ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Σ.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ
Αἱ χῶραι εἰς τὰς
ὁποίας ἀνεπτύχθη κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὁ πολιτισμός, εἶναι ἡ Μεσοποταμία, ἡ
Αἴγυπτος, ἡ Κίνα, αἱ Ἰνδίαι καὶ ἡ Ἑλλάς.
1. Ἡ Μεσοποταμία
Ἐκ τῶν
ἀρχαιολογικῶν ἀνασκαφῶν τῆς Μεσοποταμίας συνάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι κατὰ τὸ
τέλος τῆς τετάρτης χιλιετηρίδος π.Χ. (περὶ τὸ 3200 π.Χ.) εἶχεν ἀναπτυχθῆ ἐκεῖ
σπουδαῖος πολτισμός (οἰκίαι, ναοί, διώρυχες, κεραμευτικὴ τέχνη, χρωματισμένα μωσαϊκὰ
μὲ γεωμετρικὰ σχεδιάσματα, γραφὴ δι’ εἰκόνων). Ὁ πολιτισμὸς οὗτος ἀποδίδεται
εἰς τὸν λαὸν τῶν Σουμερίων, ὅστις δὲν ἦτο σημιτικῆς καταγωγῆς.
Περὶ τὸ 2000 π.Χ.
οἱ Σημῖται Βαβυλώνιοι κατέλυσαν τὸ Κράτος τῶν Σουμερίων, παρέλαβον ὅμως παρ’
αὐτῶν πλεῖστα πολιτιστικὰ στοιχεῖα. Ὑπὸ τὴν Δυναστείαν ἰδίως τοῦ Χαμουραμπὶ
(περίπου 1704-1662 π.Χ.) οἱ Βαβυλώνιοι ἐπετέλεσαν μεγάλας προόδους εἰς ὅλα τὰ
πεδία τοῦ πολιτισμοῦ. Πρὸ δεκαετηρίδων τινῶν εὑρέθησαν εἰς τὴν Μεσοποταμίαν
ἐνεπίγραφοι πινακίδες, εἰς τὰς ὁποίας ἔχουσι χαραχθῆ διὰ σφηνοειδοῦς γραφῆς
νόμοι, συμβόλαια, ἀστρονομικαὶ παρατηρήσεις, ὕμνοι θρησκευτικοί, ἀριθμητικαί
τινες καὶ γεωμετρικαὶ προτάσεις. Ἡ ἀνάγνωσις τῶν προτάσεων τούτων ὡδήγησε
πολλοὺς εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ Βαβυλώνιοι ἐγνώριζον, μεταξὺ ἄλλων μαθηματικῶν,
καὶ τὸ Πυθαγόρειον θεώρημα καὶ ὅτι συνεπῶς οἱ Ἕλληνες ἐδιδάχθησαν αὐτὸ παρὰ τῶν
Βαβυλωνίων.
Τὸ συμπέρασμα
τοῦτο δὲν ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν πραγματικότητα, διότι πλεῖσται ἐκ τῶν ἀνωτέρω
ἐνεπιγράφων πινακίδων προέρχονται ἐξ ἀρχαιοκαπηλείας καὶ κατὰ συνέπειαν εἶναι
ἀδύνατον νὰ καθορισθῇ ὁ τόπος τῆς προελεύσεώς των καὶ τὸ ἀρχαιολογικὸν στρῶμα
ἐκ τοῦ ὁποίου ἐξήχθησαν καὶ ἑπομένως ὁ χρόνος τῆς γραφῆς των. Θεωρεῖται πολὺ
πιθανόν, ὅτι αἱ μαθηματικαὶ αὗται γνώσεις τῶν Βαβυλωνίων κατεγράφησαν κατὰ τὴν
ἐποχὴν τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, εἶναι δηλ. αὗται γνώσεις ἑλληνικῆς προελεύσεως.
Τὰ ἀστρονομικὰ
ὅμως ἐπιτεύγματα τῶν Σουμερίων καὶ τῶν μεταγενεστέρων τούτων Βαβυλωνίων
θεωροῦνται σημαντικά. Ἡ διαίρεσις τοῦ κύκλου εἰς 360 μοίρας καὶ τοῦ
ἡμερονυκτίου εἰς 24 ὥρας εἶναι ἐπινοήσεις τῶν Βαβυλωνίων. Ἡ χρησιμοποίησις παρ’
ὅλου τοῦ πεπολιτισμένου κόσμου τοῦ ἀριθμοῦ 12 εἰς τὰ ὡρολόγια προέρχεται ἐπίσης
ἐκ τῶν Βαβυλωνίων. Ἐκ τῶν εὑρεθέντων ἐρειπίων τῶν ἀνακτόρων τῆς Βαβυλῶνος
φαίνεται, ὅτι καὶ ἡ ἀρχιτεκτονικὴ κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην (1700 π.Χ.) ἦτο λίαν
ἀνεπτυγμένη.
2. Ἡ Αἴγυπτος
Εἰς τὴν Αἴγυπτον
ἔχομεν ἀρχαιότατα δείγματα πολιτισμοῦ διάφορα κτερίσματα ἐκ τῶν εὑρεθέντων
τάφων τῶν Φαραώ, τὰς Πυραμίδας καὶ ἐρείπια ἀνακτόρων ἀναγομένων εἰς τὴν τρίτην
χιλιετηρίδα π.Χ. Ἐκ τούτων καταφαίνεται ὁ μέγας βαθμὸς πολιτισμοῦ τῆς ἀρχαίας
Αἰγύπτου καὶ ἐκ τῶν ἔργων τέχνης, ἰδίως τῆς γλυπτικῆς, ἡ συγγένεια τοῦ
πολιτισμοῦ τούτου πρὸς τὸν βαβυλωνιακὸν πολιτισμόν.
Πρὸ δεκάδων τινῶν
ἐτῶν ἀνεκαλύφθη ἐν Αἰγύπτῳ πάπυρος περιέχων ἀριθμητικὰς καὶ γεωμετρικὰς
προτάσεις, γραφείσας ὑπὸ τοῦ μαθηματικοῦ Ἄμες (Ahmes) περὶ τὸ 1700 π.Χ. Ὁ
πάπυρος οὗτος φυλάσσεται εἰς τὸ Ἀρχαιολογικὸν Μουσεῖον τοῦ Λονδίνου καὶ φέρεται
ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἀγοράσαντος αὐτὸν Ἄγγλου Ῥὶντ (Rhind). Κατὰ τὴν ἐποχὴν καθ’ ἣν
ἐγράφη ὁ παλαιὸς οὗτος αἰγυπτιακὸς πάπυρος, ἤκμαζεν ἡ Τίρυνς (εἰς τὴν Ἀργολικὴν
πεδιάδα), τῆς ὁποίας τὰ ἀνάκτορα μαρτυροῦσι τὴν ὕπαρξιν μεγάλου Ἑλληνικοῦ
πολιτισμοῦ. Αἱ εἰς τὸν πάπυρον τοῦ Ῥὶντ περιεχόμεναι μαθηματικαὶ προτάσεις
εἶναι ἐμπειρικῆς μορφῆς, ὡς καὶ αἱ μαθηματικαὶ προτάσεις αἱ περιεχόμεναι εἰς
τὰς εὑρεθείσας ἐν Μεσοποταμίᾳ ἐνεπιγράφους πινακίδας τῶν Βαβυλωνίων.
Οἱ Αἰγύπτιοι εἶχον
δύο γραφάς: τὴν ἱερογλυφικήν, ἥτις ἐχρησιμοποιεῖτο εἰς τὴν ἐπίσημον
καθαρεύουσαν γλῶσσαν, καὶ τὴν κοινὴν διὰ τὴν καθο μιλουμένην γλῶσσαν τοῦ λαοῦ
καὶ τῶν ἀπαιδεύτων Αἰγυπτίων (τοῦ Αἰγυπτιακοῦ ὄχλου, κατὰ τὸν Πλάτωνα). Ἐπὶ
μακρὸν χρόνον αἱ αἰγυπτιακαὶ ἐπιγραφαὶ παρέμενον ἀνερμήνευτοι. Κατὰ τὸ 1799,
ὅτε ὁ Ναπολέων Βοναπάρτης ἐξεστράτευσε κατὰ τῆς Αἰγύπτου, εὑρέθη ὑπὸ Γάλλου
ἀρχαιολόγου, ὅστις συνώδευεν αὐτὸν κατὰ τὴν ἐκστρατείαν ἐκείνην, ἐνεπίγραφος
πλὰξ περιέχουσα τὰς αὐτὰς γραμμὰς κειμένου εἰς τρεῖς γλώσσας: 1) εἰς τὴν
καθαρεύουσαν ἐπίσημον αἰγυπτιακὴν γλῶσσαν, 2) εἰς τὴν δημοτικὴν αἰγυπτιακὴν τοῦ
ἀπαιδεύτου ὄχλου καὶ 3) εἰς τὴν ἑλληνικήν. Παρὰ ταῦτα, μόλις κατὰ τὸ 1822
κατωρθώθη ἡ ἀνάγνωσις τῶν δύο τούτων εἰδῶν αἰγυπτιακῆς γραφῆς καὶ αὕτη ὄχι
πλήρως.
3. Αἱ Ἰνδίαι
Ὡς ἀρχαιότερον ἐκ
τῶν διασωθέντων χειρογράφων θεωρεῖται τὸ περιέχον τὰς Ἰνδικὰς Βέδας. (Ἡ λέξις
Βέδαι εἶναι σανσκριτικὴ καὶ σημαίνει γνώσεις). Αἱ Ἰνδικαὶ Βέδαι εἶναι βιβλία
θρησκευτικοῦ καὶ φιλοσοφικοῦ περιεχομένου. Θεωρεῖται ὅτι ἐγράφησαν περὶ τὸ
2000-1500 π.Χ. Ἡ γλῶσσα εἰς τὴν ὁποίαν ἔχουσι γραφῆ αἱ Βέδαι εἶναι ἡ
σανσκριτικὴ, ἡ ὁποία κατὰ τὴν συγκριτικὴν γλωσσολογίαν θεωρεῖται ἡ μήτηρ τῶν
εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν.
Εἰς τοὺς Ἰνδοὺς
ὀφείλεται ἡ ἐπινόησις τῶν συμβόλων δι’ ὧν παρίστανται οἱ ἀριθμοί, τὰ ὁποῖα διὰ
τῶν Ἀράβων μετεδόθησαν εἰς τὴν Εὐρώπην, δι’ ὃ καὶ ὀνομάζονται ἀραβικοὶ ἀριθμοί.
(Τὸ σύμβολον διὰ τὸ μηδὲν (0) ἐπενοήθη ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων).
4. Ἡ Κίνα
Καὶ ὁ πολιτισμὸς
τῆς Κίνας θεωρεῖται ἐξ ἴσου παλαιὸς ὡς καὶ ὁ τῆς Μεσοποταμίας, τῆς Αἰγύπτου καὶ
τῆς Ἑλλάδος. Πολλοὺς αἰῶνας π.Χ. οἱ Κινέζοι ἐγνώριζον γραφήν, τῆς ὁποίας τὰ
γράμματα ἦσαν σύμβολα ζῴων, φυτῶν κλπ. καὶ εἶχον τὴν ἔννοιαν λέξεων. Τὴν γραφὴν
ταύτην διατηροῦσιν οὗτοι μέχρι σήμερον. Οἱ Κινέζοι, φαίνεται, ὅτι ἐγνώριζον τὴν
πυξίδα καὶ τὴν πυρίτιδα κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνας π.Χ.
5. Ἡ Ἑλλάς
Τὰ στοιχεῖα τοῦ
πρώτου Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ συνάγομεν ἐκ τῶν ἀρχαιολογικῶν εὑρημάτων τοῦ
Ὀρχομενοῦ (6000 περίπου π.Χ.), τῆς παλαιᾶς Κορίνθου καὶ τῆς Χαιρωνείας
(4000-3000π.Χ.), τῆς Τίρυνθος (1700 π.Χ.), τῆς Κρήτης, τῶν Μυκηνῶν καὶ τῆς
Πύλου (1600-1200 π.Χ.).
Τὰ ἔπη τοῦ Ὁμήρου,
τὰ ὁποῖα εἶναι τὸ ὕψιστον καὶ ἀνυπέρβλητον ποιητικὸν δημιούργημα τοῦ ἀνθρωπίνου
πνεύματος, συνηγοροῦσιν ὑπὲρ τῆς ἐπόψεως ὅτι κατὰ τὴν Ὁμηρικὴν ἐποχήν, ἡ ὁποία
ὑπολογίζεται περὶ τὸ 1000-800 π.Χ., ὁ Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς εὑρίσκετο εἰς λίαν
ὑψηλὸν ἐπίπεδον.
Τὸ ἄφθαστον κάλλος
τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γλώσσης, ἡ ἀπαράμιλλος τελειότης τῶν δημιουργημάτων τῆς
Ἑλληνικῆς τέχνης, ἡ θεμελίωσις τῆς λογικῆς ὡς ἐπιστήμης, ἡ δημιουργία καὶ
ἀνάπτυξις τῶν μαθηματικῶν καὶ τῶν ἐπιστημῶν ἐν γένει, ἡ δημιουργία καὶ ἡ
ἀνάπτυξις τοῦ θεάτρου καὶ τοῦ ἀθλητισμοῦ, τελείως ἀγνώστων εἰς ἄλλους
πεπολιτισμένους λαοὺς τῆς ἀρχαιότητος, ἡ ἔξαρσις τῆς ἀνθρωπίνης ἀξίας, ἡ
δημιουργία καὶ ἡ ἀνάπτυξις τῆς κορωνίδος τῶν ἐπιστημῶν-τῆς φιλοσοφίας-εἶναι τὰ
ἐπιτεύγματα τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὅμοια τῶν ὁποίων εἰς οὐδένα ἄλλον
πολιτισμὸν ἀνευρίσκονται.
Ὁ γεωγραφικὸς
χῶρος εἰς τὸν ὁποῖον ἀνεπτύχθη ὁ πολιτισμὸς οὗτος εἶναι ὁ ἐντὸς τῶν σημερινῶν
ὁρίων τῆς Ἑλλάδος, ἡ Ἰλλυρία μετὰ τῆς λοιπῆς Μακεδονίας-Θρᾴκης, ἡ βόρειος,
δυτικὴ καὶ νότιος Μικρὰ Ἀσία, ἡ Κύπρος, ἡ Σικελία καὶ ἡ κάτω Ἰταλία, τὰ παράλια
τῆς Κυρηναϊκῆς. Κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν διαδόχων αὐτοῦ,
ὡς καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ Βυζαντίου, ὁ ἑλληνικὸς πολιτιστικὸς χῶρος ἦτο πολὺ
εὐρύτερος.
Τὰ σπουδαιότερα
κέντρα τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ἦσαν: αἱ Ἀθῆναι , ἡ Κνωσός , αἱ Μυκῆναι
, ἡ Πύλος , ἡ Σπάρτη , αἱ Θῆβαι , τὸ Ἄργος , ἡ Κόρινθος , ἡ Μίλητος , ἡ Πριήνη
, αἱ Συρακοῦσαι , ὁ Ἀκράγας , ὁ Τάρας , ἡ Ἐλέα , ἡ Σμύρνη ἡ Ἀλεξάνδρεια , ἡ
Κωνσταντινούπολις .
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου