ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
- Ὑποψήφιου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΝΑΥΣΙΚΑ (1821) Pierre Antoine Augustin Vafflard |
Η Ναυσικά αναφέρεται υπό του Ομήρου εις την Οδύσσεια, ένθα εξυμνείται δια την ομορφιά και την ευγένειά της, αλλά και δια την σεμνότητα και σύνεσίν της. Ήτο κόρη του βασιλέως των Φαιάκων Αλκινόου και της Αρήτης, κι εφημίζετο δια τας αρετάς της. Η Οδύσσεια αναφέρει, ότι όταν ο Οδυσσέυς κατώρθωσεν εν τέλει να φθάση ναυαγός εις παραλίαν τινά της νήσου των Φαιάκων[1], της αρχαίας Σχερίας, έπεσεν εξαντλημένος όπως ήτο εις βαθύν ύπνον, εντός ενός καλαμιώνος πλησίον του εκεί ποταμού.
“Ἀλλοίς μου, τί θὰ πάθω ἐδῶ, καὶ ποῦ θὰ καταντήσω ; Τὴ νύχτα τὴν ἀνήσυχη στὸν ποταμὸ ἂν περάσω, ἡ κακὴ πάχνη κι ἡ ψιλὴ δροσιὰ μπορεῖ νὰ σβήσουν ὁλότελα τὸ πνέμα μου τ' ἀχνὸ καὶ θολωμένο, τὶ ἀγέρι τὴν αὐγὴ ψυχρὸ φυσάει ἀπ' τὸ ποτάμι. Στὴ ράχη πάλε ἂν ἀνεβῶ, καὶ στοῦ δασιοῦ τοὺς ἴσκιους, καῖ μέσα στὰ πυκνὰ δεντριὰ ἂν πλαγιάσω, νὰ ξεκάμω τὸ σύγκρυο καὶ τὴν κούραση, κι ὕπνος γλυκὸς μὲ πάρη, θεριὰ φοβᾶμαι μὴ μὲ βροῦν καὶ θῦμα τους μὲ κάμουν Καὶ αὐτὸ νὰ κάνη φάνηκε στὸ νοῦ του πιὸ συφέρο σὲ δάσο γυροθώρητο ποὺ ηὖρε σιμὰ στὸ ρέμα, μπῆκε καὶ χώθηκε σὲ δυὸ χαμόδεντρ' ἀποκάτω, ποὺ ἀπὸ μιὰ ρίζα βγαίνανε ἐλιά 'τανε κι ἀγρίλι. Μήτ' οἱ ἀνέμοι οἱ σύνυγροι ἐκεῖ πέρα ἀγριοφυσοῦσαν, μήτε τοῦ ἥλιου οἱ φωτερὲς ἀχτίδες κατεβαῖναν, μήτε βροχὴ τὰ πέρναγε τόσο πυκνὰ πλεγμένα τό 'να μὲ τ' ἄλλο βρίσκουνταν ἐκεῖ ὁ Δυσσέας τραβήχτη, καὶ μὲ τὰ χέρια στοίβαξε μεμιὰς μεγάλη στρώση γιατ' εἶχε φύλλα περισσὰ τριγύρω σκορπισμένα, ποὺ σώνανε καὶ δυὸ καὶ τρεῖς νομάτους νὰ σκεπάσουν, μὰ καὶ χειμώνας νά 'τανε μὲ κρύο σὰ φαρμάκι. Τὰ εἶδε ὁ ἄντρας ὁ πολύπαθος, καὶ χάρηκε ἡ ψυχή του, καὶ πλάγιασε στὴ μέση τους, κι ἔρριξε φύλλα πλῆθος ἀπάνω του. Σὰν ποὺ δαυλὸ στὴ μαύρη στάχτη κρύβεις, μὲς σ' ἐξοχὴ παράμερη, ποὺ λείπουνε γειτόνοι, καὶ σώζεις σπόρο τῆς φωτιᾶς, μὴν ἀπ' ἀλλοῦθε ἀνάψης, ἔτσι ὁ Δυσσέας σκεπάστηκε μὲ φύλλα κι ἡ Παλλάδα ὕπνο στὰ μάτια τοῦ 'σταξε γιὰ νὰ τὸν ἀλαφρώση ἀπ' τὴ βαρειὰ τὴν κούραση, τὰ βλέφαρα του κλειώντας.
Εκεί τον ηύρε το τόπι της Ναυσικάς καθώς ξέφυγεν εκ των θεραπαινίδων της και τον χτύπησεν, ξυπνώντας τούτον. Η κόρη του βασιλέως είχεν υπάγει εις τον τόπον εκείνον ίνα λευκάνη τον ιματισμόν της εις τον ποταμόν[2]. Εκεί κι έπαιζε μετά των θεραπαινίδων της ευθύς αμέσως ωσάν ετελείωσεν το πλύσιμον.
Καὶ σὰ χαρήκανε θροφή, κι αὐτὴ κι οἱ παρακόρες, βγάλαν τὶς μπόλιες κι ἔπαιξαν τὴ σφαῖρα ἀνάμεσό τους. Κι ἡ ἀσπροχέρα ἡ Ναυσικᾶ τοὺς γλυκοτραγουδοῦσε. Πῶς ἡ σαϊτεύτρα ἡ Ἄρτεμη, στὶς ράχες ροβολώντας τοῦ θεόρατου Ταΰγετου, ἢ στοῦ Ἐρύμανθου τὰ ὄρη, βρίσκει χαρὰ σ' ἀγριόχοιρους καὶ στὰ γοργὰ τὰ λάφια, κι οἱ νύφες τῶν δεντρότοπων, τοῦ Δία οἱ θυγατέρες, μαζί της παίζουν, κι ἡ Λητὼ τηράει κι ἀναγαλλιάζει, ὡς τόσο ἐκείνη πιὸ ἁψηλὰ κρατάει τὴν ὅψη ἀπ' ὅλες, ποὺ γλήγορα ξανοίγεις την, ἂν κι ὅλες ὥριες εἶναι ἔτσι καὶ τώρα σφάνταζε ἡ παρθένα μὲς στὶς ἄλλες. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ θέλοντας στὸ σπίτι νὰ γυρίση, ξανάζεψε, καὶ δίπλωσε τὰ λαμπερὰ σκουτιά της, ἄλλο στὸ νοῦ της ἔβαλε ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα, πῶς ὁ Ὀδυσσέας νὰ σηκωθῆ, νὰ δῆ τὴν ὥρια κόρη, καὶ νὰ τὸν προβοδώση αὐτὴ στὴ χώρα τῶ Φαιάκων. Σφαῖρα σὲ μιά της κοπελιὰ πετάει ἡ βασιλοπούλα, μὰ ἀστόχησε, καὶ στὸ βαθὺ τὴν ἔρριξε ποτάμι.
….
Καὶ βγῆκε ἀπ' τὰ χαμόδεντρα ὁ μέγας ὁ Ὀδυσσέας, κι ἀπὸ τὸ δάσο τὸ πηχτὸ μὲ τὴ βαρειά του χέρα κόβει πολύφυλλο κλωνὶ τὴ γύμνια του νὰ κρύψη. Καὶ σὰ λιοντάρι χούμιξε βουνόθρεφτο, ποὺ ξέρει τὴ δύναμη του, ποὺ βροχὴ κι ἀνέμους δὲ φοβᾶται, μόνο μὲ μάτια φλογερὰ βόδια κι ἀρνιὰ ζυγώνει, ἢ τ' ἀγριολάφια κυνηγάει γιά καὶ σὲ στέρια μάντρα ἡ πεῖνα του θὰ τό 'σπρωχνε τὰ πρόβατα ν' ἀρπάξη ἔτσι στὶς ὡριοπλέξουδες κοπέλες ὁ Ὀδυσσέας ἐρχόταν, ἂν κι ὁλόγυμνος, τὶ ἀνάγκη τὸν τραβοῦσε. Σκιάζονται αὐτὲς στὴν ὄψη του τὴ θαλασσοδαρμένη, καὶ λαφιασμένες στοῦ γιαλοῦ σκορπιένται τὶς ἀκροῦλες μονάχα ἡ κόρη ἀπόμεινε τοῦ Ἀλκίνου, τὶ στὰ στήθια θάρρος τῆς ἔβαλ' ἡ θεά, καὶ πῆρε της τὸ φόβο. Ἀγνάντια στάθη ἀσάλευτη κι ἐκεῖνος διαλογιόταν, ν' ἀγγίξη της τὰ γόνατα τῆς νέας καὶ νὰ προσπέση, γιά ἀπὸ μακρόθε μὲ γλυκὰ νὰ τὴ ρωτήξη λόγια ποῦ πέφτει ἡ χώρα, καὶ σκουτιὰ συνάμα νὰ γυρέψη. Καὶ συφερώτερο ἔκρινε νὰ τὴν παρακαλέση ἀπομακρόθε στέκοντας μὲ τὰ γλυκὰ τὰ λόγια, μὴν πειραχτῆ ἂν τῆς ἄγγιζε τὰ γόνατα ὁ Δυσσέας,…
Ηφνιδιάσθη η Ναυσικά εκ της ανδροπρεπής κορμοστασιάς του ναυαγού Οδυσσέως και παρόλην την ταλαίπωρον εμφάνισίν του διέκρινε εκείνη την βασιλικήν καταγωγήν του. Πρόσπεσε εκείνος τότε εις τα πόδια της ζητώντας συμπαράστασιν. Και ιδού η απάντησή της…
Κι ἡ ἀσπροχέρα ἡ Ναυσικᾶ τοῦ ἀπολογήθη κι εἶπε “Ξένε, ποὺ μήτε ἀσύστατος μήτε κακὸς δὲ δείχνεις, — στὸν κόσμο τὴν καλοτυχιὰ μοιράζει την ὁ Δίας καὶ σὲ καλοὺς καὶ σὲ κακούς, τοῦ καθενοῦ ὅπως θέλει κι ἐσένα αὐτὰ ποὺ σοῦ 'δωσε χρωστᾶς νᾶ τᾶ ποφέρνης.
Ὡς τόσο μιὰ καὶ πάτησες σ' ἐτούτη μας τὴ χώρα, δὲ θὰ σοῦ λείψη φορεσὰ μήτ' ἄλλο ποὺ ταιριάζει σὲ παθιασμένον ποὺ ἔρχεται μὲ θερμοπαρακάλα. Τὴν πόλη θὰ σοῦ δείξω ἐγώ, καὶ ποιοὶ ἐδῶ ζοῦν θὰ μάθης. Αὐτὴ τὴν πολιτεία καὶ γῆς οἱ Φαίακες τὴν ἔχουν, κι ἐγὼ εἶμαι τοῦ τρανόψυχου τοῦ Ἀλκίνου θυγατέρα, ποὺ ἀπ' αὐτόνε ἡ δύναμη κρεμιέται τῶ Φαιάκων.”
Η Ναυσικά του προσέφερεν ευγενικά ρούχα ίνα ντυθή και τον οδήγησεν μετά του τροχηλάτου αμαξιδίου της εις την πόλιν, συμβουλεύοντάς τον μάλιστα σαν δεί την πόλιν από μακρυά να κοντοσταθή πίσω[3] και να παρουσιαστή αργότερα, σαν αυτές μπούνε στο παλάτι εις την βασίλισσα μητέρα της ίνα κερδίση την προστασίαν της.
Καὶ πιὰ σὰν πῆς πὼς εἴμαστε φτασμένοι ἐμεῖς στὰ σπίτια, τότες ξεκίνα κατακεῖ καὶ ρώτα τοὺς διαβάτες, ποῦ 'ναι τοῦ μεγαλόκαρδου τοῦ Ἀλκίνου τὰ παλάτια, Εὔκολα βρίσκουνται παιδὶ μπορεῖ νὰ σοῦ τὰ δείξη τὶ τ' ἄλλα δὲ χτιστήκανε τὰ σπίτια τῶν Φαιάκων, σὰν ποὺ χτιστῆκαν τοῦ ἥρωα τοῦ Ἀλκίνου τὰ παλάτια. Καὶ σὰ βρεθῆς στὸ πρόσπιτο καὶ στὴν αὐλή, προχώρα μὲς στὰ παλάτια γλήγορα, τὴ μάνα ν' ἀντικρύσης ποὺ κάθεται πρὸς τὴ γωνιά, μὲς στῆς φωτιᾶς τὸ φέγγος, καὶ κλώθει πορφυρὶ μαλλί, ποὺ νὰ τὸ δῆς θαμάζεις, στὸ στῦλο ἀκουμπισμένη αὐτή, κι οἱ δοῦλες πίσωθέ της. Ἐκεῖ στημένος βρίσκεται καὶ τοῦ γονιοῦ μου ὁ θρόνος, ποὺ πίνοντας θὰ κάθεται μὲ ἀθάνατο παρόμοιος. Πέρασ' τον, καὶ στὰ γόνατα τῆς μάνας βάλε χέρια, ἂν θὲς νὰ σοῦ 'ρθη γλήγορα τοῦ γυρισμοῦ σου ἡ μέρα, καὶ νὰ σοῦ ἀνοίξη τὴν καρδιά, κι ἂς εἶναι ἡ γῆς σου ἀλάργα, Τὶ μιὰς κι ἡ μάνα μέσα της σὲ συμπονέση, ξέρε πὼς τοὺς δικούς σου θένα δῆς, καὶ γλήγορα θὰ φτάσης στὸ σπίτι τὸ καλόχτιστο καὶ στὴ γλυκειὰ πατρίδα.”
Ούτως οδηγημένος υπ’ εκείνης επαρουσιάσθη τω όντι εις την Αρήτη κι εκείθεν εις τον βασιλέαν Αλκίνοον. Ο Οδυσσεύς εκέρδισεν την συμπάθειαν και των δύο τοσούτως μάλιστα ώστε ηθέλησαν να τον δώσουν εις την Ναυσικάν δια σύζηγόν της.
Ο Οδυσσεύς ηρνήθη, διότι ήτο σίγουρος πως η πιστή αυτού βασίλισσά του, η Πηνελόπη τον εκαρτερούσε. Ούτως μεθ’ ενός πλοίου και συνοδευόμενος μετά πλουσίων δώρων τον απέστειλεν ο Αλκίνοος εις την πατρίδαν του Ιθάκην. Και εις τούτο ακόμα συνετέλεσεν πλείστως κι η εύνοια της καλόγνωμης Ναυσικάς δια τον πολυμήχανον αλλά και πολύπαθον Οδυσσέαν.
[1] ὴ χώρα τῶ Φαιάκων, / ποὺ πρῶτα στὴν ἁπλόχωρη Ὑπέρεια κατοικοῦσαν, / παράδιπλα στοὺς Κύκλωπες, ἀνθρώπους ἀλαζόνες, / ποὺ ὅντας περίσσια δυνατοὶ πολλὰ κακὰ τοὺς φτιάναν. / Κι ὁ θεόμορφος Ναυσίθοος τοὺς πῆρε στὴ Σκερία, / κι ἀπὸ ἄντρες σιταρόθρεφτους μακριὰ συμμάζωξέ τους, / σὲ πόλη τοὺς τοιχόκλεισε, τοὺς ἔχτισ' ἐκεῖ σπίτια, / τοὺς ἔστησε ναοὺς θεῶν, καὶ μοίρασε τὴ γῆς τους. / Καὶ σὰν τὸν πῆρε ὁ θάνατος στὸν Ἄδη, τότ' ὁ Ἀλκίνος / βασίλεψε, ποὺ ἡ γνώμη του θεοκατέβαστη ἦταν.
[2] Το προηγούμενο βράδυ η θεά Αθηνά την είχε επισκευθεί κατ’ όναρ: Σὰν ἀγεράκι χύθηκε στὴν κλίνη τῆς παρθένας, καὶ στάθηκε ἀποπάνω της καὶ μίλησέ της κι εἶπε, τῆς θυγατέρας μοιάζοντας τοῦ θαλασσακουσμένου τοῦ Δύμαντα, ποὺ ὁμήλικη τὴν εἶχε κι ἀκριβή της. Μ' αὐτῆς τήν ὄψη μίλησε ἡ θεὰ ἡ γαλανομάτα “Ὀκνὴ μαθές, ὦ Ναυσικᾶ, σὲ γέννησε ἡ μανούλα, καὶ κάθουνται ἀσυγύριστα τὰ λαμπερά σου ροῦχα. Μὰ ἀγγίζει ὁ γάμος, ποὺ ὄμορφα κι ἐσὺ νὰ βάλης πρέπει, νὰ δώσης γιὰ νὰ βάλουνε κι ἐκεῖνοι ποὺ σὲ πάρουν. Αὐτὰ δὰ φέρνουν ὄνομα καλὸ στὸν κόσμο μέσα, ποὺ κι ὁ γονιὸς τὰ χαίρεται κι ἡ βλογημένη ἡ μάνα. Μόν' πᾶμε πιὰ νὰ πλύνουμε ἡ αὐγὴ καθὼς χαράξη. Θά 'ρθω κι ἐγὼ νὰ δώσω σου βοήθεια, νὰ προφτάξης νὰ τοιμαστῆς, γιατὶ πολὺ δὲ μνήσκεις πιὰ παρθένα, παρ' ἀπὸ τώρα οἱ διαλεχτοὶ τῆς χώρας τῶ Φαιάκων γυρεύουνέ σε, ποὺ κι ἐσὺ μ' αὐτοὺς μαζὶ μετριέσαι. Μόνε ἔλα, βάλ' τὸ δοξαστὸ γονιό σου τὴν αὐγούλα, τὰ ζὰ νὰ παραγγείλη αὐτός, κι ἁμάξι ποὺ νὰ πάρη τὶς ζῶνες, τὰ φορέματα καὶ τὰ λαμπρὰ τὰ χράμια. Κάλλιο κι ἐσὺ μ' αὐτὰ νὰ πὰς, παρὰ νὰ περπατήξης, τὶ βρίσκουνται τὰ πλυσταριὰ πολὺ μακριὰ ἀπ' τὴ χώρα.” … Κι ἦρθε ἡ Αὐγὴ ἡ καλόθρονη καὶ σήκωσ' ἀπ' τὴν κλίνη τὴ λαμπροφόρα Ναυσικᾶ, ποὺ τ' ὄνειρο θυμόταν, καὶ θάμαζε. Καὶ κίνησε μὲς στὰ παλάτια ἀμέσως νὰ τὸ μηνύση τοῦ ἀκριβοῦ γονιοῦ της καὶ τῆς μάνας.
[3] Για την καταλαλιά του κόσμου: Τρέμω τὴ γλῶσσα τους, κανεὶς ἂν τύχη καὶ μὲ κρίνη, τὶ ἔχουν περίσσια ἀδιαντροπιὰ πολλοί τους μὲς στὴ χώρα, κι ἕνας τους πρόστυχος μπορεῖ νὰ πὴ ἀγναντεύοντάς μας “Ποιός εἶν' αὐτὸς ποὺ ἀκολουθάει τὴ Ναυσικᾶ ὁ ξένος, ὁ ὥριος κι ὁ τρανός; καὶ ποῦ τὸν βρῆκε; δίχως ἄλλο τὸν παίρνει ἢ πρέπει νά 'πεσε μὲ πλοῖο, ἢ ξωμερίτης καὶ τόνε δέχτηκε, τὶ αὐτὸς τῆς γειτονιᾶς δὲν εἶναι ἴσως καὶ παρακάλεσε θεό, καὶ τῆς κατέβη ἀπ' τὰ οὐράνια, σύγκλινη γιὰ πάντα νὰ τὴν ἔχη. Κάλλιο ποὺ πῆγε κάπου ἀλλοῦ γαμπρό της νὰ διαλέξη, γιατὶ ἀψηφάει τοὺς Φαίακες ἐδῶ τοὺς συντοπῖτες, ποὺ μύριοι τήνε γύρεψαν κι ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους.” Αὐτὰ θὰ ποῦνε, καὶ ντροπῆς ἐγὼ θὰ τά 'χω ἀλήθεια. Μὰ κι ἄλλη τέτοια νά 'κανε, θὰ τὴν κατηγοροῦσα, ποὺ ἔρχεται δίχως φιλικὴ καὶ τῶ γονιῶν της γνώμη, κι ἄντρες ζητάει πρὶ νὰ γενῆ φανερωμένος γάμος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου