Του
Νικόλαου Ζήκου,
αρχαιολόγου
Χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε βυζαντινής πόλης είναι η οχύρωσή της, τα τείχη της. Η βυζαντινή πόλη των Σερρών εκτεινόταν στους πρόποδες του επιβλητικού λόφου, στη θέση όπου βρίσκονται σήμερα οι γειτονιές του Αγίου Αντωνίου και του Αγίου Παντελεήμονα. Η κορυφή του λόφου αποτελούσε την ακρόπολη, ενώ η κάτω πόλη εκτεινόταν στις νότιες παρειές του λόφου. Ακρόπολη και κάτω πόλη προστατευόταν με οχυρωματικούς περίβολους. Από τους δύο περίβολους σήμερα διασώζεται σε μεγάλα τμήματα ο περίβολος της ακρόπολης. Εκτείνεται από A προς Δ και έχει σχήμα ατρακτοειδές, ευρύνεται δηλαδή στο μέσον και μειώνεται στο ανατολικό και δυτικό άκρο.
Ο πύργος του Ορέστη
Ο περίβολος της ακρόπολης ενισχύεται κατά τακτικά διαστήματα με πύργους από τους οποίους σε καλύτερη κατάσταση σώζεται εκείνος της δυτικής πλευράς, γνωστός, από την πλίνθινη κτητορική επιγραφή, ως πύργος του Ορέστη.
Σύμφωνα με την επιγραφή ( =πύργος Στεφάνου βασιλέως ον έκτισεν Ορέστης) πρόκειται για κτίσμα του Στέφανου Δουσάν, δυνάμενο να χρονολογηθεί μεταξύ του 1345 και του 1355. Ο μνημονευόμενος κτήτωρ Ορέστης είναι γνωστό ιστορικό πρόσωπο της αυλής του σερβικού κρατιδίου των Σερρών που υπογράφει το 1366 πρακτικό της μονής Χιλανδαρίου με την ιδιότητα του «καθολικού κριτού» και με το αξίωμα «ο επί του κάστρου».
Ο πύργος παρουσιάζει επιμελημένη δομή. Είναι κτισμένος με ποταμίσιες πέτρες και ισχυρό κονίαμα για συνδετικό υλικό. Πρόσθετα χρησιμοποιήθηκαν πολλές πλίνθοι σε οριζόντια διάταξη και είναι ακέραιες πλαισιώνοντας τις μεγάλες πλευρές των λίθων. Κομμάτια πλίνθων σε κάθετη διάταξη και σε αλλεπάλληλες στρώσεις χρησιμοποιούνται με σκοπό να καλύψουν τα κενά που δημιουργούνται ανάμεσα στις στρογγυλές πέτρες. Ξυλοδεσιές σε διάφορα σημεία εξασφάλιζαν τη στατική επάρκεια του πύργου. Είχε πιθανότατα δύο ορόφους, με τον πρώτο να καλύπτεται με επιμήκη κάμαρα. Ο πύργος του Ορέστη αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη ή επισκευή στον περίβολο της Ακρόπολης αφού αυτή μνημονεύεται σε προγενέστερους χρόνους.
Ο Τούρκος περιηγητής του 17ου αιώνα Εβλιά Τζελεμπή αναφέρει την ύπαρξη δύο πυλών στην Ακρόπολη, από τις οποίες η μία στα ανατολικά και η άλλη στα δυτικά. Η φύσει οχυρή θέση της Ακρόπολης την καθιστούσε δυσπρόσιτη στον επιτιθέμενο και για αυτό τον λόγο ο βυζαντινός ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης την περιγράφει ως εξής: « άμαχον μεν εκ του υπερκείσθαι της γης, κυκλωθήναι δε τοσούτω στρατεύματι ουκέτι ράον εστίν».
Ο περίβολος της κάτω πόλης έχει καταστραφεί κι ελάχιστα τμήματα είναι σήμερα ορατά. Κατά καιρούς η οχύρωση των Σερρών απασχόλησε τους ερευνητές, που με βάση τις πηγές, τα σωζόμενα τμήματα και τα τοπωνύμια έκαναν τοπογραφικά διαγράμματα με την πιθανή μορφή της. Ο περίβολος έχει ακανόνιστο σχήμα, ακολουθώντας την κλίση και τα εξάρματα του εδάφους.
Το τείχος της πόλης ενωνόταν με το ανατολικό και το δυτικό άκρο της Ακρόπολης και είχε αρκετές πύλες και παραπόρτια. Τέσσερις αναφέρει ο Τζελεμπή και τουλάχιστον επτά ο Π . Παπαγεωργίου. Δύο ήταν οι κεντρικές πύλες της κάτω πόλης: Η βασιλική και η πύλη του φόρου. Η πρώτη ανοιγόταν στο ανατολικό τμήμα του περιβόλου και η δεύτερη στο δυτικό. Από τις πύλες περνούσε ο κεντρικό δρόμος της πόλης στον άξονα Ανατολή-Δύση.
Mακέτα της βυζαντινής οχύρωσης των Σερρών |
Έρευνες
Με τις ανασκαφικές έρευνες της 12ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων σε υπό ανέγερση οικόπεδα της πόλης, αποκαλύφθηκαν μερικά τμήματα τειχών που πλουτίζουν τις γνώσεις μας για τη βυζαντινή οχύρωση της πόλης. Στις σωστικές ανασκαφικές έρευνες η γνωστή, μόνο από τις πηγές, πύλη του φόρου αποκαλύφθηκε στη συμβολή των οδών Ιωνος Δραγούμη και Γενναδίου. Η νότια πλευρά της περιβόλου τέμνει την εθνικής αντιστάσεως, συνεχίζει ανατολικότερα για να καμφθεί προς βορράν πίσω από το ναό του Αγίου Αντωνίου και να ενωθεί με την ακρόπολη. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα το τείχος της νότιας πλευράς είναι διπλό, χτισμένο με αργολιθοδομή από ποταμίσιες πέτρες. Θεμελιώθηκε πάνω σε πασσαλόπηκτη υποδομή γιατί πιθανότατα στην περιοχή υπήρχαν έλη. Κατά τον Α. Ξυγγόπουλο μέσα στην παλαιά πόλη, υπήρχε κι άλλο ενδιάμεσο τείχος, κοντά στους πρόποδες του λόφους, που ενίσχυε περισσότερο την άμυνα.
Η οχύρωση των Σερρών ανήκει σε διαφορειτικές περιόδους, αφού πολλές φορές ανακατασκευάστηκε η έγιναν προσθήκες. Μερικά τμήματα θα πρέπει να αναχθούν πριν τον 10ο αιώνα αφού ήδη από τον 9ο αιώνα υπήρχε το Θέμα Στρυμόνος με πρωτεύουσα τις Σέρρες. Είναι επίσης πολύ πιθανό η πόλη, ως έδρα επισκοπής, να ήταν οχυρωμένη και στα παλαιοχριστιανικά χρόνια.
Με την κατάληψη της πόλης από τους Σέρβους η αυτοκρατορία έχασε ένα σημαντικό προπύργιο. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός (1347-1354) προσπάθησε πολλές φορές να ανακαταλάβει την πόλη θεωρώντας αυτήν «ου φαύλην και οίαν καταφροθήναι, αλλά μεγάλην τε και θαυμαστήν και αναγκαίαν την Ρωμαίων αρχήν».
Άγιοι Θεόδωροι
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΘΕΟΔΩΡΟΙ, το βυζαντινό στολίδι των Σερρών |
Πρόκειται για το λαμπρότερο βυζαντινό μνημείο της πόλης συνδεμένο με την μακραίωνη ιστορία της. Ο ναός υπήρξε μητροπολιτικός από τα βυζαντινά χρόνια ως τα νεώτερα. Είναι τρίκλιτη μεσοβυζαντινή βασιλική αποτελούμενη από ιερό, κυρίως ναό και νάρθηκα. Οι πολλές καταστροφές και οι αλλεπάλληλες επεμβάσεις άλλαξαν την αρχική του μορφή. Στα ανατολικά απολήγει σε μεγάλη ημικυκλική προεξέχουσα κόγχη, ενώ οι κόγχες της Πρόθεσης και του Διακoνικού εγγράφονται στο πάχος του ανατολικού τοίχου. Στο εσωτερικό της κεντρικής κογχης σώζονται τμήματα από το σύνθρονο. Ο κυρίως ναός διαιρείται με δύο κιονοστοιχίες (3+3 κίονες) σε τρία κλίτη, από τα οποία τα πλάγια καθώς και ο νάρθηκας έφεραν υπερώα. Ο νάρθηκας επικοινωνούσε με τον κυρίως ναό με τρεις εισόδους που ανοίγονταν στον κατά μήκος άξονα των κλιτών. Ο Αναστ. Ορλάνδος που αναστήλωσε το ναό, μετά την τρομερή πυρκαγιά του 1913, πιθανολογεί ότι ο ναός κτίσθηκε πάνω σε προσγενέστερη βασιλική. Ωστόσο τούτο μέχρι σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί.
Χαρακτηριστική περιγραφή του ναού, κατά τα μέσα του 14ου αιώνα, έκανε ο ρήτορας Θεόδωρος Πεδάσιμος:
«Πολλών όντων την των Φερραίων (Σερραίων ) πόλιν κοσμεί και σεμνύει και διάδηλον πάσι ποιεί, ούχ΄ ήττον τούτων απάντων οίμαι και τον σεπτόν και θείον ναώ, τον περικαλλή φημί και θαυμάσιον, τον επ΄ονόματι των θείων δώρων φερωνύμως δομηθέντα, την ως αληθώς επωνόμων και τοις έργοις αυτοίς θείας δωρεάς εαυτούς αναδεξάντων…».
Από τον εσωτερικό διάκοσμο του ναού δεν έχει διασωθεί τίποτα στη θέση του. Την κόγχη του Ιερού Βήματος διακοσμούσε θαυμάσια ψηφιδωτή σύνθεση με τη γνωστή σκηνή της κοινωνίας των Αποστόλων, διαρθρωμένη σε δύο τμήματα: στο πρώτο αριστερά εικονιζόταν η Μετάδοση του Άρτου ενώ το δεύτερο δεξί καταλάμβανε η Μετάληψη του Οίνου. Την παράσταση επεξηγούσε πάνω η επιγραφή: “ Λάβετε,φάγετε, πίετε εξ΄αυτού πάντες’’. Η σύνθεση είναι γνωστή σήμερα από παλαιότερες φωτογραφίες, αφού καταστράφηκε το 1913. Από το ψηφιδωτό διάκοσμο έχει διασωθεί μόνο η μορφή του αποστόλου Ανδρέα που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό μουσείο Σερρών.
Από τον μαρμάρινο διάκοσμο έχουν διασωθεί αρκετά τμήματα. Με βάση αυτά ο Αν. Ορλάνδος έχει προβεί σε αναπαραστάσεις του τέμπλου και του επισκοπικού θρόνου. Αξιόλογο δείγμα βυζαντινής γλυπτικής αποτελεί η μαρμάρινη εικόνα του Χριστού Ευεργέτη, εντοιχισμένη άλλοτε στο μεταβυζαντινό καμπαναριό το ναού που κατεδαφίστηκε. Η εικόνα φυλάσσεται στο Αρχ. Μουσείο Σερρών και εκφράζει την τέχνη της εποχής των Παλαιολόγων.
Με βάση την αρχιτεκτονική μορφή, τον ψηφιδωτό διάκοσμο και τα δείγματα γλυπτικής ο ναός των Αγίων Θεοδώρων δύναται να χρονολογηθεί στον 11ο -12ο αιώνα. Από την εποχή αυτή και μετά, ο ναός δέχθηκε πολλές επισκευές, που μας είναι γνωστές από επιγραφικές μαρτυρίες. Το 1430 ο μητροπολίτης Φίλιππος «τον σηκόν εδόμη». Το 1602 ο μητροπολίτης Θεοφάνης «έκαμεν το τέμπλον της μητροπόλεως και τον τοίχον του νάρθηκα εκ βάθρων και το σκέπος όλο του νάρθηκα». Το 1700 ο μητροπολίτης Άνθιμος δώρισε το μισό των «ψυχομεριδίων» και των «παρρησιών» για την επισκευή του ναού και των γύρω οικημάτων. Το 1725 ξανακτίσθηκε ο νότιος τοίχος σύμφωνα με την πλίνθινη επιγραφή που υπάρχει στην εξωτερική του όψη: «Εν έτει αψκε ο ταπεινός μητροπολίτης Σερρών Στέφανος, ο κτήτωρ». Ακολούθησαν ακόμη μερικές μικροεπισκευές μέχρι τη μεγάλη πυρκαγιά του 1913. Ο ναός αναστηλώθηκε στη σημερινή του μορφή από τον Αν. Ορλάνδο κατά τα έτη 1938-1952.
«Πολλών όντων την των Φερραίων (Σερραίων ) πόλιν κοσμεί και σεμνύει και διάδηλον πάσι ποιεί, ούχ΄ ήττον τούτων απάντων οίμαι και τον σεπτόν και θείον ναώ, τον περικαλλή φημί και θαυμάσιον, τον επ΄ονόματι των θείων δώρων φερωνύμως δομηθέντα, την ως αληθώς επωνόμων και τοις έργοις αυτοίς θείας δωρεάς εαυτούς αναδεξάντων…».
Από τον εσωτερικό διάκοσμο του ναού δεν έχει διασωθεί τίποτα στη θέση του. Την κόγχη του Ιερού Βήματος διακοσμούσε θαυμάσια ψηφιδωτή σύνθεση με τη γνωστή σκηνή της κοινωνίας των Αποστόλων, διαρθρωμένη σε δύο τμήματα: στο πρώτο αριστερά εικονιζόταν η Μετάδοση του Άρτου ενώ το δεύτερο δεξί καταλάμβανε η Μετάληψη του Οίνου. Την παράσταση επεξηγούσε πάνω η επιγραφή: “ Λάβετε,φάγετε, πίετε εξ΄αυτού πάντες’’. Η σύνθεση είναι γνωστή σήμερα από παλαιότερες φωτογραφίες, αφού καταστράφηκε το 1913. Από το ψηφιδωτό διάκοσμο έχει διασωθεί μόνο η μορφή του αποστόλου Ανδρέα που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό μουσείο Σερρών.
Από τον μαρμάρινο διάκοσμο έχουν διασωθεί αρκετά τμήματα. Με βάση αυτά ο Αν. Ορλάνδος έχει προβεί σε αναπαραστάσεις του τέμπλου και του επισκοπικού θρόνου. Αξιόλογο δείγμα βυζαντινής γλυπτικής αποτελεί η μαρμάρινη εικόνα του Χριστού Ευεργέτη, εντοιχισμένη άλλοτε στο μεταβυζαντινό καμπαναριό το ναού που κατεδαφίστηκε. Η εικόνα φυλάσσεται στο Αρχ. Μουσείο Σερρών και εκφράζει την τέχνη της εποχής των Παλαιολόγων.
Με βάση την αρχιτεκτονική μορφή, τον ψηφιδωτό διάκοσμο και τα δείγματα γλυπτικής ο ναός των Αγίων Θεοδώρων δύναται να χρονολογηθεί στον 11ο -12ο αιώνα. Από την εποχή αυτή και μετά, ο ναός δέχθηκε πολλές επισκευές, που μας είναι γνωστές από επιγραφικές μαρτυρίες. Το 1430 ο μητροπολίτης Φίλιππος «τον σηκόν εδόμη». Το 1602 ο μητροπολίτης Θεοφάνης «έκαμεν το τέμπλον της μητροπόλεως και τον τοίχον του νάρθηκα εκ βάθρων και το σκέπος όλο του νάρθηκα». Το 1700 ο μητροπολίτης Άνθιμος δώρισε το μισό των «ψυχομεριδίων» και των «παρρησιών» για την επισκευή του ναού και των γύρω οικημάτων. Το 1725 ξανακτίσθηκε ο νότιος τοίχος σύμφωνα με την πλίνθινη επιγραφή που υπάρχει στην εξωτερική του όψη: «Εν έτει αψκε ο ταπεινός μητροπολίτης Σερρών Στέφανος, ο κτήτωρ». Ακολούθησαν ακόμη μερικές μικροεπισκευές μέχρι τη μεγάλη πυρκαγιά του 1913. Ο ναός αναστηλώθηκε στη σημερινή του μορφή από τον Αν. Ορλάνδο κατά τα έτη 1938-1952.
Άγιος Νικόλαος της Ακρόπολης
Ο ναός αυτός βρίσκεται κοντά στη ΒΑ γωνία του περιβόλου της Ακρόπολης. Μέχρι το 1935 ο ναός σωζόταν μισοερειπωμένος. Κατά το διάστημα 1935-1948 αναστηλώθηκε με πρωτοβουλία τριών κυριών, εν αγνοία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, με αποτέλεσμα να αλλάξει η αρχική του μορφή.
Ο ναός μνημονεύεται για πρώτη φορά σε Πρακτικό του 1339-1342 όπου γίνεται λόγος και περί «πύργου του Αγίου Νικολάου». Αργότερα και κατά τον 1 7ο αιώνα, τον ναό αναφέρουν ο Εβλιά Τζελεμπή και ο Γάλλος καπουτσίνος Robert de Dreux.
Από αρχιτεκτονική άποψη ο ναός ανήκει στον τύπο του μονόχωρου τρίκογχου ναού. Τέσσερις ισχυροί πεσσοί ενσωματωμένοι στους τοίχους ανακρατούσαν μεγάλο τρούλο με τη βοήθεια τεσσάρων τόξων και ισάριθμων σφαιρικών τριγώνων. Οι τρεις κόγχες, τρίπλευρες εξωτερικά διακοσμούνταν με τυφλά αψιδώματα, από τρία σε κάθε κόγχη. Μεταξύ του τρούλου και της κόγχης του Ιερού παρεμβαλλόταν μεγάλη ημικυλινδρικη καμάρα, ενώ το δυτικό τμήμα του ναού καλυπτόταν με τρεις τρουλίσκους.
Κάτω από το ναό υπάρχει κρύπτη. Η ύπαρξή της προσδίδει στο ναό κοιμητηριακό χαρακτήρα. Τμήματα τοιχογραφικού διακόσμου σώζονται στις κόγχες του Ιερού μέχρι την ανεπιτυχή αναστήλωσή του. Το μνημείο στην αρχική του μορφή, χαρακτηριζόταν από κομψότητα, χάρη και ανάλαφρη ανάταση. Χρονολογείται στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα.
Άγιος Γεώργιος ο Κρυονερίτης
Γνωστό από βυζαντινά έγγραφα του 13ου και 14ου αιώνα, το μετόχι της μονής του Τιμίου Προδρόμου, με το όνομα Άγιος Γεώργιος ο Κρυονερίτης, βρίσκεται σε μικρή απόσταση, ανατολικά των Σερρών.
Το οικοδομικό συγκρότημα αποτελείται από χαμηλό περίβολο και δύο συνεχόμενους ναούς, από τους οποίους ο βόρειος και μικρότερος τιμάται στο όνομα του Αγίου Δημητρίου και ο νότιος στο όνομα του Αγίου Γεωργίου. Ο πρώτος καλύπτεται με τρούλο, που εδράζεται σε τέσσερις αβαθείς καμάρες. Ανήκει δηλαδή στην κατηγορία των μονόκλιτων σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών με τρούλο. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου είναι τρίκογχος και καλυπτόταν στην αρχική του μορφή με ελλειψοειδή τρούλο. Ο τρούλος κατέπεσε κατά τον 15ο -16ο αιώνα και αντικαταστάθηκε με χαμηλή ημισφαιρική οροφή, που εξωτερικά λαμβάνει τετράπλευρη πυραμιδοειδή μορφή. Σύμφωνα με τον Α . Ξυγγόπουλο, ο ναός του Αγίου Δημητρίου είναι προγενέστερος από το ναό του Αγίου Γεωργίου.
Το μνημείο μνημονεύεται για πρώτη φορά σε χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Β΄ το 1298, στο οποίο και αναφέρεται:
« περί τα Σέρρας… πλησίον της γης του μονυδρίου του αγίου μεγαλομάρτυρος και τροπαιοφόρου Γεωργίου».
« περί τα Σέρρας… πλησίον της γης του μονυδρίου του αγίου μεγαλομάρτυρος και τροπαιοφόρου Γεωργίου».
Το 1344 με «εκδοτήριο» γράμμα το μονύδριο παραχωρείται
στη μονή Προδρόμου από την Υπομονή, σύζυγο του Σακελλαρίου Μουρμουρά,
άρχοντα Σερρών.
Τα παραπάνω μνημεία είναι ελάχιστα παραδείγματα από τα
βυζαντινά μνημεία που είχε η πόλη των Σερρών. Πολλά καταστράφηκαν και
άλλα καλύφθηκνα από τη μεγάλη επίχωση που παρατηρείται στην πόλη των
Σερρών. Τα μνημεία αυτά περιμένουν να έλθουν στο φως, για να τονίσουν
ακόμα περισσότερο το βυζαντινό πρόσωπο της ιστορικής πόλης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου