τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
ΚΑΙ ξάφνου, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια η βασίλισσα Κλυταιμήστρα καλεί το συμβούλιο των γερόντων του Άργους εκτάκτως σε συνέλευσιν. Το συμβούλιο υπακούει. Από πρωίας σε όλο το παλάτι ακουγόταν ότι εκείνη, η αντιβασιλέας έκανε θυσίες στους θεούς. Τι συμβαίνει τάχα;
Ήρθα με σέβας, Κλυταιμνήστρα, της αρχής σου γιατί σαν λείψη ο άρχοντας από το θρόνο το δίκιο, τη γυναίκα του να προσκυνούμε. Και τώρα, αν έχης τίποτε καλό ακουσμένα, ή κ' έτσι για καλές ελπίδες θυσιάζεις, πρόθυμα ακούω· κι αν σιωπάς, δικαίωμά σου.
Η είδηση απίστευτη στα αυτιά, απίστευτη να την πιστεύση κανείς, απρόσμενη, ονειρική… την αναγγέλει η βασίλισσα με τρανή φωνή. Έπεσε η Τροία.
Μάννας καλής κόρη καλή, που λέγει ο λόγος, από τη νύχτα ας έβγη μέρα λαμπροφόρα, κι ανέλπιστη χαρά ν' ακούσης ετοιμάσου· γιατί του Πριάμου, οι Έλληνες πήραν την πόλη … Δική τους είναι σήμερα, η Τροία των Αχαιών! φαντάζομαι, τι ασύσμιχτη βουή στη πόλη! καθώς σαν χύσης μες σ' ένα πινάκι λάδι και ξύδι, να ταράζουνται θα ιδής ανάρια, έτσι χώρια των νικητών και νικημένων ξεφωνητά θάχης νακούς ανόμοιας μοίρας. Αυτοί απ' εδώ πεσμένοι επάνω στα κουφάρια αντράδων κι αδερφών και των παιδιώ των γέροι γονιοί θενά θρηνούνε των αγαπημένων τη συμφορά, μα μ' όχι πια λεύτερο στόμα. Τους άλλους πάλι νηστικούς από τη μάχη νυχτοπλάνητος κόπος φέρνει στα τραπέζια της πόλεως και τους στρώνει δίχως καμμιά τάξη μα μ' όποιον ο καθένας τους λαχνό τραβήξη. Τώρα τα σκλαβωμένα σπίτια τους στεγάζουν των Τρώων και γλυτωμένοι απ' τανοιχτού του κάμπου τις παγωνιές και τις δροσιές, όλη τη νύχτα, πόσο ευτυχείς! αφύλαχτοι θα κοιμηθούνε. Κι αν σεβαστούνε τους θεούς τους πολιούχους της νικημένης χώρας και τα ιδρύματά των, μια που νικήσαν δεν θα νικηθούνε πάλι· φτάνει μην πιάση πριν το στρατό κακός πόθος ναρπάζη όσα δεν πρέπει, απ' αγάπη κέρδους· γιατί για τον καλό στα σπίτια γυρισμό του έχει και τάλλο χέρι του σταδίου να στρίψη· κι αν δίχως κρίμα στους θεούς γυρίσουν πίσω, μα πάλι ακοίμητο μπορεί των σκοτωμένων το αίμα να μένη, κι άλλη συμφορά αν δεν λάχη. Άκου λοιπόν αυτά από μένα, τη γυναίκα· και το καλό ας αξιωθώ να δω όπως θέλω, γιατί απ' όλα ταγαθά αυτό θα ευχόμουν!
Πρίν την άφιξη του βασιλέα, πρίν την επιστροφή του στα παλάτια, έρχεται η εμπροσθοφυλακή, έρχονται άγγελοι χαράς με στεφάνια νίκης στα μαλλιά, να αναγγείλουν στην πόλη να υποδεχθή τον μέγα βασιλέα, τον τρανό Αγαμέμνονα που κούρσεψε την Τροία, την μεγαλύτερη πόλη όλων των αιώνων. Η υποδοχή πρέπει να είναι ανάλογη του μεγέθους ενός τέτοιου άθλου, που ποτέ έως τότε δεν είχε αντικρύσει η ανθρωπότητα
Ω, ω, του βασιλιά τιμημένα παλάτια, πολυσέβαστοι θρόνοι και θεοί προσήλιοι, χαρούμενοι, αν και πριν, το βασιλιά από χρόνια να τον δεχτήτε που έρχεται, σε σας και σ' όλους εμάς στη μαύρη σκοτεινιά μας φως να φέρη· χαρούμενοι δεχθήτε τον γιατί του πρέπει, που με του Δία τη δίκελλα του δικαιοκρίτη την Τροία γκρέμνισε και ρήξαμε τη γη τους, και ρείπια οι βωμοί των θεών και τα ιερά τους κι ουδέ σπόρος δε μένει απ' όλη τους τη χώρα· τέτοιο ζυγό στον τράχηλο έβαλε της Τροίας κ' έρχεται τώρα ο ευτυχισμένος βασιλιάς μας, που μέσα σ' όσους τώρα ζουν τιμές του πρέπουν γιατί ουδ' ο Πάρις ουδέ η Τροία είναι, να πούνε αν άξιζε το πάθημα το κάμωμά τους· και δεν μπορεί να πη πως δεν το βρήκε ως τόσο το δίκιο του και με το παραπάνω ο κλέφτης, αφού συθέμελα έσβησε το πατρικό του και πλέρωσαν διπλά το κρίμα οι Πριαμίδες.
Και έρχεται ο αρχιστράτηγος και βασιλεύς με τόσα λάφυρα και πλούτο που κάθε πόνο έως τότε τον επισκιάζει.
«Αφού την Τροία επήρε ο στόλος των Αργείων αυτά για τους ελληνικούς θεούς τα λάφυρα στις εκκλησιές των κρέμασε, λαμπρά στολίδια». Κι όποιος ακούη αυτά θα πρέπει να παινεύη την πόλη και τους στρατηγούς και χάρη νάχη του Δία που τάφερε δεξιά· είπα ότι είχα.
Και τω όντι… το πλήθος ήδη αλαλάζει από κάτω
Του αχαϊκού στρατού χαίρε, κήρυκα, χαίρε!
Ωστόσο υπάρχουν και σκοτεινά σημεία μέσα σ’ όλην αυτήν την ευφορία. Ο αδερφός του βασιλιά, ο Μενέλαος αγνοείται. Δεν γυρίζει πίσω. Η είδηση προκαλεί απορία
Άφαντος μέσ' από το στόλο των Αργείων κι αυτός και το καράβι του· αυτή ναι η αλήθεια. … - Και δεν ακούστηκε απ' τους άλλους κανείς λόγος αν είναι τάχα ζωντανός ή πεθαμένος; - Δεν ξέρει τίποτε σωστό να πη κανείς γι' αυτό έξω απ' τον ήλιο που τον κόσμον όλον θρέφει.
Μα μια τέτοια μέρα με κακές δεν πρέπει ειδήσεις κανείς να βεβηλώνει. Αυτά πρέπει να ξεχαστούν. Οι θριαμβευτές της Τροίας, ή όσοι επέζησαν τέλος πάντων γυρίζουν και τους πρέπουν χαρές και υποδοχές ισάξιες του θριάμβου των. Και έτσι γίνεται. Η βασίλισσα στην κρίσιμη στιγμή στρώνει πορφύρα να πατήση ο βασιλιάς κατά την είσοδό του στο παλάτι, ενώ βάγια παντού έχουν στολιστεί. Ιδού η υποδοχή της στην είσοδο του παλατιού
Τέτοιων λοιπόν χαιρετισμών τιμή του αξίζει κι ας λείπη ο φθόνος! φτάνουνε τα περασμένα που τράβηξα· και τώρ' αγαπητό κεφάλι κατέβαινε απ' τ' αμάξι σου, δίχως ναγγίξης στη γης το πόδι σου, που χάλασε την Τροία! Δούλες τι στέκεσθε; πόχω το χρέος προστάξη να στρώσετε χαλιά στου δρόμου του τη στράτα; ευθύς ας γίνη πορφυρόστρωτος ο δρόμος κι ας τον φέρη στ ανέλπιστα παλάτια η Δίκη!
Κι ο τρανός βασιλιάς Αγαμέμνονας διστάζει να πατήση πάνω σε πορφύρα και γιατί φοβάται μην τον ζηλέψουν οι θεοί αλλά και μήπως προκαλέση το δημόσιο αίσθημα
με καμώματα γυναίκεια εμένα μη θες να με χαλάσης και σα βάρβαρο άντρα ταπεινοπροσκυνάς με χαμόσυρτα λόγια, μηδέ στρώσης στο δρόμο μου, με τις πορφύρες, το φθόνο· στους θεούς η τιμή τούτη πρέπει· θνητός σε τέτια πολυξόμπλιαστα στολίδια δεν πάει σ' εμένα να πατώ με δίχως φόβο· σαν άνθρωπο, όχι σαν θεό να με τιμούνε· και δίχως τα στρωσίματα κι αυτά τα ξόμπλια η δόξα διαλαλεί· κ' η μετρημένη η γνώση δώρο μεγάλο του θεού· να μακαρίζης τον άνθρωπο απ' τα τέλη του τα ευτυχισμένα
κι αν έτσι πάντα φέρνομαι, φόβο δε θάχω! … και του λαού η φωνή πολύ βαραίνει
Τουλάχιστον όμως για την γνώμη του λαού, των ανθρώπων, δεν πρέπει να γνοιάζεται ένας θριαμβευτής βασιλέας. Ιδού ποια είναι η γνώμη της βασίλισσας.
Λοιπόν μη ντηρηθής το τι θα πη ο κόσμος… Τον άνθρωπο που δε φθονούν, μην τον ζηλεύης.
Κι εδώ σταματώ την αφήγησιν της αφίξεως του Αγαμέμνονα στο Άργος αφού πώ μόνον πως μέσα στα λάφυρα που φέρνει μαζί του είναι και η παλλακίδα του η Κασσάνδρα. Δηλαδή ο βασιλέας είναι σε τέτοια κορυφαία στιγμή δόξης που τίποτα δεν λογαριάζει. Γυρνάει με πλήθος λαφύρων ακόμα και με παλλακίδα ενώπιον της βασίλισσάς του ύστερα από δέκα χρόνια απουσίας δίχως καμμιάν ντροπή. Ποιος θα μπορούσε να τον αμφισβητήση; Ποιος θα μπορούσε να τον κρίνη για όλην αυτήν την θεαματική είσοδο στην πόλη του και στο παλάτι του; Εκείνος είναι που έγραψε ιστορία. Όλοι οι κατοπινοί θα μιλούν για το κατόρθωμά του. Ακόμα και η ίδια η βασίλισσα που τον βλέπει να έρχεται τρανός και δοξασμένος κατανοεί ότι καμιά κρίση για τούτα τα καμώματά του δεν μπορεί να του γίνη.
Το ερώτημα λοιπόν που θέτω εις την κρίσιν του καθενός είναι το εξής. Δεν είναι ιστορική αλήθεια ότι ουδείς τολμά να τα βάζη με όσους νικούν και επιτυγχάνουν και ότι αυτούς ιδίως τους θαυμάζουν και τους φοβούνται; Απεναντίας δεν έχει αποδειχθεί ότι τόσο οι ξένοι όσο και μερικοί συγγενείς περιφρονούν τους αποτυχημένους μόνον; Που θέλω να καταλήξω;
Είναι δυνατόν ο Αγαμέμνονας να περιφρονήθηκε από την γυναίκα του την Κλυταιμήστρα την ώρα της μεγαλύτερης δόξης και δυνάμεως της ζωής του και μάλιστα ο εραστής της ο Αίγισθος να του επιτέθηκε με τόσην ευκολία και να τον νίκησε εύκολα την ώρα της παντοδυναμίας του; Και μάλιστα είναι πάλι δυνατόν ο λαός, οι Αργίτες να αποδεχθούν την κατάστασιν αυτήν και να αναδείξουν δίχως καμίαν αντίδρασιν εις την εξουσίαν τον φονέα του τρανού βασιλέα, εκείνου δηλαδή που είχε φθάσει με τόσην δόξα και τόσην δύναμη έχοντας μείνει στην ιστορία ως ο άνθρωπος που κυρίευσε την Ασία;
Και προσέξατε και την τύχη και των λοιπών θριαμβευτών της Τροίας. Ο Οδυσσέας για χρόνια καλοπερνά στην Καλυψώ και καθυστερεί να γυρίση πίσω με συνέπεια η νεολαία των Ιθακησίων να στραφή στην διεκδίκησιν της Πηνελόπης και στην αρπαγή των κτημάτων του. Δηλαδή ούτε εκεί θαύμαζαν και δεν φοβούνταν τον θριαμβευτή της Τροίας βασιλέα μη γυρίση και τους παραδώση στην οργή του; Και ο Μενέλαος; Δεν πήγε κάν πίσω στα ανάκτορά του. Αλλά λένε παρέμενε στην Αίγυπτο. Απόδειξη της εκεί παραμονής του είναι γνωστή η παλινωδία του Στησιχόρου με το πουκάμισο το αδειανό, την Ελένη που πήγε τάχα φάντασμα στην Τροία ενώ την αληθινή την βρήκε ο νικητής Μενέλαος στην Αίγυπτο.
Την ίδια ώρα, οι φυγάδες Τρώες, νικημένοι και κυνηγημένοι, με αρχηγό τον Αινεία ίδρυαν την Ρώμη που έμελλε να γίνη μια αυτοκρατορία.
*τα αποσπάσματα απ'την τραγωδία του Αισχύλου "Αγαμέμνων"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου