Της Τολόγλου Μενελίας
Στο βιβλίο τους «Οι εκπαιδευτικοί ερευνούν το έργο τους. Μια εισαγωγή στις μεθόδους της έρευνας δράσης», οι H. Altrichter, P. Posch και Β. Somekh θεωρούν την παρατήρηση ως φυσιολογική διαδικασία, που είναι όμως, κυρίως διαισθητική, χωρίς συγκεκριμένο στόχο. Η επαγγελματική πρακτική του εκπαιδευτικού προϋποθέτει «συνολική εποπτεία της κατάστασης». Με άλλα λόγια, να παρατηρούνται τα τεκταινόμενα στο σύνολο τους και όχι να επικεντρώνονται οι εκπαιδευτικοί μόνο στα πασιφανή γεγονότα.
Ωστόσο, αυτή η συνολική εποπτεία, είναι φυσικό να έχει μειονεκτήματα. Πρωτίστως, η διαισθητική αυτή «ματιά», όπως την αποκαλούν οι συγγραφείς, είναι διάχυτη και καθώς καλύπτει μεγάλος εύρος μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια των λεπτομερειών. Επιπλέον, είναι προκατειλημμένη, υπάρχει, δηλαδή, η πιθανότητα να δούμε «αυτά που θέλουμε να δούμε» και όχι αυτά που πραγματικά συμβαίνουν. Τέλος, είναι εφήμερη, αφού οι παρατηρήσεις διατηρούνται στην μνήμη για πολύ μικρό διάστημα. Παρ’ όλα αυτά, όμως, φρονούν ότι οι αδυναμίες αυτές μπορούν να ελαχιστοποιηθούν ή ακόμα και να εξαλειφθούν, με τη χρήση από τους εκπαιδευτικούς συστηματικών μεθόδων παρατήρησης, που να ενισχύουν τη διαισθητική «ματιά».
Υπάρχουν ποικίλοι τρόποι παρατήρησης και καταγραφής μιας κατάστασης, όπως η άμεση παρατήρηση, η μαγνητοφώνηση, η φωτογράφιση και η μαγνητοσκόπηση. Ο πρώτος εξ’ αυτών περιλαμβάνει τα επίπεδα της προετοιμασίας και της καταγραφής, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται τρίτοι παρατηρητές, που διαθέτουν τη λεγόμενη «ματιά του ξένου».
Γενικά, η άμεση παρατήρηση χρειάζεται τον απλούστερο τεχνικό εξοπλισμό, ένα χαρτί και ένα μολύβι. Θεωρείται μορφή της συμμετοχικής παρατήρησης, όπου οι συμμετέχοντες παρατηρητές είναι επαγγελματίες ερευνητές που μετέχουν σε κοινωνικές καταστάσεις, κρατούν τεκμήρια και καταγράφουν όσα συμβαίνουν για τους σκοπούς της έρευνας.
Ωστόσο, οι εκπαιδευτικοί – ερευνητές που επικεντρώνονται κατά κανόνα στην διδασκαλία και όχι στην έρευνα, όταν παρακολουθούν συστηματικά κάποια μαθήματα, είναι λογικό, επειδή αναλαμβάνουν ένα δεύτερο έργο, αυτό άλλες φορές να συμπορεύεται με την διδασκαλία και άλλες να είναι αντιμέτωπο μ’ αυτή. Ένα παράδειγμα είναι ότι, η διδασκαλία απαιτεί την συνολική προσοχή και την συναισθηματική εμπλοκή του εκπαιδευτικού, ενώ η συστηματική έρευνα προϋποθέτει την «απόσταση».
Το πιο σημαντικό στοιχείο, όμως, είναι ότι οι παρατηρητές θα πρέπει να είναι «ευαίσθητοι» απέναντι σε αυτό που παρατηρούν, να αντιλαμβάνονται τις προσδοκίες τους που προϋπάρχουν της ερευνητικής διαδικασίας, αλλά και να αντιμετωπίζουν κάθε κατάσταση που λαμβάνει χώρα σαν πρωτόγνωρη.
Γενικά, όμως, οι συγγραφείς θεωρούν ότι η μέθοδος της άμεσης παρατήρησης έχει πλεονεκτήματα. Χωρίζεται σε δύο στάδια, την προετοιμασία και την καταγραφή. Η παρατήρηση αφορά τη μη τυχαία επιλογή συμβάντων από ένα σύνολο. Συνεπώς, οι ερευνητές στο στάδιο της προετοιμασίας θα πρέπει να έχουν σκεφτεί τι θα παρατηρήσουν και για ποιο λόγο, πότε θα πραγματοποιηθεί και πόσο θα διαρκέσει, έτσι ώστε να σχεδιάσουν κατάλληλα τις ενέργειες τους.
Το δεύτερο μέρος της παρατήρησης αφορά την καταγραφή των ευρημάτων, είτε κατά την διάρκειά της, είτε μετά απ’ αυτή. Ο πρώτος τρόπος έχει δυσκολίες, επειδή ο χρόνος είναι περιορισμένος την ώρα του μαθήματος και οι εκπαιδευτικοί δυσκολεύονται στην άμεση καταγραφή της πληθώρας των πληροφοριών που λαμβάνουν. Μπορούν, όμως, να κερδίσουν κάποιο χρόνο χρησιμοποιώντας προσχεδιασμένο πλάνο παρατήρησης. Έτσι, κατά την διάρκεια του μαθήματος, κάθε συμβάν που χρήζει καταγραφής κατηγοριοποιείται και σημειώνεται.
Τέλος, σχετικά με την καταγραφή μετά την παρατήρηση, αν και μπορεί να χαθούν πληροφορίες και ο εκπαιδευτικός να μην έχει κάνει ολοκληρωμένη καταγραφή, συνιστά απλούστερη διαδικασία. Το πρόβλημα, όμως, της απώλειας ερευνητικών δεδομένων μπορεί να επιλυθεί ως ένα βαθμό, αν οι σημαντικότερες παρατηρήσεις καταγράφονται το ταχύτερο δυνατόν, έτσι ώστε στη συνέχεια να αποτελέσουν τη βάση μιας πληρέστερης καταγραφής.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου