Υπό
Μαριλένας Κουγιού
Με αφορμή τη συμπλήρωση 120 χρόνων από το θάνατο του συγγραφέα Γ. Βιζυηνού το παρόν άρθρο αφιερώνεται στο λογοτεχνικό του έργο εστιάζοντας στο ηθογραφικό υλικό περί μαγείας που εντοπίζεται στο διήγημα «Το Αμάρτημα της Μητρός Μου». Το βιωματικό του υπόστρωμα αποτελεί απόρροια του κοινωνικού του μικρόκοσμου και τα βιώματα αυτά ανασύρουν στην επιφάνεια τους αντιληπτικούς κώδικες και τους τρόπους ταξινομικής κατηγοριοποίησης της κοινωνίας από τα μέλη της. Επομένως, το θεμελιώδες υπέδαφος των μαγικών αναφορών του Βιζυηνού θα ήταν ωφέλιμο να συσχετιστεί με τον τόπο καταγωγής του, οπού και συντελείται η διαμόρφωση της πρώιμης παιδικής του ηλικίας, ως τα δέκα του χρόνια οπότε εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη.
Η Βιζύη λοιπόν, μια ορεινή κωμόπολη της Ανατολικής Θράκης κατεξοχήν αγροτική, συνιστά την πρώτη καθοριστική επαφή του συγγραφέα με τις μαγικές αντιλήψεις που συγκροτούν το κοινωνικό κοσμοείδωλο γύρω απ’ το οποίο ο κόσμος αυτός δομείται, αλλά και διαιρείται βάση των ταξινομικών κριτηρίων. Η επίδραση που άσκησε η γενέτειρα του και η ευρύτερη ύπαιθρος της Θράκης στην συγγραφική φυσιογνωμία του Βιζυηνού, ιδιαιτέρως έντονη από την ενσωμάτωση στο έργο του εκφάνσεων του μαγικού κώδικα, γίνεται αντιληπτή και στην χρήση του τοπωνυμικού επιθέτου καταγωγής του ως φιλολογικό ψευδώνυμο, καθώς το πραγματικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Σύρμας. Άλλωστε, σχεδόν όλοι οι ήρωες του κατάγονται από τη Βιζύη και κινούνται μέσα στο φυσικό αυτό σκηνικό, που ο καλλιτέχνης δεν έχει παρά να αναπαραστήσει πλήρως σύμφωνα με τις επιταγές του ρεαλισμού.
Η αιώρηση του ανάμεσα στη μαγεία και την επιστήμη είναι συνεχής και εξηγήσιμη στη βάση του γεγονότος ότι η πνευματική του τροχιά διαγράφεται ολοκληρωμένα με την μετάβαση του στην Ευρώπη όπου και γνώρισε τη ζωή των μεγάλων πανεπιστημιακών κέντρων. Έτσι, παρακολουθώντας από κοντά την εξέλιξη του θετικισμού, της πειραματικής ψυχολογίας και της φιλοσοφίας, ο τρόπος που αντιμετωπίζει τα μαγικά φαινόμενα διαφοροποιείται από την απλοϊκή λαϊκού τύπου θεώρηση τους, αγγίζοντας την επιστημολογική αποστασιοποίηση και παρατήρηση.
«Το αμάρτημα της μητρός μου» είναι το πρώτο διήγημα του Βιζυηνού, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εστία» το 1883. Ο χαρακτηρισμός του ως οικογενειακού δράματος είναι απόλυτα συμβατός με τα υφολογικά και θεματικά του γνωρίσματα, καθώς δομικό του άξονα συνιστά ο θάνατος και η απόκρυψη του θανάτου ενός μέλους της οικογένειας. Πιο συγκεκριμένα, η χήρα μητέρα του αφηγήματος, που είναι και ένα από τα δύο βασικά πρόσωπα, πασχίζει να θεραπεύσει την άρρωστη κόρη της καταφεύγοντας σε ποικίλες μεθόδους ακόμα και στην ευχετική παράκληση η σωτηρία της άρρωστης να γίνει ανταλλάξιμη με το θάνατο ενός εκ των τριών αγοριών της.
Παρόλα αυτά, ο θάνατος της κόρης επέρχεται και μάλιστα μέσα σε ένα μαγικό τελετουργικό σκηνικό. Η μητέρα μετά από μια περίοδο έντονης θλίψης και παραίτησης επαναδραστηριοποιείται και σ’ αυτό συνέβαλε σημαντικά η υιοθεσία ενός μικρού κοριτσιού. Μετά την ενηλικίωση και το γάμο αυτής, η μητέρα επιδίδεται σε μια ακόμη υιοθεσία ενός βρέφους, στην οποία όμως αντιτίθενται τα τρία παιδιά της. Πάνω στην εκτύλιξη μιας τέτοιας διαφωνίας με τον αφηγητή γίνεται η αποκάλυψη του αινιγματικού αμαρτήματος που δηλώνεται στο τίτλο. Η εμμονή στις υιοθεσίες κοριτσιών και στην πάση θυσία σωτηρία της νεκρής πια αδερφή τους οφείλεται στην ακούσια θανάτωση του πρώτου της παιδιού, της νεογέννητης Αννιώς.
Βασική στην εκτύλιξη της αφηγηματικής πλοκής, αλλά και στην αποκωδικοποίηση των μαγικών πτυχών και την θεώρηση τους μέσα από ένα επιστημονικό σχήμα είναι η τελετουργική σκηνή της επίκλησης του πνεύματος του προ πολλών ετών νεκρού πατέρα ως ενός ααρωγού μέσου στις προσπάθειες της μητέρας για σωτηρία της Αννιώς. Η κατάληξη όμως του μαγικού δρώμενου είναι η αντίθετη απ’ την επιδιωκόμενη, καθώς πάνω στη κορύφωση των τελετουργικών διαδικασιών επέρχεται ο θάνατος της άρρωστης. Αυτουργός της εν λόγω μαγικής επιτέλεσης είναι η μητέρα Δεσποινιώ.
Μια ικανοποιητική ερμηνευτική πλαισίωση του γεγονότος ότι τελεστής του δρώμενου είναι ένα πρόσωπο που δεν ειδικεύεται στην άσκηση μαγείας παρά μόνο περιστασιακά μπορεί να δοθεί υπό το πρίσμα της προσέγγισης γάλλου ανθρωπολόγου Μauss. Όπως διαπιστώνει, η διεξαγωγή κάποιων μαγικών τελετουργιών διεκπεραιώνεται από μη ειδικευμένους μάγους και αυτές εντοπίζονται κυρίως στις λαϊκές πρακτικές της υπαίθρου. Ωστόσο, και γι’ αυτές προϋποτίθεται έστω και ένα ελάχιστο απόθεμα γνώσης, ειδικές δεξιότητες όσο απλουστευμένες και κοινότυπες και αν φαινομενικά δείχνουν, καθώς και η αναπαραγωγή ενός κώδικα εγγεγραμμένου ήδη στο παρελθόν μέσω της παράδοσης. Η εκλαΐκευση των μαγικών πράξεων που συνεπάγεται και την δυνατότητα πραγμάτωσης τους από ευκαιριακούς και ανειδίκευτους μάγους, δεν συνιστά την απόρριψη τέτοιου είδους ενεργημάτων ως μαγικών. Η Δεσποινιώ τη δεδομένη στιγμή αναλαμβάνει το ρόλο της μάγισσας και το σκηνικό είναι αποκλειστικά μαγικό και τελετουργικό. Άλλωστε, σύμφωνα και πάλι με μια παρατήρηση του Mauss η τέλεση της λαϊκής μαγείας εναποτίθεται στους αρχηγούς της οικογενείας και εν προκειμένω ο ρόλος αυτός ανήκει στην Δεσποινιώ μετά το θάνατο του συζύγου της.
Η επιλογή της χρονικής στιγμής για τη διεξαγωγή του δρώμενου δεν είναι τυχαία αλλά εμπίπτει στις προϋποθέσεις της τελετουργίας: «Θα ήτον ίσως μεσάνυκτα όταν ήρχισε να πηγαινοέρχεται εις το δωμάτιον» μας διηγείται ο συγγραφέας για τις κινήσεις της μητέρας του εκείνο το βράδυ. Το τελετουργικό, λοιπόν, διαδραματίζεται όχι μόνο νύχτα αλλά και σε μια αυστηρά καθορισμένη νυχτερινή ώρα, τα μεσάνυκτα, που είναι ευρέως διαδεδομένη στους μαγικούς κύκλους ως μια απ’ τις κατεξοχήν πρόσφορες και γόνιμες μαγικά ώρες.
Επομένως, βλέπουμε να εφαρμόζονται κάποιες προυποθέσεις, εντός των οποίων εκτός από την επιλογή του χρονικού σημείου συγκαταλέγεται και η χρήση υλικών αντικειμένων: «Πλησίον αυτής (της Αννιώς) ήτο τοποθετημένη ανδρική ενδυμασία, καθ’ ην τάξιν φορείται. Δεξιόθεν σκαμνίον σκεπασμένον με μαύρον ύφασμα, επί του οποίου υπήρχε σκεύος πλήρες ύδατος και εκατέρωθεν δύο λαμπάδες αναμμέναι. Η μήτηρ μου γονυπετής εθυμίαζε τα αντικείμενα ταύτα προσέχουσα επί της επιφάνειας του ύδατος». Η ενδυμασία είναι του νεκρού πατέρα της οικογενείας, η εμφάνιση της ψυχής του οποίου είναι το ζητούμενο της τελετουργικής διαδικασίας. Στον ίδιο ίσως ανήκει και το σκεύος που περιέχει το υγρό, καθώς όπως δηλώνει σε ένα άλλο σημείο ο αφηγητής : «και άλλοτε μας επότιζεν από του αυτού σκεύους, ευθύς ως εξυπνούμεν. Και ενθυμήθην, ότι οσάκις έκαμνε τούτο η μήτηρ μας, ήτο καθ’ όλην εκείνην την ημέραν ζωηρά και περιχαρής, ως εάν είχεν απολαύσει μεγάλην τινά πλην μυστικήν ευδαιμονίαν».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε να λεχθεί ότι και η επιλογή των υλικών υπακούει στον τιθέμενο προς εκπλήρωση στόχο της τελετουργίας, δηλαδή την επίκληση του πνεύματος του νεκρού. Εκτός λοιπόν από την προσεγμένα στοχοθετημένη επιλογή των υλικών αυτών μέσων, το ίδιο επιμελημένη είναι και η τοποθέτηση τους, καθώς μαρτυρά η θέση της ενδυμασίας «καθ’ ην τάξιν φορείται», το μαύρο ύφασμα που κοσμεί το τοποθετημένο στα δεξιά του κρεβατιού σκαμνί και η θέση του σκεύους μεταξύ των δύο λαμπάδων.
Η παραπάνω ανάλυση των υλικών και χρονικών στοιχείων συγκροτεί το σύνολο των εισαγωγικών συντελεστών της τελετουργίας, που διαμορφώνουν το προκαταρκτικό της στάδιο, αλλά ταυτόχρονα ενσωματώνονται και στη κεντρική εκδίπλωση του δρώμενου. Μια επιπρόσθετη τελετουργική πράξη, που μπορεί να εκληφθεί ως εισαγωγική, αλλά είναι την ίδια στιγμή βασική για την τελετουργική πληρότητα συνιστά το θυμίαμα: «Αίφνης ησθάνθην ευωδίαν θυμιάματος… Η μήτηρ μου γονυπετής εθυμίαζε τ’ αντικείμενα ταύτα… εθυμίασεν εκ νέου τα προ ημών αντικείμενα...». Παράλληλα, σημαντικό κομμάτι της τέλεσης καταλαμβάνει και το τραγούδισμα του μοιρολογιού του πατέρα, το οποίο είχε συνθέσει κατά παραγγελία της μητέρας προ πολλών ετών ένας αθίγγανος. «Αυτό λοιπόν το ελεγείον εμοιρολόγει κατ’ εκείνην την νύκτα η μήτηρ μου» δηλώνει ο αφηγητής. Το πένθιμο αυτό άσμα θα μπορούσε να λεχθεί ότι αποτελεί μια λεκτική τελετουργία ή επωδή. Aν και το περιεχόμενο του δεν παρατίθεται, μπορούμε να συναγάγουμε όμως από την ειδολογική κατηγορία του μοιρολογιού στην οποία εντάσσεται, ότι απαριθμεί τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του πατέρα, περιγράφει τη ζωή και το θάνατο του καθώς και τα οδυνηρά αισθήματα που το γεγονός αυτό προκάλεσε στην οικογένεια. Έτσι η χρήση του μοιρολογιού ως λεκτική μορφή της τελετουργίας διεκπεραιώνει το ζητούμενο αποτέλεσμα αυτής, εφόσον η αναφορά του νεκρού πατέρα επιδιώκεται να προκαλέσει την πνευματιστική του παρέμβαση ώστε «..να έλθη να γιατρέψει το Αννιώ μας».
Παντού ,λοιπόν, ανιχνεύουμε διάσπαρτα συμβολικά υποκατάστατα της παρουσίας του πατέρα. Η τοποθετημένη κατά τέτοιο τρόπο ενδυμασία του σαν να επρόκειτο να τη φορέσει, αντικατοπτρίζει τις ομοιοπαθητικές μαγικές αρχές. Πιο συγκεκριμένα, αυτή συνιστά έναν απ’ τους άξονες που εξασφαλίζουν την τελετουργική δραστικότητα, καθώς η επαφή του ενδύματος με το σώμα του νεκρού σύμφωνα με το νόμο της συνάφειας είναι αυτή που κατοχυρώνει τη μετωνυμική διασύνδεση αυτών των δύο και την δυνατότητα υποκαταστασιακής θεώρησης της ολότητας από το μέρος. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για το σκεύος, ότι δηλαδή συμβολίζει μετωνυμικά την παρουσία του πατέρα, καθώς ερχόμενος ίσως σε καθημερινή επαφή με αυτό είναι εφικτό να εντοπίσουμε και εδώ μια εφαρμογή του ομοιοπαθητικού νόμου της συνάφειας.
Σύμφωνα με τα παραπάνω θα ήταν ενδεχομένως εύστοχο να λεχθεί ότι η δραστικότητα της εν λόγω τελετουργικής επιτέλεσης εκπορεύεται από την αρχή σύμφωνα με την οποία το όμοιο παράγει το όμοιο και άρα πρόκειται για μια ομοιοπαθητική ή συμβολική τελετουργία. Η διαπίστωση αυτή έγκειται στο ότι η πρόκληση του επιθυμητού αποτελέσματος, της παρουσίας δηλαδή του πνεύματος του νεκρού πατέρα, επιδιώκεται μέσα από την εξομοίωση αυτής της παρουσίας με ένα σύνολο από εικονικά σύμβολα (η ενδυμασία, το σκεύος) και λεκτικά συμβολικές αναπαραστάσεις (μοιρολόι) του πατέρα.
Ωστόσο, η τελετουργία καθίσταται δραστική όχι μόνο χάρη στους ομοιοπαθητικούς συνδέσμους που αναπτύσσονται μεταξύ των διαφόρων μερών της, αλλά και χάρη στην επίκληση μιας πνευματικής δύναμης η οποία συνεργεί με την τεθείσα προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση τελετουργική σκοπιμότητα, που στην υπό πραγμάτευση περίσταση δεν είναι άλλη από την σωτηρία της Αννιώς. Την δραστικότητα συμπληρώνει απαραίτητα και η μαγική πίστη η οποία είναι δυνατόν να μετουσιώσει την τυχαία και συμπτωματική φύση ενός γεγονότος σε μαγική επήρεια. Υπό αυτή την οπτική το πέταγμα της χρυσαλίδας πάνω απ’ την επιφάνεια του υγρού που περιέχεται στο σκεύος εκλαμβάνεται ως η επιθυμούμενη συνέπεια της εμφάνισης του πνεύματος του νεκρού. Η μαγική δυναμικότητα θα ήταν εύγλωττο να αρθρωθεί ότι συναποτελείται από πολλαπλές διασταυρώσεις των επιμέρους στοιχείων της μαγείας, τα οποία με τη σειρά τους είναι μαγικώς δυναμικά και επιτελεστικώς δραστικά λόγω της πίστης που τα περιβάλλει.
Η μητέρα πιστεύει στη δύναμη του νεκρικού πνεύματος, στη δύναμη των ομοιοπαθητικών συνειρμών και των μεταβιβαζόμενων ιδιοτήτων που διέπουν την πρακτική της και στη δική της δύναμη ως δρώντος υποκειμένου. Η εκ των προτέρων προέλευση της μαγικής πίστης και ο a priori χαρακτήρας της οδηγούν στο ότι όη μαγική δύναμη δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά αυτή η a priori πίστη. Η μαγική δυναμικότητα απορρέει από την πίστη, χωρίς αυτήν η ιδέα της δύναμης δεν γίνεται αποδεκτή, αλλά και αυτή είναι που μετατρέπει διάφορα συμβάντα, όπως εδώ της εμφάνισης μιας πεταλούδας, σε μαγικές συνέπειες.
«Αίφνης μικρά χρυσαλίς, πετάξασα κυκλικώς επ’ αυτού, ήγγισε με τα πτερά της, και ετάραξεν ελαφρώς την επιφάνειάν του.. Όταν η μικρά εκείνη χρυσαλίς εχάθη εις το βάθος του δωματίου, η μήτηρ μου ανέπνευσεν, εσηκώθη ιλαρά και ευχαριστημένη και -Επέρασεν η ψυχή του πατέρα σου!-είπε..» Η μικρή χρυσαλίδα, λοιπόν, είναι η ενσάρκωση της ψυχής του νεκρού που κλήθηκε ως ένα βοηθητικό πνεύμα να συνδράμει στην τελετουργική πράξη της μητέρας σκοπός της οποίας είναι η θεραπεία της Αννιώς. Ως εκ τούτου, θα μπορούσαμε και πάλι να ανατρέξουμε στο Mauss ο οποίος κάνει λόγο για επικούρια πνεύματα του μάγου που φέρουν μορφή ζώου. Η μητέρα εμφανίζεται να επικοινωνεί με το πνευματικό-νεκρικό κόσμο και άρα είναι δυνατό να γίνει λόγος για πνευματοληπτικές ικανότητες καθώς η ψυχή του πατέρα ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της και μάλιστα τα φτερά του ζωυφίου στο οποίο έχει παρεισδύσει αγγίζουν την επιφάνεια του υγρού. Επομένως, πρόκειται για μια τελετουργία που διέπεται από μια προσωποποιημένη παράσταση, αυτή του πνεύματος ενός νεκρού. Το αρωγό πνεύμα σωματοποιημένο ως χρυσαλίδα κατευθύνεται σύμφωνα με τις υποδείξεις της αυτουργού του δρώμενου προς το σκεύος ακουμπώντας τα φτερά του στο υγρό περιεχόμενο αυτού.
Αν και παραπάνω αναφέραμε ότι πρόκειται για μια τελετουργία που στηρίζεται στην ομοιότητα, στο σημείο αυτό ανιχνεύεται η επαφή του προσωποποιημένου σε ζώο πνευματικού ενδιάμεσου με το υγρό το οποίο στη συνέχεια πίνεται από τους παριστάμενους του τελετουργικού: «Αφού μ’ επότισεν εμέ, επλησίασεν εις το στρώμα της Αννιώς με το σκεύος ανά χείρας..-Έλα αγάπη μου, της είπε. Πιέ απ’ αυτό το νερό, να γιάννης».Το αποτέλεσμα της ομοιοπαθητικής, αλλά και ταυτόχρονα προσωποποιημένης τελετουργίας μεταδίδεται μέσω της πόσης. Στο ερχόμενο σε επαφή με το πνευματικό όν υγρό έχουν μεταδοθεί οι ιδιότητες του όντος αυτού, που εν προκειμένω είναι η υποστασιακή ουσία του πατέρα, οι οποίες εν συνεχεία μεταβιβάζονται στην άρρωστη και στον αδελφό της. Αν και η τελετή είναι δραστική ως προς το ότι επιφέρει την εμφάνιση του νεκρικού πνεύματος, αυτό δεν κατορθώνει να εκπληρώσει το στόχο για τον οποίο κλήθηκε: «Το καημένο μας το Αννιώ! Εγλύτωσεν από τα βάσανα του!»
Ενδεικτική βιβλιογραφία
o Marcel Mauss, Σχεδίασμα μιας γενικής θεωρίας για τη μαγεία, Praxis, 1990, Μτφρ. Μ. Βεληβαθάκη, Επ. Θόδωρος Παραδέλλης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου