ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Η Λουκρητία ήτο αρχόντισσα Ρωμαία λαβούσα εις άνδραν τον Κολλατίνον (Lucius Tarquinius Collatinus), συγγενή Ταρκυνίου του Βασιλέως της Ρώμης.
Εν μία των ημερών ο ανήρ αυτής συντρώγων μετά του βασιλέως και των υιών αυτού, επήνεσεν την Λουκρητίαν πάρα πολύ εις το κάλλος, ζωγραφήσας την ωραιότητά της με τα πλέον ανθηρά χρώματα των επαίνων. Ταύτα ακούσας ο Σέξτος του βασιλέως ο υιός, διηγέρθη εις έρωτα κι ελθών μετά του Κολλατίνου εις τον οίκον αυτού, βλέπει την εικόνα της Λουκρητίας τω όντι τοιαύτην, οίαν παρέστησαν εν τω συμποσίω οι λόγοι του Κολλατίνου και εντεύθεν κυριεύεται μάλλον και μάλλον τω έρωτι.
Κι αποφυγών από το εν τη πολιορκία της Αρδέας στρατόπεδον δι’ ολίγας ημέρας, ήλθεν προς απόλαυσιν του ποθουμένου. Κι εισελθών δια νυκτός εις τον θάλαμον της, έχων εν μεν τη χειρί την μάχαιραν, εν δε τοις οφθαλμοίς το πύρ του έρωτος, εζήτει της αισχρουργίας την πράξιν μετά δεήσεων.
Της δε Λουκρητίας μη καμπτομένης εις τας δεήσεις παντάπασιν, άρχισε να διακαίηται μάλλον υπό του έρωτος και να επαπειλή ή να πληρώση την επιθυμίαν αυτού ή να την φονεύση και αυτήν και τον δούλον, τον οποίον αυτός είχε μεθ’ εαυτού, με σκοπόν να ευρεθώσι τα δύο σώματα εις την αυτήν κλίνην και ν’ αποδοθή ο φόνος ως αποτέλεσμα της μετά του δούλου μοιχίας της.
Ενδίδει λοιπόν η Λουκρητία, φοβουμένη τον θάνατον και πληρώσασα εκ τοιαύτης τυραννίας την αισχράν του επιθυμίαν, καταβυθίζεται εις της λύπης και αθυμίας την άβυσσον. Κι εντεύθεν κράξασα ευθύς τον πατέρα της, τον άνδρα της και τους άλλους της συγγενείς, τους εξώρκισεν να εκδικηθώσιν την ύβριν κι ευθύς διαπεράσασα μίαν μάχαιραν εις την καρδίαν της, απέθανε κατά το 509 έτος π.Χ.
Κι εντεύθεν οι συγγενείς συγκαλέσαντες το Σενάτον και τον δήμον ομοίως και ρίψαντες το σώμα της Λουκρητίας εις το μέσον, εζήτουν εκδίκησιν κατά των τυράννων. Κι ούτω γίνεται ψήφισμα της εξορίας του βασιλέως και πάσης της γενεάς αυτού.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
- Τίτος Λίβιος, Ρωμαϊκή Ιστορία, Βιβλίο Ι, 58
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου