ἐπιμελεία
τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Όταν οι Φράγκοι, γύρω
στα 1205, πήγαν στην Πελοπόννησο, παρουσιάζεται μια ομάδα από δυνατούς γενναίους
Έλληνες άρχοντες, που μάταια προσπάθησαν
να συγκρατήσουν το νέο κύμα. Ανεδείχθησαν τότε μερικές πραγματικά ηρωικές
φυσιογνωμίες που τα ονόματά τους και η ηρωική τους δράση έμειναν για αρκετούς
κατοπινούς αιώνες θρυλικά.
Ένας από αυτούς ήταν
ο Βουτσαράς Δοξαπατρής, που το «Χρονικόν του Μορέως»[1] τον
ονομάζει «μέγαν στρατιώτην». Ο Δοξαπατρής
ήταν αφέντης στο οχυρό Γορτυνιακό κάστρο Αράκλοβο[2].
Όταν οι Φράγκοι μπήκαν στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, ο Δόξαπατρής κράτησε
σκληρή αντίσταση. Οχυρωμένος μέσα στο «δυναμάριν»[3] του έκανε
ξαφνικές και τρομερές εξορμήσεις και εξόντωσε πολλούς Φράγκους.
Για αυτό χρειάστηκε
να κάνει μακρόχρονη πολιορκία στο Αράκλοβο ο ίδιος ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος[4]
και ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης[5].
Κάποτε έφτασε και η μοιραία ώρα και έπεσε και το κάστρο.
Η λαϊκή συνείδηση
θεώρησε τον Βουτσαρά Δοξαπατρή έναν μεγάλο εθνικόν ήρωα. Και η παράδοση, γραπτή
και προφορική τον παρουσιάζει σαν πραγματικό βυζαντινό ακρίτα και τον περιγράφει ότι ήταν πελώριος στο σώμα και
αχώριστο όπλο του κρατούσε την βαριά σιδερένια «κορύνη»[6]
των βυζαντινών.
Το απόσπασμα του
Χρονικού που αναφέρεται στην οχυρή θέση του Αρακλόβου και τη στρατιωτική
ικανότητα του Δοξαπατρή, είναι το ακόλουθο:
Καὶ τότε ὁ πρωτοστράτορας, μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος,
εἶπεν καὶ ἐσυμβούλεψεν στὴν Ἀρκαδία νὰ ἀπέλθουν,
τὸ κάστρον γὰρ νὰ ἐπάρουσιν, ὁ τόπος νὰ πλαταίνῃ,
νὰ στείλουν κ᾿ εἰς τὸ Ἀράκλοβον ὅπου κρατεῖ τὸν
δρόγγον,
ὅπου τὰ λέγουν τὰ Σκορτά, μικρὸν καστέλιν ἔνι,
ἀλλὰ εἰς τραχῶνιν κάθεται, πολλὰ ἔνι ἀφιρωμένον·
λέγουν ὁκάποιος τὸ κρατεῖ ἀπὸ τοὺς Βουτζαρᾶδες,
Δοξαπατρὴν τὸν λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ἔνι·ω
«κι ἀφῶν ἐπάρωμεν κι αὐτὸ καὶ νὰ πλατύνῃ ὁ τόπος,
ἐνταῦτα ἂς ἀπερχώμεθα ἐκεῖ εἰς τοὺς ἄλλους τόπους».ω
Οὕτως ὡς τὸ ἐσυμβούλεψεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος,
τὸ ἔστερξεν τοῦ νὰ γενῇ ἀτός του ὁ Καμπανέσης.
Ὥρισεν κ᾿ ἐλάλησασιν ὅλα τους τὰ σαλπίγγια,
κ᾿ εὐθέως ἐκαβαλλίκεψαν, ἐκίνησαν κ᾿ ὑπάγουν.
[1] Το Χρονικόν του Μορέως είναι έργο ανωνύμου
χρονικογράφου του 14ου αιώνα. Αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή για τη φεουδαρχική
οργάνωση του πριγκιπάτου της Αχαΐας. Υπάρχουν τέσσερα διαφορετικά κείμενα, ένα
έμμετρο στα ελληνικά, ένα στα γαλλικά, ένα στα ιταλικά και ένα στα αραγονικά. Τα
γεγονότα που εξιστορούνται στα χρονικά ξεκινούν από την Α' Σταυροφορία, η οποία αναφέρεται συνοπτικά, και ακολουθεί
εκτενέστερη διήγηση της Δ' Σταυροφορίας,
της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης και κυρίως της κατάκτησης του Μοριά και της
ίδρυσης του Πριγκιπάτου από τον Γουλιέλμο
Σαμπλίτη (Guillaume de Champlitte). Ακολουθούν τα γεγονότα της
διακυβέρνησης των Γοδεφρείδου Α' και
Γοδεφρείδου Β' Βιλλαρδουίνου (Geoffroy de Villehardouin), του Γουλιέλμου Β' Βιλλαρδουίνου (που
καλύπτει και το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης) και μετά τον θάνατό του (1278),
της διακυβέρνησης των διαδόχων του, των δύο συζύγων της Ισαβέλλας Βιλλαρδουίνου. ΠΗΓΗ
[2] Ήταν ένα από τα δέκα κάστρα στο Μωριά που ακόμα τα
κατείχαν οι βυζαντινοί και δεν είχαν εγκαταληφθεί, όταν επέλασαν οι φράγκοι
μετά την Δ’ Σταυροφορία (1204) με επικεφαλής τον Γουλιέλμο Σαμπλίττη και τον
συμπολεμιστή του Γοδεφρείδο Α΄ Βιλλεαρδουίνο. Σύμφωνα με το ελληνικό ‘Χρονικό
του Μωρέως’ , αν και δεν ήταν τόσο μεγάλο, το έκανε ισχυρό η ανδρεία των
υπερασπιστών του με επικεφαλής τον Δοξαπατρή Βουτσαρά. Η τοπική παράδοση
αναφέρει ότι η Μαρία, κόρη του Δοξαπατρή, προκειμένου να μη πέσει ζωντανή στα
χέρια των φράγκων, αυτοκτόνησε πέφτοντας από τα τείχη του κάστρου. ΠΗΓΗ
[3] Δυναμάρι αποκαλείται οτιδήποτε χρησιμοποείται για να
ενισχύσει την δύναμη και την σταθερότητα ενός άψυχου αντικειμένου. Μεταφορικά,
παραπέμπει στην ανθρώπινη δύναμη, τα κότσια που χρειάζονται για να
αντιμετωπίσεις κάτι ή κάποιον. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ - ...ανασήκωσε ένα μεγάλο κορμό, να
τον σφηνώσει δυναμάρι σε μια λασκαρισμένη ξυλοδεσιά (Ν. Καζαντζάκης) - Τα
δυναμάρια αυτού του ανθρώπου είναι καλά αφού αντέχει την πεθερά του και δεν
έχει κλατάρει… ΠΗΓΗ
[4] Ο Γοδεφρείδος (Ζοφρουά), προερχόταν από την Καμπανία
(Champagne) της Γαλλίας, ακριβώς όπως και ο θείος του Γοδεφρείδος
Βιλλεαρδουίνος, στρατάρχης της Καμπανίας και ιστορικός. Στο Χρονικό της
Τέταρτης Σταυροφορίας, γραμμένο από το θείο του, αναφέρεται συχνά ως ο
"Γοδεφρείδος ο ανηψιός". Στην Ελλάδα σήμερα αναφέρεται είτε ως
Βιλλαρδουίνος είτε ως Βιλλεαρδουίνος. Στο Χρονικόν του Μορέως συνήθως
αναφέρεται ως «μισὶρ Ντζεφρέ», αλλά σε τρεις περιπτώσεις αναφέρεται με το πλήρες
όνομά του και στις τρεις περιπτώσεις με μικροδιαφορές στην ορθογραφία: μισὶρ
Ντζεφρὲ τὸν ἔλεγαν, ντὲ Βιλαρντουῆ τὸ ἐπίκλην / τὸν ἔλεγαν μισὶρ Ντζεφρέ,
Βιλαρτουὴ τὸ ἐπίκλη / τοῦ γέρο τοῦ μισὶρ Ντζεφρέ, Βιλαρδουὴν τὸ ἐπίκλην ΠΗΓΗ
[5] Έλαβε μέρος στη Δ΄ Σταυροφορία μαζί με τον αδελφό του
Όντο Β΄, ο οποίος πέθανε στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια της
σταυροφορίας γνωρίστηκε με τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό και βοήθησε αυτόν και
τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας (πρώτο Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης) να
συμβιβάσουν τις διαφορές τους. Αφού οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την
Κωνσταντινούπολη και μοίρασαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το φθινόπωρο του 1204
ακολούθησε τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό από τη Θεσσαλονίκη στην εκστρατεία
του για την κατάκτηση της κυρίως Ελλάδας. Ο Γουλιέλμος κατάκτησε το Μοριά (την
Πελοπόννησο) μαζί με τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο, μετά την αποφασιστική μάχη
του 1205 που έγινε στη Μεσσηνία, τη μάχη του ελαιώνα του Κούντουρα, την οποία
έχασε ο Μιχαήλ Α΄ Δούκας, ο οποίος στη συνέχεια υποχώρησε στην Ήπειρο,
ιδρύοντας εκεί το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Όταν ο Γουλιέλμος σταθεροποίησε την
ισχύ του στον Μοριά, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ τον ονόμασε ηγεμόνα όλης της Αχαΐας
(princeps totius Achaiae provincie). Λόγω του ονόματος του πατέρα του και του
τόπου καταγωγής του ονομαζόταν από τους Έλληνες και «Καμπανέζης», όπως φαίνεται
στο Χρονικόν του Μορέως. Το 1209, ενώ ασχολείτο με την οργάνωση της
Πελοποννήσου, έλαβε νέα ότι ο μεγαλύτερος αδελφός του Λουδοβίκος πέθανε άτεκνος
και χρειάστηκε να επιστρέψει στη Γαλλία για να αναλάβει τα δικαιώματά του.
Φεύγοντας άφησε στη θέση του ως βάιλο τον ανιψιό του Ούγο Σαμπλίτη, επειδή ο
γιος του ήταν ανήλικος. Ο Γουλιέλμος πέθανε στη διαδρομή προς τη Γαλλία, στην
Απουλία της Ιταλίας. Λίγο αργότερα πέθανε και ο ανιψιός του Ούγος, οπότε το
πριγκιπάτο έμεινε στα χέρια του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, ο οποίος πήρε τη
θέση του Ούγου ως βάιλος μέχρι να εμφανιστεί ο κληρονόμος του Γουλιέλμου,
Ροβέρτος Σαμπλίτης. Με μηχανορραφία του Γοδεφρείδου, ο Ροβέρτος καθυστέρησε και
οι άλλοι ευγενείς αναγνώρισαν αυτόν ως πρίγκιπα της Αχαΐας. ΠΗΓΗ
[6] Κορυνηφόροι λέγονταν οι οπλισμένοι με κορύνη (ρόπαλο)
εξ ου και ροπαλοφόροι. Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε αστυνομικό σώμα αποτελούμενο
από κορυνηφόρους τους οποίους σύμφωνα με ψήφισμα του Αριστίωνα παρεχώρησαν οι
Αθηναίοι στον Πεισίστρατο ως σωματοφύλακες για τη προστασία του από τυχόν
αντιστασιαστές (561 π.Χ.). Στην αρχή ο Πεισίστρατος τους χρησιμοποίησε για να
καταλάβει την Ακρόπολη και να γίνει «Τύραννος» των Αθηνών τους οποίους και
διατήρησε στη συνέχεια ως προσωπική του φρουρά, η οποία και εξελίχθηκε στη
συνέχεια ως φρουρά για τους εκάστοτε Άρχοντες της Αθήνας. Στη Σικυώνα πολύ νωρίτερα
κορυνηφόροι ονομάζονταν δούλοι αντίστοιχοι με τους «Γυμνησίους» των Αργείων και
τους «Είλωτες» των Σπαρτιατών. Τους δούλους αυτούς απελευθέρωσαν στη Σικυώνα οι
Ορθαγορίδες και κατέστησαν αυτούς ελεύθερους μεν αλλά υποδεέστερους των άλλων
πολιτών. Αυτοί ήταν που συμμετείχαν στους πολέμους ως Ψιλοί. Κατά τους
τελευταίους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τα εκτελεστικά όργανα των
καλουμένων Ειρηνάρχων στην Ανατολή λέγονταν επίσης «Κορυνηφόροι» και ήταν
ανάλογα οπλισμένοι. Ειδικά και κατά τη Βυζαντινή περίοδο συνέχισαν να υπάρχουν αυτοί ως Βασιλικοί
σωματοφύλακες. Κατά δε, τον 12ο αιώνα, ο οπλισμός των κορυνηφόρων (η κορύνη)
απετέλεσε το κύριο όπλο των «απελατών. Ιστορική και εθιμική εξέλιξη των
βασιλικών αυτών σωματοφυλάκων είναι οι σημερινές Βασιλικές ή Προεδρικές φρουρές
καθώς και εκείνη του Βατικανού. ΠΗΓΗ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου