ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Στη χώρα μας οι περισσότεροι άνεργοι πτυχιούχοι σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ |
Απόφοιτος του «Αθήνησι» Πανεπιστημίου είναι ο νέος. Τον είχα γνωρίσει καλά, στα τέσσερα χρόνια των σπουδών του – ζωηρό μυαλό, ικανός στο λόγο και στη γραφή, με γνώσεις και κρίση διόλου τυχαίες. Τις προάλλες, με πλησίασε και μου είπε, με την οικειότητα που δημιουργεί ο δεσμός δάσκαλου και φοιτητή:
-Μήπως θα μπορούσατε να μου βρείτε δουλειά νυχτοφύλακα σε κάποιον Οργανισμό ή εταιρία;
Δεν αστειευόταν διόλου. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας, σπούδασε με πολλές δυσκολίες και, τώρα, προσπαθεί να συνεχίσει τις (μεταπτυχιακές) σπουδές του – γι’ αυτό και ζητάει οποιαδήποτε εργασία, και μάλιστα νυχτερινή – μια και το εφόδιό του είναι ένα «χαρτί», που μένει χαρτί και μόνο…
Πόσες χιλιάδες, πτυχιούχοι και μη, νέοι και λιγότερο νέοι, βρίσκονται στην ίδια θέση, είναι πασίγνωστο. Οι παγεροί αριθμοί των στατιστικών λένε πως το ποσοστό ανεργίας στη Δυτική Ευρώπη φτάνει το 12% - κάπου 20 εκατομμύρια. Πιο «τυχεροί» εμείς, δεν έχουμε παρά «μόνο» 8% περίπου «εγγεγραμμένης ανεργίας» - ίσως 500.000 άτομα; Αλλά, κι απ’ τους εργαζόμενους, πάμπολλοι ασκούν επαγγέλματα άσχετα με τις ειδικότητές τους και τα πτυχία τους, όπως οδηγού, εργάτη, φορτοεκφορτωτή, τυπογράφου, αποθηκάριου και τα παρόμοια. Που θα πει, μηδενισμός των χρόνων που σπούδασαν και εκμηδενισμός των πραγματικών ικανοτήτων τους…
Από παιδιά, στο σχολείο και στο σπίτι, μαθαίνομε και παπαγαλίζουμε τι σπουδαίο πράγμα είναι η εργασία. Ένα απ’ τα πρώτα «είδωλα» των κοινωνιών στάθηκε ο ανθρώπινος μόχθος, που τιμήθηκε και υμνήθηκε, σ’ όλες τις εποχές και τα συστήματα. Αλλά, δεν είναι διόλου λίγοι και όσοι είδαν την εργασία σαν κατάρα και Γολγοθά του ανθρώπινου γένους – που εργαζόμενο ασταμάτητα για να ζήσει, δεν προφταίνει να ζήσει πραγματικά.
Ευλογία ή κατάρα, αναγκαίο κακό ή απόλαυση, η εργασία απέκτησε στην εποχή μας ένα ακόμα «στίγμα»: έγινε απρόσιτη για εκατομμύρια ανθρώπους. Χρόνια και χρόνια, οι νέοι εργάζονται άμισθα (σπουδάζουν, μαθητεύουν σε τέχνες κτλ.), για να μπορέσουν να εργασθούν έμμισθα – κι όταν έρθει η ώρα να «θερίσουν τους γλυκείς καρπούς» του μόχθου τους, δεν βρίσκουν πού να εργασθούν.
Αλλά η απογοήτευση και η κατάθλιψή τους δε λιγοστεύει κι όταν βρίσκουν δουλειά – που, όμως, είναι ξένη με όσα έμαθαν και δεν οδηγεί διόλου προς τους στόχους που φιλοδόξησαν. Κοινότατος, βέβαια, ο τόπος πως η εργασία μπορεί να είναι χαρά, όταν ασχολείσαι με αυτό που αγαπάς και ξέρεις, μ’ αυτό που ταιριάζει στην κλίση σου και στο «μεράκι» σου, μ’ αυτό όπου έχεις «μυηθεί» και που άρχισες να το κατακτάς. Αλλά τι χαρά μπορεί να νιώσει ένας φιλόλογος, ένας μαθηματικός, ένας γεωπόνος, που αναγκάζεται να κάνει το γκαρσόνι ή το νυχτοφύλακα για τον επιούσιο; Και τι θα προσφέρει στο περιβόητο «κοινωνικό σύνολο», κάνοντας εργασία που αγνοεί και που μισεί, και μην κάνοντας την εργασία που γνωρίζει και λαχταρά; Μετρήθηκε τάχα πόση είναι αυτού του είδους η σπατάλη εργατικού δυναμικού αλλά και το «διαφεύγον κέρδος» από τη μη αξιοποίηση γνώσεων και σπουδαστικού χρόνου;
«Αν θες να συντρίψεις, να εξουθενώσεις έναν άνθρωπο… βάλε τον να κάνει μια δουλειά απόλυτα, ολότελα άχρηστη και παράλογη» (γι’ αυτόν), έγραφε ο πολλά παρόμοια παθών Ντοστογιέφσκι.
Αυτή η «καταναγκαστική εργασία» σταλάζει μέσα του μιαν όλο και μεγαλύτερη αίσθηση αποτυχίας, απογοήτευσης, αυτοοικτιρμού, αποστροφής για τη διπλά άγονη δουλειά του, για τους άλλους, για τον εαυτό του ακόμα – που φτάνει στην οργή της εξανάστασης. Και –ποιος δεν το ξέρει; - η μη απασχόληση, η υποαπασχόληση, η ετεροαπασχόληση, η στρεβλή απασχόληση στοιχειοθετούν όχι μόνο «κατάρα» αλλά και μιαν απ’ τις μεγαλύτερες θρυαλλίδες στα θεμέλια του κόσμου μας.
Μ, Πλωρίτη, Ανεργίας έργα
(διασκευασμένο απόσπασμα)
-Μήπως θα μπορούσατε να μου βρείτε δουλειά νυχτοφύλακα σε κάποιον Οργανισμό ή εταιρία;
Δεν αστειευόταν διόλου. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας, σπούδασε με πολλές δυσκολίες και, τώρα, προσπαθεί να συνεχίσει τις (μεταπτυχιακές) σπουδές του – γι’ αυτό και ζητάει οποιαδήποτε εργασία, και μάλιστα νυχτερινή – μια και το εφόδιό του είναι ένα «χαρτί», που μένει χαρτί και μόνο…
Πόσες χιλιάδες, πτυχιούχοι και μη, νέοι και λιγότερο νέοι, βρίσκονται στην ίδια θέση, είναι πασίγνωστο. Οι παγεροί αριθμοί των στατιστικών λένε πως το ποσοστό ανεργίας στη Δυτική Ευρώπη φτάνει το 12% - κάπου 20 εκατομμύρια. Πιο «τυχεροί» εμείς, δεν έχουμε παρά «μόνο» 8% περίπου «εγγεγραμμένης ανεργίας» - ίσως 500.000 άτομα; Αλλά, κι απ’ τους εργαζόμενους, πάμπολλοι ασκούν επαγγέλματα άσχετα με τις ειδικότητές τους και τα πτυχία τους, όπως οδηγού, εργάτη, φορτοεκφορτωτή, τυπογράφου, αποθηκάριου και τα παρόμοια. Που θα πει, μηδενισμός των χρόνων που σπούδασαν και εκμηδενισμός των πραγματικών ικανοτήτων τους…
Από παιδιά, στο σχολείο και στο σπίτι, μαθαίνομε και παπαγαλίζουμε τι σπουδαίο πράγμα είναι η εργασία. Ένα απ’ τα πρώτα «είδωλα» των κοινωνιών στάθηκε ο ανθρώπινος μόχθος, που τιμήθηκε και υμνήθηκε, σ’ όλες τις εποχές και τα συστήματα. Αλλά, δεν είναι διόλου λίγοι και όσοι είδαν την εργασία σαν κατάρα και Γολγοθά του ανθρώπινου γένους – που εργαζόμενο ασταμάτητα για να ζήσει, δεν προφταίνει να ζήσει πραγματικά.
Ευλογία ή κατάρα, αναγκαίο κακό ή απόλαυση, η εργασία απέκτησε στην εποχή μας ένα ακόμα «στίγμα»: έγινε απρόσιτη για εκατομμύρια ανθρώπους. Χρόνια και χρόνια, οι νέοι εργάζονται άμισθα (σπουδάζουν, μαθητεύουν σε τέχνες κτλ.), για να μπορέσουν να εργασθούν έμμισθα – κι όταν έρθει η ώρα να «θερίσουν τους γλυκείς καρπούς» του μόχθου τους, δεν βρίσκουν πού να εργασθούν.
Αλλά η απογοήτευση και η κατάθλιψή τους δε λιγοστεύει κι όταν βρίσκουν δουλειά – που, όμως, είναι ξένη με όσα έμαθαν και δεν οδηγεί διόλου προς τους στόχους που φιλοδόξησαν. Κοινότατος, βέβαια, ο τόπος πως η εργασία μπορεί να είναι χαρά, όταν ασχολείσαι με αυτό που αγαπάς και ξέρεις, μ’ αυτό που ταιριάζει στην κλίση σου και στο «μεράκι» σου, μ’ αυτό όπου έχεις «μυηθεί» και που άρχισες να το κατακτάς. Αλλά τι χαρά μπορεί να νιώσει ένας φιλόλογος, ένας μαθηματικός, ένας γεωπόνος, που αναγκάζεται να κάνει το γκαρσόνι ή το νυχτοφύλακα για τον επιούσιο; Και τι θα προσφέρει στο περιβόητο «κοινωνικό σύνολο», κάνοντας εργασία που αγνοεί και που μισεί, και μην κάνοντας την εργασία που γνωρίζει και λαχταρά; Μετρήθηκε τάχα πόση είναι αυτού του είδους η σπατάλη εργατικού δυναμικού αλλά και το «διαφεύγον κέρδος» από τη μη αξιοποίηση γνώσεων και σπουδαστικού χρόνου;
«Αν θες να συντρίψεις, να εξουθενώσεις έναν άνθρωπο… βάλε τον να κάνει μια δουλειά απόλυτα, ολότελα άχρηστη και παράλογη» (γι’ αυτόν), έγραφε ο πολλά παρόμοια παθών Ντοστογιέφσκι.
Αυτή η «καταναγκαστική εργασία» σταλάζει μέσα του μιαν όλο και μεγαλύτερη αίσθηση αποτυχίας, απογοήτευσης, αυτοοικτιρμού, αποστροφής για τη διπλά άγονη δουλειά του, για τους άλλους, για τον εαυτό του ακόμα – που φτάνει στην οργή της εξανάστασης. Και –ποιος δεν το ξέρει; - η μη απασχόληση, η υποαπασχόληση, η ετεροαπασχόληση, η στρεβλή απασχόληση στοιχειοθετούν όχι μόνο «κατάρα» αλλά και μιαν απ’ τις μεγαλύτερες θρυαλλίδες στα θεμέλια του κόσμου μας.
Μ, Πλωρίτη, Ανεργίας έργα
(διασκευασμένο απόσπασμα)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου