Δυτικά της Νέας Περάμου της Καβάλας; και σε χαμηλό λόφο, οι βόρειες παρυφές του οποίου βρέχονται από τη θάλασσα, υψώνονται τα ερείπια ενός βυζαντινού κάστρου που ταυτίζονται με τη βυζαντινή πόλη Ανακτορόπολη.
Η βυζαντινή Ανακτορόπολη διαδέχθηκε την αρχαία πόλη Οισύμη
βορειοανατολικά του βυζαντινού φρουρίου, που στον Όμηρο αναφέρεται ως η
γενέτειρα της ωραίας Καστιανείρας, γυναίκας του βασιλιά της Τροίας
Πρίαμου, από τον γάμο των οποίων γεννήθηκε ο Γαργυθίων, τον οποίο
δολοφόνησε ο δεινός τοξότης Τείκρος, ο αδελφός του Αίαντα.
Στα μεσαιωνικά χρόνια και στον χαμηλό λόφο βορειοανατολικά της Οισύμης, αναπτύχθηκε μια νέα πόλη με το όνομα Ανακτορόπολη.
Τα τείχη της Ανακτορόπολης ανεγέρθηκαν ανάμεσα στα 1167 και 1170
από τον διοικητή του βυζαντινού στόλου Μεγάλο Δούκα, Ανδρόνικο
Κοντοστέφανο, όπως μαρτυρεί μια επιγραφή που σώζεται στο νότιο τείχος.
Το φρούριο της Ανακτορόπολης προφανώς αποτελούσε ναυτική βάση,
επιφορτισμένη με την προστασία των ακτών του βορείου Αιγαίου από τους
πειρατές και τους επιδρομείς.
Από εκκλησιαστικής πλευράς, η Ανακτορόπολη ήταν έδρα επισκοπής, η
οποία υπαγόταν στη μητρόπολη Φιλίππων η δε ύπαρξη της επισκοπής της
Ανακτορόπολης αναφέρεται ήδη από τις αρχές του 10ου αιώνα.
Πριν από τα μέσα του 14ου αιώνα, η Ανακτορόπολη βρισκόταν στα
χέρια του πειρατή Αλεξίου από τη Βελικώμη της Βιθυνίας. Με ορμητήριο την
πόλη αυτή, ο πειρατής Αλέξιος δρούσε στην ευρύτερη περιοχή από τη δράση
του υπέφεραν ακόμη και οι κάτοικοι της Λήμνου. Η Ανακτορόπολη περιήλθε
ξανά στους βυζαντινούς το 1350, ύστερα από τριήμερη πολιορκία που
πραγματοποίησε ο Ιωάννης Καντακουζηνός.
Λίγα χρόνια μετά ,και συγκεκριμένα το 1357, ο αυτοκράτορας Ιωάννης
Ε’ παραχώρησε την Ανακτορόπολη, τη Χρυσόπολη (στις εκβολές του Στρυμόνα)
και τη Θάσο σε δύο αδελφούς, στον μέγα πριμηκήριο Αλέξιο και στον
πρωτοσέβαστο Ιωάννη. Αυτοί επέκτειναν στη συνέχεια την κυριαρχία τους
από τις εκβολές του Στρυμόνα ως τη Χριστούπουλη (σημερινή Καβάλα), χάρη
στις στρατιωτικές επιτυχίες τους εναντίον των Σέρβων. Μετά τον θάνατο
του Αλεξίου, ο Ιωάννης έμεινε μόνος κύριος της περιοχής αυτής, η οποία,
όμως, στα τέλη του 14ου αιώνα κατακτήθηκε από τους Τούρκους.
Το βυζαντινό κάστρο της Νέας Περάμου, Καβάλα
Ιστορία
αναδημοσίευση από τον καστρολόγο
Η πόλη μνημονεύεται στις πηγές από τον 10ο αι. έως τον 15ο αι. Τον 10ο αι. αναφέρεται με το όνομα «Αλεκτρυόπολις», τον 11ο- 13ο αι. ως «Αλεκτορόπολις» και τον 14ο αι. ως «Ανακτορόπολις» και «Ελευθερόπολις».
Οι διαφορετικές αυτές ονομασίες δημιούργησαν σύγχυση στους μελετητές
για το εάν πρόκειται για την ίδια πόλη και έκανε τους περισσότερους
ιστοριοδίφες να αναζητούν τη θέση της από το Νέστο ως το Στρυμόνα. Η
ταύτιση της Ανακτορόπολης με τα ερείπια της Νέας Περάμου είναι σήμερα
αποδεκτή.
Η Ανακτορόπολη φαίνεται να διαδραμάτισε κάποιον ιδιαίτερο λόγο στα
ιστορικά δρώμενα κατά τον 14ο αι., οπότε και αναφέρεται αρκετά συχνά
στις πηγές. Στα 1350, όπως μας πληροφορεί ο Καντακουζηνός, ήταν υπό την
εξουσία κάποιου Αλέξιου με καταγωγή από τη Βιθυνία, ο οποίος κατά τη
διάρκεια του εμφυλίου πολέμου ήταν μισθοφόρος στην υπηρεσία του μεγάλου
Δουκός Αλέξιου Απόκαυκου. Πρόκειται για τους αδελφούς Αλέξιο και Ιωάννη
οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τις δυναστικές έριδες του 14ου αι. έδρασαν
στις ακτές του Βορείου Αιγαίου, αρχικά ως μισθοφόροι του αυτοκράτορα και
αργότερα για λογαριασμό τους, καταλαμβάνοντας είτε από τους Τούρκους,
είτε από τους Σέρβους διάφορα κάστρα στην περιοχή.
Στη νότια πλευρά του οχυρωματικού περιβόλου του κάστρου υπάρχει πλίνθινη επιγραφή η οποία διαβάστηκε ως εξής: «ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ ΚΟΝΤΟΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΟΥΚΟΣ ΜΙΝΙ ΙΟΥΛΙΩ ΙΣ ΤΑΣ Η΄».
Ο Ανδρόνικος Κοντοστέφανος ταυτίζεται με τον Μεγάλο Δούκα Ανδρόνικο
Κοντοστέφανο, ανεψιό του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ (1143-1180). Με βάση την
ταύτιση αυτή, η ανέγερση του τοποθετείται στα χρόνια 1167-1170. Κατά
μια άλλη άποψη πρόκειται για τον Μεγάλο Δούκα Αλέξιο Απόκαυκο που κατά
τη διάρκεια επιχειρήσεων του εμφυλίου πολέμου το 1342 περιέπλευσε με
στόλο την ακτή του Βορείου Αιγαίου. Στο πλαίσιο αυτών των επιχειρήσεων
προέβη στη ριζική επισκευή ενός κάστρου που έλεγχε ένα από τα λίγα
λιμάνια ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, τη φύλαξη του
οποίου εμπιστεύθηκε στον μισθοφόρο Αλέξιο.
Στα 1357 με χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου η Ανακτορόπολη, η Χρυσόπολη και η Θάσος παραχωρήθηκαν με τίτλο κληρονομικότητας στον Αλέξιο που κατείχε πλέον τον τίτλο του μεγάλου Πριμηκηρίου και στον αδελφό του Ιωάννη που κατείχε τον τίτλο του Πρωτοσεβαστού.
Το κάστρο πρέπει να έπεσε στα χέρια των Οθωμανών μεταξύ 1383 και
1387. Ωστόσο, η επισκοπή Ελευθερουπόλεως παρέμεινε ως όνομα έως και το
δεύτερο μισό του 15ου αι., ο οικισμός όμως πρέπει να είχε μεταφερθεί
αλλού. Στα τέλη του 18ου αι. αναφέρεται το ορεινό χωριό Ελευθεραί,
(Λεφτέρ και Λεφτερόπολη επί Τουρκοκρατίας), σκαρφαλωμένο στους πρόποδες
των προβούνων του Συμβόλου Όρους και μακριά από τη θάλασσα. Ενδεχομένως
στη θέση αυτή να μεταφέρθηκαν από τον 16ο -17ο αι., όπως συνέβη και σε
άλλες βυζαντινές πόλεις (Πολύστυλο, Μαρώνεια, οικισμοί Θάσου), λόγω της
πειρατείας που λυμαίνονταν τα παράλια.
Παράλληλες Ιστορίες
Στην εργασία του Ισίδωρου Κακούρη με τίτλο
«ΑΝΑΚΤΟΡΟΥΠΟΛΗ-ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ» η οποία
παρουσιάστηκε το 1977 στο Α’ τοπικό συνέδριο ιστορίας, τα πρακτικά του
οποίου εκδόθηκαν το 1980 από το ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ
γίνεται μια πρώτη αποτίμηση της ιστορίας και της σημασίας της οχύρωσης.
Στο συγκεκριμένο κείμενο παρουσιάζονται μια σειρά από στοιχεία
τόσο για την πολιτική, την στρατιωτική όσο και την εκκλησιαστική ιστορία
της Ανακτορούπολης. Εκείνο που προκύπτει είναι ότι αυτό που βλέπουμε
σήμερα ως υπολείμματα φρουρίου είναι της εποχής των Κομνηνών και των
Παλαιολόγων , καθώς υπάρχουν στην μορφή των τειχών τα ιδιαίτερα
αισθητικά χαρακτηριστικά εκείνης της περιόδου στην αρχιτεκτονική των
τειχών.
Μοναδική γραπτή πηγή που έχει βρεθεί στο χώρο είναι μια επιγραφή,
στο δυτικό μέρος του Νότιου τείχους, από πλίνθους όπου σώζεται σε κακή
κατάσταση και στην οποία διαβάζουμε ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΟΥΚΩΣ ΜΙΝΙ ΙΟΥΛΙΩ ΙΣ ΤΑΣ Η.
Από αυτή την επιγραφή εξάγονται μια σειρά χρήσιμα στοιχεία που οδηγούν
τον συγγραφέα στο συμπέρασμα πως ίσως να αναφέρεται στον Ανδρόνικο
Κοντοστέφανο. Σταχυολογώντας ονόματα που συνδέθηκαν με τον έναν ή τον
άλλο τρόπο με την Ανακτορούπολη συναντάμε τον Σέρβο ηγέτη Στέφανο Δουσάν
(που όπως φαίνεται δεν μπόρεσε να την καταλάβει), τον Ιωάννη
Καντακουζηνό, τους αδελφούς Αλέξιο και Ιωάννη, μεγάλος στρατοπεδάρχης
και μεγάλος Πριμηκήριος αντίστοιχα, ιδρυτές της Μονής του Παντοκράτορα
στο Αγ. Όρος, η σύζυγος του δεύτερου Άννα Ασανίνα Κοντοστεφανίνα, τον
Ιωάννη Κοντοστέφανο κ.α. Να σημειώσουμε στο σημείο αυτό και μια
διαπίστωση του Ισίδωρου Κακούρη σύμφωνα με την οποία το φρούριο χτίστηκε
το 1167 με 1170 από έναν Κοντοστέφανο (ο Ανδρόνικος) ενώ ένας άλλος
Κοντοστέφανος (Ο Ιωάννης) ήταν ο τελευταίος βυζαντινός άρχοντας του
φρουρίου πριν πέσει στα χέρια των Οθωμανών που το αχρήστευσαν και το
έριξαν στην αφάνεια και να προσθέσουμε ότι και βοηθούντος του χρόνου
μετατράπηκε σε εργοτάξιο «παραγωγής» οικοδομικών υλικών για τους γύρω
οικισμούς...
Σημείωση "Βυζαντινών Ιστορικά"
Στον σχεδιασμό των αρχαιολόγων της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καβάλας προβλέπεται να αναστηλωθούν όλα τα επικίνδυνα σημεία της οχύρωσης και να διαμορφωθεί μια διαδρομή, από την είσοδο του κάστρου μέχρι ένα σημείο. “Βεβαίως”, όπως τονίζει η κ. Δαδάκη, “δεν θα είναι προσβάσιμο σε όλους τους χώρους. Δεν αρκεί η χρηματοδότηση, αλλά ούτε και ο χρόνος για μια τόσο μεγάλη αποκατάσταση. Εξωτερικά, όμως, το κάστρο θα είναι προσβάσιμο από κάθε πλευρά του”.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου