της Μενελίας Τολόγλου
Αναπηρία; Κάνει σαν αυτιστικός… Νοητικά Καθυστερημένος; Δυσκολία στην καθημερινότητα; Πρόβλημα που εμποδίζει; Αρρώστια; Κάτι μη φυσιολογικό; Αχ τον καημένο… Τι είναι τελικά η αναπηρία; Αυτά και ακόμα περισσότερα ή τίποτα από αυτά;
Στην ελληνική κοινωνία είναι διάχυτες απόψεις, όπως οι παραπάνω. Το άκρως ανησυχητικό είναι ότι είναι και οι επικρατούσες. Απόψεις που προσιδιάζουν, σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία, στο κλινικό μοντέλο προσέγγισης της αναπηρίας. Ένα μοντέλο, λοιπόν, που «πάππου προς πάππο» διαπνέει την ελληνική κοινωνία, αφού οι αντιλήψεις που κυριαρχούν σχετικά με την αναπηρία στηρίζονται είτε σε ατομικές, ελλειμματικές προσεγγίσεις, είτε αντιμετωπίζεται με οίκτο, ανοχή και άγνοια, σύμφωνα με τις τάσεις «προστασίας» και «ομαλοποίησης» (Ζώνιου-Σιδέρη & Ντεροπούλου-Ντέρου, 2012).
Το κλινικό μοντέλο προσέγγισης της αναπηρίας κατανοεί το πρόβλημα, τη συμπεριφορά ή τη κατάσταση του ατόμου υπό το πρίσμα της ασθένειας, της διάγνωσης και της θεραπείας. Εντοπίζει και περιορίζει την αναπηρία στο ίδιο το άτομο. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, την αναπηρία ως πρόβλημα του ατόμου, που προκαλείται άμεσα από νόσο, τραύμα ή άλλη κατάσταση της υγείας, και η οποία απαιτεί ιατρική φροντίδα που παρέχεται με τη μορφή ατομικής θεραπείας (Thomas & Woods, 2008). Με άλλα λόγια, η αναπηρία είναι χαρακτηριστικό αποκλειστικά του ατόμου, αλλά και η βοήθεια που παρέχεται εν τέλει σε αυτό είναι τμηματική, καθώς άλλες πτυχές της ζωής του αγνοούνται και αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα και όχι ως ανθρώπινη ύπαρξη. Η αναπηρία ερμηνεύεται, στο πλαίσιο της παθολογίας, ως έλλειμμα το οποίο είναι βιολογικά καθορισμένο. Η ιατρικοποίηση της αναπηρίας οδηγεί στο να αντιμετωπίζονται οι ανάπηροι υπό το πρίσμα της φυσιολογίας και της φιλανθρωπίας, αφού η αναπηρία τους εκλαμβάνεται ως προσωπική τραγωδία για την οποία ευθύνονται οι ίδιοι (Κομιανού & Ντεροπούλου – Ντέρου, 2012). Ο βαθμός και το είδος της αναπηρίας αποτελούν τις κύριες συνιστώσες για την εξέλιξη του ανάπηρου ατόμου, εστιάζοντας στη ποσοτική φύση του προβλήματος (Llewellyn & Hogan, 2000). Επίσης, υιοθετείται και επιδιώκεται η κανονικοποίηση προς το φυσιολογικό.
Σύμφωνα με τον Oliver (1990), στο ιατρικό μοντέλο υποβόσκει η άποψη ότι στην περίπτωση που το άτομο δεν ακολουθεί τις νόρμες της πλειονότητας, έχει κάποια «ανωμαλία». Ακόμα, στα άτομα αυτά δεν δίνεται η ευκαιρία για συμμετοχή στην «φυσιολογική» ζωή, εξαιτίας της «ανικανότητάς» τους να καταφέρουν να συμβαδίσουν με αυτό που θεωρείται κοινωνικά «φυσιολογικό» (Βλάχου, Διδασκάλου & Παπανάνου, 2012).
Επιπλέον, το γεγονός ότι απαιτείται θεραπευτική παρέμβαση έχει ως αποτέλεσμα το να κατέχουν κυρίαρχη θέση και να αποκτούν κύρος τα άτομα που κάνουν τις διαγνώσεις, σύμφωνα με το τι θεωρείται και είναι κοινωνικά αποδεκτό ως «φυσιολογικό» (Thomas & Woods, 2008). Ως εκ τούτου, μόνο γιατροί και ειδικοί επαγγελματίες μπορούν να διαχειρισθούν τέτοιου είδους καταστάσεις, γεγονός που οδηγεί στη διαμόρφωση σχέσεων εξουσίας μεταξύ του επαΐοντα ειδικού επιστήμονα και των ατόμων που φέρουν αναπηρία, καθώς και των οικογενειών τους.
Η υιοθέτηση της κλινικής προσέγγισης εκτός από την υπερεκτίμηση του «ειδικού επιστήμονα», ενέχει τον κίνδυνο της ετικετοποίησης του παιδιού με αναπηρία. Η διάγνωση/ετικέτα που αποδίδεται συχνά στα παιδιά που φέρουν αναπηρία, τα ακολουθεί σαν «σκιά» καθ’ όλη τη διάρκεια της εκπαίδευσης τους, αλλά και γενικότερα στην καθημερινότητά τους, όπως και το οικογενειακό περιβάλλον. Συν τοις άλλοις, η ενίσχυση της «ετικετοποίησης» και των στερεοτύπων από διάφορους φορείς (π.χ. σχολείο, οικογένεια, κοινωνικό περιβάλλον κλπ.) οδηγεί στο στιγματισμό του ανάπηρου ατόμου και στον παρεπόμενο αποκλεισμό μέσω της άγνοιας, της έλλειψης εμπιστοσύνης ή της παραπληροφόρησης. Γενικά, η χρήση ενός ιατρικού όρου για την περιγραφή της αναπηρίας έχει ως απόρροια την περιθωριοποίηση και την απάνθρωπη μεταχείριση του ατόμου (Oliver, 1990). Συνεπώς, σύμφωνα με αυτό το μοντέλο γεννιόμαστε ανάπηροι και δεν γινόμαστε από την κοινωνία και τους θεσμούς.
Η ετικέτα που επισυνάπτεται σε ένα «αντικείμενο» γνωρίζουμε από την καθημερινότητα μας ότι παρέχει πληροφορίες για αυτό, το ταξινομεί και το περιγράφει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ετικέτα της αναπηρίας τι πληροφορίες παρέχει για το υποκείμενο που τη φέρει; Μας περιγράφει τις ανάγκες του σαν ανθρώπινο ον, το μορφωτικό κεφάλαιο που φέρει ή την εικόνα που παρουσιάζει στο κοινωνικό σύνολο;
Οι ετικέτες βασίζονται σε προσωπικές ερμηνείες και κοινωνικές αντιλήψεις, επηρεάζοντας αρνητικά και στιγματίζοντας το άτομο που ετικετοποιείται (Thomas & Woods, 2008). Η διάγνωση / ετικετοποίηση ταξινομεί τα άτομα σε μια συγκεκριμένη κατηγορία (π.χ. αυτισμός, νοητική αναπηρία κλπ.), δημιουργώντας εσφαλμένες αντιλήψεις περί ομοιογένειας της ομάδας, στερεότυπα και προκαταλήψεις, χαμηλές προσδοκίες από τα άτομα και αρνητικότητα. Τέλος, οδηγεί σε τοποθέτηση των παιδιών σε αντίστοιχη εκπαιδευτική δομή, αλλά και αποτελούν κατά βάση ερμηνείες των επιπτώσεων που αναμένεται να έχει ένα παιδί με αναπηρία σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Ουσιαστικά, δεν λένε τίποτα για την προσωπικότητα, τις δυνατότητες και τις εμπειρίες του ατόμου. Η ανάγκη για διάγνωση προέρχεται από την κοινωνία και τους θεσμούς και εμπεριέχει μια εγγενή δυναμική αποκλεισμού.
«Ανάπηρο» όμως, δεν θεωρείται μόνο το παιδί, αλλά η ετικέτα απλώνεται σαν ομπρέλα και πάνω από την οικογένεια που μεγαλώνει ένα παιδί που φέρει αναπηρία. Το παιδί και η οικογένειά του θεωρούνται «ασθενείς» και η υποστήριξη εστιάζει στην ατομική διάσταση της αναπηρίας (Ζώνιου – Σιδέρη & Ντεροπούλου – Ντέρου, 2012), αλλά και η τελευταία εκλαμβάνεται ως λειτουργικός περιορισμός του ατόμου εξαιτίας σωματικής, νοητικής ή αισθητηριακής διαταραχής. Η «ιατρικοποίηση», λοιπόν, της αναπηρίας συνέβαλε στην απομόνωση και περιθωριοποίηση των ατόμων που την φέρουν από την ευρύτερη κοινωνία (Βλάχου, Διδασκάλου & Παπανάνου, 2012).
Υπάρχουν ποικίλες θεωρίες που συνθέτουν το θεωρητικό πλαίσιο για τις οικογένειες παιδιών με αναπηρία, οι οποίες επηρεάζονται από το πώς η ευρύτερη κοινωνία τις «βλέπει» κάθε φορά. Μεταβάλλονται και εξαρτώνται από ιστορικές, κοινωνικό-οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές συνθήκες. Η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία, τα ΜΜΕ αποτελούν κάποια παραδείγματα των παραπάνω και δύναται να οδηγήσουν στην εδραίωση και στο σχηματισμό συγκεκριμένων θεωριών και ιδεών για την οικογένεια. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τα ΜΜΕ προβάλλουν την κυρίαρχη ιδέα μιας μερίδας του πληθυσμού, που προσεγγίζει φιλανθρωπικά την αναπηρία. Αυτό πηγάζει και από την πολιτικο-οικονομική οργάνωση του κράτους, που καλλιεργεί στον πληθυσμό το ότι η αναπηρία είναι φιλανθρωπία, γιατί μόνο αυτό μπορεί να προσφέρει.
«Το μοντέλο της παθολογικής οικογένειας» είναι εκείνο που εμφανίζεται σε επαναλαμβανόμενο μοτίβο στους κόλπους της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Έχοντας στραμμένο το «παρωπιδικό» βλέμμα του στην κλινική προσέγγιση, υποστηρίζει ότι η αναπηρία αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία των προβλημάτων που θα αντιμετωπίσει η οικογένεια. Ακόμα και αν τα μέλη της τελευταίας δεν είναι ανάπηρα, καθίστανται ανάπηρα εξαιτίας της αλληλεπίδρασης με το ανάπηρο παιδί. Η συγκεκριμένη προσέγγιση επικρίθηκε επειδή λαμβάνει υπόψη μόνο την κλινική εικόνα της αναπηρίας, αγνοώντας εξωτερικούς, από την οικογένεια, παράγοντες όπως είναι κοινωνικοί, οικονομικοί κλπ. Δεν προσαρμόζεται, δηλαδή, η προσέγγιση στη διαφορετικότητα της κάθε οικογένειας, θεωρώντας ότι όλες είναι πανομοιότυπες (Dale, 2008).
Το δεύτερο μοντέλο προσέγγισης της αναπηρίας, το οποίο θεωρείται απόρροια του κλινικού είναι το ατομικό μοντέλο προσέγγισης ή η θεωρία της προσωπικής τραγωδίας. Σύμφωνα με την ατομική διάσταση, η ύπαρξη μιας ή περισσότερων αναπηριών είναι η πηγή των προβλημάτων και των περιορισμών που υφίσταται ένα άτομο (Βλάχου, 2004), αλλά και η αναπηρία παρουσιάζεται και εξετάζεται ως ένα προσωπικό πρόβλημα του ατόμου. Επιπροσθέτως, προσανατολίζεται στους ατομικούς, λειτουργικούς περιορισμούς του ατόμου, γεγονός που οδηγεί στην αναζήτηση θεραπείας, προσδίδοντας, όπως και το κλινικό μοντέλο θεραπευτική προοπτική στην αναπηρία. Παρουσιάζει το ανάπηρο άτομο εξαιτίας της παθολογίας του, ως ανίκανο ή σε περιορισμένο βαθμό ικανό να ανταπεξέλθει στους όρους της ελευθερίας και της άσκησης των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του, και επομένως γίνεται βάρος στην κοινωνία, τη οικογένεια και το περιβάλλον του. Για τη βλάβη / διαταραχή, αλλά και την κανονικοποίηση, ομαλοποίηση θεωρείται αποκλειστικά υπεύθυνο το άτομο με αναπηρία. Η κοινωνία επωμίζεται μόνο την ευθύνη να του προσφέρει εκείνες τις υπηρεσίες που θα το βοηθήσουν να ομαλοποιηθεί έτσι ώστε να ενταχθεί σε αυτή ως ισότιμο μέλος της (Rioux, 1997). Τέλος, η προσέγγιση αυτή καλλιεργεί στο άτομο το αίσθημα της απόλυτης ατομικής ευθύνης και της προσωπικής ενοχής για το είδος και το βαθμό της αναπηρίας που φέρει, μεταφέροντας την ευθύνη από την κοινωνία στο ανάπηρο άτομο.
Δεδομένου ότι το κλινικό μοντέλο προσέγγισης της αναπηρίας - καθώς και το ατομικό που αποτελεί απόρροια του - δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις διαγνωστικές διαδικασίες που στοχεύουν να τοποθετήσουν σε κατηγορίες τα άτομα που φέρουν αναπηρίες, συμπεραίνουμε πως έχει κοινά στοιχεία με την ελλειμματική προσέγγιση. Η ελλειμματική προσέγγιση επικεντρώνεται αποκλειστικά σε ανεπάρκειες και δυσλειτουργίες, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα ενδιαφέροντα, τις κλίσεις και το χαρακτήρα του κάθε ατόμου.
Γενικά, η πολιτική ηγεσία χρησιμοποιεί μια politically correct ορολογία, η οποία φαίνεται να προωθεί την ένταξη των αναπήρων και διακηρύττει το σεβασμό της διαφορετικότητάς τους. Ωστόσο, η ορολογία αυτή παράλληλα απορρέει από το κλινικό μοντέλο προσέγγισης της αναπηρίας, προσεγγίζοντάς την από την σκοπιά της έλλειψης ικανοτήτων και τελικά οδηγεί στον αποκλεισμό των ατόμων που φέρουν αναπηρία. Ο αποκλεισμός προβάλλεται, συχνά, μέσα από τα λόγια και τις πράξεις μας, χωρίς όμως να είναι παρατηρήσιμος ή συνειδητός. Περνά, επίσης, απαρατήρητος και στον τομέα της πολιτικής. Ουσιαστικά, τόσο στην τελευταία, όσο και στην κοινωνία προωθείται έμμεσα η ποσοτική αξιολόγηση της «ικανότητας» των αναπήρων, σύμφωνα με τα πρότυπα των κανονικών, έτσι όπως διαμορφώνονται από τη σύγχρονη κοινωνική, οικονομική και πολιτική σκηνή του δυτικού κόσμου (Ντεροπούλου – Ντέρου, 2012). Τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αναπηρία ορίζεται από την ίδια την κοινωνία ως κάτι «διαφορετικό».
Διαφορετικό, όμως, σε σχέση με τι; Με τα πρότυπα και τις νόρμες που ορίζονται από την κοινωνία των φυσιολογικών; Η έννοια του «διαφορετικού» είναι κοινωνικά κατασκευασμένη. Δεν υπάρχει κάποιο εγγενές γνώρισμα που είναι καλύτερο ή όχι. Μόνο όταν συνυπάρχουμε μαζί με άλλους ένα γνώρισμα προσλαμβάνει αρνητική ή θετική διάσταση (Μακρυνιώτη, 2015). Η αναπηρία, συχνά, μετατρέπεται σε στίγμα. Σύμφωνα με τον E. Goffman (2001), δεν υπάρχει κανένα γνώρισμα που εγγενώς να είναι απαξιωτικό, να έχει δηλαδή ένα εγγενές μειονεκτικό πρόσημο. Το αρνητικό αποδίδεται από την κοινωνία και τους συγκεκριμένους κοινωνικούς περίγυρους. Το στίγμα, τελικά, γίνεται ένα βασικό χαρακτηριστικό της ταυτότητας ενός ανθρώπου. Επίσης, η ύπαρξη ενός τέτοιου γνωρίσματος φαίνεται ότι προκαλεί αμηχανία, πιθανόν γιατί ενδείκνυται να επιφέρει ανωμαλίες στην ομαλή έκβαση μιας επικοινωνίας.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον E. Goffman (2001), σε κάποιες στιγμές της ζωής μας όλοι έχουμε παίξει το ρόλο του στιγματισμένου ή δεν έχουμε καταφέρει να επιτύχουμε κάποιο στόχο μας. Συν τοις άλλοις, γενικά οι αποκαλούμενοι «φυσιολογικοί» περιμένουν από τους στιγματισμένους (στη συγκεκριμένη περίπτωση τα άτομα που φέρουν αναπηρία) να λειτουργούν με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να φτάσουν στο σημείο να διαχειρίζονται την καθημερινότητα τους, όπως οι ίδιοι που είναι «κανονικοί». Σε τυχόν λάθη που μπορεί να υποπέσει το «αποκλίνον σώμα» αποδίδονται αυτομάτως στην «φυσιολογικά κατασκευασμένη» αναπηρία του.
Συν τοις άλλοις, εξαιρώντας την κατασκευή της κατηγοριοποίησης των «αποκλινόντων» από τους «κανονικούς» νορμαδιστές εργάτες, ο μη ανάπηρος θα αξιολογήσει την ελκυστικότητα του αναπήρου βασισμένος σε προκαταλήψεις και στερεότυπα (με θετική ή αρνητική χροιά) που κυριαρχούν. Στο τέλος της διαδρομής αυτής, λοιπόν, είναι σύνηθες, τα μη ανάπηρα άτομα να αποφεύγουν να συνάπτουν σχέσεις με ανάπηρα. Το να μην γίνουν ίδιοι με τους ανάπηρους ή η εξωτερική εικόνα των τελευταίων, αποτελούν κάποιες από τις κοινωνικά κατασκευασμένες «φοβίες» (Ζώνιου-Σιδέρη, 2009), που η Αμερικάνική Ψυχιατρική Εταιρεία πιθανόν θα κατέτασσε στο επόμενο DSM, ως την μεγαλύτερη φοβία που μπορεί να εκδηλώσει ο άνθρωπος με βασικό σύμπτωμα την ανάγκη για αποκλεισμό.
Έτσι, η κοινότητα των αναπήρων απομονώνεται, αλλά και παρουσιάζεται ως «μειονοτικό γκέτο», γύρω από το οποίο οι φυσιολογικοί κάνουν εικασίες με βάση τις κυρίαρχες αντιλήψεις που επικρατούν στην κοινωνία και την οπτική που προβάλλεται από τα ΜΜΕ. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το παράδειγμα των ιδρυμάτων, όπου ο κόσμος συνήθως αντιδράει στο να βρίσκεται κάποιο κοντά στο σπίτι του, επειδή η πλειονότητα έχει κατά νου μια διαστρεβλωμένη αντίληψη για αυτά. Αυτό οφείλεται, ως επί το πλείστον, στο ότι δεν έχει αναπτυχθεί μια πραγματική επαφή μεταξύ της κοινότητας και των ατόμων που ζουν σε ένα ίδρυμα (Ασημόπουλος, 2015). Το ίδιο ισχύει και για τους ανάπηρους και τις οικογένειες τους. Αν υποθέσουμε ότι η αναπηρία είναι ένα «ίδρυμα», η κοινωνία έχει μια παραμορφωμένη άποψη για το περιεχόμενο της, εξαιτίας της μη αληθινής επαφής με αυτή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τη δημιουργία και τη διαιώνιση αρνητικών στερεοτύπων και προκαταλήψεων σχετικά με την αναπηρία.
Οτιδήποτε, λοιπόν, που δεν ανταποκρίνεται στο «φυσιολογικό» σώμα και νου σύμφωνα με τις νόρμες των κανονικών, είναι παράξενο. Το ερώτημα είναι ποιος ορίζει τελικά το «φυσιολογικό» και το «αποκλίνον». Στην κοινωνία γενικά, επικρατεί ένας αέναος αγώνας ορισμού των πραγμάτων, που οδηγεί σε έναν αγώνα για επιβίωση. Σύμφωνα με τον G. Agamben (2005), η ομάδα που θα «προλάβει» να ορίσει πρώτη τις έννοιες του φυσιολογικού και του αποκλίνοντος, είναι εκείνη που θα έχει στη συνέχεια και την εξουσία.
Το ερώτημα που γεννάται εδώ, είναι ποιος ωφελείται τελικά από τον αποκλεισμό; Οι άνθρωποι με εξουσία ενδιαφέρονται να διατηρήσουν τον αποκλεισμό, καθώς οδηγεί στη δημιουργία μιας επικερδούς βιομηχανίας που βασίζεται στη διαχείριση και την παροχή υπηρεσιών στον «πλεονάζοντα πληθυσμό» (Bauman, 2004), όπως είναι για παράδειγμα οι φαρμακοβιομηχανίες, οι υπηρεσίες υγείας κλπ.
Παρόλο που, στη σημερινή εποχή έχει γίνει μια προσπάθεια από τα ΜΜΕ να πληροφορήσουν το κοινό σχετικά με την κατάσταση των αναπήρων, τα προβλήματά τους, αλλά και την αντιμετώπιση αυτών από το κοινωνικό σύνολο, συνεχίζουν να διαχέουν στην κοινωνία την αντίληψη μιας φιλανθρωπικής αντιμετώπισής τους. Οι δημοσιογράφοι τείνουν, γενικά, να παρουσιάζουν το ανάπηρο άτομο με δύο τρόπους. Πρώτον, ως μοναχικό, φτωχό και βασανισμένο και δεύτερον ως ένα άτομο που έχει κάτι ξεχωριστό και αξίζει να δοξαστεί για αυτό (Ζώνιου – Σιδέρη 2009, Κανατσούλη 2015). Ωστόσο και οι δύο οπτικές εμπεριέχουν μέσα τους τον κίνδυνο του αποκλεισμού μιας και στην πρώτη ο ανάπηρος δεν αντιμετωπίζεται ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας αλλά σαν μια έμμεση μορφή επαίτη, ενώ στην δεύτερη περίπτωση η αναπηρία ωραιοποιείται, το ελάττωμα εξυμνείται και αποτελεί τη κινητήριο δύναμη για να γίνει κανείς ήρωας ή ξεχωριστός. Οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι, όμως, δεν αποτελούν ξεχωριστό κομμάτι της κοινωνίας, αλλά προβάλλουν απόψεις και αντιλήψεις που υπάρχουν σε αυτή, παραλείποντας ή συσκοτίζοντας συνειδητά ή ασυνείδητα το ρόλο και την ευθύνη της ίδιας της κοινωνίας για τα προβλήματα των αναπήρων, προσδιορίζοντας την αναπηρία ως μια ατομική δυσκολία.
Βιβλιογραφία
Bauman Z. (2004), Wasted lives: Modernity and its outcasts., εκδ.Polity Press, Oxford.
Dale N. (2008), Τρόποι Συνεργασίας με Οικογένειες Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες, (επιστημ. επιμ. Καπετάνιος Βασίλειος, μτφρ. Μ. Αποστολή), εκδ. ΕΛΛΗΝ, Αθήνα.
Goffman E. (2001), Στίγμα. Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας. (επιμ.: Λιβιεράτος Κ., εισαγωγή – μετάφραση: Μακρυνιώτη Δ.) εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα.
Llewellyn A. & Hogan K. (2000), «The Use and Abuse of Models of Disability», Disability & Society, Vol. 15, No.1 , σελ. 157-165.
Oliver M. (1990), The Politics of Disablement, London: Macmillan.
Rioux M. H. (1997), «When Myths Masquerade as Science: Disability Research from an Equality - Rights Perspective.» στο L. Barton, M. Oliver, Disability Studies: Past, Present and Future, εκδ. The Disability Press, United Kingdom, σελ. 99–113.
Thomas, D. & Woods H. (2008), Νοητική Καθυστέρηση. Θεωρία και Πράξη. (επιμ. Ζώνιου- Σιδέρη Α., Ντεροπούλου- Ντέρου Ε., μτφρ. Λυμπεροπούλου Χ.), εκδ. Τόπος, Αθήνα.
Ασημόπουλος Χ. (2015), «Παιδιά με αναπηρίες σε κίνδυνο: το φαινόμενο της ιδρυματικής κακοποίησης και παραμέλησης.», Διεπιστημονικό Σεμινάριο, «ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ, ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ» ΠΜΣ: Ειδική Αγωγή.
Βλάχου Α. (2004), «Διαμόρφωση πολιτικής για την πρώιμη εκπαιδευτική στήριξη των μαθητών με ειδικές ανάγκες και ειδικότερα των μαθητών με προβλήματα όρασης» στο Α. Ζώνιου-Σιδέρη και Η. Σπανδάγου (επιμ.), Εκπαίδευση και τύφλωση, σύγχρονες τάσεις και προοπτικές, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, σ. 93 – 108.
Βλάχου Α., Διδασκάλου Ε. & Παπανάνου Ι. (2012), «Εννοιολογικές Προσεγγίσεις της Αναπηρίας και οι επιπτώσεις τους στην εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία» στο Α. Ζώνιου-Σιδέρη, Ε. Ντεροπούλου-Ντέρου, Α. Βλάχου-Μπαλαφούτη (επιμ.), Αναπηρία και εκπαιδευτική πολιτική. Κριτική προσέγγιση της ειδικής και ενταξιακής προσέγγισης, εκδ. Πεδίο, Αθήνα, σ. 65-89.
Ζώνιου – Σιδέρη Α. (2009), Οι ανάπηροι και η εκπαίδευσή τους. Μια ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση της ένταξης, εκδ. Πεδίο, Αθήνα.
Ζώνιου-Σιδέρη Α. & Ντεροπούλου-Ντέρου Ε. (2012), «Αναζητώντας την εκπαιδευτική πολιτική της ένταξης» στο Α. Ζώνιου-Σιδέρη, Ε. Ντεροπούλου-Ντέρου, Α. Βλάχου-Μπαλαφούτη (επιμ.), Αναπηρία και εκπαιδευτική πολιτική. Κριτική προσέγγιση της ειδικής και ενταξιακής προσέγγισης, εκδ. Πεδίο, Αθήνα, σ. 11-27.
Κανατσούλη Μ. (2015), «Ο Λεωνίδας είναι πια 30 ετών (φαίνεται όμως σαν 16) και είναι το καμάρι όλων μας»: Η αναπηρία στη λογοτεχνία για παιδιά και για νέους», Διεπιστημονικό Σεμινάριο, «ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ, ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ» ΠΜΣ: Ειδική Αγωγή.
Κομιανού Κ. & Ντεροπούλου – Ντέρου Ε. (2012), «Εμπειρίες και απόψεις εκπαιδευτικών για την εκπαίδευση μαθητών με πολλαπλές αναπηρίες» στο Α. Ζώνιου – Σιδέρη, Ε. Ντεροπούλου – Ντέρου, Κ. Παπαδοπούλου (επιμ.), Η έρευνα στην ειδική αγωγή, στην ενταξιακή εκπαίδευση και στην αναπηρία, Συλλογικός τόμος Β΄, εκδ. Πεδίο, Αθήνα, σ. 35– 53.
Μακρυνιώτη Δ. (2015), “Από το «φυσιολογικό» στο «αποκλίνον» σώμα.”, Διεπιστημονικό Σεμινάριο, «ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ, ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ» ΠΜΣ: Ειδική Αγωγή.
Ντεροπούλου – Ντέρου (2012), «Αποτίμηση της πορείας των νομοθετικών αλλαγών τριάντα χρόνια μετά την ψήφιση του πρώτου νόμου για την ειδική αγωγή στην Ελλάδα.» στο Α. Ζώνιου-Σιδέρη, Ε. Ντεροπούλου-Ντέρου, Α. Βλάχου-Μπαλαφούτη (επιμ.), Αναπηρία και εκπαιδευτική πολιτική. Κριτική προσέγγιση της ειδικής και ενταξιακής προσέγγισης, εκδ. Πεδίο, Αθήνα, σ. 123-151.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου