του λόγου, που χωρίζονται σε:
- α)Ενθυμήματα, ήτοι βραχυλογικούς συλλογισμούς που οδηγούν σε πιθανά συμπεράσματα και στηρίζονται συνήθως σε «κοινούς τόπους», γενικά αποδεκτές δηλαδή αλήθειες,
- β)Παραδείγματα (ιστορικά ή πλαστά),
- γ)Γνώμες, ήτοι αποφθέγματα για ζητήματα γενικού χαρακτήρα
- δ)Ήθη, δηλαδή φραστικούς τρόπους με τους οποίους ο ρήτορας αναδεικνύει την αξία του (και του πελάτη του) – υποβιβάζει τον αντίπαλο – κολακεύει τους δικαστές και το ακροατήριο για την ηθική τους ποιότητα και
- ε)Πάθη, τουτέστιν φραστικούς τρόπους με τους οποίους ο ρήτορας υποβάλλει συναισθηματικά το ακροατήριό του οδηγώντας το προς το αποτέλεσμα που επιδιώκει.
Εγώ όμως εμμένω σε τούτο. Ότι ενώ το όλο αυτό των δικαστικών αντιπαραθέσεων ταιριάζει στην διήγηση της υποθέσεως, ώστε ο απλός, ανυποψίαστος αναγνώστης να νομίζει, ότι η υπόθεση του λόγου του Ευβοϊκού είναι μια απλή υπόθεση, μια αφήγηση ενός ναυαγού που έζησε κοντά σε απλούς ανθρώπους που ζούσαν κοντά στην φύση μακρυά από την διεφθαρμένη από τους νόμους κοινωνία των ανθρώπων, ο υποψιαζόμενος αναγνώστης κατανοεί την «τέχνη» και το υπόδειγμα του δικανικού λόγου και δια παντός ενσωματώνει στην μνήμη τούτο, ώστε να το χρησιμοποιήσει στην κατάλληλη, ανάλογη περίσταση σαν κατήγορος ή απολογούμενος.
Μετά την κεκρυμμένη «τέχνη», το πέρας του δικαστικού αγώνος, η συνέχεια της υποθέσεως του λόγου έχει ως εξής. Ο απλός άνθρωπος αφηγείται, ότι δεν καταδικάστηκε αλλά απεναντίας τιμήθηκε από το δικαστήριο. Στο μεταξύ οι δύο άντρες, ο διηγούμενος και ο ναυαγός Δίων φθάνουν στην καλύβα του πρώτου. Εκεί διαδραματίζεται μια απλή αλλά ολόθερμη φιλοξενία του ναυαγού, ο οποίος γνωρίζοντας την οικογένεια του κυνηγού, συνειδητοποιεί κάποια στιγμή, ότι η κόρη του οικοδεσπότου του είναι και μελλόνυμφος. Η αφήγηση της ιστορίας τελειώνει με τις ετοιμασίες του γάμου, ενώ ο Δίων λαμβάνει αφορμή από όλο το αφηγούμενο αυτό περιστατικό της ζωής του να καταδείξει πόσο ανώτερος ηθικά είναι ο απλός φυσικός βίος από τον βίον των μεγαλουπόλεων.
Στο επόμενο μέρος αυτού του άρθρου θα αναλύσω αυτό το εμβόλιμο μέρος της κεκρυμμένης «Τέχνης» του δικανικού λόγου που σας έφερα σαν παράδειγμα, δηλαδή θα αναλύσουμε αυτούς τους δικανικούς λόγους της μυθιστορίας του «Ευβοϊκού» του Χρυσοστόμο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, Φάνη Κακριδή, 3.6.Α. Ρητορεία και ρητορική
2. Ιστορία της Μυθιστοριογραφίας παρά τοις Αρχαίοις Έλλησι, Κωνσταντίνου Δραγούμη, Τεργέστη, 1865
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου