ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
- Ὑποψήφιου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Λορέντζος Μαβίλης |
Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε το 1860 στην Ιθάκη έχοντας όμως Ισπανική καταγωγή. Ο παππούς του, εκ πατρός, ήταν πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα, όπου η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί. Μάλιστα εκεί πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Εξωτερικά ο Λορέντζος Μαβίλης ήταν μεγαλόσωμος με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Το 1880 αποφάσισε να πάει στην Γερμανία για να σπουδάσει φιλολογία και φιλοσοφία. Οι σπουδές του συνεχίστηκαν επί δεκατέσσερα χρόνια και μάλιστα επηρεάστηκε από τις θεωρίες του Νίτσε, την "Κριτική του Καθαρού Λόγου" του ορθολογικού Ιμμάνουελ Καντ και από την "Βουλησιαρχία" του απαισιόδοξου Αρθούρου Σοπενχάουερ.
Ακόμα ασχολήθηκε με τα σανσκριτικά φιλοσοφικά κείμενα και μετέφρασε αποσπάσματα από το ινδικό έπος Μαχαμπχαράτα. Κατά την παραμονή του στη Γερμανία ασχολήθηκε με την σύνθεση λυρικών ποιημάτων (κυρίως σονέτων), και σκακιστικών προβλημάτων που δημοσιεύτηκαν σε γερμανικά έντυπα.
***
Στις 10 Νοεμβρίου του 1890 δημοσιεύεται στο περιοδικό «Αττικόν Μουσείον» στην σελ. 175 ένα μικρό σονέτο του ποιητού. Γραμμένο τούτο τω 1884 δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναπόλησις στιγμών από την εύθυμη φοιτητική ζωή αυτού στην Γερμανία, ένθα τω 1878 επήγε για να σπουδάση.
Εις την Γερμανίαν ο ποιητής έμεινεν συνολικώς 12 έτη, από το 1878 έως το 1890 αλλά αι σπουδαί του δεν υπήρξαν συστηματικές. Τον παρέσυρε πολύ η ρωμαντικά εύθυμη ζωή των φοιτητών, με αποτέλεσμα να μην μπορέση ποτέ να οργανώση την ζωήν του εις τας πανεπιστημιακάς απαιτήσεις. Τα χρόνια διήρχοντο χωρίς αποτέλεσμα και ο νεαρός σπουδαστής έγινεν αυτό που θα λέγαμε σήμερα «αιώνιος φοιτητής».
Ο Ηλίας Πανταζόπουλος γράφει: «εις τας σπουδάς του ήτο άτακτος και εκείνο που λέγομεν αμελής. Ενώ επι εβδομάδας δεν έπιανε βιβλίο εις το χέρι του, εκλείνετο αίφνης επι ημέρας εις το δωμάτιόν του και ελησμόνη πολλάκις με την μελέτην φαγητόν και ύπνον. Μια τεραστία μνήμηκαι μια πίστευτος δύναμις συγκεντρώσεως τον κατέστησαν εν δοχείον θησαυρού εγκυκλοπαιδικών γνώσεων σπανίως απαντώμενον. Η ανάγκη να δώση εξετάσεις και να πάρη ένα δίπλωμα χάριν των γονέων του ήτο το βασανιστήριον της νέας του ζωής, διότι του ήτο αδύνατον να επιδοθή εις συστηματικάς σπουδάς. Ακόμα κι αυτός ο εκλεκτός των Μουσών και των Γραμμάτων εδειλία να προσέλθη εις εξετάσεις επί έτη ενώ από των πρώτων ετών της φοιτήσεώς του ήτο καλλίτερον παντός άλλου παρασκευασμένος.»
Ο ίδιος πάλι γράφει σ’ έναν φίλον του: «δια εξετάσεις δεν τολμώ ούτε να το σκεφτώ.να γυρίσω δεν μπορώ και δεν θέλω. Οι γονείς μου κλαίνε και οδύρονται, γέροντες εβδομήντα ετών. Η αδερφή μου εθυσιάσθη δια δύομισυ χρόνια εδώ στο Μόναχο για μένα».
Στο σονέτο λοιπόν του 1884 με τίτλον «Εις την Μίννα» σε μια επιστροφή του σύντομη στο νησί του στην Κέρκυρα γράφει:
«Ἄμε χάσου ξερὴ Φιλολογία, γριὰ φτιασιδωμένη, ἄσχημη, κρύα, ποὺ ὣς τώρα τὸ μυαλό μου ἔχεις τυφλώσῃ. Τὴν Ἐμορφιὰ τὴν κλασικὴ σπουδάζω ὅταν γλυκὰ τὴ Μίννα μου ἀγκαλιάζω, ὅταν ἡ Μίννα ἕνα φιλὶ μοῦ δώσῃ. »
Η Μίννα ήτο σερβιτόρα μπυραρίας, «κελνερίνα» …
«Τί μὲ γνοιάζει πῶς εἶναι κελνερίνα ἂν μ' ὅλη τὴν καρδιά της μ' ἀγαπάει, ἂν τὰ στήθη της ἄσπρα εἶναι σὰν κρίνα, ἂν σὰν τὰ Χερουβὶμ χαμογελάει;»
***
Η ζωή είναι ένα σύνολο από εντυπώσεις, αισθήματα και αντιδράσεις, είναι το υλικό και ταυτόχρονα ένα κομμάτι της ανθρωπότητος που την περιστοιχίζει, η ζωή είναι οι πόθοι της το μεγαλείο της και οι εξευτελισμοί της.
Η επιστήμη δέον να είναι μετουσιωμένη μορφή του αγώνα της κοινωνίας. Δεν μπορεί ο επιστήμων να μην νοιώση τον κραδασμό και τον παλμό της εποχής. Μπορεί να μείνη σαν άνθρωπος έξω από τα γεγονότα αλλά τα γεγονότα θα επηρεάσουν το έργο του. Ακόμη κι αν ζούμε στην μοναξιά δέον να δεχόμεθα τα μηνύματα της κοινωνίας, τις αλλαγές, τα προβλήματα, τον πυρετό της ζωής
***
Εἰς τὴ Μίννα
Τί μὲ γνοιάζει πῶς εἶναι κελνερίνα ἂν μ' ὅλη τὴν καρδιά της μ' ἀγαπάει, ἂν τὰ στήθη της ἄσπρα εἶναι σὰν κρίνα, ἂν σὰν τὰ Χερουβὶμ χαμογελάει; Σὰν ὁ τυφλὸς ποὺ ξάφν' οὐράνι' ἀχτίνα τὸ μαῦρο σκότος γύρω του σκορπάει, ὅμοια κ' ἐγὼ θαμπόνομαι ἀπὸ κεῖνα τὰ δυό της μαῦρα μάτια ἂν μέ τυράῃ. Ἄμε χάσου ξερὴ Φιλολογία, γριὰ φτιασιδωμένη, ἄσχημη, κρύα, ποὺ ὣς τώρα τὸ μυαλό μου ἔχεις τυφλώσῃ. Τὴν Ἐμορφιὰ τὴν κλασικὴ σπουδάζω ὅταν γλυκὰ τὴ Μίννα μου ἀγκαλιάζω, ὅταν ἡ Μίννα ἕνα φιλὶ μοῦ δώσῃ.
Τί μὲ γνοιάζει πῶς εἶναι κελνερίνα ἂν μ' ὅλη τὴν καρδιά της μ' ἀγαπάει, ἂν τὰ στήθη της ἄσπρα εἶναι σὰν κρίνα, ἂν σὰν τὰ Χερουβὶμ χαμογελάει; Σὰν ὁ τυφλὸς ποὺ ξάφν' οὐράνι' ἀχτίνα τὸ μαῦρο σκότος γύρω του σκορπάει, ὅμοια κ' ἐγὼ θαμπόνομαι ἀπὸ κεῖνα τὰ δυό της μαῦρα μάτια ἂν μέ τυράῃ. Ἄμε χάσου ξερὴ Φιλολογία, γριὰ φτιασιδωμένη, ἄσχημη, κρύα, ποὺ ὣς τώρα τὸ μυαλό μου ἔχεις τυφλώσῃ. Τὴν Ἐμορφιὰ τὴν κλασικὴ σπουδάζω ὅταν γλυκὰ τὴ Μίννα μου ἀγκαλιάζω, ὅταν ἡ Μίννα ἕνα φιλὶ μοῦ δώσῃ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου