Της Μενελίας Τολόγλου
Στο άρθρο της Samantha Elizabeth McMahon “Doctors diagnose, teachers label: the unexpected in pre-service teachers' talk about labelling children with ADHD” αναφέρονται οι απόψεις φοιτητών δασκάλων και ο απροσδόκητος τρόπος ετικετοποίησης των παιδιών με ΔΕΠ-Υ. Η συγγραφέας διεξήγαγε μια ποιοτική έρευνα για να εξάγει τα συμπεράσματα ότι οι συμμετέχοντες δεν αντιλαμβάνονται τη διάγνωση αυτή καθ’ αυτή ως ετικέτα. Πιστεύουν ότι η ετικετοποίηση συμβαίνει πριν ή μετά τη διάγνωση και δεν αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της τελευταίας. Συνεπώς, κατανοούν την έννοια της «ετικετοποίησης» με μη συμβατικούς τρόπους, όπως αναφέρει η συγγραφέας.
Επίσης, ορίζεται η έννοια της «προ-διαγνωστικής» ετικετοποίησης, που είναι η τοποθέτηση μιας ετικέτας πριν την κλινική διαγνωστική ετικέτα της ΔΕΠ-Υ, σχετικά με τους δασκάλους και τους γονείς που ψάχνουν μια επίσημη διάγνωση, με «κακή πρόθεση» (μη ιδεατή πρακτική). Η ετικετοποίηση είναι ενδεικτική της άγνοιας των δασκάλων για την ΔΕΠ-Υ. Τα ερωτήματα που ταλανίζουν τη σκέψη μου είναι το γιατί οι εκπαιδευτικοί αναζητούν τη διάγνωση όταν αυτή δεν υπάρχει; Για να αιτιολογήσουν συμπεριφορές των παιδιών που δεν ανταποκρίνονται στο «φυσιολογικό»; Για να απομακρύνουν την ευθύνη της εκπαίδευσης αυτών των παιδιών από τους ίδιους;
Στο άρθρο ορίζεται και η έννοια της «μετα- διαγνωστικής» ετικετοποίησης, που είναι η τοποθέτηση μιας ετικέτας στην κατά τα άλλα ουδέτερη κλινική διαγνωστική ετικέτα της ΔΕΠ-Υ. Μια διαδικασία που, σύμφωνα με το άρθρο, επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του εκπαιδευτικού αν θα «κατανοήσει ή θα ετικετοποιήσει» τελικά το μαθητή που φέρει τη διάγνωση. Συν τοις άλλοις, προκύπτει η έννοια «δάσκαλος: αυτός που βάζει την ετικέτα», καθώς ο εκάστοτε εκπαιδευτικός είναι εκείνος που θα προβεί σε ετικετοποίηση του παιδιού ή όχι. Συνεπώς, η ευθύνη της ετικετοποίησης περνάει από τον επαΐοντα ειδικό στον εκπαιδευτικό. Γεγονός που εδραιώνει την θέση των εκπαιδευτικών στην διαγνωστική συσκευή. Τέλος, αναφέρεται ότι «ετικετοποίηση» δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία και έχει αρνητική επίδραση, σε σύγκριση με τη διάγνωση που είναι ουδέτερη, έχει θετική επίδραση και βοηθάει στη βελτίωση των εκπαιδευτικών πρακτικών. Ωστόσο, η διάγνωση δεν «ετικετοποιεί» από μόνη της;
Οι συμμετέχοντες της έρευνας πιστεύουν στην διαμόρφωση κατάλληλων εκπαιδευτικών πρακτικών, βασιζόμενοι στην «βιολογική αλήθεια» της διάγνωσης, ενώ δεν αναστοχάζονται σχετικά με τις βραχυπρόθεσμες ή τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής στη ζωή του παιδιού.
Το άρθρο καταλήγει στο ότι η ετικέτα παρουσιάζεται να είναι αρνητική με σχολική βάση. Η διάγνωση, από την άλλη, είναι θετική, ή έστω με ουδέτερη, χροιά και κλινική βάση. Επίσης, η ετικετοποίηση γίνεται από τους εκπαιδευτικούς και συμβαίνει πριν και/ή μετά τη διάγνωση. Αποδοχή της ιατρικής «αλήθειας» της ΔΕΠ-Υ από τους συμμετέχοντες της έρευνας δείχνει ότι αγνοούν τις αντιφάσεις, την εξάρτηση τους από την ιατρική διάγνωση για τις εκπαιδευτικές πρακτικές, αλλά και τον ταυτόχρονο φόβο τους για τα παιδιά που λαμβάνουν μια διάγνωση που θα οδηγήσει σε διακρίσεις.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι μακριά από την ελληνική πραγματικότητα, γεγονός που μας οδηγεί στο επίμαχο ζήτημα της κατάρτισης των εκπαιδευτικών, στη μη αμφισβήτηση της διάγνωσης, αλλά και στην επιστημονική υπεροχή του επαΐοντα ειδικού.
Τα ερωτήματα προς αναστοχασμό που έχω να θέσω είναι:
Αν τελικά η διάγνωση ισοδυναμεί ή όχι με την ετικέτα;
Ποιοι θεωρούνται τελικά υπεύθυνοι για την ετικετοποίηση;
Χρειάζεται να λαμβάνουμε υπόψη τη διάγνωση για να σχεδιάσουμε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για το μαθητή που φέρει την αναπηρία;
Μήπως, η διάγνωση αποτελεί την «εύκολη λύση» για να πούμε ότι δεν μπορούμε να εκπαιδεύσουμε το παιδί με αναπηρία;
Η ύπαρξη της διάγνωσης θα βοηθήσει στον σχεδιασμό των εκπαιδευτικών πρακτικών, ή θα δημιουργήσει χαμηλότερες προσδοκίες και συνεπώς ένα μειωμένο σε στόχους πρόγραμμα;
Η ετικετοποίηση συμβαίνει από την στιγμή της διάγνωσης, από τους επαΐοντες ειδικούς, τους εκπαιδευτικούς, την ευρύτερη κοινότητα, την πολιτική κλπ. Ωστόσο,
«Σε τι μας βοηθάει ως κοινωνία να υπάρχει η κατηγορία της ΔΕΠ-Υ και να φορτώνουμε τελικά τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και πάνω απ’ όλα τα ίδια τα παιδιά με την ιδέα ενός ελαττωματικού εγκεφάλου; (…) Μας βοηθάει ίσως να αποφύγουμε την ενοχή για τις παραλείψεις και την προσπάθεια που χρειάζονται αυτά τα παιδιά για να στηριχθούν αποτελεσματικά και να ξεπεράσουν τα προβλήματα και τις δυσφορίες τους.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου