Οι αντιλήψεις των Βυζαντινών για την άσκηση της εξουσίας από γυναίκες (780-1056)


της Κατερίνας Νικολάου 
και της Ειρήνης Χρήστου

Εικόνα: Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (σύζυγος του Ιουστινιανού του 6ου) και οι αυλικοί της απεικονίζονται σε ψηφιδωτό στο San Vitale της  Ραβέννα, από τη Wiki


Οι ανακινητές της Εικονομαχίας κατηγόρησαν στη σύνοδο της Αγίας Σοφίας το 815 την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία, ότι το 787 αναστήλωσε τις εικόνες παρασυρμένη από γυναικεία «αφελότητα» (σ.1). Υποστήριξαν, δηλαδή, ότι η ενέργεια της αυτή οφειλόταν αποκλειστικά στην πνευματική αδυναμία των γυναικών να αντιληφθούν και να κατανοήσουν σημαντικά προβλήματα, όπως τα θεολογικά, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να αφαιρέσουν από την πράξη της Ειρήνης κάθε κύρος.



Στη διάρκεια, όμως, της ιστορικής πορείας του Βυζαντίου, και ιδιαίτερα κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο, οι περιστάσεις οδήγησαν στο ύψιστο αξίωμα της αυτοκρατορίας αρκετές γυναίκες, οι οποίες είχαν εξ ορισμού το δικαίωμα και την υποχρέωση να αποφασίζουν όχι μόνο για πολιτικά, αλλά και για εκκλησιαστικά ζητήματα. Η κριτική των χαρακτηριστικών του φύλου των αυτοκρατειρών που διοίκησαν το βυζαντινό κράτος από το 780 ως το τέλος της μακεδόνικης δυναστείας, η άνοδος τους στο θρόνο, ο τρόπος που διαχειρίστηκαν την εξουσία και, κυρίως, οι αντιδράσεις των Βυζαντινών στην άσκηση της εξουσίας από γυναίκες, όπως αυτές εκφράστηκαν στα κείμενα, είναι τα θέματα που θα μας απασχολήσουν.


Στο διάστημα αυτό οι χήρες —ή και κόρες— αυτοκρατόρων, που είτε έγιναν συμβασιλείς με τους ανήλικους γιους τους, διαδόχους του θρόνου, είτε κατείχαν μόνες τους το θρόνο, είναι:

  • η Ειρήνη η Αθηναία (780-802), σύζυγος του Λέοντα Δ’, μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ’·
  • η Θεοδώρα (842-856), σύζυγος του Θεοφίλου, μητέρα του Μιχαήλ Γ’·
  • η Ζωή Καρβονοψίνα (914-920), τέταρτη σύζυγος του Λέοντα Ç’, μητέρα του Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου·
  • η Θεοφανώ (963), σύζυγος του Ρωμανού Β’, μητέρα των Βασιλείου Β’ και Κωνσταντίνου Η’·
  • οι πορφυρογέννητες αδελφές Ζωή και Θεοδώρα (1042, 1055-1056).
Οι αυτοκράτειρες αυτές διαχειρίστηκαν την εξουσία, έδρασαν πολιτικά, και τρεις από αυτές, η Ειρήνη και οι πορφυρογέννητες Ζωή και Θεοδώρα βασίλευσαν ως άνδρες ηγεμόνες, γεγονός που στη Δύση ήταν αδιανόητο μέχρι τον ύστερο Μεσαίωνα (σ.2).


Η Ειρήνη η Αθηναία, ως συμβασιλεύς αρχικά του ανήλικου γιου της Κωνσταντίνου Ç’ (780-790, 792-797), έθεσε προσωρινό τέλος, γυναίκα αυτή, στο θέμα της Εικονομαχίας, είç αίσχύνην των προκρατησάντων αιρετικών άνδραρίων την βασιλείαν (σ.3). Αρκετό χρόνο μετά την ενηλικίωση του Κωνσταντίνου η Ειρήνη θέλησε να παραμερίσει το γιο της και να γίνει η ίδια μόνη κυρία της εξουσίας.


Εκμεταλλεύτηκε τη δυσαρέσκεια που προκάλεσε στους μοναστικούς κύκλους ο αθέμιτος δεύτερος γάμος του Κωνσταντίνου και, προκειμένου να τον αποκλείσει από το θρόνο, επέβαλε την τύφλωση του (Αύγουστος 797). Ακολουθώντας ευνοϊκή πολιτική απέναντι στην Εκκλησία και με χαριστικές πράξεις προς το λαό, κατόρθωσε να βασιλεύσει για πέντε χρόνια ως η πρώτη γυναίκα απόλυτος μονάρχης. Το 802 αξιωματούχοι με επικεφαλής το λογοθέτη του γενικού Νικηφόρο, εκμεταλλευόμενοι τη γενικότερη δυσαρέσκεια των εν τέλει αρχόντων, έγιναν με ευκολία κύριοι της κατάστασης και —παρά την αποδοκιμασία των πολιτών— ανακήρυξαν το Νικηφόρο αυτοκράτορα.
Η Ειρήνη με περηφάνια και αξιοπρέπεια δέχθηκε την αιφνίδια μεταστροφή της μοίρας (σ.4) και οδηγήθηκε στην εξορία και το μοναστήρι, όπου λίγους μήνες αργότερα πέθανε. 


Η Θεοδώρα, μετά το θάνατο του Θεοφίλου, ανέβηκε στο θρόνο μαζί με τον ανήλικο γιο της Μιχαήλ Γ’ (842) σε πλήρη ισοτιμία από άποψη πολιτειακού δικαίου με αυτόν (σ.5). Φρόντισε για την αποκατάσταση του συζύγου της στους κύκλους της Εκκλησίας (σ.6), και με την προτροπή και τη συνδρομή ικανών συμβούλων προχώρησε στην αντικατάσταση του εικονομάχου πατριάρχη Ιωάννη Γραμματικού από το Μεθόδιο και στην πανηγυρική αναστήλωση των εικόνων (843). Συνέβαλε στην επιτυχή διαχείριση των οικονομικών της αυτοκρατορίας, η οποία απέφερε τεράστια ποσά στο βασιλικό ταμείο. 


Μετά τη δολοφονία του ευνοουμένου της, Θεοκτίστου, από τον αδελφό της Βάρδα, ο οποίος την κατηγόρησε ότι επιθυμούσε να απομονώσει από την εξουσία το νόμιμο μονάρχη μετά την ενηλικίωση του, απομακρύνθηκε από τα ανάκτορα και οδηγήθηκε σε μοναστήρι.


Η Ζωή Καρβονοψίνα, αφού πέτυχε να περιορίσει τον παλαιό της αντίπαλο, πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, στα ιεραρχικά του καθήκοντα και να απομακρύνει τους υπόλοιπους επιτρόπους του ανήλικου γιου της Κωνσταντίνου Ζ’, ανέλαβε την εξουσία ως συμβασιλεύς (σ.7) (Φεβρουάριος 914). Με έμπιστους της ανθρώπους σε καίριες θέσεις διοίκησε την αυτοκρατορία και έλαβε ουσιαστικές αποφάσεις για θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής (σ.8). Μετά από εσωτερικές ταραχές ο δρουγγάριος του πλωίμου Ρωμανός Λακαπηνός κατόρθωσε να επικρατήσει, πέτυχε την απομόνωση της αυτοκράτειρας και, με την κατηγορία ότι επιδίωξε τη δολοφονία του, την έστειλε σε μοναστήρι (Αύγουστος 920).


Η Θεοφανώ αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση αυτοκράτειρας που έδρασε από το παρασκήνιο κατά σκοτεινό και αμφιλεγόμενο τρόπο. Το πεντάμηνο που μεσολάβησε ανάμεσα στο θάνατο του Ρωμανού Β’ και στην ανάδειξη του Νικηφόρου Φωκά σε αυτοκράτορα (Μάρτιος-Αύγουστος 963), η Θεοφανώ, ως επίτροπος των ανήλικων γιων της, δεν επέδειξε σημαντική πολιτική δραστηριότητα (σ.9). Πρέπει να της αναγνωρισθεί ότι, επειδή, ίσως, είχε συνείδηση της αδυναμίας της να διαχειρισθεί την αρχή, και επειδή αντιλαμβανόταν πόσο ασθενής ήταν η θέση της λόγω της υποβόσκουσας πάλης για την εξουσία, επέλεξε τους κατάλληλους ανθρώπους για αυτοκράτορες, είτε κινούμενη από προσωπικό και πολιτικό συμφέρον (περίπτωση Νικηφόρου Φωκά) είτε παρασυρμένη από τα αισθήματα της (περίπτωση Ιωάννη Τζιμισκή). 


Το τέλος της δραστηριότητας της ήταν αναπάντεχο. Ο νέος αυτοκράτορας Ιωάννης Τζιμισκής, υπό την πίεση του πατριάρχη και υπολογίζοντας τις πολιτικές επιπτώσεις από έναν ενδεχόμενο γάμο μαζί της, αθέτησε τις υποσχέσεις του και εξόρισε την αυτοκράτειρα (969), η οποία επανήλθε αργότερα στα ανάκτορα, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους γιους της (976).


Η έλλειψη πρόνοιας του θείου της Βασιλείου Β’ για τη διαδοχή του και η ως λίγο πριν από το θάνατο του αδιαφορία του πατέρα της Κωνσταντίνου Η’ έφεραν, το 1028, στο θρόνο την ήδη πενηντάχρονη πρωτότοκη Ζωή, η οποία μοιράστηκε την εξουσία με τέσσερις άνδρες, τρεις συζύγους και ένα θετό γιο.
Μετά τη λαϊκή επανάσταση που ξέσπασε υπέρ της νόμιμης δυναστείας, με αφορμή την ενέργεια του Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτη να την απομακρύνει από το παλάτι και να διατάξει να καρεί μοναχή, και αφού μεσολάβησε ένα σύντομο διάστημα συμβασιλείας με την αδελφή της Θεοδώρα (Απρίλιος-Ιούνιος 1042), τα ηνία του κράτους ανέλαβε ο τρίτος σύζυγος της, Κωνσταντίνος Μονομάχος. 


Ο θάνατος βρήκε τη Ζωή αποτραβηγμένη στο γυναικωνίτη, αδιάφορη για τις κρατικές υποθέσεις (σ.10) και για την προσωπική της αξιοπρέπεια, αμέτοχη της εξουσίας που απλόχερα της προσφέρθηκε, αλλά η ίδια δεν είχε τη ικανότητα να ασκήσει.


Η αδελφή της Θεοδώρα, μετά το θάνατο του Μονομάχου (1055), έμεινε στο θρόνο για ενάμιση χρόνο και προτίμησε, άρρενώσασα καί μη δεηθείσα παραπετάσματος (σ.11), να βασιλεύσει μόνη της.
Κοινή κατάληξη της βασιλείας των γυναικών αυτών, με την εξαίρεση των πορφυρογέννητων αδελφών, ήταν η απομάκρυνση τους από τα ανάκτορα και ο αναγκαστικός εγκλεισμός τους σε μοναστήρι. Και ήταν συνηθισμένο μεν το φαινόμενο να αποσύρεται με τη θέληση της σε μοναστήρι η βασιλομήτωρ, όταν ο ενήλικας γιος της αναλάμβανε την εξουσία και εφόσον ήταν παντρεμένος, αλλά στις παραπάνω περιπτώσεις οι αυτοκράτειρες απομακρύνθηκαν παρά τη θέληση τους, από φόβο μήπως αναμειχθούν ξανά στην εξουσία(σ.12).
*
Σε όλη τη διάρκεια της μέσης βυζαντινής περιόδου (610-1081), και αφού η συνείδηση της δυναστικής συνέχειας είχε στο μεταξύ εδραιωθεί, σε διάστημα 471 ετών προΐσταντο της αυτοκρατορίας γυναίκες σε ποσοστό χρόνου 9,3%. Στο σύνολο των 276 χρόνων, που μεσολάβησαν από το θάνατο του Λέοντα Δ’, το 780, ως το τέλος της μακεδόνικης δυναστείας (1056), άσκησαν την εξουσία έξι αυτοκράτειρες με διάρκεια βασιλείας 42 χρόνια και μερικούς μήνες (σ.13), σε ποσοστό χρόνου δηλαδή 15,3%.


Στη μακρά περίοδο των τριών αιώνων που εξετάζονται επήλθαν αλλαγές στη βυζαντινή ιδεολογία. Οι συγγραφείς, αποτυπώνοντας στα κείμενα τους τις σύγχρονες κάθε φορά αντιλήψεις σχετικά με το γυναικείο φύλο, αντιμετώπισαν τις αυτοκράτειρες —που αντιπροσώπευαν κάθε γυναικείο τύπο— άλλοτε με αυστηρότητα, υποδεικνύοντας τα λάθη και τις αδυναμίες τους, και άλλοτε με επιείκεια και κατανόηση, ανάλογα με τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούσαν και την εκκλησιαστική ή πολιτική παράταξη στην οποία οι ίδιοι ανήκαν. Απηχώντας την επίσημη άποψη αλλά και το λαϊκό αίσθημα, δεν αντιδρούσαν φανερά στο φαινόμενο να είναι γυναίκα επικεφαλής του κράτους, παρόλο που κατά τα ισχύοντα ο αυτοκράτορας ήταν εκπρόσωπος του Θεού επί της γης, ανώτατος κριτής, πηδαλιούχος της Εκκλησίας, αρχηγός του κράτους και του στρατού, ο κατέχων και εκδίδων τους νόμους· αντίθετα, η αυτοκράτειρα, σύζυγος του άνδρα ηγεμόνα, υπέκειτο σε αυτούς (σ.14). 


Οι συγγραφείς παρουσιάζουν τη δράση των αυτοκρατειρών, κατά τον ίδιο τρόπο που διηγούνται και τις πράξεις των αυτοκρατόρων, είχαν όμως ένα λόγο παραπάνω να σημειώνουν με έμφαση τα προτερήματα ή τα ελαττώματα τους (σ.15), όταν το έκριναν σκόπιμο, γιατί αυτές είχαν την ιδιότητα της γυναίκας. 


Τα αγιολογικά κείμενα, όπως είναι φυσικό, υμνούν τις δύο αναστηλώτριες των εικόνων για τη βαθιά πίστη και τις συνετές αποφάσεις τους. Παρατηρείται, ωστόσο, ότι από τα κείμενα των ιστορικών της περιόδου, με εξαίρεση τη Χρονογραφία του Ψελλού, απουσιάζουν η περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης των γυναικών αυτοκρατόρων και οι αναφορές στις ασχολίες (σ.16) ή στην προσωπική τους ζωή. Αντίθετα, από τα ίδια κείμενα γίνονται γνωστές πολλές λεπτομέρειες γύρω από την προσωπικότητα των αυτοκρατόρων και την ιδιωτική τους ζωή. 


Οι απλές αναφορές στο σωματικό κάλλος και στο ήθος των αυτοκρατειρών —όπου αυτές υπάρχουν (σ.17)— αποτελούν κοινό τόπο και απαραίτητη προϋπόθεση για την επιλογή των βασιλικών συζύγων (σ.18).


Η δυναμική άσκηση της εξουσίας από την Ειρήνη κατά τα χρόνια της συμβασιλείας της με τον Κωνσταντίνο και η απροθυμία της να αποχωρήσει από την αρχή ασφαλώς ξένισαν τους συγχρόνους, γιατί ήταν η πρώτη γυναίκα που άσκησε την εξουσία (σ.19). Τα κείμενα που έχουμε στη διάθεση μας προέρχονται κυρίως από μοναστικούς κύκλους, ευνοϊκά διακείμενους προς την αυτοκράτειρα, και προσπαθούν να δικαιολογήσουν την παρουσία της στο θρόνο. Υποστηρίζουν, λοιπόν, ότι η εξουσία που άσκησε ήταν θέλημα Θεού για να επιτευχθεί ο ύψιστος σκοπός, η ειρήνευση της Εκκλησίας (σ.20). 


Όταν ο Θεοφάνης, αναφερόμενος στην ανάληψη της εξουσίας από την Ειρήνη και τον ανήλικο Κωνσταντίνο, χρησιμοποιούσε το επίρρημα «παραδόξως» (σ.21), ήταν, όχι γιατί αυτή κατόρθωσε να πετύχει ό,τι δεν είχε πετύχει η Μαρτίνα 141 χρόνια νωρίτερα (σ.22), αλλά, γιατί συνδέει το γεγονός με τη μελλοντική κάθαρση της Εκκλησίας από τις πράξεις των εικονομάχων διά γυναικός χήρας καί παιδος ορφανού.


Οι σκοπιμότητες που εξυπηρέτησαν οι συγγραφείς της μακεδόνικης δυναστείας, αλλά και οι ικανότητες που επέδειξε η Θεοδώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων της δικαιολογούν τον έπαινο των Βυζαντινών για την αυτοκράτειρα (σ.23), καθώς και το ότι αποδόθηκαν στην ίδια ενέργειες που έγιναν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του γιου της, όπως ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων (σ.24), και αυτό προκειμένου να μειωθεί η αξία του δολοφονηθέντος από το Βασίλειο αυτοκράτορα.


Επίσης, ο νοσηρός, όπως παρουσιάζεται στα κείμενα, χαρακτήρας του Μιχαήλ δικαιολογούσε την άσκηση της εξουσίας από τη Θεοδώρα και θα αποτελούσε το άλλοθι για την ενδεχόμενη παράταση της βασιλείας της και μετά την ενηλικίωση του Μιχαήλ Γ’. Κατά τους υποστηρικτές της μακεδόνικης δυναστείας, ο Βάρδας, με τη δολοφονία του Θεοκτίστου και την απομάκρυνση της Θεοδώρας που ακολούθησε, στέρησε την αυτοκρατορία από τη χρηστή διοίκηση και την παρέδωσε στον ανίκανο Μιχαήλ (σ.25).


Κατά την άποψη των Βυζαντινών οι γυναίκες, προκειμένου να γίνουν αποδεκτές στην εξουσία, όφειλαν να αποβάλουν την αιδώ και την αδυναμία, ιδιότητες χαρακτηριστικές του φύλου τους, και να συμπεριφερθούν ως άνδρες. Έτσι, παρά τη φύση της, η Ειρήνη, αποθεμένη τήν γυναικείαν άσθένειαν (σ.26), έδρασε ως άνδρας στο θέμα της αναστήλωσης των εικόνων (σ.27), της αναγνωρίστηκ ανανδρικά προτερήματα, όταν σημείωσε επιτυχίες ή απέδειξε το θάρρος της, και αποχώρησε περήφανα από την αρχή (σ.28). 


Ανδροπρεπώς αντιμετώπισε και η Θεοδώρα τη βουλγαρική απειλή (σ.29), ο γυναικωνίτης την εποχή των πορφυρογέννητων μετατράπηκε σε χώρο λήψης αποφάσεων (σ.30), ενώ ο λαός έπεισε τη Θεοδώρα Πορφυρογέννητη να εγκατελείψει τη γυναικεία αδυναμία της προκειμένου να αναλάβει την εξουσία (σ.31). Αντίθετα, όταν οι Βυζαντινοί αδυνατούσαν να ερμηνεύσουν πράξεις των βασιλισσών ή στις περιπτώσεις που ενέργειες κατά τη διάρκεια της βασιλείας τους είχαν δυσμενείς για την αυτοκρατορία επιπτώσεις, τότε τις απέδιδαν αποκλειστικά σε ελαττώματα του φύλου τους, που δεν είχαν τη δυνατότητα να ελέγξουν.


Η Ειρήνη ώς γυνή έξαπατηθείσα δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι κακόβουλοι σύμβουλοι, που ήθελαν να ελέγχουν την εξουσία, της υπέβαλαν την ιδέα ότι ο Θεός είχε επιλέξει εκείνη να βασιλεύσει και όχι το γιο της· έχουσα δέ καί το φίλαρχον υπέκυψε στη γοητεία της εξουσίας (σ.32).


Η Θεοδώρα, επειδή καθυστέρησε την απόφαση της για την αναστήλωση των εικόνων, κατηγορήθηκε ότι αγαπούσε υπερβολικά το σύζυγο της, και ότι η αγάπη αυτή την εμπόδιζε να δώσει το προβάδισμα στα θεϊκά πράγματα έναντι των ανθρωπίνων (σ.33). Μόνο υπό την απειλή της απώλειας του λαϊκού ερείσματος και του θρόνου της (σ.34) και με τις υποδείξεις των συνεργατών της πήρε την τελική απόφαση. Αν αποδεχθεί κανείς ως κατά γράμμα αληθινές τις αντιδράσεις της στη δολοφονία του Θεοκτίστου, τότε η επιλογή του ως συμβούλου της είναι δυνατόν να εκληφθεί ως επίμεμπτα μεροληπτική. Ο θυμός της, που την οδήγησε στο σημείο να καταραστεί το γιο και τον αδελφό της (σ.35), οφειλόταν όχι μόνο στην αντίθεση της στον άδικο θάνατο του λογοθέτη αλλά και στη δυσαρέσκεια της για την πιθανή απομάκρυνση της από την εξουσία.


Μόνο, ίσως, η εύνοια ορισμένων χρονογράφων προς τη μακεδόνικη δυναστεία ή ο φόβος, επειδή έγραφαν την εποχή που ζούσε η Θεοφανώ, εμπόδισαν τη μελανότερη σκιαγράφηση του χαρακτήρα και των πράξεων της αυγούστας, για την οποία, εκτός από την αναμφισβήτητη συμμετοχή της στην έμπνευση και στο σχεδιασμό της δολοφονίας του Νικηφόρου Φωκά, μερικοί ιστορικοί υπονοούν συμμετοχή της και σε άλλες απόπειρες δολοφονιών (σ.36).


Η λεπτομερειακή εξιστόρηση της βασιλείας της Ζωής Πορφυρογέννητης από το σύγχρονο της Μιχαήλ Ψελλό, κατά την οποία η αυτοκράτειρα εμφανίζει όλα τα συμπτώματα γυναικείας αδυναμίας, αποτυπώνει ανάγλυφα την εικόνα που οι σύγχρονοι της είχαν για την ίδια προσωπικά, αλλά μαρτυρεί εξίσου την άποψη των Βυζαντινών για τις γυναίκες ως φορείς της εξουσίας. Η γνώμη του Ψελλού τόσο για τη Ζωή όσο και για τη Θεοδώρα εκφράζεται, μεταξύ άλλων, και με τις φράσεις: ουδεμιςί το φρόνημα προς αρχήν αϋταρκες’ ούτε γαρ οίκονομέϊν ηδεσαν ούτε στερροτέροις λογισμοϊς χρήσθαι περί τά πράγματα, τά πλείστα δέ τά τής γυναικωνίτιδος παίγνια τοϊς βασιλικοϊς κατεκίρνων σπουδάσμασι (σ.37). Παρόλο που, όπως η ίδια η Ζωή ισχυριζόταν, ο θείος της Βασίλειος στήριζε πολλές ελπίδες σε αυτήν (σ.38), δεν είχε ληφθεί καμία μέριμνα, ώστε η μελλοντική αυγούστα να κατανοήσει το σκοπό της ανόδου της στο θρόνο και το ρόλο που όφειλε να διαδραματίσει, με αποτέλεσμα, η αφελής αυτή γυναίκα να κληθεί να αποφασίσει για τις τύχες της αυτοκρατορίαςχωρίς να έχει επίγνωση των καθηκόντων της. 


Κατά τα 22 χρόνια που βρέθηκε στο ύψιστο αξίωμα του κράτους η Ζωή δεν κινήθηκε με γνώμονα το συμφέρον του, αλλά υπέκυψε στα πάθη και στις αδυναμίες της (σ.39) και εξαπατήθηκε από ισχυρούς συμβούλους. Αργόσχολη (σ.40), αισθανόμενη δέος μπροστά στο φόρτο των βασιλικών καθηκόντων, μοιράστηκε τα κληρονομικά της δικαιώματα. Εξέπληττε η συμπεριφορά της μέσα στα ανάκτορα, αφού φερόταν ανάρμοστα για γυναίκα και αυγούστα, και δεν τιμούσε το γάμο της ούτε σεβόταν τα σύμβολα της εξουσίας. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο πάθος της και προχώρησε στη δηλητηρίαση ή ακόμη και στο φόνο του Ρωμανού Γ’ (σ.41). Αποπειράθηκε επίσης να δηλητηριάσει τον Ιωάννη Ορφανοτρόφο, ενώ δε στάθηκε ικανή να τιμήσει το λαό της πρωτεύουσας που επαναστάτησε για χάρη της. 


Ο λαός φοβούμενος ότι η Ζωή θα υπαναχωρούσε και θα συγχωρούσε το Μιχαήλ οδήγησε τη Θεοδώρα στην εξουσία. Η σύγκρουση συντηρητικής και προοδευτικής παράταξης στα ταραγμένα χρόνια της βασιλείας των Πορφυρογέννητων αποσιωπήθηκε από τον Ψελλό και η διαμάχη μεταξύ των δύο αδελφών αποδόθηκε στη ζήλεια, στη φιλαρχία και στην αδυναμία τους να κυβερνήσουν. Τέλος, η αλόγιστη σπατάλη δημοσίου χρήματος επί Κωνσταντίνου Μονομάχου αποδόθηκε από τον ευμενώς προς τον αυτοκράτορα διακείμενο ιστορικό στην ιδιαίτερη σχέση που είχαν με το χρήμα οι τρεις γυναίκες που τον πλαισίωναν (σ.42). Έφθασε, μάλιστα, να καταλογίσει την αρχή της οικονομικής παρακμής της αυτοκρατορίας, συνάρτηση ποικίλων παραγόντων, στην αυγούστα Ζωή (σ.43). 


Ο ίδιος, υποστηρίζοντας τη νόμιμη κατοχή του θρόνου από τη Θεοδώρα, ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια της βασιλείας της, παρόλο που η ρωμαϊκή εξουσία έχασε το αρρενωπό της φρόνημα (σ.44), με μόνη εξαίρεση τον πατριάρχη Κηρουλάριο (σ.45), κανείς δεν αντέδρασε, καμία παράταξη δε συνωμότησε κατά του θρόνου, ούτε κανείς δυσανασχέτησε με τα διατάγματα που εξέδωσε η αυτοκράτειρα (σ.46). Και αυτό έρχεται σε αντίθεση με το φόβο των κρατικών λειτουργών, λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, όταν οι δύο αδελφές βρίσκονταν μόνες στο θρόνο. Τότε, οι κρατικοί λειτουργοί ανησυχούσαν μήπως, υπακούοντας στα κελεύσματα των βασιλισσών, κατηγορηθούν για καινοτομίες και αθέμιτες πράξεις, ακριβώς επειδή γυναίκες ασκούσαν την εξουσία (σ.47).


Οι περιπτώσεις της Ζωής Καρβονοψίνας και της Θεοφανούς διέφεραν από τις υπόλοιπες, γιατί αυτές απλώς διαχειρίστηκαν την εξουσία, όσο διάστημα δεν υπήρχε ενήλικας αυτοκράτορας και δεν πρόλαβαν να εκδηλώσουν μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Η Θεοφανώ μάλιστα φρόντισε γρήγορα να καλύψει το κενό με το γάμο της με έναν ισχυρό και δημοφιλή άνδρα. Ο χαρακτήρας της δεν απασχόλησε τους συγχρόνους της —σε αντίθεση με την καταγωγή της στην οποία αναφέρονται οι περισσότεροι— και μόνο οι μεταγενέστεροι την έκριναν δυσμενώς με βαρείς χαρακτηρισμούς, όπως άλλωστε και την Ειρήνη, όταν απαλλαγμένοι από σκοπιμότητα ή φόβο είχαν την ελευθερία να εκφρασθούν (σ.48).


Τέλος, οι εχθροί της αυτοκρατορίας θεώρησαν ως ευκαιρία για επίθεση τη χρονική στιγμή κατά την οποία στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης βρισκόταν γυναίκα, εκτιμώντας ότι τότε το κράτος ήταν σε αδυναμία και εκμεταλλευόμενοι ένα ασυνήθιστο φαινόμενο. Ο Βόγορις ό άρχων Βουλγαρίας, γυναίκα τής τών ‘Ρωμαίων βασιλείας άκουσας κρατεϊν, επιχείρησε να καταπατήσει συνθήκες, να κερδίσει περισσότερα εδάφη και να απειλήσει την πρωτεύουσα (σ.49). Οι Άραβες επίσης αντιμετώπισαν την ίδια αυτοκράτειρα περιφρονητικά και υποτιμητικά: Γυνή γαρ τής ‘Ρωμανίας σήμερον βασιλεύει, η ού δυνήσεται άντειπεΐν τη κελεύσει τοΰ μεγάλου πρωτοσυμβούλου (σ.50). 


Στη διάρκεια της αντιβασιλείας της Ζωής Καρβονοψίνας οι Βούλγαροι πάλι, με αρχηγό το Συμεών, λεηλατούσαν τη Θράκη, ενθαρρυμένοι από το γεγονός της επισφαλούς εξουσίας του παιδος Κωνσταντίνου και της μητέρας του (σ.51). Δεν πρέπει, όμως, να παραβλέπεται το γεγονός ότι οι εχθροί της αυτοκρατορίας ανέμεναν γενικότερα εύκολη επικράτηση σε περιπτώσεις που ο βυζαντινός θρόνος τελούσε υπό επιτροπεία (σ.52). 


Το εντυπωσιακότερο δείγμα αμφισβήτησης της ρωμαϊκής αρχής ήταν την εποχή της μονοκρατορίας της Ειρήνης, όταν ο Κάρολος ο Μέγας με τη στέψη του διεκδίκησε για λογαριασμό του τον τίτλο του αυτοκράτορα Ρωμαίων ως συνεχιστής της ρωμαϊκής παράδοσης.


Όμως, συνέβαινε συχνά αναταραχές και αμφισβητήσεις στη βυζαντινή αυλή να θεωρούνται ευκαιρία για δράση από όσους επιβουλεύονταν βυζαντινά εδάφη ή το θρόνο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Επομένως η ύπαρξη ανήλικου ηγεμόνα στην Κωνσταντινούπολη και η διαμάχη ή αστάθεια, που αυτή συνεπαγόταν, αποτελούσε ιδανική ευκαιρία για παρόμοιες απαιτήσεις.


*
Το θέμα που ενδιαφέρει είναι αν οι ίδιοι οι Βυζαντινοί αισθάνονταν αμηχανία και αδυναμία, όταν τις υποθέσεις του κράτους διαχειριζόταν η αυτοκράτειρα —είτε μόνη είτε περιβαλλόμενη από επιτρόπους— ή αν αντίθετα οι περιπτώσεις αυτές αντιμετωπίζονταν στο εσωτερικό σχεδόν φυσικά, όπως και όταν στο θρόνο βρισκόταν άνδρας ηγεμόνας. Την απάντηση δίνουν τα κείμενα, από όπου διαφαίνεται ότι οι Βυζαντινοί στην πλειονότητα τους και στην πορεία του χρόνου αντιμετώπισαν με ψυχραιμία την παρουσία των γυναικών στην εξουσία και τις αποδέχθηκαν παρόλο που η εξουσία γι’ αυτούς ήταν συνυφασμένη με την ανδρική φύση. Εκείνες που την άσκησαν με δυναμισμό και πρωτοβουλία (Ειρήνη, Θεοδώρα) σχολιάστηκαν θετικά (σ.53) και τους αναγνωρίστηκαν ανδρικά προτερήματα. 


Παρατηρείται ότι κυρίως η Ειρήνη, πρώτη γυναίκα βασιλεύς, δεν εμφανίζει κανένα συμβατικό γυναικείο χαρακτηριστικό. Η Θεοδώρα ήταν δυνατή στη σκέψη, διέθετε δηλαδή μιαν αποκλειστικά ανδρική ιδιότητα. Η Ζωή Καρβονοψίνα δεν έγινε αντικείμενο ιδιαίτερου σχολιασμού και οι συγγραφείς αρκέστηκαν στην απλή αναφορά των γεγονότων που την αφορούν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν η τέταρτη σύζυγος του Λέοντα Ç» και ότι η τεταρτογαμία του αυτοκράτορα προκάλεσε μείζονα πολιτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα και αποτέλεσε μελανό σημείο στην ιστορία της μακεδόνικης δυναστείας. 


Η Θεοφανώ, η οποία δεν ανέλαβε καμία σημαντική πρωτοβουλία αλλά ενεργούσε κυρίως στο παρασκήνιο, δεν αντιμετωπίζεται από τους ιστορικούς ως γυναίκα που κυριάρχησε στην πολιτική δράση, επομένως είναι φυσικό που της αναγνωρίζεται μόνο η φυσική ομορφιά, προκειμένου να δικαιολογηθεί ο γάμος της με τον αυτοκράτορα Ρωμανό Β’. Οι περιπτώσεις των πορφυρογέννητων αδελφών ξεχωρίζουν γιατί η θέση τους στο θρόνο ήταν διαφορετική —ήταν νόμιμες διάδοχοι του θρόνου και όχι επίτροποι γιων ή χήρες αυτοκρατόρων— και οι αντιλήψεις των Βυζαντινών του 11ου αι. σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία είχαν αλλάξει.


Θα έλεγε κανείς ότι οι βυζαντινοί συγγραφείς ανέχθηκαν την ύπαρξη γυναικών αυτοκρατόρων ως αναγκαιότητα. Αισθάνθηκαν την υποχρέωση να δικαιολογήσουν τη θέση τους στο ύψιστο αξίωμα, όταν το όφελος που απέρρεε ήταν μεγάλο (π.χ. η αναστήλωση των εικόνων) και απέφευγαν να αναφερθούν διεξοδικότερα σε αυτήν όταν δεν υπήρχε αποχρών λόγος (π.χ. Ζωή Καρβονοψίνα). Η ανεκτική στάση τους είναι αποτέλεσμα της προϊούσας αντίληψης για την αναγκαιότητα της δυναστικής συνέχειας (σ.54). Ο θεσμός της αντιβασιλείας, που διαμορφώθηκε κατά τη μέση περίοδο με συμμετοχή της βασιλομήτορος ως μοναδικής εκπροσώπου του ή ως μέλους της επιτροπείας του ανήλικου ηγεμόνα, συνέβαλε στην αποδοχή των γυναικών στην εξουσία.


Κατά τη διάρκεια της βασιλείας τους οι στάσεις και οι αναταραχές που προκλήθηκαν από φιλόδοξους σφετεριστές που διεκδικούσαν την εξουσία δεν έλειψαν. Αυτό όμως ήταν κοινό φαινόμενο και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εξουσία βρισκόταν στα χέρια άνδρα αυτοκράτορα. Οι ενέργειες των ανώτερων αξιωματούχων και μέρους του στρατού κατά την περίοδο της κυριαρχίας της Ειρήνης είχαν ως στόχο να υπερασπιστούν το δικαίωμα του ενήλικα πλέον Κωνσταντίνου Ç» να βασιλεύσει μόνος του (σ.55). Ο λαός την ίδια εποχή, ευνοημένος από τις παροχές της Ειρήνης, δε φαίνεται να συμμετείχε ενεργά στην αμφισβήτηση της εξουσίας της αυτοκράτειρας, αντίθετα επισημαίνεται από το Θεοφάνη η αντίδραση του στη στέψη του Νικηφόρου (σ.56). Στο τέλος της περιόδου που εξετάζεται, ο λαός της Βασιλεύουσας διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στη στάση που ξέσπασε υπέρ της νόμιμης δυναστείας, όταν ο Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτης επιχείρησε να απομακρύνει τη Ζωή από το παλάτι και να την αναγκάσει να καρεί μοναχή. Διεκδίκησε τις Πορφυρογέννητες ως ηγεμόνες του, αφού ήταν απόλυτα πεπεισμένος για το δικαίωμα τους να βασιλεύσουν, από τη στιγμή που δεν υπήρχε άνδρας διάδοχος (σ.57).


Γενικότερα, στη βυζαντινή κοινωνία το φαινόμενο της άσκησης της εξουσίας από γυναίκες έγινε βαθμιαία αποδεκτό, κυρίως για λόγους νομιμότητας. Η ανοχή που έδειξαν οι Βυζαντινοί στο φαινόμενο καθαυτό, όχι όμως πάντοτε και στους εκφραστές του, έρχεται σε αντίθεση με τη στάση των άλλων σύγχρονων λαών. Οι Βούλγαροι και οι Άραβες αντέδρασαν έντονα και προσπάθησαν να αποκομίσουν οφέλη, όταν στο βυζαντινό θρόνο βρισκόταν γυναίκα, επειδή θεωρούσαν τη βασιλεία της αδύναμη. Ο Κάρολος Α’ αξίωσε και πέτυχε να στεφθεί το έτος 800 αυτοκράτωρ Ρωμαίων, προβάλλοντας έτσι τον εαυτό του ως νόμιμο συνεχιστή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.



Το κείμενο αυτό αποτελεί αναπτυγμένη μορφή της ανακοίνωσης με θέμα Les conceptions des Byzantins sur l’exercice du pouvoir par des femmes (780-1056), που έγινε στο Συνέδριο «Curiosité, Savoir et Pouvoir» στη Σόφια (16-19 Μαΐου 1996).




Σημειώσεις


1. εως ‘αν το βασιΆεύειν έξ ανδρών εις γυναίκα μετέπεσε καί τη νυναικείς αφελότητι ή εκκλησία τού Θεού επημοίνετσ. P. J. ALEXANDER, The Iconoclastic Council of St. Sophia (815) and its Definition (Horos), DOP 7, 1953, App., 59, αρ. 7 [= Religious and Political History and Thought in the Byzantine Empire, Λονδίνο 1978, αρ. Vili].
Για τη γυναικεία «ασθένεια» στο Βυζάντιο και την πνευματική αδυναμία των γυναικών, βλ. Joëlle BEAUCAMP, Le statut de la femme à Byzance (4e-7e siècle), I. Le droit impérial, Παρίσι 1990, 11-13, //. Les pratiques sociales, Παρίσι 1992, 280-283. Βλ. επίσης Heleni SARADI-MENDELOVICI, A Contribution to the Study of the Byzantine Notarial Formulas: the infirmitas sexus of Women and the Sc. Velleianum, BZ 83/1, 1990, 72-90′ Η ΙΔΙΑ, L’«infirmitas sexus» présumée de la moniale byzantine: doctrine ascétique et pratique juridique, Les femmes et le monachisme byzantin. Actes du Symposium d’Athènes, 28-29 mars 1988, Αθήνα 1991, 87-97.


2. Βλ. R. HIESTAND, Eirene basileus – Die Frau als Herrscherin im Mittelalter, στο Η. HECKER (εκδ.), Der Herrscher, Leitbild und Abbild im Mittelalter und Renaissance, Ντΰσελντορφ 1990, 260, 263, 268.
3. Βίος Ιωαννικίου, AASS Nov. H/1, 335A. Πρβλ. ΕΥΩΔΙΟΥ, ΟΙ 42 μάρτυρες του Αμορίου, εκδ. Στ. ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ, Αθήνα 1989, 28, κεφ. 10.


4. θΕΟΦΑΝΗΣ, 4781-21.


5. Αικατερίνη ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Η Αντιβασιλεία εις το Βυζάντιον, Σύμμεικτα 2, 1970, 42-43.


6. Για την αποκατάσταση του Θεοφίλου και τους λόγους που την υπαγόρευσαν βλ. Α. MARKOPOULOS, The Rehabilitation of the Emperor Theophilos, στο Leslie BRUBAKER (εκδ.), Byzantium in the Ninth Century: Dead or Alive, Λονδίνο 1998, 37-49.


7. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Η Αντιβασιλεία, 55-57. Δεν τόλμησε όμως να απομακρύνει από τον πατριαρχικό θρόνο το Νικόλαο, ενέργεια που είχαν κάνει οι προκάτοχοι της Λέων C’ και Αλέξανδρος, με τους πατριάρχες Νικόλαο και Ευθύμιο αντίστοιχα. Για τη σύγκρουση Ζωής και πατριάρχη Νικολάου βλ. Patricia KARLIN HAYTER, Vita Euthymii Patriarchae CP, Βρυξέλλες 1970 [Bibliothèque de Byzantion 3], 1333-13716. Σύμφωνα με τα σχόλια της εκδότριας επρόκειτο για πραξικόπημα της αυτοκράτειρας (ό.π., 28). Για το ίδιο γεγονός πρβλ. ΣΥΝ. ΘΕΟΦΑΝΗ (έκδ. Βόννης), 3863-15· ΨΣΥΜΕΩΝ (έκδ. Βόννης), 72121- 7227 ΣΥΝ. ΓΕΩΡΓΊΟΥ ΜΟΝΑΧΟΎ (έκδ. Βόννης), 878ΐ3-879ΐ ΣκΥΛΊΤΖΗΣ (έκδ. THURN), 20132-«· ΖΩΝΑΡΑΣ III (έκδ. Βόννης), 462ΐ2-463ζ


8. ΣΥΝ. ΘΕΟΦΆΝΗ, 38623-3875, 388ι-4, 388ΐ3-ι? ΨΣΥΜΕΩΝ, 722ΐ4-ΐ8, 7233-6, 723ΐ3-ΐ8· ΣΥΝ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, 879ΐ2-ΐ9, 8805-9, 880i8-881r ΣΚΥΛΙΤΖΗΣ, 20149-20255, 20261-66, 20271-20381· βλ. επίσης, ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Η Αντιβασιλεία, 55.


9. Ο St. MASLEV, Die staatsrechtliche Stellung der byzantinischen Kaiserinnen, BS1 27, 1966, 326, παρατηρεί ότι δεν υπάρχει πληροφορία για οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα της Θεοφανούς κατά τους λίγους μήνες της αντιβασιλείας της. Για τη δυσκολία του προσδιορισμού της νομικής της ιδιότητας κατά τη διάρκεια των πέντε μηνών του έτους 963, βλ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Η Αντιβασιλεία, 62-64.


10. ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ, Χρονογραφία (έκδ. Ε. RENAUD, Michel Psellos, Chronographie, I—II, Παρίσι 1926-1928) τόμ. II, 49, κεφ. CLIXl-3: Τών μέντοιγε βασιλικών φροντίδων ούδ’ έκοινώνει τω αύτοκράτορι, αλλ ‘ έβούλετο πάντη ασχολος είναι των περί ταύτα πόνων.


11. ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ, Χρονογραφία, τόμ. II, 72, κεφ. ΙΙ2-3.


12. Η Ειρήνη (ΘΕΟΦΑΝΗς, 467ΐ7-2θ) και η Θεοδώρα [βλ. Α. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Βίος της αυτοκράτειρας Θεοδώρας {BHG 1731), Σύμμεικτα 5, 1983, 284] εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμία που έτρεφαν γι’ αυτές οι γιοι τους προκειμένου να επιστρέψουν στο παλάτι. Η Θεοφανώ ενήργησε προφανώς με τον ίδιο τρόπο, αφού επανήλθε στο παλάτι αμέσως μετά την άνοδο των γιων της στο θρόνο (ΣΚΥΛΙΤΖΗΣ, 31457-59, ΖΩΝΑΡΑΣ III, 5399-11).


13. Ειρήνη: Σεπτ. 780-Οκτ. 790, Ιαν. 792-Αύγ. 797 (Κωνσταντίνος και Ειρήνη), Αύγ. 797-Οκτ. 802. Θεοδώρα: Ιαν. 842-Μάρτ. 856. Ζωή Καρβονοψίνα: Φεβρ. 914-Μάρτ. 919. Θεοφανώ: Μάρτ.-Αύγ. 963. Ζωή και Θεοδώρα Πορφυρογέννητες: Απρ.-Ιούν. 1042. Θεοδώρα: Ιαν. 1055-Αύγ. 1056. Στη μεσοβυζαντινή περίοδο στις γυναίκες-αυτοκράτειρες που άσκησαν για κάποιο διάστημα την εξουσία πρέπει να προστεθεί και η Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα (Μάιος 1067-Δεκ. 1068, Αύγ.-Σεπτ. 1071). Η περίπτωση της Μαρτίνας είναι ιδιάζουσα, γιατί δεν είναι γνωστό αν άσκησε πραγματικά την εξουσία ανάμεσα στην άνοιξη και το Σεπτέμβριο του 641′ βλ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Η Αντιβασιλεία, 15-20. Πρβλ. τη διαφορετική άποψη της Διονυσίας ΜΙΣΙΟΥ, Η διαθήκη του Ηρακλείου Α ‘ και η κρίση του 641. Συμβολή στο πρόβλημα της διαδοχής στο Βυζάντιο, Θεσσαλονίκη 1985, 117-121, 244.


14. Βλ. W. OHNSORGE, Das Kaisertum der Eirene und die Kaiserkrönung Karls des Großen, Konstantinopel und der Okzident, Ντάρμσταντ 1966, 62-63’ Elisabeth BENSAMMAR, La titulature de l’impératrice et sa signification. Recherches sur les sources byzantines de la fin du Ville s. à la fin du Xlle s„ Byzantion 46, 1976, 289-290- Ursula Victoria BOSCH, Fragen zum Frauenkaisertum, JOB 32/2, 1982, 500· Hiestand, ό.π, 264.


15. Όταν ο ΘΕΟΦΑΝΗΣ, (47732-4784) για παράδειγμα, πλέκει το εγκώμιο της Ειρήνης, γράφει: ή δε σοφή καί θεοφιλής Ειρήνη, καίπερ όφείλουσα τω τής αθρόας μεταβολής πάθει συνέχεσθαι, ως ατε γύναιον ούσα, εφη γενναίω καί συνετώ τω φρονήματι προς τον χθες μεν δοΰλον έπίορκον, σήμερον δε μοχθηρόν καί άνασειστήν καί αναιδή τύραννον και όταν προσπαθεί να δικαιολογήσει ή να κατανοήσει τις πράξεις της, λέει: αυτή δέ ως γυνή έξαπατηθεϊσα, έχουσα δε καί το φίλαρχον, έπληροφορήθη οΰτως είναι, καί οΰκ έλογίσατο, ότι αυτοί θέλοντες διοικείν τα πράγματα τούτο προεφασίσαντο (464ΐ5-ΐ7). Για τη δυσκολία του Θεοφάνη να συμβιβάσει τις πράξεις της Ειρήνης -αφενός μεν την αναστήλωση των εικόνων και αφετέρου την εκδίωξη και τύφλωση του Κωνσταντίνου— βλ. R. J. LILIE, Byzanz unter Eirene und Konstantin VI. (780-802), Berliner Byzantinische Studien, 2, Φρανκφούρτη 1996, 292-297. Η ΣΥΝ. ΘΕΟΦΆΝΗ (171ΐ9-20) αναγνωρίζει την οξύνοια και τη σύνεση της Θεοδώρας: καί γαρ ην Ίδείν καί στοχάσασθαι δυνατή, όπως και ο συγγραφέας του αγιολογικού κειμένου Λόγος εις τήν έξορίαν τού έν άγίοις Νικηφόρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως καί ε’ις τήν μετακομιδήν τού τιμίου λειψάνου αυτού (Θ. ΙΩΆΝΝΟΥ, Μνημεία ‘Αγιολογικά Βενετία 1884, 122, κεφ. 8): ή ΰψίνους τω αντί καί ρωμαλέα ταΐς φρεσίν εκείνη βασιλίς. Βλ. επίσης, ό.π, κεφ. 7.


16. Άλλη μία εξαίρεση, και ως πράξη και ως αντικείμενο σχολιασμού, είναι η εμπορική δραστηριότητα της Θεοδώρας, συζύγου του Θεοφίλου, η οποία επίσης απασχόλησε τους βυζαντινούς συγγραφείς’ βλ. Κατερίνα ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Οι γυναίκες στο βίο και τα έργα του Θεοφίλου, Σύμμεικτα 9 (= Μνήμη Α. Ζακυθηνού], τόμ. Β’, Αθήνα 1990, 142-143, όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία. Ας σημειωθεί επίσης ο τρόπος με τον οποίο ο Ψελλός επιμένει στο γεγονός ότι η Ζωή Πορφυρογέννητη δεν καταπιανόταν καθόλου με τις αμιγώς γυναικείες ασχολίες, όπως όφειλε (βλ. τα κείμενα πιο κάτω, σημ. 40).


17. Η φυσική ομορφιά και οι ψυχικές αρετές θεωρούνταν δεδομένες για τις βυζαντινές πριγκίπισσες · βλ. Ρ. SCHREINER, Das Herrscherbild in der byzantinischen Literatur des 9. bis 11. Jahrhunderts, Saeculum 35, 1984, 149-150· Lynda GARLAND, «The Eye of the Beholder»: Byzantine Imperial Women and their Public Image from Zoe Porphyrogenita to Euphrosyne Kamaterissa Doukaina (1028-1203), Byzantion 64, 1994, 20-21, 28-29, 31. Ενώ όμως υπάρχει η τυπική αναφορά στη φυσική ομορφιά άλλων αυτοκρατειρών (π.χ. της Θεοφανούς και άλλων συζύγων αυτοκρατόρων), δεν υπάρχει αναφορά στο σωματικό κάλλος της Ειρήνης, της Θεοδώρας και της Ζωής Καρβονοψίνας (εκτός από το επίθετο που αποδόθηκε στην τελευταία και αφορά τα μάτια της). Για την Ειρήνη το γεγονός δικαιολογείται, επειδή την εξιστόρηση της βασιλείας της έχουμε από ένα μοναχό, το Θεοφάνη, και για τη Ζωή Καρβονοψίνα, επειδή οι συγγραφείς απέφυγαν να ασχοληθούν εκτενώς μαζί της εξαιτίας του σκανδάλου που προκάλεσε ο τέταρτος γάμος του Λέοντα ζ’. Η απουσία από τις ιστοριογραφικές πηγές έστω και μιας τυπικής αναφοράς στην ομορφιά της Θεοδώρας προκαλεί ερωτηματικά. Φυσικό θα ήταν να περιγράφεται ως ωραία εφόσον πήρε μέρος σε διαγωνισμό ομορφιάς [βλ. την άποψη του L. RYDÉN, The Brideshows at the Byzantine Court — History or Fiction?, Eranos 83, 1985, 175-191, ο οποίος αμφισβητεί το γεγονός του διαγωνισμού ομορφιάς για την επιλογή της Θεοδώρας (ό.π, 187-188)], όπου όλες οι υποψήφιες
ήταν έτσι κι αλλιώς ασύγκριτοι τω κάλλει και η βασική αντίπαλος της Κασιανή περιγράφεται ως κόρη ωραιότατη (ΨΣΥΜΕΩΝ, 629ΐ9) και ωραιότατη πάνυ (ΣΥΝ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, 7906). Ο Βίος της Θεοδώρας αποτελεί, όπως είναι φυσικό, εξαίρεση και η φυσική ομορφιά της αυτοκράτειρας εξαίρεται (βλ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, ό.π., 2595-10). Αντίθετα ο Βίος της Ειρήνης στερείται κάθε παρόμοιας αναφοράς, αφού έχει συνταχθεί από ανώνυμο συγγραφέα ο οποίος αναπαράγει αποσπάσματα της Χρονογραφίας του Θεοφάνη (Fr. HALKIN, Deux impératrices de Byzance. 1. La Vie de l’impératrice Sainte Irène et le second concile de Nicée en 787, An. Boll. 106, 1988, 5).


18. Βλ. μεταξύ άλλων, Linda-Marie HANS, Der Kaiser als Märchenprinz — Brautschau und Heiratspolitik in Konstantinopel, 395-882, JOB 38, 1988, 33-52· P. SCHREINER, Réflexions sur la famille impériale à Byzance (VHIe-Xe s.), Byzantion 91, 1991, 181-198. Βλ. επίσης την άποψη της Niki- Catherine COUTRAKOU, La propagande impériale byzantine. Persuasion et réaction (VIIIe-Xe siècles), Αθήνα 1994, 309 σημ. 359.


19. Ο OHNSORGE, ό.π, σελ. 64, ισχυρίζεται ότι οι Βυζαντινοί ανέχθηκαν τη μονοκρατορία της Ειρήνης όσο ζούσε ο γιος της, και την καθαίρεσαν όταν αυτός πέθανε. Ο χρόνος όμως θανάτου τουΚωνσταντίνου ζ’ δεν είναι σαφής και έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις’ βλ. τη σχετική βιβλιογραφία, Ilse ROCHOW, Byzanz im 8. Jahrhundert in der Sicht des Theophanes, Quellenkritisch – historischer Kommentar zu den Jahren 715-813, Βερολίνο 1991 [BBA 57], 268-269. Για την πραγματική ισχύ της Ειρήνης μετά την εκδίωξη του Κωνσταντίνου, βλ. την άποψη του LILIE, ό.π, 114-115, 297-304.


20. ΘΕΟΦΑΝΗΣ, 4546-12: Τούτω τφ ετει Ειρήνη ή ευσεβέστατη άμα τω υίω αυτής Κωνσταντίνω παραδόξως θεόθεν τήν βασιλείαν εγχειρίζεται μηνί Σεπτεμβρίω η’, ίνδικτιώνος δ’, ώς αν θαυμαστωθή ό θεός καί έν τούτω δια γυναικός χήρας καί παιδός ορφανού μέλλων καθαίρειν τήν άμετρον κατ’ αυτού καί τών αυτού θεραπόντων δυσσέβειαν καί πασών τών εκκλησιών τυραννίδα τού θεομάχου Κωνσταντίνου, ώς πάλαι τού διαβόλου τη άσθενεία τών αλιέων καί αγραμμάτων. Ό.π, 464ΐ2-ΐ5: έπεισαν γαρ αυτήν ώς έκ προγνωστικών πληροφορηθέντες, δτι Όύκ εστίν ώρισμένον παρά τώ θεώ κρατήσαι τον υ’ιόν σου τήν βασιλείαν, ε! μή σή εστίν, έκ θεού δεδομένη σοι’. Πρβλ. KEAPHNOΣ (έκδ. Βόννης), 213-6″ Βίος Θεοδώρου Στουδίτη, PG 99, 240Α’ ßi’oc Νικηφόρου πατριάρχου (έκδ. DE BOOR), 1465-13′ Βίος Θεοφάνους Όμολογητού (υπό Μεθοδίου) (έκδ. Β. LATYSEV, Zapiski Rossijskoj Akademii Nauk, Istoriko- Filologiceskomu otdeleniju, σειρά η’, τόμ. 13/4, Αγ. Πετρούπολη 1918), 1430-33′ ΕΦΡΑΙΜ (έκδ. OD. LAMPSIDES, CFHB 27, Αθήνα 1990), στ. 1859-1866. Το ίδιο υποστηρίζεται και για τη Θεοδώρα στο Βίο Εύαρέστου (έκδ. C. VAN DE VORST, An. Boll. 41, 1923, 301): Θεοδώρα… νεύσει θεία βασιλίς άναδείκνυται.


21. ΘΕΟΦΑΝΗΣ, 4546-9 (βλ. το πλήρες κείμενο στη σημ. 20). Βλ. Διονυσία ΜΙΣΙΟΥ, Η Ειρήνη και το «παραδόξως» του Θεοφάνη. Συμβολή στη «συνταγματική» θέση της βυζαντινής αυγούστας, Βυζαντινά 10, 1980, 144-147.


22. Μετά το θάνατο του Ηρακλείου, η Μαρτίνα παρουσίασε στους άρχοντες και στο λαό τη διαθήκη του αυτοκράτορα, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να διεκδικήσει για τον εαυτό της τον πρώτο ρόλο στην άσκηση της εξουσίας’ τινές δε τού συνεστώτος λαού άνεφώνουν προς αυτήν δτι ‘σύ μεν τιμήν έχεις ώς μήτηρ βασιλέων, ούτοι δε ώς βασιλείς καί δεσπόται’… Όύδέ γαρ βαρβάρων ή αλλοφύλων προς τα βασίλεια εισερχομένων, ω δέσποινα’ εφασκον ‘δύνασαι ύποδέχεσθαι η λόγοις άμείβεσθαι’ μηδέ δοίη θεός έν τούτω τάξεως τήν ‘Ρωμαϊκήν έλθείν πολιτείαν’: ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ‘Ιστορία Σύντομος (έκδ. C. MANGO, CFHB 13, Ουάσινγκτον 1990), κεφ. 28ι-ΐ7. Ο OHNSORGE (ό.π, 55-57) διερωτάται μήπως η θέση που εκφράζει ο πατριάρχης Νικηφόρος απηχεί ανάλογη θέση για τη βασιλεία της Ειρήνης. Πρβλ. την άποψη της ΜΙΣΙΟΥ, Η διαθήκη του Ηρακλείου, 116-117.


23. ΣΥΝ. ΘΕΟΦΑΝΗ, 165ΙΙ-12: Είχε μεν ουν ούτω τα κατά τήν δύσιν λαμπρώς τε καί έτεθρύλητο πανταχού μετά την αναστήλωση των εικόνων, ΣΚΥΛΙΤΖΗΣ, 84 82-83: ταύτα μεν καί έν προοιμίοις τη όοιδίμω Θεοδώρας καί τω ταύτης υΐώ κατεπράχθη τό κατορθώματα ΓΕΝΕΣΙΟΣ (έκδ. ίεδΜϋει,ΕΗ-ΐνΕΡΝερ – THURN), 6189-91: ‘Εν δέ τω μεταξύ χρόνω καλώς τό τής πολιτείας έκεκυβέρνητο παρά τε βασιλέως Μιχαήλ Θεοδώρας τής τούτου μητρός, μεσπευόντων τών προδηλωθέντων ανδρών πρβλ. ΕΦΡΑΙΜ, στ. 2501-3: «Εως μέν ύπήν εγκρατής αύταρχίας ή Θεοδωρώνυμος, άνασσών κλέος, ευ είχε τα πράγματα τη ‘Ρωμαΐδι.


24. ΣΥΝ. ΘΕΟΦΑΝΗ, 162ΐ3-163ΐ9- ΣKYΛΙΤΖΗΣ, 9050-9170.


25. Οι συγγραφείς όταν διαχωρίζουν την εποχή κατά την οποία η Θεοδώρα βρισκόταν στην εξουσία από εκείνη κατά την οποία ο Μιχαήλ έμεινε μόνος στο θρόνο, σημειώνουν με έμφαση πόσο λαμπρή ήταν η περίοδος της συμβασιλείας τους (βλ. σημ. 23). Για τις διαφορετικές μεθόδους που ο Γενέσιος και ο «Συνεχιστής» του Θεοφάνη χρησιμοποίησαν για την εξιστόρηση της βασιλείας του Μιχαήλ Γ’, βλ. Βασιλική ΒΛΥΣΊΔΟΥ, Οι αποκλίσεις Γενεσίου και Συνέχειας Θεοφάνη για τη βασιλεία του Μιχαήλ Γ’, Σύμμεικτα 10, 1996, 75-103, όπου και η πρόσφατη σχετική βιβλιογραφία.


26. ‘Αποθεμένη γαρ τήν γυναικείαν άσθένειαν, ήνδρίσατο κατά τής ευσέβειας. ‘Επιτάφιος εις τον οσιον Νικήταν, AASS April. Ι, Α XXVIII.


27. Βίος Νικηφόρου πατριάρχου, 1469-13: Ειρήνη, τό κραταιόφρον εκείνο καί φιλόθεον γύναιον εϊπερ γυναίκα θέμις καλείν τήν καί ανδρών τω εύσεβέί διενεγκοΰσαν φρονήματι, δι’ ης θεός τήν τότε τη έκκλησίς παρερπύσασαν δφεως δίκην σκολιωτάτην διχόνοιαν προς όρθοτομίαν οϊκτω φιλανθρωπίας συνήλασεν Βίος Θεοφάνους (υπό Νικηφόρου Σκευοφύλακος) (έκδ. DE BOOR), 1823-24: εϊπερ χρή γύναιον καλείν τήν κατ’ έχθρων καί παθών άρρενωπφ καθωπλισμένην φρονήματι- Βίος Θεοφάνους Ομολογητού (υπό Μεθοδίου), 1420: καί ήνδρείωσε τό θήλυ ειρήνη- Εφραίμ, στ. 1863-64: ώς άρρενόφρων καθελούσα παντάπαν τήν χριστομάχον είκονομαχικήν πλάνην. Αμηχανία εκφράζει το αγιολογικό κείμενο Έγκώμιον εις Νικηφόρον τής Σεβαζή [έκδ. FR. HALKIN, Byzantion 23, 1953, 23, κεφ. 5 (= Fr. HALKIN, Recherches et documents d’hagiographie byzantine, Βρυξέλλες 1971, 79, κεφ. 5)]: ευσεβών δέ ανδρών έπί τής αρχής γεγονότων, ειρήνη καθαρά κατέσχε τάς εκκλησίας καί Λ ‘Ρωμαίων απασα ταίς τής ευσέβειας κατελάμπετο χάρισι,… ΐεραί δέ εικόνες πανταχού γής άνεστηλοϋντο λαμπρότερον…, όπου η Ειρήνη δεν αναφέρεται ρητά αλλά γίνεται μόνο νύξη στο όνομα της. Πα την εικονοφιλία της Ειρήνης, βλ. Ρ. SPECK, Ikonen unter dem Kopfkissen, Mo 72, 1990, 246-253 πρβλ. για το ίδιο θέμα W. TREADGOLD, An Indirectly Preserved Source for the Reign of Leo IV, JOB 34, 1984, 69-76.


28. ΘΕΟΦΑΝΗΣ, 4781-29. Σύμφωνα με το ΣΚΥΛΙΤΖΗ (9626-28) η Θεοδώρα αποτραβήχτηκε από την εξουσία με έναν τρόπο αντάξιο σε βασιλιά: καί ή μεν βασίλεια άσπασμόν δούσα τη συγκλήτω καί πάση ενεργεία καί διοικήσει όποταξαμένη εξεισι τού παλατιού.


29. ΣΥΝ. ΘΕΟΦΑΝΗ, 1627: αλλ’ αυτή μηδέν θήλυ εννοούσα ή ανανδρον ό.π., 1629-π: ε’ι δέ μη γένηται καί έκνικήσεις με, καί ούτω σου περιέσομαι, τήν νίκην αρίδηλον έχουσα’ γυναίκα γαρ αλλ ‘ ουκ άνδρα έξεις ήττηθέντα σοτ ΓΕΝΈΣΙΟΣ, 6194-99: ή δέ βασίλισσα τούτω άνδρειοφρόνως μετά τού εαυτής στρατοπέδου άχρι Βουλγαρικής γής αύθις έπαναστεύειν έμεγαλαύχησεν ‘καί ε’ι μέν γυναίκα ήττήσειας, ουδέν σοι το νίκος προς καύχημα- ει δέ καί ΰπό ταύτης έκνικηθείης, πάσιν τό σον ήττημα καταγέλαστον’- Σκυλίτζης, 9045-48′ πρβλ. ΨΣΥΜΕΏΝ, 6648-9.
Δεν αντιμετώπισε γενναία μόνο τη βουλγαρική απειλή η Θεοδώρα αλλά σύμφωνα με το Βίο του Μιχαήλ συγκέλλου (Mary Β. CUNNINGHAM, The Life of Michael the Synkellos. Text, Translation and Commentary, Μπέλφαστ 1991 [Belfast Byzantine Texts and Translations 1], 1009-16) … μή αν άλλως ασφαλή τήν αρχήν εαυτή καταστήσασθαι και ανδρείαν εν θηλείας προσχήματι γενναιότητα έπιδείξασθαι, ει μή ϊλεων τον Θεόν δια τής τών ευσεβών δογμάτων καί τής τών σεπτών εικόνων φαιδρός άνατυπώσεως άπεργάσεται καί τους ήδη διασχισθέντας εις ενότητα μία συνάψειεν βλ. και το σχετικό σχόλιο της εκδότριας, 162 σημ. 171.


30. ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ, Χρονογραφία, τόμ. Ι, 117, κεφ. Ιι-3: Περίίσταται ουν ή βασιλεία ταΐς δυσ’ιν άδελφαϊς, καί τότε πρώτον ό καθ’ ημάς χρόνος τεθέαται γυναικωνίτιν μετασχηματισθεΐσαν ε’ις βασιλικόν βουλευτήριον.


31. ΑΤΤΑΛΕΪΑΤΗΣ (έκδ. Βόννης), 167-8: πείθουσιν γαρ αυτήν γυναικείας α’ιδοΰς καί ασθενείας έπιλελύσαθαι. Σε μεταγενέστερα χρόνια ο ΕΦΡΑΙΜ (στ. 3196-97) αναγνωρίζει στη Θεοδώρα ανδρικό σθένος: λήμ ‘ άρρενωπόν δεικνύουσα καί σθένος, ώς άρρενόφρων Δεβώρα θρυλουμένη.


32. ΘΕΟΦΑΝΗΣ, 46415-17 (το κείμενο πιο πάνω, σημ. 15). Πρβλ. ΖΩΝΑΡΑΣ III, 295ι& ΕΦΡΑΙΜ, στ. 1923-24 ΜΑΝΑΣΣΗΣ, στ. 4431-32, 4472. Βλ. Ρ. SPECK, Kaiser Konstantin VI. Die Legitimation einer fremden und der Versuch einer eigenen Herrschaft, Μόναχο 1978, 211· LILIE, ό.π, 88-99, 305-308.


33. ΓΕΝΕΣΙΟΣ, 5768-69: εϊτε δια φιλανδρίαν ίσως παράλογον, προτιμωμένην τού θεού τά ανθρώπινα


34. ΣΚΥΛΙΤΖΗΣ, 8345-50: ταύτα δέ εκείνης ειπούσης ταχείαν ήπείλησεν αύτη καταστροφήν τής ζωής καί τής βασιλείας έ’κπτωσιν, καί ούκ αύτη μόνον, αλλά καί τφ ταύτης υΐφ, ει μή τον θείον κόσμον τών ιερών εικόνων άποδοίη ταΐς έκκλησίαις. τούτου τοις λόγοις εΐτ’ έκδειματωθέίσα, είτε καί άλλως άρεσκομένη, ώς εΐπομεν, ή βασιλίς όλη τού έργου γίνετατ ΓΕΝΕΣΙΟΣ, 5773-76: κατηπείλησε σωφρόνως ό Μανουήλ, ώς ‘εϊπερ τών εικόνων μή φροντίσειας άναμορφής τε καί προσκυνήσεως, έτέρως τά τής εύνοιας ή αυτής τής βασιλείας, θεού εύδοκοΰντος, διατεθήσεται’.


35. ΣΥΝ. ΘΕΟΦΑΝΗ, 1715-21, και ΓΕΝΕΣΙΟΣ 6249-6352. Ο ΨΣΥΜΕΩΝ (65718-65821) προσθέτει ότι η Θεοδώρα σχεδίασε και τη δολοφονία του Βάρδα, αλλά η απόπειρα απέτυχε: roöro μαθούσα Θεοδώρα ήγανάκτησε κατά τού βασιλέως καί τών άλλων οϊ τον φόνον κατειργάσαντο, καταβοωμένη αυτών, άλλα καί φωνή βριαρά καταπτοηθείσα θρηνωδώς θαλαμεύεται:.. τού δέ Μιχαήλ παντί τρόπω μηχανωμένου τήν μητέρα έξιλεώσασθαι αυτή απαρηγόρητος εμεινεν… τότε δή καί ύπό τής συγκλήτου πάσης αναγορεύεται καί αύτοκρατορεί… εφ’ οίς ή μήτηρ αυτού λυπουμένη ώς διατασσομένη, αλλά μήν καί δια τήν αδικον σφαγήν Θεοκτίστου, έχθρα ην άναμέσον αυτών άσπονδος, κατάγει τοίνυν καί αυτήν εις τά Γαστρίσήτις τη άθυμψ καταβαπτισθείσα τον νουν, καί ΰπ’ εκπλήξεως άφαιρεθείσα καί τό φρονείν, άναξίαν εαυτή συσκευάζει κατά Βάρδα βουλήν, … όπως άναιρήσουσιν αυτόν. Πρβλ. ΣΥΝ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, 822ΐ9 82323. Αντίθετα η ΣΥΝ. ΘΕΟΦΑΝΗ (17ΐ20-2ΐ) και ο ΣΚΥΛΙΤΖΗΣ (95ΐ2-96ΐ4) υπογραμμίζουν ότι η Θεοδώρα δεν είχε την πρόθεση να εκδικηθεί, φόνους τών ανθρώπων καί ομοφύλων βλάβας έκφεύγουσα (ΣΥΝ. ΘΕΟΦΑΝΗ, ό.π). Ο ΓΕΝΕΣΙΟΣ (6363-65) σημειώνει ότι αν μετά τη σύλληψη του ο Θεόκτιστος παρέμενε στη ζωή, η Θεοδώρα θα υποκινούσε στάση υπέρ αυτού (έπανάστασις εσται παρά δεσποίνης δυσφόρητος).


36. Απόπειρα δηλητηρίασης του Κωνσταντίνου Ζ’ από το Ρωμανό Β’ με τη συνεργεία της Θεοφανούς: ΣΚΥΛΤΖΗΣ, 24653-63, ΖΩΝΑΡΑΣ III, 4888-18. Δηλητηρίαση (;) του Ρωμανού Β’: ΛΕΩΝ ΔΙΑΚΟΝΟΣ (έκδ. Βόννης), 30ΐ9-3ΐ5. Αιφνίδιος θάνατος του Στεφάνου, γιου του Ρωμανού Α’: Σκυλίτζης, 25569-72, ΖΩΝΑΡΑΣ III, 4952-6.


37. ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ, Χρονογραφία, τόμ. Ι, 119, κεφ. V3-6.


38. ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ, Χρονογραφία, τόμ. Ι, 99, κεφ. ΧΧΠΐ8-ΐ9: καί μεγάλας επ’ εμοι τός τών πραγμάτων εκβάσεις έκέκτησο.


39. Ο Ψελλός επικρίνει αυστηρά τον τρόπο με τον οποίο η Ζωή επέλεγε κάθε φορά το μέλλοντα αυτοκράτορα, υποστηρίζει, μάλιστα, ότι όταν επρόκειτο να συμβασιλεύσει με τη Θεοδώρα βούλοιτ’ αν ασμένως τών περί τον ίππώνά τίνα έπί τού βασιλείου θρόνου θεάσασθαι ή τήν άδελφήν κοινωνήσουσαν αύτη τής αρχής, ό.π, 113, κεφ. XLVI2-4. Η επιλογή του Μιχαήλ Δ’ οφειλόταν αποκλειστικά στο πάθος της, ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ, Χρονογραφία, τόμ. Ι, 53, κεφ. Ιΐ4: ού λογισμφ άλλα πάθει τον άνδρα κρίνουσα πρβλ. ΣΚΥΛΙΤΖΗΣ, 39213-16 και ΜΙΧΑΉΛ ΨΕΛΛΟΣ, Χρονογραφία, τόμ. Ι, 53, κεφ. 19-17. Βλ. και Angeliki LAIOU, Imperial Marriages and Their Critics in the Eleventh Century: The Case of Skylitzes, DOP 46, 1992, 165-176.


40. ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ, Χρονογραφία, τόμ. Ι, 148, κεφ. LXIVl-3: ‘Εκείνη γυναικείων μέν παντάπασιν έργων άπείχετο, οΰτε γαρ άτράκτω ποτέ τάς χείρας ήσχόλησεν, ούτε Ίστουργείν έπεβάλλετο, ούτε άλλου τινός έπεβάλλετο ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ, Χρονογραφία, τόμ. II, 49, κεφ. CLIX3-5: ουδέ τών όσα γυναίκας περί αυτά άσχολεί, ίστόν φημι καί ήλακάτην καί έριον καί τό ύφαίνειν, ουδέ τούτων έφρόντιζεν).


41.0 Ψελλός εκφράζει αμφιβολίες για τη συμμετοχή της ίδιας και του Μιχαήλ Δ’ στη δολοφονία (ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ, Χρονογραφία, τόμ. Ι, 50-51, κεφ. XXVIi-9), ενώ ο Σκυλίτζης βαρύνει με την πράξη αυτή roùç περί τον Μιχαήλ (ΣΚΥΛΊΤΖΗΣ, 39093-94) και ιδιαίτερα τον Ιωάννη Ορφανοτρόφο (ΣΚΥΛΊΤΖΗΣ, 41552-56).


42. ΜΙΧΑΉΛ ΨΕΛΛΟΣ, Χρονογραφία, τόμ. Ι, 147, κεφ. LXIIi-LXIIIs.


43. Ο Ψελλός υποστηρίζει ότι η Ζωή κατασπατάλησε το δημόσιο χρήμα (Χρονογραφία, II, 49, κεφ. CLVIIIl-4 και 50, κεφ. CLX9-10), ενώ ο ΣΚΥΛΤΖΗΣ (47655-57) καταλογίζει στον Κωνσταντίνο την αρχή της οικονομικής παρακμής της αυτοκρατορίας: δτι περ έξ εκείνου τού βασιλέως καί τής εκείνου ασωτίας καί σαλακωνείας τό ‘Ρωμαίων ήρξατο φθίνειν πράγματα.


44. ΜΙΧΑΉΛ ΨΕΛΛΟΣ, Χρονογραφία, τόμ. II, 73, κεφ. IVl-2: «Οτι μέν ούν απρεπές έδοξε ξύμπασιν έξ αρρενωπότερου φρονήματος έκθηλυνθήναι τήν ‘Ρωμαίων αρχήν.


45. ΜΙΧΑΉΛ ΨΕΛΛΟΣ, Χρονογραφία, τόμ. II, 80, κεφ. XVII7-8: ιό δυσανασχετέϊν κάκέϊνον [Μιχαήλ]
υπό γυναικί τά ‘Ρωμαίων άγεσθαι πράγματα


46. ΜΙΧΑΉΛ ΨΕΛΛΟΣ, Χρονογραφία, τόμ. II, 73, κεφ. IV4-5.


47. ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ, Χρονογραφία, τόμ. Ι, 117-118, κεφ. ΙΙ6-9.


48. Μόνο η ΣΥΝ. ΘΕΟΦΑΝΗ (4588-13) για ευνόητους λόγους (Αικατερίνη ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία, τόμ. Β2: 867-1081, Θεσσαλονίκη 19972, 110) εξαίρει το χαρακτήρα της Θεοφανούς (κοσμίαν δέ τη ψυχή] και την ευγενική καταγωγή της (πρβλ. επίσης το απόσπασμα του Vat. Gr. 163, έκδ. Α. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Σύμμεικτα 3, 1979, 94ΐ-3), ενώ οι άλλοι ιστορικοί αναφέρονται, αντίθετα, στην ταπεινή καταγωγή και εξαίρουν την ομορφιά της: ΛΕΩΝ ΔΙΑΚΟΝΟΣ 31ιτ-ΐ3, 4922-23′ ΣΚΥΛΊΤΖΗΣ, 24083-86′ ΖΩΝΑΡΆΣ III, 4855-10. Ο ΜΑΝΑΣΣΉΣ (στ. 5851- 67) τής αποδίδει βαρύτατους χαρακτηρισμούς και ο ΓΛΥΚΑΣ (57214-18) κρίνει τη συμπεριφορά της. Στην Ειρήνη ο ΜΑΝΑΣΣΗΣ (στ. 4441-46, 4472-81) αποδίδει επίθετα άγριων θηρίων, και, σύμφωνα με τα κείμενα, από τους εικονομάχους της δεύτερης φάσης της Εικονομαχίας αποκαλείται «Παρδώ» και «Θυάς» (ΣΥΝ. ΘΕΟΦΑΝΗ, 2621-273′ ΓΕΝΕΣΙΟΣ, 1025-1130′ ΣΚΥΛΙΤΖΗΣ, 1464-70).


49. «Ο γε μήν άρχων Βουλγαρίας (Βώγωρις ούτος ην) θρασύτερον έξεφέρετο γυναίκα τής βασιλείας κρατεϊν διακηκοώς. ΣΥΝ. ΘΕΟΦΑΝΗ, 1623-4’ Βόγορις ό άρχων Βουλγαρίας, γυναίκα τής τών ‘Ρωμαίων βασιλείας άκουσας κρατεϊν, δηλοϊ αύτη καταλύειν τός συνθήκας καί προς ‘Ρωμαίους έκστρατεύειν. ΨΣΥΜΕΩΝ, 6645-8.


50. ΕΥΩΔΊΟΥ, ΟΙ 42 μάρτυρες του Αμορίου, 66, κεφ. 35.


51. ΛΕΩΝ ΔΙΑΚΟΝΟΣ, 1232-7′ πρβλ. ΣΥΝ. ΘΕΟΦΑΝΗ, 38623-387Ι και ΣΚΥΛΙΤΖΗΣ, 20149-51.


52. Βλ. π.χ., όταν ο πατριάρχης Νικόλαος και οι άλλοι επίτροποι ασκούσαν την εξουσία, ο Συμεών ώς μή βασιλέως έπιστατούντος τοϊς πράγμασι, ραδίως έλπίσας κρατήσαι τής βασιλίδος τών πόλεων…: ΖΩΝΑΡΑΣ III, 46114-18.


53. Την υπεράσπιση της Ειρήνης ανέλαβαν οι εικονόφιλοι συγγραφείς και κυρίως ο Θεόδωρος Στουδίτης και ο πατριάρχης Μεθόδιος, οι οποίοι την ύμνησαν και δε δίστασαν να την απαλλάξουν από το κρίμα της, την τύφλωση του γιου της, και να θεωρήσουν θέλημα Θεού τη μονοκρατορία της, αφού η εκ μέρους της αναστήλωση των εικόνων και ο μοιχικός γάμος του Κωνσταντίνου την απάλλασσε από τις αμαρτίες της, βλ. Επιστολή Θεοδώρου Στουδίτη (έκδ. G. FATOUROS, Theodor! Studitae Epistulae, Βερολίνο 1992, CFHB 31/1-2) αρ. Ύ βλ. επίσης 150*, σημ. 40, Επιστολή αρ. 31, 8646-48, Επιστολή αρ.
443- Βίος Θεοφάνους του ομολογητού (υπό Μεθοδίου), 13.30-155. Ο ΘΕΟΦΑΝΗΣ (46817-21) θεωρεί την τύφλωση του Κωνσταντίνου ως τιμωρία για τις βίαιες πράξεις του εναντίον των θείων του και των άλλων επαναστατών πρβλ. Βίος Θεοδώρου Στουδίτη, PG 99, 141Α-Β, 256D- Βίος ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΗ (έκδ. Β. LATYSEV), Viz. Vrem. 21, 1914, 26925-28. 0 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ (έκδ. DE BOOR), 7714-6, υποστηρίζει ότι η Ειρήνη δεν γνώριζε καν την πρόθεση των ανθρώπων που συνέλαβαν τον Κωνσταντίνο να τον τυφλώσουν. Αντίθετα, ο ΚΕΛΡΗΝΟΣ, 279-15 (πρβλ. 2819-22, 2918-23), και ο ΖΩΝΑΡΑΣ, III, 2982-10, θεωρούν την αυτοκράτειρα υπαίτιο όχι μόνο για την τύφλωση αλλά και για το θάνατο του Κωνσταντίνου. Για τη Θεοδώρα, βλ. σημ. 23.


54. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Η Αντιβασιλεία, 127- Η ΙΔΙΑ, Βυζαντινή Ιστορία, τόμ. Β1, 610-867, Θεσσαλονίκη
19932, 246.


55. Για τις στάσεις εναντίον της Ειρήνης, κατά τα είκοσι δύο έτη που κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή, και την αιτιολόγηση για πολλές από αυτές, βλ. LILIE, ό.π, 78-115, ιδιαίτ. 112-115.α


56. ΘΕΟΦΑΝΗΣ, 47625-27: συνήλθε δέ άπαν τό πλήθος τής πόλεως, καί πάντες έπ’ι τοϊς πραττομένοις έδυσχέραινον έπαρώμενοι τον στέφοντα καί τον στεφόμενον καί τους τούτοις συγχαίροντας. Πιθανόν, ο Θεοφάνης να τοποθετεί λίγα χρόνια νωρίτερα, στη στέψη του Νικηφόρου, τη δυσαρέσκεια των πολιτών για τη σκληρή δημοσιονομική πολιτική που ακολούθησε ο αυτοκράτορας, αντίθετα από τις γενναιόδωρες παροχές της Ειρήνης.
Παρουσία «λαού» αναφέρεται στη στάση των συγγενών του Λέοντα Δ’ εναντίον της Ειρήνης, τον Οκτώβριο του 797, όταν συνελήφθησαν στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, όπου είχαν καταφύγει, και εξορίστηκαν: ΘΕΟΦΑΝΗΣ, 473ΙΙ-18′ ΓΕΩΡΠΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ, 771l0-l7. Από το απόσπασμα του Θεοφάνη δεν προκύπτει σαφώς ότι ο λαός υποστήριζε τους στασιαστές, ενώ αντίθετα ο Γεώργιος Μοναχός το αναφέρει ρητά (καί λαον πολύν συγκινήσαντες), παρόλο που τελικά μηδενός αύτοϊς προσχόντος. Αντίθετα στην αναγόρευση του Νικηφόρου σε αυτοκράτορα ο λαός αντέδρασε δυσμενώς, επειδή προφανώς είχε ευνοηθεί προηγουμένως από τις δωρεές της Ειρήνης. Για τη δυνατότητα αντίδρασης του λαού βλ. την άποψη του Fr. WlNffiLMANN, Byzanz zur Zeit der Kaiserin Eirene, Klio 62, 1980, 631, και τις επιφυλάξεις που διατυπώνει για τη συμπεριφορά του πλήθους τής πόλεως στη στέψη του Νικηφόρου ο LlLE, ό.π., 280-1 και σημ. 179.


57. Τα λόγια, που οι Βυζαντινοί συγγραφείς βάζουν στο στόμα του λαού κατά τη διάρκεια της στάσης, είναι αποκαλυπτικά: ΣΚΥΛΙΤΖΗΣ, 41826-28: ημείς σταυροπάτην καλαφάτην βασιλέα ού θέλομεν, άλλα τήν άρχέγονον και κληρονόμον και ήμετέραν μητέρα Ζωήν ΜΙΧΑΉΛ ΨεΛΛΟς, Χρονογραφία, τόμ. Ι, 67, κεφ. ΧΧΙΙ15-17: δτι κατά κλήρον ή βασιλεία τη βασιλίδι προήκται, καί τό σύμπαν εύνοϊκώτερον προς αυτήν εσχηκεν, ατε γυναίκα καί κληρονόμον τού κράτους ό.π., 102, κεφ. XXVIii-i3: ή τού ξύμπαντος γένους δεσπότις, ή τον κλήρον τής βασιλείας έννομώτατα έχουσα, ης καί ό πατήρ βασιλεύς καί ό εκείνον φύς καί ό τούτον αύθις άποτεκών. Μερικά χρόνια αργότερα ο λαός εξέφρασε επίσης τη θέληση του να βλέπει στο πλευρό του Κωνσταντίνου του Μονομάχου, στην κεφαλή της αυτοκρατορίας, τις δύο αδελφές, τις «μάννες» του, και όχι τη Σκλήραινα, την ερωμένη του αυτοκράτορα: ΣΚΥΛΙΤΖΗΣ, 43458-59: έξηχήθη φωνή άπα μέσου τού πλήθους- ‘ήμεϊς τήν Σκλήραιναν βασίλισσαν ού θέλομεν, ουδέ δι’ αυτήν α! μάνναι ημών α! πορφυρογέννητοι Ζωή τε καί Θεοδώρα θανοΰνταϊ.



Πηγή: Βυζαντινά Σύμμεικτα (αρχείο σε μορφή .pdf)



ΠΗΓΗ







DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him