ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
- Ὑποψήφιου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
odysseus und penelope |
Ο χοιροβοσκός Εύμαιος στην ραψωδία ξ της Οδύσσειας, παρόλο που είναι δούλος και πτωχός υποδέχεται έναν ασήμαντο ικέτη άγνωστό, τον μεταμορφωμένο υπό της Αθηνάς Οδυσσέα με καλό φαγητό και καλό κρεβάτι.
Εἶπε, καὶ στὸ χιτώνα του σφιχτόδεσε τὴ ζώνη, καὶ πρὸς τὶς μάντρες κίνησε, ποὺ ἦταν κλεισμένοι χοῖροι. Δυὸ πῆρε καὶ τοὺς ἔσφαξε, κι ἀπὲ καψάλισε τους, τοὺς λιάνισε καὶ πέρασε τὰ κρέατα στὶς σοῦβλες, καὶ σὰν καλοψηθήκανε τὰ φέρνει τοῦ Ὀδυσσέα, ὁλόζεστα μὲ τὰ σουβλιά, καὶ μ' ἄσπρο ἀλεύρι ἀπάνω. Σμίγει καὶ τὸ μελόγλυκο κρασὶ μὲς στὸ καρδάρι, καθίζει ἀγνάντια, τὸν καλεῖ, κι αὐτὰ τοῦ συντυχαίνει Τρῶγε ἀπὸ δούλου χοιρινὸ κρεάσι τώρα, ὦ ξένε τὰ παχουλὰ θρεφτάρια μας τὰ χαίρουνται οἱ μνηστῆρες, ποὺ μέσα τους εἶναι ἄσπλαχνη κι ἀθεόφοβη ἡ ψυχή τους…
Και αργότερα πάλι και άλλο τσιμπούσι ετοιμάζει ο βοσκός ο Εύμαιος στον ταλαίπωρο Δυσσέα, τέτοιο, ώστε να τον κάνει εκείνον στο τέλος να του πή: «ο Δίας νὰ σ' ἀγαπήση, ποὺ ἐμένα τὸν ἀσήμαντο τιμᾶς μὲ τέτοια δῶρα».. Ιδού
...ζυγώνουν οἱ χοιροβοσκοὶ καὶ φέρνουνε τοὺς χοίρους. Τοὺς κλείσανε νὰ κοιμηθοῦν ἐκεῖ ποὺ συνηθοῦσαν, κι αὐτοί, στὶς μάντρες μπαίνοντας, βγάζαν ἀχὸ μεγάλο. Κι ὁ πάγκαλος χοιροβοσκὸς φωνάζει στοὺς συντρόφους “ Φέρτε μου τὸ καλύτερο καπρὶ γιὰ νὰ τὸ σφάξω τοῦ ξένου ἐδῶ, μὰ καὶ γιὰ μᾶς καλό, ποὺ μερονύχτα πολλὰ τραβᾶμε ὅλο γι' αὐτὰ τ' ἀσπρόδοντα καπριά μας, κι ἄλλοι μᾶς τρῶν τὸν κόπο μας χωρὶς νὰ μᾶς πλερώνουν. ” Αὐτὰ τοὺς εἶπε, κι ἔσκισε τὰ ξύλα μ' ἀξινάρι, κι αὐτοὶ τοῦ φέρανε παχὺ καπρὶ πέντε χρονῶνε, ἐκεῖ παράδιπλα τῆς στιᾶς τοὺς θεοὺς δὲν ἀστοχοῦσε ὁ γέρος ὁ χοιροβοσκός, τί 'χε στὰ φρένα γνώση. Ἔκοψε τρίχες ἀπαρχὴ ἀπ' τοῦ χοίρου τὸ κεφάλι, καὶ στὴ φωτιὰ τὶς ἔρριξε καὶ τῶν θεῶν εὐκόταν νὰ φέρουνε στὸ σπίτι του τὸ γνωστικὸ Ὀδυσσέα. Κατόπι σήκωσε δαυλὸ ποὺ δὲν τὸν εἶχε σκίσει, καὶ βάρεσε καὶ σκότωσε τὸ ζῶ κι οἱ ἄλλοι τότες τὸ σφάξαν, τὸ καψάλισαν, τὸ κόψανε κομμάτια, καὶ στοίβαξε αὐτὸς τὰ ὠμὰ ποὺ τά 'κοβε ἀπ' ὁλοῦθε, μέσα στὴν σκέπη τὴν παχειά, καὶ τά 'καμε ἀπαρχή του καὶ σὰν τ' ἀλεύρωσε καλά, πὰς στὴ γωνιὰ τὰ βάζει. Καὶ τ' ἄλλα τὰ λιανίσανε, τὰ πέρασαν στὶς σοῦβλες, τὰ ψήσανε μὲ προσοχή, τὰ ξεσουβλίσαν ὅλα, καὶ στοὺς ταβλάδες τά 'ριξαν καὶ στάθη τότε ὁ γέρος, ποὺ ἔνιωθε πάντα τὸ σωστό, νὰ τὸ καλομοιράση. Σὲ μέρη ἑφτὰ τὰ χώρισε στὶς Νύφες θεὲς τὸ πρῶτο καὶ στὸν Ἑρμῆ, τῆς Μαίας τὸ γιό, μαζὶ μ' εὐκὲς προσφέρνει, καὶ τ' ἄλλα στὸν καθένα τους καὶ τοῦ Ὀδυσσέα χωρίζει τὸ ψαρονέφρι ἁλάκερο τοῦ χοίρου γιὰ τιμή του καὶ τὸ εἶδε αὐτὸς καὶ χάρηκε, κι ὀνόμασέ τον κι εἶπε “Ὅσο σ' ἀγάπησα, Εὔμαιε, κι ὁ Δίας νὰ σ' ἀγαπήση, ποὺ ἐμένα τὸν ἀσήμαντο τιμᾶς μὲ τέτοια δῶρα. ” Κι ἐσὺ, Εὔμαιε χοιροβοσκέ, τοῦ ἀπολογήθης κι εἶπες “Τρῶγε, καλέ μου ξένε, ἐσὺ καὶ τὰ καλά μας χαίρου τὸ ἕνα ὁ θεὸς χαρίζει μας, καὶ τ' ἄλλο μᾶς τ' ἀρνιέται ὅπως στὸ νοῦ του βουληθῆ, τὶ δύνεται τὰ πάντα.
Στο τέλος πάλι σαν να μην έφτανε όλη αυτή η περιποίησις ο χοιροβοσκός του στρώνει να κοιμηθή…
...δὲ θὰ σοῦ λείψη μήτ' αὐτό, μηδ' ὅ,τι ἄλλο ταιριάζει σὲ ἱκέτη ποὺ ἔπαθε πολλά, καὶ ποὺ ἔρχεται ὀμπροστά μας ὅμως σὰ φέξη πάλε αὐγή, θὰ βάλης τὰ παλιά σου. Γιατ' ἀλλαξὲς δὲν ἔχουμε χλαμύδες καὶ χιτῶνες ἐδῶ πολλές, παρ' ἀπὸ μιὰ καθένας μας τὴν ἔχει. Ὅμως σὰν ἔρθη ὁ ἀκριβογιος τοῦ αφέντη τοῦ Ὀδυσσέα, τότε θένα σοῦ δώση αὐτὸς χλαμύδα καὶ χιτώνα, κι ὅπου ἡ καρδιά σου λαχταρεῖ θὰ σὲ ξεπροβοδήση.” Σὰν εἶπε αὐτὰ σηκώθηκε καὶ τοῦ ἔφτιασε τὸ στρῶμα σιμὰ στὴ στιὰ, ὅπου ἔβαλε γιδιῶνε καὶ προβάτων προβιές, κι ἀπάνω τοῦ ἔρριξε, σὰν πλάγιασε ὁ Δυσσέας, τρανὴ χλαμύδα καὶ χοντρή, ποὺ κι ἄλλη εἶχε δική του, νὰ τὴ φορῆ σὰν πλάκωνε πολὺ βαρὺς χειμώνας.
Απεναντίας, οι πλούσιοι στο παλάτι μνηστήρες αν και από μεγάλη καταγωγή, αν και ευγενείς, έχουν άλλην αντιμετώπιση προς τον ζητιάνο, όταν εκείνος φεύγει από την φτωχή καλύβα των βοσκών και καταφθάνει στην πόλιν της Ιθάκης. Του φέρνονται σαν σκυλί πετώντας του κάποιο κομμάτι και τούτο όχι από πλούσια καρδιά αλλά επειδή δεν είναι δικά τους όσα του πετάνε. Το παραδέχεται ο σκληρόκαρδος Αντίνοος ο ίδιος:
Κι ὁ Ἀντίνος τότες φώναξε “Μὰ ποιός θεὸς μᾶς φέρνει αὐτὸ τὸ μέγα βάσανο, τῶν τραπεζῶν τὴ λώβα; Μακριὰ ἀπὸ τὸ τραπέζι μου, στὴ μέση ποὺ εἶσαι, στάσου, σὲ πιὸ πικρὴ νὰ μὴ βρεθῆς ἄλλη Αἴγυπτο καὶ Κύπρο, ἀδιάντροπος κι ἀπόκοτος σὰν πού 'σαι διακονιάρης. Μὲ τὴν ἀράδα σ' ὅλους πᾶς, καὶ ξένοιαστα ὅλοι δίνουν, τὶ κρατημὸ δὲν ἔχουνε καὶ λύπη, μόνε ρίχτουν ἀπὸ τὰ ξένα, ἀφοῦ πολλὰ καθένας ἔχει ὀμπρός του.
Ο Οδυσσέας επικρίνει αυτήν την τσιγγουνιά των μνηστήρων που τόσο δύσκολα δίνουν κάτι ακόμα και από τα ξένα, απ’ αυτά που δεν τους ανήκουν με σκληρά λόγια:
Τότε ὁ Δυσσέας ὁ τρίξυπνος τραβήχτηκε καὶ τοῦ 'πε “Κρῖμας ποὺ σὰν τὰ κάλλη σου κι ἡ γνώση σου δὲν εἶναι μήτ' ἅλας ἀπ' τὸ σπίτι σου δὲ θά 'δινες ποτές σου, ἀφοῦ σὲ ξένο κάθεσαι τραπέζι, καὶ νὰ δώσης βουκιὰ ψωμὶ δὲ βάσταξες, ποὺ τά 'χεις τόσα ὀμπρός σου.
Και η σκληροκαρδία των μνηστήρων συνεχίστηκε και με άλλη μεγάλη ελεημοσύνη. Του Οδυσσέα του δώσανε και ένα μεγάλο χέρι από ξύλο.
Εἶπε, κι ὁ Ἀντίνος πιὸ βαριὰ τότες χολώνει ἀκόμα, κι ἀγριοκοιτώντας τον, μ' αὐτὰ τοῦ μίλησε τὰ λόγια “Τώρα δὲν ἔχει πιὰ, γερὸς ἀπ' τὸ παλάτι ἐτοῦτο πίσω θαρρῶ πὼς δὲ γυρνᾶς, ἀφοῦ μᾶς βρίζεις κιόλας.” Εἶπε, κι ἁρπώντας τὸ σκαμνί, τοῦ τὸ πετάει στὴν ἄκρη τοῦ ὤμου τοῦ δεξοῦ μὰ αὐτός, ἀσάλευτος σὰ βράχος, δὲ λύγισε ἀπ' τὸ χτύπημα τοῦ Ἀντίνου, μόν' σωπώντας τὴν κεφαλή του κούνησε, τ' εἶχε κακὸ στὸ νοῦ του. Καὶ στὸ κατώφλι γύρισε, καὶ κάθισε, καὶ χάμου τ' ὁλόγεμό του βάζοντας σακί, στοὺς ἄλλους εἶπε “Ἀκοῦτε με, τῆς δοξαστῆς βασίλισσας μνηστῆρες, ὅσα ἐγὼ μέσα μου ἀγρικῶ θὰ σᾶς τὰ φανερώσω. Κανέναν πόνο ὁ ἄνθρωπος δὲν ξέρει, μήτε λύπη σὰ χτυπηθῆ παλεύοντας νὰ σώση τὸ δικό του, ἂς εἶναι βόδια ἢ ἄσπρα ἀρνιά μὰ ἐμένανε ὁ Ἀντίνος μὲ βάρεσε γιὰ τὴν κοιλιὰ τὴ σιχαμένη κι ἔρμη, καὶ ποὺ μ' ἀρίθμητα δεινὰ τὸν κόσμο βασανίζει. Ὅμως κι οἱ ζήτουλοι θεοὺς ἂν ἔχουν κι Ἐρινύες, πρὶν ἔρθη ὁ γάμος, θάνατος θὰ σβήση τὸν Ἀντίνο.” Κι ὁ Ἀντίνος τοῦ ἀποκρίθηκε “Κάθου καὶ σώπα, ὦ ξένε, καὶ τρῶγε αὐτοῦ, ἢ φύγε ἀλλοῦ, τὶ ἀλλιῶς ἀπ' τὰ παλάτια οἱ νέοι μ' αὐτὰ τὰ λόγια σου τραβώντας σου τὰ πόδια ἢ καὶ τὰ χέρια, ἁλάκερο θένα σὲ γδάρουν ὄξω.
Φυσιολογικά όλα αυτά θα βιασθή να είπη ο κάθε πρόχειρος μελετητής. Οι μνηστήρες είναι σφετεριστές, τι κι αν είναι οι ευγενείς του τόπου εκείνου. Δεν έχουν καρδιά διότι η κακία τους έχει κυριεύσει. Είναι όμως μονάχα τούτοι; Ας ίδωμεν και την αντιμετώπισιν του ευγενούς και γιού του βασιλιά Τηλεμάχου πια είναι απέναντι σε έναν ξένο ρακένδυτο ζητιάνο. Εν ώ θα περίμενε κανείς από έναν νέο με ευγενή συναισθήματα πρίγκιπα και βασιλόπουλο, μια διαφορετική αντιμετώπιση, αυτός δεν διστάζει να επιπλήξη τον Εύμαιο για την απλοχεριά με την οποία φιλοξενεί έναν ζητιάνο. Τον προστάζει μάλιστα να τον στείλη το ταχύτερο δυνατό στην πόλι για να ζητιανεύει εκεί και να μην τον ταίζει περισσότερες μέρες στον στάβλο εκεί από τα δικά του περιουσιακά στοιχεία και αγαθά. Ιδού η εντολή του:
Ἔφεξ' ἡ ροδοδάχτυλη τῆς νύχτας κόρη Αὐγούλα, κι ὁ πολυαγαπημένος γιὸς τοῦ θεϊκοῦ Ὀδυσσέα τὰ θεόμορφά του σάνταλα στὰ πόδια του ἀποδένει, καὶ στὴν παλάμη παίρνοντας τὸ δυνατὸ κοντάρι στὴ χώρα γιὰ νὰ κατεβῆ, λέει τοῦ χοιροβοσκοῦ του “Στὴ χώρα πάω, κυρούλη μου, γιὰ νὰ μὲ δῆ ἡ μανούλα, τὶ δὲ θὰ πάψη νὰ θρηνῆ καὶ νὰ μοιρολογιέται ἂ δὲ μὲ δῆ τὸν ἴδιο μου καί, νὰ τί σοῦ προστάζω τὸν ξένο αὐτὸ τὸν ἄμοιρο φέρ' τον νὰ διακονεύη στὴ χώρα κι ὅποιος θέλει ἐκεῖ καρβέλι καὶ κανάτα τοῦ δίνει ἐγὼ δὲ δύνεμαι, μέσα στὰ πάθια ἐδαῦτα ποὺ ἔχει ἡ ψυχή μου, πόρεψη τοῦ καθενὸς νὰ δίνω. Κι ὁ ξένος πάλε ἂν πειραχτῆ χειρότερο θὰ τοῦ 'βγη. Ἀλήθειες ξάστερες ἐγὼ πάντα νὰ λέω μ' ἀρέσει.
Ο ζητιάνος για να μην δειχθή βάρος σε εκείνους που τον τάισαν και τον κοίμησαν πλουσιοπάροχα δέχεται την μοίρα του, ότι άλλο σε εκείνον τον τόπο δεν μπορεί να φιλοξενηθή πια και για να βγάλη εκείνους που του φέρθηκαν καλά από την δύσκολη θέση, επιχειρεί να δείξη, ότι έτσι κι αλλοιώς δεν θέλει κι αυτός να μείνη παραπάνω.
Τότε ὁ Δυσσέας ὁ τρίξυπνος ἀπάντησέ του κι εἶπε “Φίλε μου, ἐδῶ δὲν ἤθελα κι ἐγὼ νὰ μὲ κρατήσουν. Κάλλιο στὴ χώρα ἡ διακονιά, παρὰ μὲς στὰ χωράφια πάντα θὰ δώση ἐκεῖ μικρὴ βοήθεια ὅποιος θελήση. Δὲν εἶναι πιὰ τὰ χρόνια μου στὶς μάντρες γιὰ νὰ μνήσκω, καὶ προσταγὲς τοῦ ἀφέντη μου σὲ καθετὶς ν' ἀκούγω. Μόν' ἄμε ἐσὺ, κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ πρόσταξες μὲ φέρνει, σὰ ζεσταθῶ μὲ τὴ φωτιά, καὶ σφίξη τὸ λιοπύρι. Κουρέλια 'ναι τὰ ροῦχα μου, καὶ τῆς αὐγῆς ἡ πάχνη θὰ μὲ παγώση κι εἴπατε πὼς εἶναι ἀλάργα ἡ χώρα.
Βέβαια όλα αυτά είναι σχέδιο του Οδυσσέα που ο Τηλέμαχος πιστά τηρεί με ολίγην επιπλέον δική του πρωτοβουλίαν. Διότι ο Οδυσσέας απλώς τον είχε συμβουλέυσει το εξής:
Ὡς τόσο ἐσύ, καθὼς γλυκοχαράξη, τρέξε, καὶ τοὺς περήφανους ζύγωσ' ἐκεῖ μνηστῆρες κατόπι ἐμένανε ὁ βοσκὸς στὴ χώρα θὰ μὲ φέρη, μὲ κακορίζικου μορφὴ καὶ γέρου διακονιάρη. Κι ἀνίσως μοῦ κακοφερθοῦν ἐκεῖνοι στὸ παλάτι, κράτα τὸν πόνο μέσα σου τὰ πάθια μου θωρώντας.
Ο Δυσσέας δηλαδή του είχε πεί απλώς ότι ο Εύμαιος θα τον φέρη στο παλάτι σαν ζητιάνο. Όμως ο Τηλέμαχος με δική του – το ξαναλέμε – πρωτοβουλία και για να επισπεύση και εκβιάση το σχέδιο δίνει αυτήν την εντολή στον χοιροβοσκό προκειμένου να εξασφαλίση την μιαν ώρα αρχύτερα άφιξη του Οδυσσέα στην χώρα της Ιθάκης. Σημασία όμως έχει ότι ο χοιροβοσκός δεν απορεί με το πράγμα τούτο και με την τόσην απανθρωπιά του νεαρού πρίγκιπα, ωσάν να ήταν γνώριμο σε αυτούς τους αφέντες ευγενείς να συμπεριφέρωνται με τόση αυστηρότητα και μικροπρέπεια προς τους φτωχούς ξένους και να υποδέχονται εγκάρδια μόνον τους πλουσίους με τραπέζια και δώρα, από τους οποίους προφανώς προσδοκούσαν και οι ίδιοι να λάβουν τα ανάλογα, εάν ποτέ αντί για οικοδεσπότες γίνονταν φιλοξενούμενοι.
Αλλά έστω ότι το πράγμα ετούτο ήτο φτιαχτό και μια τέτοια συμπεριφορά του Τηλεμάχου τεχνηέντως εκφερομένη και επίπλαστη στην πραγματικότητα. Μήπως η βασίλισσα Πηνελόπη είχεν άλλη πιο ευγενική αντιμετώπιση; Ας δούμε πως έπραξε και αυτή. Παρόλο που εμφανίζεται καλή και συζητά πολύ ευχάριστα, αν και βασίλισσα αυτή με τον ζητιάνο, αν και έχει συζητήσει λέω μαζί του και τον έχει ρωτήσει για τον άντρα της, παρόλα ταύτα ούτε και αυτή δεν λέει να του δώση ένα ρούχο, αν και καθόταν δίπλα της σχεδόν γυμνός ρακένδυτος. Τόσην ευγένεια είχε. Το μόνο που κάνει είναι να του δώση μιαν απατηλή υπόσχεσιν πως αν βγούν αληθινά τα λόγια που της είπε, ότι τάχα θα γυρίση ο Οδυσσέας, να τον φιλέψη, να τον ντύση και να του δώση πλούσια δώρα. Τότε και μόνον τότε. Αν και τούτο δεν το πολυπιστεύει. Τόσο πλουσιοπάροχα εφέρθη η βασίλισσα απέναντι σε έναν ζητιάνο!!!
Μακάρι, ὦ ξένε, ὁ λόγος σου τέλος νὰ βρῆ καὶ τότες θένα 'χης τὴν ἀγάπη μου, καὶ τόσα πλούσια δῶρα, ποὺ θὰ σὲ μακαρίζουνε ὅσοι θνητοὶ σὲ βλέπουν. Μὰ ἄλλα ἡ ψυχή μου προμηνᾶ, κι αὐτά, θαρρῶ, θὰ βγοῦνε. Μήτ' ὁ Δυσσέας δὲν ἔρχεται καὶ μήτ' ἐσὺ δὲ θά 'βρης προβόδωμα.
Έπρεπε με άλλα λόγια να αποδείξη εκείνος ο πτωχός διακονιάρης, ότι ο Οδυσσέας, που επί είκοσι χρόνια δεν είχε φανεί πουθενά, ότι θα ερχόταν και μάλιστα εντός μηνός, προκειμένου να μην φύγη με τα ίδια ρούχα, τα κουρέλια από το παλάτι της συνετής και ενάρετης κόρης του Ικαρίου
Και αργότερα όταν ο Οδυσσέας ζητούσε το τόξο και οι μνηστήρες αγανακτούσαν, πως τολμούσε ένας ζητιάνος να θέλη να διεκδικήση με το αγώνισμα που έθεσε η βασίλισσα σαν προϋπόθεσι για να την κερδίση κάποιος, πώς αξίωνε αυτός να συναγωνιστή μαζί τους στην ανδρεία, ενώ οι ίδιοι αδυνατούσαν να τεντώσουν εμφανώς το τόξο του Οδυσσέα, τι κάνει η Πηνελόπη; Αξιώνει να του δοθή κι εκείνου. Όμως ασφαλώς δεν ισχύει για εκείνον τον ζητιάνο η υπόσχεσις του γάμου. Τούτο ούτε κατά φαντασίαν δεν θα μπορούσε να γίνη. Δεν θα ήτο δυνατόν να γίνη εκείνη γυναίκα ενός ρακένδυτου, έστω κι αν απεδεικνύετο στην ανδρειοσύνη πρώτος. Θα ήταν αταίριαστο αυτή μια βασίλισσα να παντερυτή έναν αχρείο δίχως ευγενείας τίτλον. Η μεγαλόκαρδη και ευγενικιά βασίλισσα υπόσχεται απλώς πως αν έστω και κατά διάνοια εδύνατο εκείνος ο ζητιάνος να πετύχη να τεντώση το τόξο και να ρίξη το βέλος μέσα από τα τσεκούρια, να του δώση, τότε και μόνον τότε, χιτώνα, πανωφόρι και παπούτσια. Σαν δηλαδή να έπρεπε αυτός να τεντώση το τόξον του Ευρύτου και να γίνη αυτός εχθρός τόσων νεαρών ευγενών, ίσως και να σκοτωθή αμέσως μετά από αυτούς για να μπορέση να λάβη ένα ρούχο και παπούτσια !!!
Ἀντίνε... Τάχα θαρρεῖς, ἂν τέντωνε τὸ τόξο ἐκεῖνο ὁ ξένος, ἔχοντας θάρρος περισσὸ στὰ δυνατά του χέρια, θὰ μ' ἔπαιρνε στὸ σπίτι του νὰ μ' ἔχη σύγκλινη του; Μὰ τέτοια ἐλπίδα μήτ' αὐτὸς δὲ θρέφει στὴν ψυχή του, Αὐτὸ κανένας σας ἐδῶ στὸ φαγοπότι ἀπάνω νὰ μὴν τὸ τρέμη ἀταίριαστο θά 'τανε τοῦτο ἀλήθεια. Ἀμέτε τώρα δῶστε του τ' ὡριόξεστο δοξάρι, νὰ δοῦμε κι ὅ,τι λέγω ἐγὼ θένα 'βγη τελεσμένο. Ἂν τὸ τεντώση, καὶ σ' αὐτὸν τὴ δόξα δώση ὁ Φοῖβος, θὰ τόνε ντύσω μὲ λαμπρὸ χιτώνα καὶ χλαμύδα, κοντάρι θά 'χη σουβλερό, σκυλιῶν κι ἀνθρώπων διώχτη, καὶ δίστομο σπαθί λαμπρὰ σαντάλια θὰ τοῦ βάλω, νὰ τόνε στείλω ὅπου ἡ καρδιὰ κι ὁ νοῦς του ἀποθυμήση.
Τι συμπέρασμα βγαίνει απ’ όλα τούτα; Ότι η ευγενική, και με τον όρο τούτο δεν εννοούμε την καθωσπρέπει αλλά την ενάρετη, συμπεριφορά δεν είναι θέμα καταγωγής αλλά ανθρώπου. Κι ότι περισσότερο δυσκολεύονται οι πλούσιοι να βοηθήσουν κάποιον που έχει ανάγκη παρά όσοι δεν έχουν τίποτα στον κόσμο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου