ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Στο παρόν άρθρο θα δειχθή με όσον το δυνατόν επιμέλεια, εκείνο το οποίο ασφαλώς προκαλεί σκέψη σε κάθε άνθρωπο, μόλις αρχίζει να συνειδητοποιή τα περί της υπάρξεώς του, τουτέστιν του βασικού εκείνου δια το πώς πλάθεται εντός του και σχηματίζεται και αναπαρίσταται η πρώτη έννοια του θείου και η υπόνοια της υπάρξεως αυτού.
Πρωτίστως λοιπόν θέλομεν να παρατηρήσωμεν, ότι η γενική ιδέα του θείου και δη η ιδέα, ότι υπάρχει ένας κυρίαρχος θεός, ως ιδέα και υπόνοια, υπάρχει ως κοινός τόπος σε όλο το ανθρώπινο είδος, σε όλους τους ανθρώπους επί της γής. Η ιδέα της υπάρξεως του θείου, του ενός μεγάλου θεού που κυβερνά τον κόσμο μοιάζει σαν να είναι μια εμφυτευμένη αναγκαία συνθήκη στο λογικό του ανθρώπου. Και τούτο, ότι καθίσταται φυσικώ τω τρόπω, άμα τη γεννήσει αυτού και ενυπάρχει άνευ της μεσολαβήσεως διδασκαλίας τινός θνητού ανθρώπου ή κάποιου τάχα που έχει ταχθεί στην υπηρεσία θεότητος τινός και επιχειρεί να ενσπείρη καινά δαιμόνια εις τους συνανθρώπους του και σε όσους εμφανίζονται κάθε φορά επί γής.
Και τούτη η ιδέα, το προαίσθημα, η υπόνοια, η προαιώνιος υπάρχουσα και ναι μεν λοιπόν ενυπάρχει στο ανθρώπινον είδος δίχως να την έχη επιβάλλει κάποια ιερατική απάτη και συνομωσία αλλά κυρίως μάλλον φαίνεται να εκπηγάζη από την ίδια την ανθρώπινη φύση, λόγω του ότι και αυτή εξ ορισμού δεν φαίνεται να έχη σχέση με όλα τα υπόλοιπα όντα επί της γής αλλά τω όντι να υπερέχη αυτών και άρα να δεικνύη απτά σημάδια συγγενείας με κάτι το ανώτερο, το θείο. Και βέβαια πολλές αποδείξεις υπάρχουν δια αυτήν την αλήθεια, ότι η ανθρώπινη φύσις δηλαδή συγγενεύει περισσότερο με κάτι το υπερκόσμιο παρά με κάτι το γήινο, αποδείξεις που δεν επιτρέπουν σε κανέναν, ούτε σε όσους έζησαν κατά το παρελθόν, ούτε σε όσους ζούν ή θα ζήσουν μετά, να τις προσπεράσουν και να μην τις παρατηρήσουν και να τις αγνοήσουν.
Το ερώτημα όμως είναι το εξής. Θα μπορούσαν οι άνθρωποι να έχουν άγνοια, να μην λάβουν ιδέα και υπόνοια περί εκείνου που τους δημιούργησε, τους εμφύτευσε σε έναν κόσμο, τους διατηρεί εν ζωή και τους τρέφει, αφ’ ού από παντού καθίστανται μέτοχοι μιας θείας φύσεως, ενός περιβάλλοντος κόσμου δημιουργημένου με τόσην τελειότητα; Πώς θα μπορούσαν εν τέλει να μην θεωρήσουν, ότι κάτι το μεγαλύτερο, το ανώτερο, το τελειότερο κρύπτεται πίσω απ’ όσα τα μάτια τους βλέπουν, τα αυτιά τους ακούουν και γενικώς απ’ όσα προσλαμβάνουν οι αισθήσεις τους; Και πώς θα μπορούσε να μην δημιουργείται αυτομάτως μια τέτοιου είδους υπόνοια, υποψία εντός τους, όταν οι ίδιοι είναι μέρος ενός τοιούτου θεσπεσίου, υπερκοσμίου συνόλου, μη δυναμένου να δημιουργηθή εκ του μη όντος από τύχη ή από ανθρώπινο νού, όταν κυρίως οι ίδιοι ζούν εντός αυτού του υπερόχου κατασκευάσματος, σαν να εγεννήθησαν από εκείνο αν όχι να εγεννήθησαν ευθύς εξ αρχής μαζί με εκείνο, συνδεδεμένοι και αλληλοεξαρτώμενοι απ’ αυτό μέχρις τελευταίας λεπτομέρειας; Η απάντηση είναι, ότι δεν θα μπορούσε τούτο να συμβαίνη για πολύ. Αμέσως και γρήγορα θα αντελαμβάνοντο του τι μάλλον συμβαίνει. Ευθύς δηλαδή, όπερ και εγένετο, εφ’ όσον περιτριγυριζόντουσαν από παντού από θεία και ανείπωτα θαύματα και μερικώς ακατάληπτα δεν μπορούσαν παρά να εννοήσουν, ότι κάτι το υπερανθρώπινο, ένας Νούς, ένας Ων, υπεκρύπετο από πίσω.
Και ιδού εν συντομία το περιτριγυρίζον θαύμα, ιδού τι περιβάλλει τον άνθρωπον κι ας αναρωτηθή, όποιος θέλει, αν τούτα είναι τυχαία ή φυσικά ή απεναντίας αφύσικα και ακατάληπτα και θεία.
Η φύσις, το περιβάλλον, ο κόσμος που περιβάλλει το όν που λέγεται άνθρωπος ήταν είναι και θα είναι δια παντός η μόνη και πρώτη μητέρα και τροφός του. Και τούτο από μόνον του είναι το μέγιστο θαύμα. Άνευ αυτής, της γής, του κόσμου τούτου που εδημιουργήθη υπό του Όντος, του θείου, είναι αδύνατον να ζήση. Ευθύς μόλις ο άνθρωπος εξέρχεται εκ της κοιλίας της μητρός του αδύναμος και άνευ ουδεμίας βουλήσεως, ποιος τον υποδέχεται αν μη ο κόσμος ετούτος; Εισπνέει τον αγέρα και ευθύς οι πνεύμονές του, εθισμένοι έως τότε εις το πύρ και το θερμόν της κοιλίας, ψύχονται αιφνιδίως από ζωογόνο πνεύμα που αποτελεί την πρώτη τροφή και το βρέφος αναταράσσεται και βγάζει την πρώτη του φωνή.
Ύστερα, κατά την διάρκειαν της πορείας του τι τρώγει και τι πίνει; Τι βλέπει και τι ακούει; Τι οσφραίνεται και τι γεύεται και αγγίζει; Η γή, το περιβάλλον που δεν φτιάχτηκε από κανέναν από τα γνωστά όντα το τρέφει, εν ώ βλέπει χάρις ενός ουρανίου φωτός που εκπηγάζει αφειδώς από το στερέωμα. Κι όπως τα φυτά που τρέφονται αυτομάτως από την γή, έτσι κι ο άνθρωπος έχει αέρα, καρπούς και πόσιν αυτόματα δίχως να κάνη τίποτα απο μόνος του. Και ας αναλογισθή κανείς πάλι εκείνην την πρώτη τροφή του, τον αγέρα, που πρώτα μπήκε στους πνεύμονές του για να τον θρέψη. Χωρίς βρώση και πόση δύναται να επιζήση ικανώς για κάποιο χρονικό διάστημα. Αλλά δίχως αγέρα; Ούτε δεπτερόλεπτο δεν δύναται να επιβιώση χωρίς να του τον χορηγήση η ζωή η ίδια. Και πόσο οικτρό είναι το έγκλημα, όταν κάποιος που λέγεται άνθρωπος στερεί από τον συνάνθρωπό του αυτό ακριβώς που δεν του δίδει ο ίδιος αλλά του δόθηκε από άλλον, από μόνο του και χωρίς να του ζητηθή.
Άπαντα λοιπόν τα πέριξ του ανθρωπίνου όντος έχουν κατασκευασθεί και συναρμολογηθεί από ένα Όν ανώτερο αυτού με τρόπον τέλειο χάρις της δικής του σωτηρίας και δοθεί με τρόπο τέλειο πάλι στη σωστή δόση δίχως υπερβολή. Αρκεί να αναλογισθή κανείς για τούτο, να υπήρχε περίπτωση να εισέπνεε περισσότερο ή λιγότερο αέρα απ’ όσον απαιτείται, ή να είχε λιγότερη ή περισσότερη θερμοκρασία περιβάλλοντος απ’ όσην θα άντεχε το γήινο σώμα του. Όλα αυτά εν ω λοιπόν ο άνθρωπος τα ζεί, τα παθαίνει και προπάντων τα διαλογίζεται, έχει την δύναμη και τα εννοεί, κάτι που εξαιρέτως δύναται να κάνη μόνον αυτός απ’ όλα τα άλλα έμβια όντα γύρω του, αληθώς πώς γίνεται να μην θαυμάζη και να μην αγαπά το θείο που τον περιβάλλει, την δύναμιν εκείνη που του έδωκε ζωήν και τον συντηρεί;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου