ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Κατά μερικούς και δή των υποστηρικτών της βιωματικής μαθήσεως, η μάθησις δεν εξαρτάται εκ της αφαιρετικής σκέψεως αλλά εκ της εμπειρικής δράσεως και προπάντων πράξεως. Την έννοιαν του ζώου φερ’ ειπείν θα κατανοήση και οικειοποιηθή ο μαθητής, εφ’ όσον έλθη εις επαφήν με το ζώον, δια παιγνιδίου και της μετ’ αυτού αναστροφής και δράσεως.
Δηλαδή κατά αυτήν την θεωρίαν δεν προηγείται η επόπτευσις ώστε να ακολουθήση η άσκησις. Η μάθησις λένε σταθεροποιείται δια του πράττειν. Το σχολείον είναι για αυτούς ένα μικρόν εργαστήριον. Διαμορφώνεται κατά τρόπον ώστε να παρουσιάζη εις τους μαθητάς απασχολήσεις σχετιζομένας με ενεργείας και δραστηριότητας. Θα μάθη δηλ. δια παράδειγμα καλύτερα την αριθμητικήν το παιδί, όταν τοποθετηθή ενώπιον του προβλήματος να πληρώση εις την καντίναν του σχολείου. Η μέθοδος άλλως είναι απλώς η μέθοδος θέσεως προβλημάτων. Είναι η διέγερσις μέσα στην ψυχή του παιδιού μιας απορίας.
Το σχολείο οργανώνεται ούτως ώστε να θέτη εις το παιδί συνεχώς προβλήματα, και ούτως πάλι εκείνο να αισθάνηται την πίεσιν μιας απορίας και την επιθυμίαν συμπληρώσεως ενός χάσματος. Η αποστολή του δασκάλου περιορίζεται εις το να παρακινή τον μαθητήν να αναλάβη τον απαιτούμενον μόχθον δια την μάθησιν και να θεωρήση ταύτην προσωπικήν, ιδικήν του υπόθεσιν.
Με παντελώς συνοπτικόν τρόπον εις την βιωματικήν μάθησιν και εις το σχολείον εργασίας εννοείται η εξής πορεία διδασκαλίας:
Κατά την Α φάσιν, ήτοι την φάσιν της αφορμήσεως τίθεται το πρόβλημα. Τούτο δεν τίθεται τεχνηέντως αλλά απαιτείται ο μαθητής να ευρεθή εντός καταστάσεως απαιτούσης την επεξεργασίαν του προβλήματος. Εις την Β φάσιν επέρχεται η μελέτη του προβλήματος και η προσπάθεια επινοήσεως διαφόρων λύσεων. Ακολουθεί η Γ φάσις με δοκιμή των λύσεων, η Δ φάσις με την συλλογή των πορισμάτων και καταλήγει το όλον εις την Ε φάσιν την αξιοποίησιν των πληροφοριών.
Aπορία από όλα αυτά. Πως μπορεί ένα τοιούτο μοντέλο να αποδώση εις τα βιωματικά καλούμενα μαθήματα, π.χ στην Λογοτεχνία τα οποία στόχον έχουσι και την καλλιέργεια της ευαισθησίας του παιδιού; Πως αληθώς θα κατανοήση ο μαθητής την κατάστασιν του Οδυσσέως, όταν εκείνος μεταμφιεσμένος εις το ανάκτορόν του το ίδιο, εγένετο αντικείμενον χλεύης υπό των μνηστήρων και αποδέκτης ύβρεων; Θα θέσωμεν το παιδί εις ρόλον αποδέκτου τοιούτων καταστάσεων μέσω τινός θεατρικής αγωγής, τουτέστιν να υποδυθή έν τοιούτον ρόλον;
Νομίζω ότι με αυτά τα ρεαλίστικ τεχνάσματα και μοντέλα αποκόπτεται ο μαθητής από την σφαίραν του ιδεώδους και αγκιστρώνεται εις τας πρακτικάς απασχολήσεις μόνον και αποκλειστικώς της ζωής. Ο Πεσταλότσι όμως είχεν πεί: «Μόνον, όταν υψούμεθα προς το ιδεώδες, υπάρχει ελπίς να φθάσωμεν εις το μέτριον».
Ο άκρατος ρεαλισμός – πραγματισμός και ο ακτιβισμός ανακόπτει την έφεσιν προς την συναισθηματικήν μάθησιν διότι ωθεί τα παιδιά και στρέφει την προσοχή των προς τα πρακτικά ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ προβλήματα της ζωής εν ώ τα κάνει να μην αισθάνονται και άλλα ζητήματα ουσιώδη του ψυχικού βίου. Άλλως αποτυγχάνει να επιφέρη την ενσυναίσθηση εις αυτά και την θέασιν των υψηλών φρονημάτων εκ των οποίων έχει ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος. Η ζωή δεν είναι μόνον επίλυσις προβλημάτων του πρακτικού βίου. Μια κίβδηλη και τεχνητή διεξαγωγή ρόλων ή θεατρικότητα δεν δύναται να εξισορροπήση την απώλεια καλλιέργειας των πανανθρωπίνων ιδεωδών.
Χαρακτηριστικόν είναι το επεισόδιον που είχε ο Σολωμός με τον δάσκαλόν του Μonti, όταν ήτο σπουδαστής στην Ιταλίαν, το οποίο και προσθέτω προκειμένου να έχωμεν πάντοτε ενώπιόν μας την ρήσιν του ποιητού ως αξίωμα...
Είχε δημοσιευτεί το λαμπρό βιβλίο του Perticari "Για τους συγγραφείς του 14ου αιώνα". Ο Μonti το είχε στα χέρια του και, δείχνοντας με το δάχτυλό του τις σελίδες του μέρους 2, κεφ. 7, συνεπαρμένος από θαυμασμό, ρώτησε το ζακύνθιο σχετικά με τον Perticari. Ο Σολωμός, ο ποιητής των 17 ετών, βάλθηκε να διαβάζει την ερμηνεία τους στίχου του Αλιγκιέρι στο πρώτο άσμα της “Θείας Κωμωδίας”: Mi ripingeva là dove il sol tace. Στο μεταξύ ο Μonti πήγε μπροστά σ’ ένα μικρό καθρέφτη, που κρεμόταν από το γάντζο ενός παραθύρου, και άρχισε να ξυρίζεται. Ο Perticari λέει ότι ο Δάντης, ή μάλλον ο αναγνώστης, στο στίχο εκείνο “τρέμει κιόλας εξαιτίας της μεγάλης ερημίας που απλώνεται στη γη και την κόλαση” – ιδέα, που φαινόταν σωστή στον Monti και λαθεμένη στον Σολωμό, ο οποίος είπε ότι δεν έτρεμε από την ερημιά ανάμεσα στη γη και την κόλαση, όπου ο Δάντης δεν ήξερε ακόμα ότι θα πάει, αλλ’ από την αβεβαιότητα μέσα στην οποία η ψυχή βασανιζόταν ανάμεσα στην ερημιά και τον άγνωστο τόπο, όπου θα έβγαινε. Ο Μonti “που συνήθως έχανε την υπομονή του, όταν του έφεραν αντιρρήσεις”, όπως παρατηρεί ο Ν. Τommaseo, υπεροπτικά, άφησε το ξύρισμα και, γυρίζοντας στο νεαρό από τη Ζάκυνθο, ξέσπασε: “Δεν πρέπει τόσο να συλλογίζεσαι. πρέπει να αισθάνεσαι”. Και ο Σολωμός, πληγωμένος από την επίπληξη, φώναξε: “Εκείνος είναι αληθινά άνθρωπος που αισθάνεται εκείνο που έχει εννοήσει.”» (Βελουδής 1989: 236-7).
Νομίζω ότι με αυτά τα ρεαλίστικ τεχνάσματα και μοντέλα αποκόπτεται ο μαθητής από την σφαίραν του ιδεώδους και αγκιστρώνεται εις τας πρακτικάς απασχολήσεις μόνον και αποκλειστικώς της ζωής. Ο Πεσταλότσι όμως είχεν πεί: «Μόνον, όταν υψούμεθα προς το ιδεώδες, υπάρχει ελπίς να φθάσωμεν εις το μέτριον».
Ο άκρατος ρεαλισμός – πραγματισμός και ο ακτιβισμός ανακόπτει την έφεσιν προς την συναισθηματικήν μάθησιν διότι ωθεί τα παιδιά και στρέφει την προσοχή των προς τα πρακτικά ΚΑΙ ΜΟΝΟΝ προβλήματα της ζωής εν ώ τα κάνει να μην αισθάνονται και άλλα ζητήματα ουσιώδη του ψυχικού βίου. Άλλως αποτυγχάνει να επιφέρη την ενσυναίσθηση εις αυτά και την θέασιν των υψηλών φρονημάτων εκ των οποίων έχει ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος. Η ζωή δεν είναι μόνον επίλυσις προβλημάτων του πρακτικού βίου. Μια κίβδηλη και τεχνητή διεξαγωγή ρόλων ή θεατρικότητα δεν δύναται να εξισορροπήση την απώλεια καλλιέργειας των πανανθρωπίνων ιδεωδών.
Χαρακτηριστικόν είναι το επεισόδιον που είχε ο Σολωμός με τον δάσκαλόν του Μonti, όταν ήτο σπουδαστής στην Ιταλίαν, το οποίο και προσθέτω προκειμένου να έχωμεν πάντοτε ενώπιόν μας την ρήσιν του ποιητού ως αξίωμα...
Είχε δημοσιευτεί το λαμπρό βιβλίο του Perticari "Για τους συγγραφείς του 14ου αιώνα". Ο Μonti το είχε στα χέρια του και, δείχνοντας με το δάχτυλό του τις σελίδες του μέρους 2, κεφ. 7, συνεπαρμένος από θαυμασμό, ρώτησε το ζακύνθιο σχετικά με τον Perticari. Ο Σολωμός, ο ποιητής των 17 ετών, βάλθηκε να διαβάζει την ερμηνεία τους στίχου του Αλιγκιέρι στο πρώτο άσμα της “Θείας Κωμωδίας”: Mi ripingeva là dove il sol tace. Στο μεταξύ ο Μonti πήγε μπροστά σ’ ένα μικρό καθρέφτη, που κρεμόταν από το γάντζο ενός παραθύρου, και άρχισε να ξυρίζεται. Ο Perticari λέει ότι ο Δάντης, ή μάλλον ο αναγνώστης, στο στίχο εκείνο “τρέμει κιόλας εξαιτίας της μεγάλης ερημίας που απλώνεται στη γη και την κόλαση” – ιδέα, που φαινόταν σωστή στον Monti και λαθεμένη στον Σολωμό, ο οποίος είπε ότι δεν έτρεμε από την ερημιά ανάμεσα στη γη και την κόλαση, όπου ο Δάντης δεν ήξερε ακόμα ότι θα πάει, αλλ’ από την αβεβαιότητα μέσα στην οποία η ψυχή βασανιζόταν ανάμεσα στην ερημιά και τον άγνωστο τόπο, όπου θα έβγαινε. Ο Μonti “που συνήθως έχανε την υπομονή του, όταν του έφεραν αντιρρήσεις”, όπως παρατηρεί ο Ν. Τommaseo, υπεροπτικά, άφησε το ξύρισμα και, γυρίζοντας στο νεαρό από τη Ζάκυνθο, ξέσπασε: “Δεν πρέπει τόσο να συλλογίζεσαι. πρέπει να αισθάνεσαι”. Και ο Σολωμός, πληγωμένος από την επίπληξη, φώναξε: “Εκείνος είναι αληθινά άνθρωπος που αισθάνεται εκείνο που έχει εννοήσει.”» (Βελουδής 1989: 236-7).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου