ἐπιμελεία
τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου
Ἀθηνῶν
Ο Δημήτριος Βερναρδάκης[1] υπήρξε
μεγάλος δραματικός συγγραφέας με διεθνές για την εποχή του κύρος αλλά παράλληλα
μεγάλος λόγιος, ιστορικός, θεολόγος, δημοσιογράφος και φιλόλογος.
Γεννήθηκε στην Αγ.
Μαρίνα της Λέσβου από πατέρα κρητικό τω 1834 και απέθανεν τω 1907. Υπήρξεν
καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών στην έδρα της Γενικής Ιστορίας και Φιλολογίας.
Στην Γερμανία, ο Βερναρδάκης μαθήτευσε κοντά στους μεγάλους φιλοσόφους Χέγκελ και Σέλιγκ και στους μεγάλους φιλολόγους Μπερντχάρντυ και Μπέχ.
Ευρύτατη υπήρξεν η
απήχηση της προσφοράς του που οφείλεται κυρίως στα δραματικά του έργα. Ο Βερναρδάκης
στο έργο του αρχικά, επηρεάστηκε από τον Σαίξπηρ
και τον Σίλλερ. Αργότερα στα χρόνια της ωριμότητάς του ανεζήτησε ως πρότυπον
την αρχαίαν τραγωδία και ειδικότερα τα έργα του Ευριπίδου.
Αναγνωρισμένη προσωπικότης
στην εποχή του εθεωρήθη ένας εκ των διδασκάλων του γένους. Με την σοφίαν του,
το φωτεινό του πνεύμα, την τέλεια κατάρτισίν του έλαμψε επί μισόν αιώνα και
περισσότερον στο πνευματικό στερέωμα με αναμφισβήτητη εξωελλαδική ακτινοβολία.
Έργα του: «Μαρία
Δοξαπατρή», «Κυψελίδαι», «Μερόπη», «Φαύστα», «Ευφροσύνη», «Αντιόπη», «Νικηφόρος
Φωκάς», «Ψευδαττικισμού Έλεγχος» κ.α.
Το έργο του «Φαύστα»[2]
(1893) είναι το κύκνειο άσμα όχι μόνο του Βερναρδάκη, αλλά και ολόκληρου του
μεγαλοϊδεατικού και καθαρευουσιάνικου θεάτρου. Παιζόταν για μήνες ταυτόχρονα
από δύο μεγάλους επαγγελματικούς θιάσους της εποχής με καταπληκτική επιτυχία.
Υπόθεση[3]
Η Φαύστα είναι η
δεύτερη σύζυγος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο γιος του Κρίσπος συγκρούεται μαζί
της κατηγορώντας την δημόσια πως τον συκοφαντεί στον πατέρας της. Ο Κρίσπος
μετακαλείται από από τη Γαλλία. Ο Κρίσπος φυλακίζεται λόγω μιας μυστικής
επιστολής ενός φίλου του. Η Φαύστα παρακαλεί την μητέρα του Κωνσταντίνου Ελένη
να απελευθερωθεί. Η Φαύστα είναι ερωτευμένη μαζί του και δεν το κρύβει από τη
μητέρα της Ευτροπία. Ο Κρίσπος τελικά συναντά την Φαύστα και εκείνη του
φανερώνει τον ερωτά της γι' αυτόν. Του δίνει μαχαίρι να την σκοτώσει μα εκείνη
τη στιγμή αιφνιδιάζεται από τον Μέγα Κωνσταντίνο ο οποίος τον κατηγορεί για
μητροκτόνο. Εξορίζεται και σχεδιάζεται να σκοτωθεί καθ οδόν. Η Φαύστα τα
εξομολογείται όλα στο σύζυγό της και τα συναισθήματα για τον Κρίσπο. Ο
Κωνσταντίνος σπεύδει με απεσταλμένους του να ματαιώσει τη δολοφονία αλλά μάταια
διότι δεν προλαβαίνει. Ο Κωνσταντίνος δίνει εντολή να περιλούσουν με καυτό νερό
τη Φαύστα μα εκείνη κατορθώνει να τραυματίσει τον ευνούχο που πήγε να την
κάψει. Τελικά πεθαίνει από δηλητήριο.
Η Φαύστα είναι «η
σημαντικότερη προσπάθεια σύνθεσης ανάμεσα σ’ ένα τραγικό και ένα ιστορικό θέμα
που έχει στόχο να συνδυαστούν κλασικά και ρομαντικά στοιχεία». Η υπόθεση
διαδραματίζεται σε ιστορικό χώρο και χρόνο, τη Ρώμη το 326 μ.Χ. Το θέμα,
προερχόμενο από ιστορικές πηγές του Βυζαντίου, αντλεί ο Βερναρδάκης από κείμενα
των Ζώσιμου, Ζωναρά και Κεδρηνού, ενώ η λογοτεχνική του αφετηρία ανάγεται στον
«Ιππόλυτο» του Ευριπίδη και τη «Φαίδρα» του Ρακίνα, χωρίς να αγνοείται ο «Κρίσπος»
(1869) του Αντ. Αντωνιάδη και άλλα λογοτεχνικά κείμενα που στηρίζονται στα ίδια
περιστατικά.
Προκύπτει από τη
μακροχρόνια ενασχόλησή του με τον Ευριπίδη και τη δημοσίευση στη σειρά της
Ζωγραφείου Βιβλιοθήκης τριών τόμων (τ. Α΄1888, τ. Β΄1894, τ. Γ΄1903) με τις
μεταφράσεις των τραγωδιών του. Περισσότερο όμως από το μυθολογικό στοιχείο,
αλλά και τα δραματουργικά πρότυπα του Ευριπίδη και του Ρακίνα που καλά γνώριζε,
ο συγγραφέας (ως ειδικός επιστήμων) ενδιαφέρεται για το ιστορικό θέμα, το ρόλο
δηλαδή που διαδραμάτισε ο χριστιανισμός για το τέλος της ρωμαϊκής βαρβαρότητας
και τη συγκρότηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ειδικότερα στη διαμόρφωση της
αυτοσυνειδησίας και της ταυτότητας του νεότερου ελληνισμού. Αυτός είναι ο λόγος
για τον οποίο η Φαύστα ταυτίστηκε με το θέατρο του μεγαλοϊδεατισμού, κορυφαία
στιγμή του οποίου αποτέλεσε.
Παραθέτω ένα απόσπασμα
από την Φαύστα
…
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Ακόμη σκότος έξω
και ακόμη νύξ!
Ω πότε η κατηραμένη
νύξ αυτή θα τελειώση;
Όλος αναπαύεται ο
κόσμος, Ύπνε νύν εις τας αγκάλας σου
Και ένα μόνον ώμοσας
να μη δεχθής
Μηδέ στιγμή καν, Ύπνε
εις τους κόλπους σου,
Τον κύριο του κόσμου
τούτου.
Και ιδού ο κοσμοκράτωρ
ούτος ο πανίσχυρος,
Ως συ την όψιν απ’
αυτού απέστρεψας,
Καθώς ο Κάιν τρέμων,
μόλις δύναται
Να σύρ’ εις το παλάτιόν
του ύπαρξιν,
Ήν θ’ απηρνείτο φρίττων
και ο έσχατος
Του κράτους του
επαίτης! Φλόξ αθάνατε
Συ της ψυχής μου
σβέσου! Με κατέκαυσες.
Του συνειδότος όμμα
συ ανύστακτον,
Κοιμήσου. Κι η φωνή
του η ανηλεής,
Η τύπτουσα το ούς
μου, ως με δράκοντος
Ουράν τας λέξεις:
παιδοκτόνε τύραννε,
Σιώπα, παύσε!
..-προς το άγαλμα του Ασκληπιού
Οίμοι,! Που,
Ασκληπιέ
Το όπιον υπάρχει,
το δυνάμενον
Τον πυρετόν να
κατευνάση της ψυχής,
Ν’ αποκοιμήση τας
αισθήσεις και τον νούν;
Δεν έχεις να μοι δώσης,
θείς ιατρέ,
Ποτόν της λήθης,
σπόγγον λήθης, ικανόν
Να εξαλείψη εκ της
μνήμης μου, καθώς
Εκ πίνακος, τα γράμματα
τα φλέγοντα,
Τα πράγματα τα ζώντα,
τ’ αλησμόνητα,
Τα ύπαρξιν αθάνατον
λαβόντα, φευ!
Δεν έχεις, όχι. Δια
τούτο σιωπάς
ΕΛΕΝΗ
Υιέ μου Κωνσταντίνε
!
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Μήτερ, μήτερ μου!
ΕΛΕΝΗ
Φευ! Θανασίμως έτρωσεν
το στήθος μου
Του εγγονού μου ο
ακατανόητος,
Υιέ μου φόνος. Έκλαυσα
κι εθρήνησα
Και κλαίω έτι και
θρηνώ πικρώς. Κι εμού
Τα βλέφαρα να κλείση
δεν ηθέλησεν
Ο ύπνος έτι και ως
φάσμα φέρομαι
Τήδε κακείσε τηκομέν΄εις
δάκρυα.
Αλλά πως ηδυνάμην,
ταύτην βλέπουσα
Την θλίψιν σου την
άφατον και συντριβήν,
Αναίσθητος να μείνω;
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Και τον άθλιον,
Ω μήτερ δεν με
κατηράσθης;
ΕΛΕΝΗ
Της μητρός
Και αν καταδικάζη
αυστηρώς ο νούς
Κι αιμάσσει η καρδία,
εύκολα αυτή
Δεν καταράται ό,τι
εγκυμόνησεν
[1] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ (1833-1907). Ο Δημήτριος
Βερναρδάκης του Νικολάου, αδερφός των λογίων Γρηγορίου και Αθανασίου Βερναρδάκη
γεννήθηκε στην Αγία Μαρίνα της Λέσβου και καταγόταν από την Κρήτη. Ολοκλήρωσε
τις εγκύκλιες σπουδές του κοντά στο Γρηγόριο Γεννάδιο και το 1849 γράφτηκε στη
Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Φοιτητής ακόμα εργαζόταν παράλληλα
ως δημοσιογράφος και οικοδιδάσκαλος. Στο χώρο της λογοτεχνίας εμφανίστηκε ήδη
από το 1851 με στίχους του και εμπλοκή του στη διαμάχη γύρω από το γλωσσικό
ζήτημα. Το 1856 κατόπιν βράβευσής του στον Ράλλειο ποιητικό διαγωνισμό με το
επικολυρικό δράμα Εικασία έφυγε με υποτροφία για περαιτέρω σπουδές στη
Γερμανία, όπου σπούδασε στο Μόναχο και το Βερολίνο και το 1860 αναγορεύτηκε
διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Παράλληλα στη Γερμανία παρακολούθησε μαθήματα χημείας,
βοτανικής και μετεωρολογίας. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1861 και διορίστηκε
έκτακτος καθηγητής Γενικής Ιστορίας και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και
τακτικός στην ίδια έδρα το 1865. Το 1869 ταραχές που δημιουργήθηκαν με αφορμή
τη στάση του στο γλωσσικό ζήτημα και τη διαμάχη του με τον Κόντο, τον οδήγησαν
πίσω στη γενέτειρά του, ως το 1882, οπότε επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο κατόπιν
παράκλησης του Χαριλάου Τρικούπη και ανέλαβε παράλληλα τη θέση του έφορου της
Εθνικής Βιβλιοθήκης. ΄Ενα χρόνο αργότερα αναγκάστηκε για τους ίδιους λόγους να
ξαναφύγει για τη Μυτιλήνη, αυτή τη φορά ως το τέλος της ζωής του. Εκεί πέθανε
το Γενάρη του 1907. Το έργο του Βερναρδάκη υπήρξε πολύπλευρο. Για τη στάση που
τήρησε στο γλωσσικό ζήτημα ενδεικτικό είναι το έργο του Περί ψευδαττικισμού.
Έγραψε επίσης θεολογικές, ιστορικές, μουσικές, φιλολογικές, κριτικές και άλλες
μελέτες, καθώς επίσης στίχους και λογοτεχνικές μεταφράσεις. Η λογοτεχνική
παραγωγή του ωστόσο υπήρξε κυρίως θεατρική. Πρώτο έργο του υπήρξε η Μαρία
Δοξαπατρή, την οποία ολοκλήρωσε το 1857 στη Γερμανία, υπέβαλε σε ποιητικό
διαγωνισμό της Αθήνας χωρίς επιτυχία και εξέδωσε στο Μόναχο το 1858 κερδίζοντας
επαινετικές κριτικές. Τον ίδιο χρόνο έγραψε επίσης την τραγωδία Κυψελίδαι και
το 1865 τη Μερόπη, που μεταφράστηκε στα ιταλικά και τα σερβικά, καθιστώντας το
συγγραφέα γνωστό στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ιταλία και Γαλλία. Η Μερόπη και
η Μαρία Δοξαπατρή ανέβηκαν για πρώτη φορά με επιτυχία τη θεατρική περίοδο
1865-66, ενώ το 1876 ανέβηκε η Ευφροσύνη, έργο που γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας
της ηθοποιού Pezzana. Το 1893 η αθηναϊκή θεατρική κίνηση σημαδεύεται από το
θρίαμβο της Φαύστας, η οποία παραστάθηκε ταυτόχρονα από τους θιάσους Μένανδρος
με την Αικατερίνη Βερώνη και Δημητρίου Κοτοπούλη με την Ευαγγελία
Παρασκευοπούλου στα θέατρα Ομονοίας και Ολύμπια αντίστοιχα. Η τραγωδία Φαύστα
του Βερναρδάκη θεωρείται από τους μελετητές του νεοελληνικού θεάτρου ως το
κύκνειο άσμα του κλασικισμού στην Ελλάδα και υπήρξε η τελευταία θεατρική επιτυχία
σε καθαρεύουσα γλώσσα. Το 1895 ανέβηκε η Αντιόπη, ενώ το 1905 ανέβηκε στο
Βασιλικό Θέατρο το τελευταίο έργο του με τίτλο Νικηφόρος Φωκάς, γραμμένο το
1903. Ειδικότερα ο Βερναρδάκης ξεκίνησε από έργα ρομαντικής τεχνοτροπίας και
έντονα επηρεασμένα από το Σαίξπηρ, ενώ σταδιακά πέρασε στο είδος της έμμετρης
νεοκλασικιστικής τραγωδίας με πρώτο σταθμό τη Μερόπη και αποκρυστάλλωση των
απόψεών του στη Φαύστα (1893). Η γλώσσα των έργων του είναι αρχαϊζουσα, παρά
την - όχι πάντα συνεπή - θεωρητική του τοποθέτηση υπέρ της δημοτικής. Για
περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημητρίου Βερναρδάκη βλ. Γιαλουράκης
Μανώλης, «Βερναρδάκης Δημήτριος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας 3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Σπάθης Δημήτρης, «Βερναρδάκης Δημήτριος»,
Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984. (Πηγή: Αρχείο
Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
[2] Η τραγωδία Φαύστα πρωτοπαρουσιάστηκε το 1893 από δύο
ταυτόχρονα θιάσους και αποτελεί,το «κύκνειο άσμα της αρχαιόγλωσσης ιστορικής
τραγωδίας» Με θέμα τολμηρό για την εποχή του προοικονομεί την ψυχανάλυση και
εκθέτει στα μάτια του θεατή ένα Ιψενικό τρίγωνο. Συστατικά στοιχεία του έργου
προέρχονται από την κλασσικίζουσα δραματουργία, τον Σαίξπηρ και τον ρομαντισμό
της τραγωδίας των Ιδεών του Σίλλερ. Θεωρείται ως «αποκορύφωμα της
δραματουργικής προσφοράς» του Βερναρδάκη. Η επιτυχία του έργου δεν είναι άσχετη
με τη Μεγάλη Ιδέα και την ιστορική αντιπαράθεση Ρώμης-Κωνσταντινούπολης. ΠΗΓΗ: ΘΟΔΩΡΟΣ
ΓΡΑΜΜΑΤΑΣ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΣΚΗΝΙΚΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ
[3] Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου