Α1.
―Έπειτα (μα πώς), είπε, θα αδικήσουμε αυτούς και θα
τους κάνουμε να ζουν χειρότερα, ενώ είναι δυνατόν σ’ αυτούς (να ζουν) καλύτερα;
―Ξέχασες πάλι, φίλε μου, είπα εγώ, ότι ο νόμος δεν
ενδιαφέρεται γι’ αυτό, πώς δηλαδή μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη θα ευτυχήσει
υπερβολικά μέσα στην πόλη, αλλά προσπαθεί να βρει τρόπο να γίνει αυτό για
ολόκληρη την πόλη, ενώνοντας σε αρμονικό σύνολο τους πολίτες με την πειθώ και
τη βία, κάνοντας να μοιράζονται μεταξύ τους την ωφέλεια, την οποία ο καθένας
είναι σε θέση να προσφέρει στο σύνολο και ο ίδιος διαμορφώνοντας τέτοιους
πολίτες μέσα στην πόλη, όχι για να τους αφήνει να πηγαίνουν, όπου θέλει ο
καθένας, αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος ως δεσμούς που ενώνουν την πόλη.
―Αλήθεια, είπε· πραγματικά το ξέχασα.
―κέψου λοιπόν, είπα, Γλαύκων, ότι δεν θα αδικήσουμε
όσους γίνονται φιλόσοφοι στην πόλη μας, αλλά δίκαια θα μιλήσουμε προς αυτούς,
πείθοντάς τους με επιχειρήματα και να φροντίζουν και να προστατεύουν τους
άλλους.
Β1.
Ο ωκράτης αντικρούει την ατομοκεντρική άποψη του
Γλαύκωνα για την ευτυχία και του υπενθυμίζει ότι τελικός και κορυφαίος σκοπός
του νόμου, τον οποίο προσωποποιεί, είναι η ευδαιμονία όλης της πόλης και
όχι μόνο μιας κοινωνικής ομάδας. Βλέπει, λοιπόν, το δίκαιο από τη σκοπιά του
συλλογικού συμφέροντος και εκφράζει κοινωνιοκεντρικές αντιλήψεις για την
πολιτική οργάνωση της πόλης - κράτους. υλλαμβάνει ο ωκράτης
την ουσία της ένστασης του Γλαύκωνα και απαντά προβάλλοντας το γενικό καλό της
πολιτικά οργανωμένης κοινότητας ως αγαθό επιβαλλόμενο από τον Νόμο. Ο νόμος
παρουσιάζεται ως βασική αρχή της πολιτικής συμβίωσης, προκειμένου να
αποκλειστεί ο κίνδυνος της αταξίας και του χάους που αναιρεί τις δυνατότητες
της δίκαιης πολιτείας. Έτσι η κοινωνία παρουσιάζεται ως ένα σύνολο ανθρώπων
αυτοτελές, αύταρκες, διαχρονικό και οργανωμένο, όπου αναπτύσσεται συμμετρικά η
ατομική και κοινωνική διάσταση του ανθρώπου. Ο νόμος, με άλλα λόγια, είναι η
αναγκαιότητα που επιβάλλει την εναρμόνιση της ατομικότητας και της
συλλογικότητας μέσα στην κοινωνία. Εγγυητής και διεκπεραιωτής αυτής της
αναγκαιότητας καθίσταται ο φιλόσοφος.
Οι φιλόσοφοι δεν πρέπει να αφήνονται να κάνουν τη
ζωή που έχουν επιλέξει, μένοντας μακριά από τα κοινά: έχουν καθήκον, εφόσον
εκπαιδεύτηκαν κατάλληλα γι’ αυτό, να θυσιάσουν την προσωπική τους ευτυχία και
να προσφέρουν ό,τι είναι δυνατόν για το καλό ολόκληρης της πολιτείας. Άλλωστε,
με βάση τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας στους φιλοσόφους, επειδή έχουν
οδηγηθεί στην αλήθεια, αναλογεί η υψηλότερη θέση «εργασίας», αυτή του άρχοντα,
κατά τη λογική ακριβώς που η κατάταξη των ανθρώπων στις άλλες τάξεις εξαρτάται
επίσης από τις επιδόσεις τους στην παιδεία που τους παρέχει η ιδανική πολιτεία.
Κατά συνέπεια, οι φιλόσοφοι έχουν ηθικό και σύννομο χρέος να υπηρετήσουν το
σύνολο, γιατί αυτό αντιστοιχεί στα γνωρίσματά τους και η καταξίωση της
πνευματικής τους καλλιέργειας συμβαίνει μόνο με την άσκηση της πολιτικής τέχνης
ως ανώτερης όλων των άλλων και υπηρετικής του συνόλου.
Β2.
Ο ωκράτης, απαντώντας στην ένσταση του Γλαύκωνα,
προσωποποιεί τον Νόμο και του αποδίδει τρεις βασικές λειτουργίες, με τις οποίες
επιδιώκεται η ευδαιμονία της πόλης. Φρησιμοποιεί τρεις μετοχές συναρμόττων,
ποιῶν και ἐμποιῶν, για να καταδείξει τρεις αδιαπραγμάτευτες
λειτουργίες – προϋποθέσεις αναφορικά με την ύπαρξη και την ευδαιμονία της
πόλης.
α. «συναρμόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ».
Με το πρώτο μετοχικό σύνολο ο Πλάτωνας προβάλλει την
κοινωνική λειτουργία του Νόμου, καθώς επιδιώκεται η κοινωνική συναρμογή των
πολιτών.
Ο Πλάτωνας συχνά κάνει λόγο για την αναγκαιότητα της
αρμονίας τόσο στα μέρη της ψυχής, με την υποταγή του κατώτερου μέρους στο
ανώτερο (το «ἐπιθυμητικὸν» πρέπει να υποτάσσεται στο «θυμοειδὲς» και το
τελευταίο στο «λογιστικόν»), όσο και στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους. Μόνο
αν επιτευχθεί αυτή η αρμονία, θα προκύψει η προοπτική της πιθανότητας να
οδηγηθούν οι πολίτες στη δικαιοσύνη, στην ομαλή συμβίωση μέσα στην πόλη και,
κατ’ επέκταση, στην ευδαιμονία. Αν όμως ο πολίτης ―είτε από φιλαυτία, είτε από
ματαιοδοξία, είτε από αδυναμία κρίσης― δεν είναι σε θέση να οριοθετήσει τον
τομέα της δραστηριότητάς του, τότε τουλάχιστον θα πρέπει να συμμορφώνεται προς
τις υποδείξεις του εμπειρότερου, του σοφότερου, του σωφρονέστερου (βλέπε
εισαγωγή σχολικού εγχειριδίου). Έτσι, ο νόμος, προκειμένου να πείσει τους
πολίτες να υπακούουν σ’ αυτόν, ώστε να επέλθει η κοινωνική αρμονία,
χρησιμοποιεί την πειθώ και τη βία (Πλάτων, Νόμοι, 722b: ο
άριστος νομοθέτης συνδυάζει την πειθώ με τη βία). Ο νόμος εναρμονίζει τους
πολίτες χρησιμοποιώντας την πειθώ, την εκούσια δηλαδή υπακοή των πολιτών στις
επιταγές του, και τον εξαναγκασμό, δηλαδή τη δύναμη των κυρώσεων που διαθέτει.
Με την πειθώ, με τη χρήση, δηλαδή, λογικών
επιχειρημάτων, την προβολή υγιών προτύπων και με την παιδεία, οφείλουν οι
πολίτες να συνειδητοποιήσουν τον κοινωνικό τους ρόλο, να παραμερίσουν το
προσωπικό τους συμφέρον και να προσφέρουν αλληλοβοηθούμενοι ό,τι είναι δυνατόν
στην πολιτεία. Η μέθοδος αυτή απευθύνεται κυρίως στους πεπαιδευμένους πολίτες.
Τπάρχουν, όμως, πολίτες και μέλη της κοινωνίας, που
δεν πείθονται με τον λόγο. Σ’ αυτούς επιβάλλεται η βία. Πρόκειται για
τον καταναγκασμό που ορίζεται από τον νόμο και δεν επιβάλλεται τυραννικά,
αυταρχικά. Η μέθοδος αυτή απευθύνεται, κυρίως βέβαια, στον «ἄπειρον παιδείας
ὄχλον», στον οποίο ο φιλόσοφος-νομοθέτης την εφαρμόζει· επιβάλλει όμως και
στους πολίτες, αν εκείνοι πολυπραγμονούν, καταναγκαστικά, υποχρεωτικά μέτρα,
προκειμένου να συμμορφωθούν στο πνεύμα της δικαιοσύνης, όπως και στους
πεπαιδευμένους, που δεν έχουν συνετιστεί με την πειθώ, και στους άρχοντες, που
είναι υποχρεωμένοι να ζουν με λιτότητα και ευσυνειδησία, με απώτερο στόχο των
μέτρων αυτών την εξάλειψη της διαφθοράς από τον δημόσιο βίο. Αυτός ο λιτός και
ευσυνείδητος τρόπος ζωής αναφέρθηκε και στην εισαγωγή του βιβλίου: τόσο οι
φύλακες όσο και οι φιλόσοφοι-βασιλείς στο πλαίσιο της ιδανικής πολιτείας δεν
έχουν προσωπική περιουσία, πολυτελείς κατοικίες, ούτε καν οικογένεια, για να
ασκούν απερίσπαστοι το λειτούργημά τους. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι ο νόμος
οφείλει να αποβλέπει στην ευδαιμονία όλης της πόλης και να υποχρεώνει τους
Αγαθούς να αναλάβουν καθήκοντα καθοδηγητικά των συμπολιτών προς την κατεύθυνση
της επίτευξης του κοινωνικού στόχου της συλλογικής ευδαιμονίας.
β. «ποιῶν μεταδιδόναι … ὠφελεῖν».
Με το δεύτερο μετοχικό σύνολο ο Σωκράτης αποδίδει
στον Νόμο οικονομική λειτουργία. Ο Νόμος κατοχυρώνει μια από τις βασικές
ιδρυτικές αρχές της πόλης, τον καταμερισμό της εργασίας, με τον οποίο
κατακτάται η αυτάρκεια. Έτσι, αν το άτομο είναι φύσει ενδεές, με την κοινωνική
του συναρμογή γίνεται αύταρκες, χάρη στην αυτάρκεια που αποκτά η κοινότητα με
τον καταμερισμό της εργασίας. Οι εργασίες κατανέμονται σε κάθε πολίτη με βάση
τις ικανότητές του, ώστε ο καθένας να στρέφει την προσοχή του όχι μόνο στην
ικανοποίηση των δικών του αναγκών, αλλά και στις ανάγκες των συμπολιτών του, με
στόχο το κοινό όφελος και την ευδαιμονία. Έτσι, μεταξύ των πολιτών
καλλιεργούνται σχέσεις συνεργασίας, αλληλοβοήθειας, αλληλοπροσφοράς και
αλληλεγγύης.
γ. «καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν … ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς
πόλεως».
Με το τρίτο μετοχικό σύνολο δηλώνεται η παιδαγωγική
και πολιτική λειτουργία του Νόμου, ο οποίος έχει χρέος να διαπλάθει ανθρώπους
ικανούς και άξιους να διατηρούν τη συνοχή της πόλης. Για να γίνει αυτό,
χρειάζεται ο Νόμος από τη μια να περιορίσει την ατομική επιθυμία, ώστε να τιθασευτεί
η βούληση από τον Λόγο, και από την άλλη να κατευθύνει την πολιτική
κοινωνικοποίηση των ανθρώπων. Συνεπώς, ο Νόμος υπηρετεί τον τελικό σκοπό της
ευδαιμονίας του συνόλου και επιχειρώντας να υπαγάγει την ατομική επιθυμία στην
αναγκαιότητα της κοινωνικής συναρμογής και της πολιτικής ευταξίας. Προς αυτή
την κατεύθυνση ο Νόμος καλλιεργεί την κοινωνικότητα και ακόμη περισσότερο
αναδεικνύει τους αγαθούς πολίτες σε πολιτικούς ηγέτες που επιφορτίζονται με τη
διατήρηση της συνοχής της πόλης. Σέλος, ο νόμος θέτει όρια και περιορισμούς στη
συμπεριφορά των πολιτών, αλλά και των φιλοσόφων-βασιλέων, ώστε να μην
παρεκτρέπονται και διαταράσσουν τη συνοχή της πόλης.
Β3.
Σο μείζον πρόβλημα που συζητείται στην Πολιτεία είναι
η δικαιοσύνη. Στην αρχή του διαλόγου διατυπώνονται διάφορες απόψεις περί του τι
είναι δικαιοσύνη. Ο Κέφαλος που εκπροσωπεί την παλιά γενιά νομίζει ότι η
δικαιοσύνη είναι η εντιμότητα στις συναλλαγές. Έτσι, ο πλούσιος έχει τη
δυνατότητα να είναι δίκαιος, επειδή μπορεί να εξοφλεί τα χρέη του. Ο Πολέμαρχος
διισχυρίζεται ότι δικαιοσύνη είναι να αποδίδεις τα ίσα, καλό στον φίλο, κακό
στον εχθρό. Παραβλέπει όμως το γεγονός ότι ο φίλος ενδέχεται να είναι άδικος
και ο εχθρός δίκαιος. Ο σοφιστής Θρασύμαχος είναι ωμός· το συμφέρον του ισχυρού
καθορίζει το τι είναι δίκαιο. Ο Γλαύκων που είναι κατά κάποιο τρόπο το φερέφωνο
της αριστοκρατικής ηθικής, θεωρεί τη δικαιοσύνη ως μια υποκριτική κοινωνική
σύμβαση που επιβάλλεται από τους πολλούς και αδύνατους για την αυτοπροστασία
τους. Όλοι αυτοί οι ορισμοί εμπεριέχουν έναν κόκκο αλήθειας, αλλά αποδεκτός
γίνεται τελικά ο ορισμός του Σωκράτη: «τὸ τὰ αὑτοῦ πράττειν», με άλλα λόγια: ο
καθένας οφείλει να πράττει για το κοινωνικό σύνολο εκείνο «εἰς ὃ αὐτοῦ ἡ φύσις
ἐπιτηδειοτάτη πεφυκυῖα εἴη» (444a).
Β4.
ικέτης: ἀφικέσθαι
βατήρας:
ἀναβῆναι, ἀνάβασιν, ἀναβάντες, καταβαίνειν
λήθαργος:
ἐπελάθου, ἐπελαθόμην
βιομήχανος:
μηχανᾶται
γονίδιο:
γένος, ἐγγενέσθαι, γιγνομένους
φυσαρμόνικα:
συναρμόττων
εφέτης: ἀφιῇ
ντροπή: ἐπιτρέπειν,
ἐπιτρέπεται
χρυσοφόρος:
διαφερόντως
περισκόπιο:
σκέψαι.
Γ1.
Από αυτόν τον συλλογισμό λοιπόν, Μένωνα, φαίνεται
πως με την επενέργεια θεϊκής τύχης μάς έρχεται η αρετή, σε όποιους τυχόν
έρχεται· την αλήθεια όμως για αυτό θα τη μάθουμε τότε, όταν, πριν ερευνήσουμε
με ποιον τρόπο έρχεται η αρετή στους ανθρώπους, προηγουμένως επιχειρήσουμε να
εξετάσουμε το θέμα αυτό καθαυτό, τι τέλος πάντων είναι η αρετή. Σώρα όμως είναι
ώρα κάπου να πάω, αλλά εσύ σε αυτά που ο ίδιος έχεις πειστεί, στα ίδια ακριβώς
προσπάθησε να πείσεις και αυτόν εδώ τον φίλο σου τον Άνυτο, για να γίνει πιο
ήρεμος· γιατί, αν τον πείσεις, θα προσφέρεις κάποια ωφέλεια και στους
Αθηναίους.
Γ2.
σαφές:
το επίρρημα του επιθέτου: σαφῶς
πρότερον:
τον υπερθετικό βαθμό του επιρρήματος: πρῶτον
πρᾳότερος:
τη γενική πληθυντικού του αρσενικού στον θετικό βαθμό: πραέων
ᾧτινι:
την αιτιατική πληθυντικού του ουδετέρου: ἅτινα ή ἅττα
ἐμοί:
την ίδια πτώση και τον ίδιο αριθμό στο τρίτο πρόσωπο: οἷ, οἱ
φαίνεται:
το β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του παθητικού β΄ αορίστου: φάνηθι
εἰσόμεθα:
το γ΄ ενικό πρόσωπο της οριστικής του παρατατικού: ᾔδει ή ᾔδειν
ἰέναι:
το α΄ πληθυντικό πρόσωπο της υποτακτικής του ενεστώτα: ἴωμεν
ζητεῖν:
την αιτιατική του ουδετέρου της μετοχής του ενεστώτα στην ίδια φωνή: ζητοῦν
ὀνήσεις:
το β΄ ενικό πρόσωπο της ευκτικής του μέσου αορίστου: ὄναιο.
Γ3.α.
Συντακτική αναγνώριση λέξεων και φράσεων του
κειμένου:
παραγιγνομένη: κατηγορηματική μετοχή, εξαρτώμενη από το ρήμα «φαίνεται», συνημμένη
στο υποκείμενό του («ἡ ἀρετή»), στο οποίο λειτουργεί ως κατηγορούμενο.
περὶ αὐτοῦ:
επιρρηματικός εμπρόθετος προσδιορισμός της αναφοράς στο ρήμα «εἰσόμεθα»
ἐμοί:
δοτική προσωπική στην απρόσωπη έκφραση «ὥρα ἐστὶν» (το ρήμα «ἐστὶν» εννοείται)»
ποι:
επιρρηματικός προσδιορισμός κίνησης σε τόπο στο απαρέμφατο «ἰέναι»
ἔστιν ὅ τι:
αναφορική έκφραση που λειτουργεί ως σύστοιχο έμμεσο αντικείμενο στο ρήμα
«ὀνήσεις».
Γ3.β.
ὡς ἐὰν πείσῃς τοῦτον, ἔστιν ὅ τι καὶ Ἀθηναίους
ὀνήσεις:
Αναγνώριση του υποθετικού λόγου:
Τπόθεση: ἐὰν
πείσῃς τοῦτον,
Απόδοση: ἔστιν
ὅ τι καὶ Ἀθηναίους ὀνήσεις
Ο υποθετικός λόγος δηλώνει το προσδοκώμενο.
Σροπή του σε υποθετικό λόγο της απλής σκέψης του
λέγοντος:
Τπόθεση: εἰ
πείσαις ή πείσειας τοῦτον,
Απόδοση: α΄.
ἔστιν ὅ τι καὶ Ἀθηναίους ἂν ὀνήσαις ή ἂν ὀνήσειας.
β΄. ἔστιν ὅ τι καὶ Ἀθηναίους ὀνίνης.
Στην α΄ περίπτωση, η απόδοση με δυνητική ευκτική
(«ἂν ὀνήσαις ή ἂν ὀνήσειας») δηλώνει το πιθανό ή ενδεχόμενο.
Στη β΄ περίπτωση η απόδοση με απλή οριστική
(«ὀνίνης») δηλώνει το βέβαιο αποτέλεσμα του υποθετικού συλλογισμού.
Γ3.γ.
Σροπή του ευθέος λόγου σε πλάγιο: Σωκράτης ἔφη τὸ
σαφὲς περὶ αὐτοῦ εἴσεσθαι τότε, ὅτε πρὶν τίνι τρόπῳ τοῖς ἀνθρώποις παραγίγνοιτο
ἀρετή, πρότερον ἐπιχειρήσαιεν (ή ἐπιχειρήσειαν) αὐτὸ καθ᾽ αὑτὸ ζητεῖν ὅ τι ποτ᾽
εἴη ἀρετή.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου