ΤΗΣ ΒΙΚΥΣ ΣΙΑΜΑΝΤΑ
Βασικό στοιχείο εκπαιδευτικού σχεδιασμού αποτελεί η αναγνώριση της Ζώνης Επικείμενης Ανάπτυξης των μαθητών. H έννοια αυτή ορίζεται πρώτη φορά από το Vygotsky (1997) ως «η απόσταση ανάμεσα στο πραγματικό αναπτυξιακό επίπεδο του παιδιού όπως προσδιορίζεται από την ανεξάρτητη λύση προβλημάτων και το ανώτερο επίπεδο της «εν δυνάμει» ανάπτυξης όπως προσδιορίζεται από τη λύση προβλημάτων υπό την καθοδήγηση ενηλίκων ή σε συνεργασία με πιο ικανούς συνομήλικους».
Η ΖΕΑ δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τη δραστηριότητα των ανθρώπων. Δημιουργείται ανάμεσα στους συμμετέχοντες κατά τη διαδικασία της κοινής δράσης μέσα σε ένα πλαίσιο κοινωνικής αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας.
Όπως αναφέρει η Rogoff (1986) «για να επικοινωνήσουν επιτυχώς, ο ενήλικας και το παιδί πρέπει να αναζητήσουν το κοινό έδαφος στις γνώσεις και τις δεξιότητές τους. Διαφορετικά, οι δύο άνθρωποι δεν θα μπορέσουν να μοιραστούν ένα κοινό σημείο αναφοράς και δεν θα υπάρξει κατανόηση. Η προσπάθεια για κατανόηση (και συνεννόηση) … παρασύρει το παιδί σε μια πιο ώριμη μορφή του προβλήματος, η οποία όμως καθίσταται κατανοητή μέσω των συνδέσεων με αυτά που ήδη γνωρίζει το παιδί» (σελ. 32-33).
Επομένως, στόχος του εκπαιδευτικού θα πρέπει να είναι η προσφορά τέτοιων ερεθισμάτων, τα οποία να απευθύνονται στα «μπουμπούκια» της ανάπτυξης, ώστε να τα βοηθήσει να «ωριμάσουν». Η μάθηση, έτσι, καθοδηγεί την ανάπτυξη μέσα σε μια δυναμική σχέση αλληλεπίδρασης. Εκπαιδευτικοί και εκπαιδευόμενοι αλληλεπιδρούν και συνδιαλλέγονται σε γνωστικό-κοινωνικό επίπεδο.
Αν η μάθηση βασίζεται στις κατεκτημένες φνώσεις του μαθητή ενώ εμπλουτίζεται με νέα κατάλληλα εργαλεία το βοηθά να οδηγηθεί σε ένα ανώτερο επίπεδο νοητικής δραστηριότητας. Το παιδί μαθαίνει στατηγικές καθοδηγήσης από τον εκπαιδευτικό στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης μαζί του, και στη συνέχεια είναι σε θέση να τις χρησιμοποιήσει και το ίδιο αυτοβούλως αλληλεπίδροντας με άλλους γύρω του, οδηγώντας τους έτσι σε νέα γνωστικά επίπεδα και αυτούς.
Για αυτό το λόγο, είναι σημαντικό να εντοπιστεί η ΖΕΑ του κάθε μαθητή, μέσα από την αναγνώριση της ενεργητικής συμμετοχής του στη μαθησιακή διαδικασία, αλλά και του τρόπου με τον οποίο επιλέγει να επικοινωνήσει και να συνδιαλαγεί με τον παιδαγωγό του.
Κατά συνέπεια, η παρατήρηση και η προσφορά διαθέσιμου χρόνου στην ανάπτυξη μιας ουσιώδους αλληλεπιδραστικής σχέσης ανάμεσα σε παιδαγωγό- μαθητή είναι καίριας σημασίας ώστε να είναι εφικτή αφενός από τον εκπαιδευτικό ο εντοπισμός της ΖΕΑΣ του μαθητή και από το μαθητή αφετέρου να εκφράσει τον τρόπο με τον οποίο επιθυμεί να συνδιαλαγεί στη μαθησιακή διαδικασία, ώστε να δεχθεί τα κατάλληλα εργαλεία και να μετασχηματίσει τις νοητικές και ψυχολογικές λειτουργίες του.
Βιβλιογραφία:
Rogoff, B. (1986), Adult assistance of children’s learning, in T.E. Raphael (Ed), The Contexts of School Based Literacy. N.Y.: Random House.
Vygotsky, L.S. (1997), Νους στην Κοινωνία. Η Ανάπτυξη των Ανώτερων Ψυχολογικών Διαδικασιών. Σ. Βοσνιάδου (Επιμ.), Α. Μπίμπου, Σ. Βοσνιάδου (Μετάφραση) Αθήνα: Gutenberg.
Βασικό στοιχείο εκπαιδευτικού σχεδιασμού αποτελεί η αναγνώριση της Ζώνης Επικείμενης Ανάπτυξης των μαθητών. H έννοια αυτή ορίζεται πρώτη φορά από το Vygotsky (1997) ως «η απόσταση ανάμεσα στο πραγματικό αναπτυξιακό επίπεδο του παιδιού όπως προσδιορίζεται από την ανεξάρτητη λύση προβλημάτων και το ανώτερο επίπεδο της «εν δυνάμει» ανάπτυξης όπως προσδιορίζεται από τη λύση προβλημάτων υπό την καθοδήγηση ενηλίκων ή σε συνεργασία με πιο ικανούς συνομήλικους».
Η ΖΕΑ δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τη δραστηριότητα των ανθρώπων. Δημιουργείται ανάμεσα στους συμμετέχοντες κατά τη διαδικασία της κοινής δράσης μέσα σε ένα πλαίσιο κοινωνικής αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας.
Όπως αναφέρει η Rogoff (1986) «για να επικοινωνήσουν επιτυχώς, ο ενήλικας και το παιδί πρέπει να αναζητήσουν το κοινό έδαφος στις γνώσεις και τις δεξιότητές τους. Διαφορετικά, οι δύο άνθρωποι δεν θα μπορέσουν να μοιραστούν ένα κοινό σημείο αναφοράς και δεν θα υπάρξει κατανόηση. Η προσπάθεια για κατανόηση (και συνεννόηση) … παρασύρει το παιδί σε μια πιο ώριμη μορφή του προβλήματος, η οποία όμως καθίσταται κατανοητή μέσω των συνδέσεων με αυτά που ήδη γνωρίζει το παιδί» (σελ. 32-33).
Επομένως, στόχος του εκπαιδευτικού θα πρέπει να είναι η προσφορά τέτοιων ερεθισμάτων, τα οποία να απευθύνονται στα «μπουμπούκια» της ανάπτυξης, ώστε να τα βοηθήσει να «ωριμάσουν». Η μάθηση, έτσι, καθοδηγεί την ανάπτυξη μέσα σε μια δυναμική σχέση αλληλεπίδρασης. Εκπαιδευτικοί και εκπαιδευόμενοι αλληλεπιδρούν και συνδιαλλέγονται σε γνωστικό-κοινωνικό επίπεδο.
Αν η μάθηση βασίζεται στις κατεκτημένες φνώσεις του μαθητή ενώ εμπλουτίζεται με νέα κατάλληλα εργαλεία το βοηθά να οδηγηθεί σε ένα ανώτερο επίπεδο νοητικής δραστηριότητας. Το παιδί μαθαίνει στατηγικές καθοδηγήσης από τον εκπαιδευτικό στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης μαζί του, και στη συνέχεια είναι σε θέση να τις χρησιμοποιήσει και το ίδιο αυτοβούλως αλληλεπίδροντας με άλλους γύρω του, οδηγώντας τους έτσι σε νέα γνωστικά επίπεδα και αυτούς.
Για αυτό το λόγο, είναι σημαντικό να εντοπιστεί η ΖΕΑ του κάθε μαθητή, μέσα από την αναγνώριση της ενεργητικής συμμετοχής του στη μαθησιακή διαδικασία, αλλά και του τρόπου με τον οποίο επιλέγει να επικοινωνήσει και να συνδιαλαγεί με τον παιδαγωγό του.
Κατά συνέπεια, η παρατήρηση και η προσφορά διαθέσιμου χρόνου στην ανάπτυξη μιας ουσιώδους αλληλεπιδραστικής σχέσης ανάμεσα σε παιδαγωγό- μαθητή είναι καίριας σημασίας ώστε να είναι εφικτή αφενός από τον εκπαιδευτικό ο εντοπισμός της ΖΕΑΣ του μαθητή και από το μαθητή αφετέρου να εκφράσει τον τρόπο με τον οποίο επιθυμεί να συνδιαλαγεί στη μαθησιακή διαδικασία, ώστε να δεχθεί τα κατάλληλα εργαλεία και να μετασχηματίσει τις νοητικές και ψυχολογικές λειτουργίες του.
Βιβλιογραφία:
Rogoff, B. (1986), Adult assistance of children’s learning, in T.E. Raphael (Ed), The Contexts of School Based Literacy. N.Y.: Random House.
Vygotsky, L.S. (1997), Νους στην Κοινωνία. Η Ανάπτυξη των Ανώτερων Ψυχολογικών Διαδικασιών. Σ. Βοσνιάδου (Επιμ.), Α. Μπίμπου, Σ. Βοσνιάδου (Μετάφραση) Αθήνα: Gutenberg.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου