τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
Φιλολόγου
Ο Ρήτωρ κατά
την αρχαιότητα, και με τούτο νοούμε τον άνδρα που γνωρίζει τα πολιτικά
πράγματα, τις υποθέσεις που απασχολούν την πολιτεία, ως οργανωμένη
κοινωνία ανθρώπων και που επιχειρεί επεμβάσεις εις αυτά και λαμβάνει
θέση στα προβλήματα της εποχής του, έχει κυρίως τέσσερα έργα να επιτελέσει. Πρώτον και κύριο έργο του είναι να εννοήσει,
συνειδητοποιήσει εντός του όλες τις διαστάσεις του προβλήματος και
φυσικά να κρίνει ως αληθώς υπάρχον το πρόβλημα, εάν όντως συνίσταται
δηλαδή και ποιές οι προεκτάσεις του στον βίο των πολιτών. Δεύτερον δέον
να βρεί τα ορθά εκάστοτε επιχειρήματα δια τα κεφάλαια του λόγου του ή τα μέρη με τα οποία θα απαρτίσει αυτόν. Τρίτον έργον του είναι να διαθέσει το
υλικό του εις σύνθεση τέτοια, ώστε άπαντα απ’ όσα θα εκθέσει και να
κατανοηθούν από το ακροατήριό του αλλά και να εύρει την διάταξην
εκείνην, την δομή του ευρεθέντος υλικού που θα αρμόζει στην περίσταση
που θα εκφωνήσει τον λόγον του. Τέταρτον τελευταίο έργον του αλλά
καθόλου αμελητέο είναι να αποφασίσει με ποίον τρόπον θα υποστηρίξει τον λόγο του ενώπιον του ακροατηρίου, με ποίαν υπόκριση ή ηθοποιεία αν θέλετε θα φανερώσει τις σκέψεις του.
Ποια είναι τα είδη των πολιτικών λόγων τα γνωρίζουμε ήδη από την εγκύκλια εκπαίδευσή μας αλλά τα λέγω κι ενθάδε εν συντομία. Είναι τα εξής τρία. Το δικανικόν είδος, το οποίο διακρίνεται και εις απολογία ή κατηγορία και που σκοπόν έχει να φανερώσει το δίκαιον, το συμβουλευτικόν είδος το οποίο δύναται να διακριθεί και σε προτρεπτικό λόγο ή σε αποτρεπτικό, με κύριο μέλημά του να δείξη το συμφέρον και τρίτο το πανηγυρικόν είδος το οποίο και διαιρείται σε εγκώμιο ή ψόγο και σκοπόν έχει την δείξη του αξίου λόγου ή του αναξίου. Άπαντα ταύτα τα είδη του πολιτικού λόγου έχουν μίαν σύνθεση, ένα δομικό σχήμα ως το ακόλουθο. Πρώτον ένα προοίμιο, όπου κυρίως ζητείται η εύνοια των ακουόντων, δεύτερον η διήγησις, όπου εκτίθενται τα μέρη του προβλήματος, η παρουσίασις του προβλήματος άλλως, τρίτον η πίστις, ο κύριος αγώνας του ρήτορος να εκθέσει το σκεπτικόν του, τα επιχειρήματά του και τέταρτον η ανακεφαλαίωση που σκοπόν έχει την εντύπωση στο νού των ακροατών των κυρίων μερών του λόγου.
Το ζήτημα που θα θέσω σε αυτό το άρθρο είναι η ύπαρξη δικανικών λόγων εις την αρχαιότητα με την μορφήν τέχνης και μάλιστα συγκεκαλυμμένης, κεκρυμμένης. Εξηγούμαι. Αρκετοί δικανικοί λόγοι της αρχαιότητος - όχι μόνον βέβαια αυτού του είδους αλλά και συμβουλευτικοί και πανηγυρικοί - παρουσιάσθηκαν υπό των ρητόρων αλλά κυρίως ρητοροδιδασκάλων ή σοφιστών – επαγγελματιών διδασκάλων ρητόρων – όχι ως απλοί λόγοι προορισμένοι να εκφωνηθούν ενώπιον ακροατηρίου αλλά ως «τέχναι», ήτοι ως παραδείγματα, ως υποδείγματα λόγων που περιέχουν κανόνες ρητορικής του είδους αυτού. Διατί εγράφησαν αυτοί οι λόγοι ως «τέχναι» και όχι ως απλοί λόγοι; Το είπαμε ήδη. Δια να χρησιμοποιηθούν ως υποδείγματα συνθέσεως λόγων από τους μεταγενέστερους χρήστες της ρητορικής τέχνης. Είναι τρόπον τινά υποδείξεις πώς θα έπρεπε αυτοί οι τελευταίοι σε όμοιες περιστάσεις να συγγράψουν τον λόγον των.
Όμως έπρεπε και οι ρητοροδιδάσκαλοι, οι σοφιστές, εκείνοι που επ’ αμοιβή εδίδασκαν την τέχνη των με αυτά τα υποδείγματα, να μην το κάνουν αυτό αδιακρίτως ελεύθερα. Έπρεπε δηλαδή, όλοι αυτοί οι διδάσκαλοι της ρητορικής τέχνης, να δημοσιεύουν την «τέχνη» του κάθε ρητορικού είδους κάπως συγκεκαλυμμένα, ώστε εις τους μη μαθητές τους, τους μη ανήκοντες εις τον κύκλον των μαθητών των, εις τους άλλους εν γένει που δεν είχαν καταθέσει τον οβολόν των εις αυτούς δια αυτήν την διδασκαλία, να είναι αυτή η δημοσίευση ανώφελη. Προς τούτο εντός φαινομενικώς απλών λόγων ενέκρυβαν και την «τέχνη», εντός λόγων δηλαδή που είχαν μιαν υπόθεση απλή, την απολογίαν φερ’ ειπείν δια έναν φόνον, έδιδαν υποδείγματα του μέρους της πίστεως, έδιδαν υποδείγματα επιχειρημάτων που θα μπορούσε ο κάθε απολογούμενος σε ανάλογη περίσταση να επικαλεσθεί προκειμένου να αθωωθεί, αλλά και επιχειρήματα ακόμα κατηγορίας που θα έδιδε κάθε κατήγορος και θα έπρεπε να ανασκευασθούν. Οι απλοί αναγνωστες τούτων των κρυφών «τεχνών» είχαν την εντύπωση, ότι μελετούν έναν λόγον που πραγματεύεται μιαν απλήν υπόθεση, ενώ στην πραγματικότητα οι μυημένοι εις την «τέχνη» του διδασκάλου συγγραφέως μπορούσαν να διακρίνουν εντός αυτών τα σπέρματα αυτών των υποδειγμάτων δια κάθε ανάλογη περίπτωση.
Μπορεί άραγε κανείς να κατακρίνει αυτήν τους την πρακτική; Ο αοίδιμος Κοραής λέγει ξεκάθαρα: « … πού και πότε ενομοθετήθη να διδάσκη τις την τέχνην του χωρίς μισθόν; Ή τις έδειξεν ποτέ τοιούτον κυνικόν ηρωισμόν, ώστε να ρηχθή με κλειστούς τους οφθαλμούς εις την ανάγκην του να κλέπτη, ή να ψωμοζητή, δια να παραδίδη εις άλλους τέχνην, όταν μάλιστα οι μαθηταί ήναι δυνατοί να πληρώσωσι τους κόπους του διδασκάλου;».
Μπορεί τούτο να συνέβαινε; Ήταν αληθινό γεγονός και πρακτική; Θα σας αναφέρω μόνο για τούτο το εξής. Ο Πλούταρχος στο έργον του «Βίος Αλεξάνδρου του μεγάλου» στο κεφ. 7 παραδίδει ως γεγονός το ότι ο Αλέξανδρος διδάχθηκε υπό του Αριστοτέλους όχι μόνον τα ηθικά και τα πολιτικά του φιλοσόφου αλλά ότι μυήθηκε υπ’ αυτού και στις βαρύτερες και απόρρητες διδασκαλίες, που οι Περιπατητικοί δεν τις κοινοποιούσαν στους πολλούς. Παραθέτω το σχετικόν χωρίον:
Μάλιστα, συνεχίζει ο Πλούταρχος, όταν εν συνεχεία ήταν ο Αλέξανδρος στις επιχειρήσεις στην Ασία, ο Αριστοτέλης τόλμησε να δημοσιεύσει κάποια πράγματα από την «απόρρητη» αυτήν, μυστική διδασκαλία του. Ο μακεδόνας τότε στρατηλάτης σαν το έμαθε του έστειλε την εξής επιστολή παραπονούμενος:
«Δεν έκανες καλά που δημοσιοποίησες μέρος των λόγων της τέχνης σου» του είπε. «Διότι αν άπαντα ταύτα τα μάθουν οι πολλοί τότε εις τι θα διαφέρωμεν ημείς οι βασιλείς από τον απλό λαό που δεν εδιδάχθη ποτέ ταύτα;». Ξέρετε τι του απήντησε ο Αριστοτέλης; Προσέξατε την απάντηση, όπως μας την δίδει ο Πλούταρχος:
Καταλάβατε; Τον ησυχάζει ο Σταγειρίτης λέγοντάς του «μη φοβάσαι Αλέξανδρε. Κι αν εκδόθηκαν είναι σαν να μην εκδόθηκαν». Οι λόγοι που μόλις είχε δημοσιοποιήσει ήταν από εκείνους των «ἐκδεδομένων καὶ μὴ ἐκδεδομένων», ανήκαν στους λόγους όπου η «τέχνη» ήταν κρυμμένη.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
Φιλολόγου
Εξώφυλλο της έκδοσης 1720 του Institutio Oratoria που δείχνει τον Κουιντιλιανό σε ώρα διδασκαλίας. |
Ποια είναι τα είδη των πολιτικών λόγων τα γνωρίζουμε ήδη από την εγκύκλια εκπαίδευσή μας αλλά τα λέγω κι ενθάδε εν συντομία. Είναι τα εξής τρία. Το δικανικόν είδος, το οποίο διακρίνεται και εις απολογία ή κατηγορία και που σκοπόν έχει να φανερώσει το δίκαιον, το συμβουλευτικόν είδος το οποίο δύναται να διακριθεί και σε προτρεπτικό λόγο ή σε αποτρεπτικό, με κύριο μέλημά του να δείξη το συμφέρον και τρίτο το πανηγυρικόν είδος το οποίο και διαιρείται σε εγκώμιο ή ψόγο και σκοπόν έχει την δείξη του αξίου λόγου ή του αναξίου. Άπαντα ταύτα τα είδη του πολιτικού λόγου έχουν μίαν σύνθεση, ένα δομικό σχήμα ως το ακόλουθο. Πρώτον ένα προοίμιο, όπου κυρίως ζητείται η εύνοια των ακουόντων, δεύτερον η διήγησις, όπου εκτίθενται τα μέρη του προβλήματος, η παρουσίασις του προβλήματος άλλως, τρίτον η πίστις, ο κύριος αγώνας του ρήτορος να εκθέσει το σκεπτικόν του, τα επιχειρήματά του και τέταρτον η ανακεφαλαίωση που σκοπόν έχει την εντύπωση στο νού των ακροατών των κυρίων μερών του λόγου.
Το ζήτημα που θα θέσω σε αυτό το άρθρο είναι η ύπαρξη δικανικών λόγων εις την αρχαιότητα με την μορφήν τέχνης και μάλιστα συγκεκαλυμμένης, κεκρυμμένης. Εξηγούμαι. Αρκετοί δικανικοί λόγοι της αρχαιότητος - όχι μόνον βέβαια αυτού του είδους αλλά και συμβουλευτικοί και πανηγυρικοί - παρουσιάσθηκαν υπό των ρητόρων αλλά κυρίως ρητοροδιδασκάλων ή σοφιστών – επαγγελματιών διδασκάλων ρητόρων – όχι ως απλοί λόγοι προορισμένοι να εκφωνηθούν ενώπιον ακροατηρίου αλλά ως «τέχναι», ήτοι ως παραδείγματα, ως υποδείγματα λόγων που περιέχουν κανόνες ρητορικής του είδους αυτού. Διατί εγράφησαν αυτοί οι λόγοι ως «τέχναι» και όχι ως απλοί λόγοι; Το είπαμε ήδη. Δια να χρησιμοποιηθούν ως υποδείγματα συνθέσεως λόγων από τους μεταγενέστερους χρήστες της ρητορικής τέχνης. Είναι τρόπον τινά υποδείξεις πώς θα έπρεπε αυτοί οι τελευταίοι σε όμοιες περιστάσεις να συγγράψουν τον λόγον των.
Όμως έπρεπε και οι ρητοροδιδάσκαλοι, οι σοφιστές, εκείνοι που επ’ αμοιβή εδίδασκαν την τέχνη των με αυτά τα υποδείγματα, να μην το κάνουν αυτό αδιακρίτως ελεύθερα. Έπρεπε δηλαδή, όλοι αυτοί οι διδάσκαλοι της ρητορικής τέχνης, να δημοσιεύουν την «τέχνη» του κάθε ρητορικού είδους κάπως συγκεκαλυμμένα, ώστε εις τους μη μαθητές τους, τους μη ανήκοντες εις τον κύκλον των μαθητών των, εις τους άλλους εν γένει που δεν είχαν καταθέσει τον οβολόν των εις αυτούς δια αυτήν την διδασκαλία, να είναι αυτή η δημοσίευση ανώφελη. Προς τούτο εντός φαινομενικώς απλών λόγων ενέκρυβαν και την «τέχνη», εντός λόγων δηλαδή που είχαν μιαν υπόθεση απλή, την απολογίαν φερ’ ειπείν δια έναν φόνον, έδιδαν υποδείγματα του μέρους της πίστεως, έδιδαν υποδείγματα επιχειρημάτων που θα μπορούσε ο κάθε απολογούμενος σε ανάλογη περίσταση να επικαλεσθεί προκειμένου να αθωωθεί, αλλά και επιχειρήματα ακόμα κατηγορίας που θα έδιδε κάθε κατήγορος και θα έπρεπε να ανασκευασθούν. Οι απλοί αναγνωστες τούτων των κρυφών «τεχνών» είχαν την εντύπωση, ότι μελετούν έναν λόγον που πραγματεύεται μιαν απλήν υπόθεση, ενώ στην πραγματικότητα οι μυημένοι εις την «τέχνη» του διδασκάλου συγγραφέως μπορούσαν να διακρίνουν εντός αυτών τα σπέρματα αυτών των υποδειγμάτων δια κάθε ανάλογη περίπτωση.
Μπορεί άραγε κανείς να κατακρίνει αυτήν τους την πρακτική; Ο αοίδιμος Κοραής λέγει ξεκάθαρα: « … πού και πότε ενομοθετήθη να διδάσκη τις την τέχνην του χωρίς μισθόν; Ή τις έδειξεν ποτέ τοιούτον κυνικόν ηρωισμόν, ώστε να ρηχθή με κλειστούς τους οφθαλμούς εις την ανάγκην του να κλέπτη, ή να ψωμοζητή, δια να παραδίδη εις άλλους τέχνην, όταν μάλιστα οι μαθηταί ήναι δυνατοί να πληρώσωσι τους κόπους του διδασκάλου;».
Μπορεί τούτο να συνέβαινε; Ήταν αληθινό γεγονός και πρακτική; Θα σας αναφέρω μόνο για τούτο το εξής. Ο Πλούταρχος στο έργον του «Βίος Αλεξάνδρου του μεγάλου» στο κεφ. 7 παραδίδει ως γεγονός το ότι ο Αλέξανδρος διδάχθηκε υπό του Αριστοτέλους όχι μόνον τα ηθικά και τα πολιτικά του φιλοσόφου αλλά ότι μυήθηκε υπ’ αυτού και στις βαρύτερες και απόρρητες διδασκαλίες, που οι Περιπατητικοί δεν τις κοινοποιούσαν στους πολλούς. Παραθέτω το σχετικόν χωρίον:
«ἔοικε δ’ Ἀλέξανδρος οὐ μόνον τὸν ἠθικὸν καὶ πολιτικὸν παραλαβεῖν λόγον, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀποῤῥήτων καὶ βαθυτέρων διδασκαλιῶν, ἃς οἱ ἄνδρες ἰδίως ἀκροατικὰς καὶ ἐποπτικὰς προσαγορεύοντες οὐκ ἐξέφερον εἰς πολλούς, μετασχεῖν».
Μάλιστα, συνεχίζει ο Πλούταρχος, όταν εν συνεχεία ήταν ο Αλέξανδρος στις επιχειρήσεις στην Ασία, ο Αριστοτέλης τόλμησε να δημοσιεύσει κάποια πράγματα από την «απόρρητη» αυτήν, μυστική διδασκαλία του. Ο μακεδόνας τότε στρατηλάτης σαν το έμαθε του έστειλε την εξής επιστολή παραπονούμενος:
«Ἀλέξανδρος Ἀριστοτέλει εὖ πράττειν. οὐκ ὀρθῶς ἐποίησας ἐκδοὺς τοὺς ἀκροατικοὺς τῶν λόγων· τίνι γὰρ δὴ διοίσομεν ἡμεῖς τῶν ἄλλων, εἰ καθ’ οὓς ἐπαιδεύθημεν λόγους, οὗτοι πάντων ἔσονται κοινοί; ἐγὼ δὲ βουλοίμην ἂν ταῖς περὶ τὰ ἄριστα ἐμπειρίαις ἢ ταῖς δυνάμεσι διαφέρειν. ἔῤῥωσο»
«Δεν έκανες καλά που δημοσιοποίησες μέρος των λόγων της τέχνης σου» του είπε. «Διότι αν άπαντα ταύτα τα μάθουν οι πολλοί τότε εις τι θα διαφέρωμεν ημείς οι βασιλείς από τον απλό λαό που δεν εδιδάχθη ποτέ ταύτα;». Ξέρετε τι του απήντησε ο Αριστοτέλης; Προσέξατε την απάντηση, όπως μας την δίδει ο Πλούταρχος:
«ταύτην μὲν οὖν τὴν φιλοτιμίαν αὐτοῦ παραμυθούμενος Ἀριστοτέλης ἀπολογεῖται περὶ τῶν λόγων ἐκείνων, ὡς καὶ ἐκδεδομένων καὶ μὴ ἐκδεδομένων.»
Καταλάβατε; Τον ησυχάζει ο Σταγειρίτης λέγοντάς του «μη φοβάσαι Αλέξανδρε. Κι αν εκδόθηκαν είναι σαν να μην εκδόθηκαν». Οι λόγοι που μόλις είχε δημοσιοποιήσει ήταν από εκείνους των «ἐκδεδομένων καὶ μὴ ἐκδεδομένων», ανήκαν στους λόγους όπου η «τέχνη» ήταν κρυμμένη.
Στο επόμενο μέρος αυτού εδώ του άρθρου θα σας δώσω ένα τέτοιο παράδειγμα "τέχνης" κεκρυμμένης δικανικού λόγου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Rhetores Graeci, vol.vi, Christianus Walz, London, 1884
- John S. Nelson, Allan Megill, and Donald N. McCloskey The Rhetoric of Human Sciences: Language and Argument in Scholarship and Public Affairs, London: University of Wisconsin Press, 1987
- Αριστοτέλης, Ρητορική (Α΄ Τόμος) εκδ. Ζήτρος
- Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου