Στο
απόσπασμα αυτό ο Κυνικός ποιητής Κερκίδας προβαίνει σε έναν απολογισμό της ζωής
του: στο κατώφλι των γηρατειών πια, μας αυτοπαρουσιάζεται ως ένας υπηρέτης των
Μουσών και του αγαθού. Όλη του τη ζωή υπηρέτησε την τέχνη, τώρα όμως τα
γηρατειά τον έχουν καταβάλει, όπως κάθε άνθρωπο. Εντούτοις η ψυχή του ακόμη
επιζητεί τα ίδια πράγματα προσηλωμένη στις αξίες της:
Πολλές
φορές νικημένος ο θνητός
χωρίς τη θέλησή του τα μάτια κλείνει.
Εσύ[i] αμάλαγη μέσα στο στέρνο σου είχες
μια καρδιά που δε νικιόταν
από τις μέριμνες εκείνων που καταβροχθίζουνε παχύ
το κρέας.
Ποτέ καλό κανένα δε σου ξέφυγε
και πάντα μες τα σπλάχνα σου
ήτανε τρυφερά των Μουσών τα νεογνά.
Και ήσουν των Πιερίδων αλιέας,
ψυχή μου, και άριστος ανιχνευτής.
Μα τώρα που ολοφάνερα τρίχες λευκές
στην κορυφή του κεφαλιού ολόγυρα αιωρούνται,
στην τρυφερή μου κόμη επάνω, κι είναι τα
γένια μου κιτρινωπά,
ακόμη το αγαθό αναζητά η ύπαρξή μου,
κάτι κολακευτικό κι αντάξιο
των χρόνων μου,
τώρα που βλέπει το πλατύ κατώφλι
του τέλους της ζωής μου...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου