τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Παρέστησαν τον θάνατον υπό διαφόρους εικόνας, πότε μεν ως ωραίον νέον κρατούντα λαμπάδα γυρισμένην προς τα κάτω, πότε δε ως δρεπανοφόρον κτλ. Σύμφωνα με τον Ησίοδο στη Θεογονία ο Ύπνος και ο δίδυμος αδελφός του, ο Θάνατος, ήσαν «δεινοί Θεοί» που κατοικούσαν στον Τάρταρο, παιδιά της Νύχτας και του Ερέβους. Ο Ύπνος μυθολογείται ότι είχε είτε χίλιους, είτε τρεις γιους ή αδελφούς (εκτός από τον Θάνατο): τον Μορφέα, τον Φοβήτορα και τον Φάντασο. Κατά τον Όμηρο, που τον αποκαλεί νήδυμο (γλυκύ), τόπος κατοικίας του Ύπνου ήταν η νήσος Λήμνος.
Ο Όμηρος ονομάζει και αυτός τον Θάνατον, αδερφόν του Ύπνου. Ας παρακολουθήσωμεν το εξής απόσπασμα (Ιλιάδα Ξ 224 κ.ε)
ἣ μὲν ἔβη πρὸς δῶμα Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη,
Ἥρη δ᾽ ἀΐξασα λίπεν ῥίον Οὐλύμποιο, 225
Πιερίην δ᾽ ἐπιβᾶσα καὶ Ἠμαθίην ἐρατεινὴν
σεύατ᾽ ἐφ᾽ ἱπποπόλων Θρῃκῶν ὄρεα νιφόεντα
ἀκροτάτας κορυφάς· οὐδὲ χθόνα μάρπτε ποδοῖιν·
ἐξ Ἀθόω δ᾽ ἐπὶ πόντον ἐβήσετο κυμαίνοντα,
Λῆμνον δ᾽ εἰσαφίκανε πόλιν θείοιο Θόαντος. 230
ἔνθ᾽ Ὕπνῳ ξύμβλητο κασιγνήτῳ Θανάτοιο,
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
Στο δώμα εσύρθη του Διός η κόρ’ η Αφροδίτη,
κι η Ήρ’ από τον Όλυμπον εχύθη της Πιερίας
άνωθεν και άνω των τερπνών βουνών ης ιππομάχου Θράκης,
ούδ’ έγγιζαν οι φτέρνες της τες άκρες κορυφές των.
Εις την αφρώδη θάλασσαν κατέβη από τον Άθω,
ώσπου στην Λήμνον έφθασε του Θόαντος την πόλιν.
Αυτού τον Ύπνον έσμιξεν, αδέρφι του Θανάτου,
στο χέρι του το χέρι της έβαλε αυτή και του’πε:
Ὕπνε ἄναξ πάντων τε θεῶν πάντων τ᾽ ἀνθρώπων,
ἠμὲν δή ποτ᾽ ἐμὸν ἔπος ἔκλυες, ἠδ᾽ ἔτι καὶ νῦν
πείθευ· ἐγὼ δέ κέ τοι ἰδέω χάριν ἤματα πάντα. 235
κοίμησόν μοι Ζηνὸς ὑπ᾽ ὀφρύσιν ὄσσε φαεινὼ
αὐτίκ᾽ ἐπεί κεν ἐγὼ παραλέξομαι ἐν φιλότητι.
δῶρα δέ τοι δώσω καλὸν θρόνον ἄφθιτον αἰεὶ
χρύσεον· Ἥφαιστος δέ κ᾽ ἐμὸς πάϊς ἀμφιγυήεις
τεύξει᾽ ἀσκήσας, ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει, 240
τῷ κεν ἐπισχοίης λιπαροὺς πόδας εἰλαπινάζων.
«Ω Ύπνε, κύριε των θεών και των ανθρώπων όλων,
ως και άλλη μ’ άκουσες φορά και τώρα εισάκουσέ με.
Και στον αιών’ αμέτρητην θα σου γνωρίζω χάριν.
Τα λαμπρά μάτια του Διός, ω Ύπνε, κοίμησέ μου,
αφού εγώ πρώτα ερωτικά πλαγιάσω στο πλευρό του.
Άφθαρτον, εύμορφον θρονι χρυσό θα λάβεις δώρο,
που ο Ήφαιστος ο δυνατός υιός μου θα ποιήσει,
με κάτω το υποπόδι του, να το’χεις να στηρίξεις
σ’ αυτό τα λαμπρά πόδια σου, σαν είσαι εις το τραπέζι.».
τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε νήδυμος Ὕπνος·
Ἥρη πρέσβα θεὰ θύγατερ μεγάλοιο Κρόνοιο
ἄλλον μέν κεν ἔγωγε θεῶν αἰειγενετάων
ῥεῖα κατευνήσαιμι, καὶ ἂν ποταμοῖο ῥέεθρα 245
Ὠκεανοῦ, ὅς περ γένεσις πάντεσσι τέτυκται·
Ζηνὸς δ᾽ οὐκ ἂν ἔγωγε Κρονίονος ἆσσον ἱκοίμην
οὐδὲ κατευνήσαιμ᾽, ὅτε μὴ αὐτός γε κελεύοι.
ἤδη γάρ με καὶ ἄλλο τεὴ ἐπίνυσσεν ἐφετμὴ
ἤματι τῷ ὅτε κεῖνος ὑπέρθυμος Διὸς υἱὸς 250
ἔπλεεν Ἰλιόθεν Τρώων πόλιν ἐξαλαπάξας.
Παρέστησαν τον θάνατον υπό διαφόρους εικόνας, πότε μεν ως ωραίον νέον κρατούντα λαμπάδα γυρισμένην προς τα κάτω, πότε δε ως δρεπανοφόρον κτλ. Σύμφωνα με τον Ησίοδο στη Θεογονία ο Ύπνος και ο δίδυμος αδελφός του, ο Θάνατος, ήσαν «δεινοί Θεοί» που κατοικούσαν στον Τάρταρο, παιδιά της Νύχτας και του Ερέβους. Ο Ύπνος μυθολογείται ότι είχε είτε χίλιους, είτε τρεις γιους ή αδελφούς (εκτός από τον Θάνατο): τον Μορφέα, τον Φοβήτορα και τον Φάντασο. Κατά τον Όμηρο, που τον αποκαλεί νήδυμο (γλυκύ), τόπος κατοικίας του Ύπνου ήταν η νήσος Λήμνος.
Ο Όμηρος ονομάζει και αυτός τον Θάνατον, αδερφόν του Ύπνου. Ας παρακολουθήσωμεν το εξής απόσπασμα (Ιλιάδα Ξ 224 κ.ε)
ἣ μὲν ἔβη πρὸς δῶμα Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη,
Ἥρη δ᾽ ἀΐξασα λίπεν ῥίον Οὐλύμποιο, 225
Πιερίην δ᾽ ἐπιβᾶσα καὶ Ἠμαθίην ἐρατεινὴν
σεύατ᾽ ἐφ᾽ ἱπποπόλων Θρῃκῶν ὄρεα νιφόεντα
ἀκροτάτας κορυφάς· οὐδὲ χθόνα μάρπτε ποδοῖιν·
ἐξ Ἀθόω δ᾽ ἐπὶ πόντον ἐβήσετο κυμαίνοντα,
Λῆμνον δ᾽ εἰσαφίκανε πόλιν θείοιο Θόαντος. 230
ἔνθ᾽ Ὕπνῳ ξύμβλητο κασιγνήτῳ Θανάτοιο,
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
Στο δώμα εσύρθη του Διός η κόρ’ η Αφροδίτη,
κι η Ήρ’ από τον Όλυμπον εχύθη της Πιερίας
άνωθεν και άνω των τερπνών βουνών ης ιππομάχου Θράκης,
ούδ’ έγγιζαν οι φτέρνες της τες άκρες κορυφές των.
Εις την αφρώδη θάλασσαν κατέβη από τον Άθω,
ώσπου στην Λήμνον έφθασε του Θόαντος την πόλιν.
Αυτού τον Ύπνον έσμιξεν, αδέρφι του Θανάτου,
στο χέρι του το χέρι της έβαλε αυτή και του’πε:
Ὕπνε ἄναξ πάντων τε θεῶν πάντων τ᾽ ἀνθρώπων,
ἠμὲν δή ποτ᾽ ἐμὸν ἔπος ἔκλυες, ἠδ᾽ ἔτι καὶ νῦν
πείθευ· ἐγὼ δέ κέ τοι ἰδέω χάριν ἤματα πάντα. 235
κοίμησόν μοι Ζηνὸς ὑπ᾽ ὀφρύσιν ὄσσε φαεινὼ
αὐτίκ᾽ ἐπεί κεν ἐγὼ παραλέξομαι ἐν φιλότητι.
δῶρα δέ τοι δώσω καλὸν θρόνον ἄφθιτον αἰεὶ
χρύσεον· Ἥφαιστος δέ κ᾽ ἐμὸς πάϊς ἀμφιγυήεις
τεύξει᾽ ἀσκήσας, ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει, 240
τῷ κεν ἐπισχοίης λιπαροὺς πόδας εἰλαπινάζων.
«Ω Ύπνε, κύριε των θεών και των ανθρώπων όλων,
ως και άλλη μ’ άκουσες φορά και τώρα εισάκουσέ με.
Και στον αιών’ αμέτρητην θα σου γνωρίζω χάριν.
Τα λαμπρά μάτια του Διός, ω Ύπνε, κοίμησέ μου,
αφού εγώ πρώτα ερωτικά πλαγιάσω στο πλευρό του.
Άφθαρτον, εύμορφον θρονι χρυσό θα λάβεις δώρο,
που ο Ήφαιστος ο δυνατός υιός μου θα ποιήσει,
με κάτω το υποπόδι του, να το’χεις να στηρίξεις
σ’ αυτό τα λαμπρά πόδια σου, σαν είσαι εις το τραπέζι.».
τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε νήδυμος Ὕπνος·
Ἥρη πρέσβα θεὰ θύγατερ μεγάλοιο Κρόνοιο
ἄλλον μέν κεν ἔγωγε θεῶν αἰειγενετάων
ῥεῖα κατευνήσαιμι, καὶ ἂν ποταμοῖο ῥέεθρα 245
Ὠκεανοῦ, ὅς περ γένεσις πάντεσσι τέτυκται·
Ζηνὸς δ᾽ οὐκ ἂν ἔγωγε Κρονίονος ἆσσον ἱκοίμην
οὐδὲ κατευνήσαιμ᾽, ὅτε μὴ αὐτός γε κελεύοι.
ἤδη γάρ με καὶ ἄλλο τεὴ ἐπίνυσσεν ἐφετμὴ
ἤματι τῷ ὅτε κεῖνος ὑπέρθυμος Διὸς υἱὸς 250
ἔπλεεν Ἰλιόθεν Τρώων πόλιν ἐξαλαπάξας.
Και προς αυτήν απάντησεν ευθύς ο γλυκός Ύπνος:
«Ω Ήρα, σεβαστή θεά, του υψιστου Κρόνου κόρη,
ευκόλως άλλον των θεών, αφθάρτων αιωνίων
ν’ αποκοιμήσω δύναμαι, τα ρεύματα και αν θέλεις
του ποταμού Ωκεανού, που εγίνη αρχή των όλων.
Αλλά δεν θα επλησίαζα προς τον Κρονίδην Δία,
ουδέ θα τον εκοίμιζα χωρίς την προσταγήν του.
Άλλος μ’ εδίδαξε ορισμός δικός σου την ημέραν
που αρμένιζε απ’ την Ίλιον, αφού την είχεν όλην
εξολοθρεύσει ο ψυχερός κείνος υιός του Δία.
ἤτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο
νήδυμος ἀμφιχυθείς· σὺ δέ οἱ κακὰ μήσαο θυμῷ
ὄρσασ᾽ ἀργαλέων ἀνέμων ἐπὶ πόντον ἀήτας,
καί μιν ἔπειτα Κόων δ᾽ εὖ ναιομένην ἀπένεικας 255
νόσφι φίλων πάντων. ὃ δ᾽ ἐπεγρόμενος χαλέπαινε
ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς, ἐμὲ δ᾽ ἔξοχα πάντων
ζήτει· καί κέ μ᾽ ἄϊστον ἀπ᾽ αἰθέρος ἔμβαλε πόντῳ,
εἰ μὴ Νὺξ δμήτειρα θεῶν ἐσάωσε καὶ ἀνδρῶν·
τὴν ἱκόμην φεύγων, ὃ δ᾽ ἐπαύσατο χωόμενός περ.
ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῇ ἀποθύμια ἕρδοι.
νῦν αὖ τοῦτό μ᾽ ἄνωγας ἀμήχανον ἄλλο τελέσσαι.
Έκλεισα τότ’ εγώ τον νουν του αιγιδοφόρου Δία
γλυκά περιχυνόμενος και συ κακό του εσκέφθης
και ανέμων σφοδρών σήκωσες ορμήν εις τα πελάγη,
και τον επέταξες στην Κω, μακράν των ποθητών του.
Κι εκείνος άμα εξύπνησεν, αγρίεψε και σ’ όλο
το δώμα εκούντα τους θεούς, κι έξοχα εμέ ζητούσε.
Και απ’ τον αιθέρα μ’έριχνε στην θάλασσαν χαμένον,
αν πρόσφυγα δεν μ’ έσωζε στον κόλπον της η Νύκτα,
θνητών δαμάστρα και θεών. Και μ’ όλην την ψυχήν του
έπαυσε αυτός, φοβούμενος την Νύκτα να λυπήσει.
Και τώρα πάλι αβόλετον έργον να κάνω θέλεις.».
τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε βοῶπις πότνια Ἥρη·
Ὕπνε τί ἢ δὲ σὺ ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς;
ἦ φῂς ὣς Τρώεσσιν ἀρηξέμεν εὐρύοπα Ζῆν 265
ὡς Ἡρακλῆος περιχώσατο παῖδος ἑοῖο;
ἀλλ᾽ ἴθ᾽, ἐγὼ δέ κέ τοι Χαρίτων μίαν ὁπλοτεράων
δώσω ὀπυιέμεναι καὶ σὴν κεκλῆσθαι ἄκοιτιν.
«Ύπνε», του απάντησε η θεά, «τι ανησυχείς με τούτα;
Θαρρείς πως τόσο πρόθυμος ο βροντοφόρος Δίας
των Τρώων θα ’ν’ εκδικητής, μ’ όσην χολήν επήρε
δια τον αγαπημένον του υιόν τον Ηρακλέα;
Αλλ’ άκουσε, των λυγερών Χαρίτων θα σου δώσω
μίαν εγώ να νυμφευθείς, δικήν σου να την έχεις.».
ὣς φάτο, χήρατο δ᾽ Ὕπνος, ἀμειβόμενος δὲ προσηύδα·
ἄγρει νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ,
χειρὶ δὲ τῇ ἑτέρῃ μὲν ἕλε χθόνα πουλυβότειραν,
τῇ δ᾽ ἑτέρῃ ἅλα μαρμαρέην, ἵνα νῶϊν ἅπαντες
μάρτυροι ὦσ᾽ οἳ ἔνερθε θεοὶ Κρόνον ἀμφὶς ἐόντες,
ἦ μὲν ἐμοὶ δώσειν Χαρίτων μίαν ὁπλοτεράων 275
Πασιθέην, ἧς τ᾽ αὐτὸς ἐέλδομαι ἤματα πάντα.
Και ο Ύπνος εις τον λόγον της εχάρη και της είπε:
«Όμωσε τώρα της Στυγός το φοβερό ποτάμι,
το ένα βάλε χέρι σου στην γην την πολυθρέπτραν
τ’ άλλο στην άσπρην θάλασσαν, να μαρτυρήσουν όλοι
όσοι θεοί κάτω απ’ τη γη στο πλάγι είναι του Κρόνου
που μίαν συ μου υπόσχεσαι των λυγερών Χαρίτων,
την Πασιθέαν, πόγινε λαχτάρα της ψυχής μου.».
ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη,
ὄμνυε δ᾽ ὡς ἐκέλευε, θεοὺς δ᾽ ὀνόμηνεν ἅπαντας
τοὺς ὑποταρταρίους οἳ Τιτῆνες καλέονται.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον,
τὼ βήτην Λήμνου τε καὶ Ἴμβρου ἄστυ λιπόντε
ἠέρα ἑσσαμένω ῥίμφα πρήσσοντε κέλευθον.
Είπε και πρόθυμα η θεά, η Ήρα η λευκοχέρα,
ορκίσθηκε και ονόμασε τους υποταρταρίους,
έναν προς έναν τους θεούς, που λέγονται Τιτάνες.
Και αφού τον όρκον έκαμε, ξεκίνησαν και οπίσω
ομού την χώραν άφηκαν της Λήμνου και της Ίμβρου,
με γοργό βήμα και πυκνός τους τύλιγεν αέρας.
Εμείς ενθάδε αφ’ ού επισημάνωμεν ότι ο Ύπνος αποκαλείται από την Ήρα «ἄναξ πάντων τε θεῶν πάντων τ᾽ ἀνθρώπων» αλλά μάλλον υπερτιμημένα αφ’ ού ΔΕΝ τολμά να τα βάλη με τον Δία, θα μείνωμεν εις το ότι ο Θάνατος παρουσιάζεται ως αδερφός του Ύπνου. Και αληθώς ευλόγως, επειδή και οι δύο έχουν πολυαρίθμους ομοιότητας αναμεταξύ των. Τούτο δε δύναται να τεθή εις τους μαθητάς μας ως άσκησις. Αύται δε αι ομοιότηται συνίστανται ως εξής.
Και οι δύο είναι αναγκαίος νόμος της φύσεως. Ο μέν ύπνος παρουσιάζεται μετά την εκ των κόπων της ημέρας εξάντλησιν των δυνάμεων και τελειώνει την ημέραν και τα έργα της. Ο δε θάνατος παρουσιάζεται ύστερον από ολοσχερή απώλειαν των δυνάμεων και τελειώνει την ζωήν και τα έργα του ανθρώπου.
Του πραγματικού ύπνου προηγείται η νύστα, η αίσθησις των εξωτερικών αντικειμένων μάλλον και μάλλον χάνεται και βαθμηδόν βυθιζόμεθα εις παντελή αναισθησίαν. Το αυτό σμβαίνει κι όταν πλησιάζη ο θάνατος. Η αίσθησις ολιγοστεύει και αφαιρείται επί τέλος εντελώς.
Ο κοιμώμενος κείται ακίνητος και με τους οφθαλμούς κλεισμένους και αι αισθήσεις του είναι τρόπον τινά δεσμευμέναι και δεν υπηρετούν. Το αυτό συμβαίνει και εις τον θάνατον, αλλ’ εις μεγαλείτερον βαθμόν.
Ο ύπνος δίδει την ανάπαυσιν από τους μόχθους και τας φροντίδας της ημέρας, ο δε θάνατος φέρει ανάπαυσιν από τας μέριμνας και συμφοράς της ζωής.
Ο ύπνος πλησιάζει ημάς πάρα πολύ επιθυμητός, αφ’ ού εκτελέσωμεν τα καθήκοντά μας και δια τούτο γλυκύς και ήσυχος εν ώ είναι ανήσυχος όταν η συνείδησις μας τύπτη δια την παραμέλησιν των καθηκόντων. Το όμοιον συμβαίνει και εις τον θάνατον του ευσεβούς και ασεβούς ανθρώπου.
Η ψυχή εξακολουθεί να ενεργή κατά τον ύπνον, εν ώ το σώμα δεν εργάζεται π.χ στα όνειρα συμβαίνει τούτο. Επίσης εξακολουθεί να ζή η ψυχή και μετά τον θάνατον.
Μετά τον υπνον εγειρόμεθα δια νέαν ημέραν. Μετά τον θάνατον ελπίζομεν ανάστασιν εις νέαν ζωήν
Ο ύπνος δίδει νέας δυνάμεις δια τους κόπους της επομένης ημέρας. Μετά τον θάνατον ελπίζομεν ανάστασιν εις νέαν ζωήν με νέας πνευματικάς δυνάμεις, μη εμποδιζομένας υπό του σώματος.
Ύπνος και Θάνατος κάμνουν ομοίους τους πάντας. Εν τω ύπνω ο πεπαιδευμένος είναι το αυτό ό,τι κι ο αμαθής, ο πτωχός κοιμάται επί της αχυρίνου κλίνης του τόσον γλυκά, πολλάκις και γλυκύτερα από τον πλούσιον τον κοιμώμενον εις στρώμα από πτίλα. Μετά τον θάνατον ούτε ευγένεια ούτε πλούτος υπερασπίζει εναντίον των κατατρογόντων ημάς σκωλήκων.
Μετά το τέλος του ύπνου ευρίσκομεν το πρωί πάλιν εκείνους, τους οποίους αγαπώμεν. Τούτο ελπίζομεν και μετά θάνατον κατά την πρωίαν νέας ζωής.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ:
- Βικιπαίδεια
- Ιλιάδα Β2, Ιλιάδα Κ 91, Ιλιάδα Ξ 242
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου