Γράφει η
Κατερίνα Κουβουτσάκη
λυσιτελής
(αρχαία λέξη λυσιτελής, -ής, -ές & φράση λύειν τὰ τέλη «πληρώνω τα τέλη», άρα –κατά την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατική αντίληψη τής ισοτέλειας– «καθίσταμαι επωφελής, χρήσιμος [για το κοινωνικό σύνολο]»)
= επωφελής, χρήσιμος, τελεσφόρος
π.χ.
λυσιτελής
(αρχαία λέξη λυσιτελής, -ής, -ές & φράση λύειν τὰ τέλη «πληρώνω τα τέλη», άρα –κατά την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατική αντίληψη τής ισοτέλειας– «καθίσταμαι επωφελής, χρήσιμος [για το κοινωνικό σύνολο]»)
= επωφελής, χρήσιμος, τελεσφόρος
π.χ.
«Ακολούθησε μια εξαιρετικά λυσιτελή για το κοινωνικό σύνολο πολιτική, που αναγνωρίστηκε από όλους».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου