ἐπιμελεία
τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου
Ἀθηνῶν
·
Είδη και γένη του
λόγου
Γένη του λόγου
ονομάζονται οι ευρείες κατηγορίες, στις οποίες εντάσσονται τα μνημεία του λόγου
και είδη οι μικρότερες υποδιαιρέσεις τους. Υπάρχουν πολλές προτάσεις για την
κατάταξη των κειμένων σε είδη και γένη και συχνά αμφισβητείται ακόμα και η
χρησιμότητα της κατηγοριοποίησης, αφού τα λογοτεχνικά είδη συνεχώς εξελίσσονται
αλλά και συχνά αναμειγνύονται. Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται κυρίως η ταξινόμηση
στις τρεις μεγάλες κατηγορίες της
πεζογραφίας, της ποίησης και του θεάτρου.
Κάποια από τα
σημαντικότερα είδη του λόγου είναι: μυθιστόρημα, διήγημα, νουβέλα, έπος, ωδή,
σονέτο, μπαλάντα, πεζόμορφο ποίημα, τραγωδία, κωμωδία. Είδη του πεζού λόγου,
όπως τα απομνημονεύματα, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, η αυτοβιογραφία, η
βιογραφία και τα ταξιδιωτικά κείμενα
συχνά αντιμετωπίζονται ως λογοτεχνικά με την ευρεία σημασία του όρου.
·
Tαξιδιωτική
λογοτεχνία
Με τον όρο
«ταξιδιωτική λογοτεχνία» χαρακτηρίζουμε συνήθως μια ιδιαίτερη ομάδα πεζών
κειμένων, στα οποία οι συγγραφείς προσπαθούν να μας μεταφέρουν τις εντυπώσεις
τους από χώρες ή περιοχές τις οποίες έτυχε να επισκεφθούν κάποια στιγμή.
Λέγοντας ότι οι
συγγραφείς μεταφέρουν τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις τους, δεν πρέπει να φανταστούμε ότι τα κείμενά τους είναι απλές περιγραφές
των όσων είδαν. Ένα ταξιδιωτικό λογοτεχνικό κείμενο περιλαμβάνει συνήθως
μια ολοκληρωμένη άποψη του συγγραφέα για
τον τόπο που επισκέφθηκε, για την ιστορία του, για τους ανθρώπους του, τη
νοοτροπία και τον τρόπο ζωής τους κτλ.· κι όλα αυτά, βέβαια, γραμμένα με
ένα ιδιαίτερο ύφος και τεχνική, καθώς και με πολύ έντονο το προσωπικό και
υποκειμενικό στοιχείο, πράγμα που δίνει στο κείμενο τη λογοτεχνική του αξία και
το κάνει να ξεχωρίζει.
Η ταξιδιωτική
λογοτεχνία γεννήθηκε ουσιαστικά μέσα από το κλίμα του περιηγητισμού, που
επικράτησε στην Ευρώπη από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά. Αποφασιστικό ρόλο
σ' αυτή την εξέλιξη έπαιξε το κίνημα του
ρομαντισμού, που έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μακρινούς και άγνωστους
τόπους και πολιτισμούς, καθώς και την τάση του για περιπέτεια και φυγή. Οι
μεγάλοι περιηγητές και ταξιδιώτες της εποχής κατέγραφαν τις ταξιδιωτικές τους
εμπειρίες σε ημερολόγια ή στην αλληλογραφία τους και από αυτές τις πρώτες
καταγραφές γεννήθηκε τελικά η ταξιδιωτική λογοτεχνία. Όλη αυτή η τάση
ενισχύθηκε, άλλωστε, και απ' το πνεύμα του κοσμοπολιτισμού, το οποίο επικράτησε
από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά σε όλο το δυτικό κόσμο.
Σε ό,τι αφορά τη
νεοελληνική λογοτεχνία, η ακμή του συγκεκριμένου είδους συνδέεται κυρίως με
συγγραφείς που δραστηριοποιούνται στα χρόνια του μεσοπολέμου, οπότε το κλίμα
του κοσμοπολιτισμού φτάνει πολύ έντονο και στη χώρα μας. Ενδεικτικά, μπορούμε
να αναφέρουμε συγγραφείς όπως το Νίκο
Καζαντζάκη, τον Κώστα Ουράνη, τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, τον Πέτρο Χάρη κ.ά.
Ειδικά οι δύο πρώτοι έγραψαν πλήθος ταξιδιωτικών κειμένων. Για παράδειγμα, ο
Καζαντζάκης εξέδωσε τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις απ' όλα σχεδόν τα μέρη που
επισκέφθηκε, με το γενικό τίτλο Ταξιδεύοντας: για την Ισπανία, την Ιταλία και
την Αίγυπτο (1927), για την Ισπανία και πάλι στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου
(1937), για την Ιαπωνία και την Κίνα (1937), για την Αγγλία (1941)· μετά το
θάνατό του κυκλοφόρησαν και οι εντυπώσεις του από τη Ρωσία, την Ιερουσαλήμ, την
Κύπρο και την Πελοπόννησο. Από την πλευρά του, ο Ουράνης έγραψε κείμενα όπως το
«Sol y sombra» για την Ισπανία και το «Γλαυκοί δρόμοι» για τη Μεσόγειο, τα
οποία διακρίνονται για το γλαφυρό τους ύφος και το έντονο κοσμοπολίτικο πνεύμα
τους. Ο ίδιος ο Ουράνης έλεγε ότι αποτελούσαν ένα μέσο διαφυγής από τη σύγχρονη
ζωή, τον πυρετό, τις ανησυχίες, τα προβλήματα και τη ρουτίνα της.
Για ένα διάστημα,
λοιπόν, το είδος της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας ήταν αρκετά αγαπητό και διαδεδομένο,
τόσο στη χώρα μας όσο και αλλού. Σήμερα, όμως, τα πράγματα δείχνουν να έχουν
αλλάξει: τα ταξιδιωτικά κείμενα λιγοστεύουν συνεχώς. Οι λόγοι που επέφεραν αυτή
την αλλαγή δε συνδέονται τόσο με τη λογοτεχνία όσο με τις εξελίξεις στον τρόπο
ζωής μας και στον κόσμο γενικότερα. Για παράδειγμα, τα ταξίδια είναι σήμερα
πολύ πιο εύκολα και πιο φτηνά απ' ό,τι στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να
ταξιδεύουν περισσότεροι άνθρωποι· επιπλέον, το βιβλίο δε συνιστά πια τη βασική
πηγή πληροφόρησης για τέτοιου είδους θέματα: το ρόλο αυτό έχουν πλέον αναλάβει
τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως για παράδειγμα η τηλεόραση, τα περιοδικά κτλ.
Με λίγα λόγια, οι άνθρωποι δεν έχουν πια ιδιαίτερους λόγους να θέλουν να
διαβάσουν ταξιδιωτικές εντυπώσεις γραμμένες από άλλους· και όταν οι αναγνώστες
παύουν να ενδιαφέρονται για ένα είδος κειμένων, αυτόματα σταματούν να
ασχολούνται με αυτό και οι συγγραφείς.
·
Ο Νέστος
Ο Νέστος
λατρεύτηκε ως θεός στην αρχαιότητα. Σε καμιά αρχαία πηγή δεν γίνεται λόγος για
ποταμοπλοϊα στο Νέστο. Είναι φανερό πως η ασταθής κοίτη του στον κάτω ρου, οι
συχνές πλημμύρες του και η απόκρημνη περιοχή του μέσου και άνω ρου του
απέκλειαν κάθε δυνατότητα ανάπλου του ποταμού. Λόγω μάλιστα της διαδρομής του
μέσα από απόκρημνα και δύσβατα μέρη, δεν σχηματιζόταν ούτε κατά μήκος της
κοίτης του κανένας φυσικός χερσαίος δρόμος, όπως συνέβαινε με τόσους άλλους
ποταμούς, ώστε να εξασφάλιζε την επικοινωνία της θρακικής ενδοχώρας (άνω και
μέσο ρου του) με τις ακτές του Βόρειου Αιγαίου. Επιπλέον, κατά μήκος του Νέστου
δεν υπήρχαν πολλά περάσματα (πόροι) για τη διάβασή του κι έτσι δυσχεραινόταν,
σε αρκετό βαθμό, ακόμη και η οριζόντια επικοινωνία μεταξύ Μακεδονίας και
Θράκης. Στην πραγματικότητα δύο ήταν, όπως και σήμερα, τα περάσματα του
ποταμού, από τα οποία το ένα (το βόρειο) βρισκόταν στο μέσο και το άλλο (το
νότιο) στον κάτω ρου του, όπου αντίστοιχα είχαν ιδρυθεί και οι πόλεις Νικόπολη
και Τόπειρος. Το βόρειο πέρασμα επέτρεπε την επικοινωνία μεταξύ των κοιλάδων
του Στρυμόνα και του Έβρου, ενώ από το νότιο πέρασμα διερχόταν ένας πανάρχαιος
δρόμος (η λεγόμενη «κάτω οδός»), ο οποίος εξασφάλιζε την επικοινωνία μεταξύ
Μακεδονίας και Θράκης και γενικότερα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Στ' αχνάρια του
δρόμου αυτού κατασκευάστηκε αργότερα η ρωμαϊκή Εγνατία οδός, της οποίας ίχνη
μιας τοξωτής γέφυρας βρέθηκαν πλάι στην Τόπειρο.
Ο Νέστος μπορεί να
μην είχε σπουδαία συγκοινωνιακή σημασία για τον ευρύτερο Θρακομακεδονικό χώρο.
Είχε όμως τεράστια σημασία για την οικιστική και οικονομική ιστορία των
παρανέστιων κατοίκων της περιοχής των εκβολών του. Συγκεκριμένα, με τις
προσχώσεις του καθιστούσε πολύ εύφορους τους κάμπους της σημερινής Χρυσούπολης
και Ξάνθης και γι' αυτό είχαν ακμάσει εκεί, κατά την αρχαιότητα, αρκετοί
οικισμοί, όπως ήταν τα Άβδηρα και η Πέρνη. Αντίθετα, κατά την αυτοκρατορική
εποχή, η ασταθής κοίτη του και οι συνεχείς πλημμύρες του επηρέασαν αρνητικά την
οικιστιική ιστορία της περιοχής. Έτσι, διαπιστώνεται μια σχετική παρακμή των
Αβδήρων και μετατόπιση του οικιστικού ενδιαφέροντος βορειότερα από το δέλτα του
ποταμού, όπως μαρτυρεί η ίδρυση της πόλης Τοπείρου, κοντά στις παρυφές των
βουνών. Γενικά, η μεγάλη επίδραση που άσκησε ο Νέστος στη ζωή των αρχαίων
παρόχθιων κατοίκων συμπεραίνεται από τη θεοποίησή του, καθώς κι από την
απεικόνισή του σε νομίσματα των αυτοκρατορικών χρόνων.
***
·
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ
ΝΕΣΤΟΥ (ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ)
Δημήτριος
Κοντογιάννης*
῞Οστις διῆλθε τὰ
Τέμπη καὶ εἶδε τὰ πανύψηλα δένδρα τοῦ Ὀλύμπου καὶ τοῦ Κισσάβου νὰ
κατοπτρίζωνται εἰς τὰ γαλανὰ νερὰ τοῦ Πηνειοῦ καὶ ἤκουσε τήν θείαν μελωδίαν τῶν
ἀναριθμήτων πτηνῶν τῆς κοιλάδος, διῆλθεν εὐχαρίστους καὶ ἀλησμονήτους ὥρας.
῞Οστις ἐταξίδευσε
μέ τὸν Λαρισαϊκὸν καὶ διῆλθε τὰς μεγάλας σήραγγας τῆς Οἴτης, αἱ ὁποῖαι ἐπί
πολλήν ὥραν ἀποκρύπτουν καί σιδηρόδρομον καὶ ἐπιβάτας εἰς τὰ αἰωνίως ἀνήλια
βάθη τῆς γῆς, ἔμεινεν ἐκστατικὸς ἐνώπιον τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, το ὁποῖον
ἐδημιούργησε τά ὑπέροχα ταῦτα ἔργα.
᾽Αλλ’ οὔτε αἱ
καλλοναὶ τῶν Τεμπῶν, οὔτε αἱ σήραγγες τῆς Οἴτης δύνανται νὰ συγκριθοῦν μέ ὅσα
βλέπει κανεὶς διερχόμενος τόν Νέστον.
Κατά Μάιον
ἐταξίδευον ἀπὸ τήν Ξάνθην εἰς τήν Δράμαν. Εἰς τὰς Νέας Χώρας, αἱ ὁποῖαι μαζὶ μὲ
τὰς παλαιὰς ἐσχημάτισαν τήν Μεγάλην ῾Ελλάδα μας, ὅλα εἶναι μεγάλα. Μεγάλοι
ποταμοΙ, μεγάλα βουνά, μεγάλαι λίμναι, ἀπέραντοι κάμποι. Χορταίνουν οἱ ὁφθαλμοὶ
καὶ ἡ καρδιά τοῦ ταξιδιώτου ἀπὸ μεγαλοσύνην.
Πυκναί ἑαριναί
βροχαί εἶχον πλημμυρίσει τον τόπον. Ὁ οὐρανὸς ἦτο ἀνέφελος, ὅταν ἐξεκινήσαμεν
ἀπὸ τήν Ξάνθην. Ζωογόνος καὶ γελαστὸς ἥλιος ἑχρύσωνεν ὄλα γύρω μας. Οἱ ὥριμοι
στάχυες γεμάτοι καρπόν, ἔκλινον πρὸς τὴν γῆν. ῞Ολος ὁ κάμπος ἦτο χαρούμενος.
Μετὰ δεκαπέντε
χιλιόμετρα ἐφθάσαμεν εἰς τὸν σταθμὸν τοῦ Τοξότου, τὸ παλαιὸν ᾽Οξιλάρ. ᾽Εκεῖ
ἀπηντήσαμεν διὰ πρώτην φορὰν τὸν Νεστον, τὸν μεγάλον ποταμόν, ὄστις χωρίζει τὴ
Μακεδονίαν ἀπὸ τήν Θράκην. ᾽Αρχίζει ὑψηλὰ ἀπὸ τήν βουλγαρικὴν Ροδόπην καὶ
φθάνει ἐδῶ κάτω πλατύς, πυκνός, θολός, μεγαλοπρεπής.
Ὁ σιδηρόδρομος
ἔπρεπε νὰ τὸν περάση, διά νὰ εἰσέλθη εἰς τήν Μακεδονίαν ἀλλ’ εἰς τὸ ἀντίκρυσμα
τοῦ Νεστου ἐφάνη, ὅτι ἐδείλιασεν. ᾽Ηλάττωσε τὸν δρόμον του καὶ ἐστάθη εἰς τὴν
ὅχθη πρὸς ἀναζήτησιν γεφύρας. ᾽Αλλ’ ἐδῶ ἐβασίλευεν ὁ γέρων Νέστος καὶ δὲν ἄφηνε
κανένα νὰ στερεώσῃ γέφυραν ἐπάνω εἰς τα πυκνὰ καὶ ὁρμητικὰ νερά του.
Μὲ συστολήν ὁ
σιδηρόδρομος ἐπροχώρει σιγὰ σιγὰ καὶ ἠκολούθει τὴν ὄχθην. Πρὸς τά δεξιά μας
ὑψώνετο κατάφυτος λοφοσειρά. Οἱ ἐπιβάται ὅλοι εἰς τά παράθυρα ἀπελάμβανον το
θέαμα τῆς ὡραίας κοιλάδος καὶ ἤκουον τὴν μουσικήν χιλιάδων πτηνῶν κρυμμένων εἰς
τοὺς θάμνους της.
Μίαν στιγμήν
εἵδομεν, ὅτι ἡ κοιλὰς ἐτελείωνε καὶ εἰς το ἄκρον ὑψοῦτο ἀπότομος βράχος.
Ἐφοβήθημεν. Ὁ
σιδηρόδρομος ἤ εἰς τὸν ποταμὸν θά ἐπιπτε ἢ εἰς τὸν βράχον θὰ συνετρίβετο. Εἰς
τήν ταραχήν μας μάλιστα μᾶς ἐφάνη, ὅτι ὁ ὑπερήφανος Νέστος μᾶς εἰρωνεύετο δια
τὴν δειλίαν μας αυτήν.
Ἀλλ’ ἔμεινε μέ τὴν
κακίαν του˙ κάτι ἐγνώριζε καὶ ὁ τεχνίτης της ὀταν ἔστρωνε τήν γραμμὴν καὶ ἄς μή
εἶχε τήν δύναμη Νέστου. Εἰς τήν βάσιν τοῦ βρὰχου μεγάλη σήραξ, ἠνοιγε τό
γιγάντιον στόμα της καὶ χωρὶς σχεδὸν νὰ τὸ ἐννοῆσωμεν, κατεβρόχθισε καὶ μηχανήν
καὶ βαγόνια καὶ ὅλους μας.
Τώρα ᾐσθανόμεθα
ἐντροπήν διά τὸν προηγούμενον φόβον μας. Εὐτυχῶς τὸ σκότος τῆς σήραγγος ἔκρυπτε
τήν ἐντροπήν μας καὶ ὅταν ἐξήλθομεν εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον εἴχομεν πλέον συνέλθει.
Εὑρέθημεν λοιπὸν
καὶ πάλιν εἰς τὸ φῶς τοῦ ἡλίου ἀλλὰ καὶ πάλιν ἄλλη κοιλάς παρουσιάσθη ἐνώπιόν
μας. Ὠραῖαι πάλιν κορυφαί ὑψοῦντο γύρω μας˙ μαγευτικά ἐκελάδουν καὶ ἐδῶ τά
πτηνά˙ θολός, ὁρμητικὸς ἑκύλιε καὶ ἐδῶ τά νερά του ὁ Νέστος καὶ διαρκῶς
ἠμπὸδιζε τήν διάβασίν μας· καὶ διαρκῶς ἐμουρμούριζε τὸ τραγούδι του˙ τὸ
τραγούδι τῆς περιφρονήσεως τοῦ δυνατοῦ πρὸς τὸν ἀδύνατον.
῾Ο σιδηρόδρομός
μας τώρα οὔτε ἐκοίταξε πρὸς τόν ποταμόν˙ ἐθύμωσε καὶ αὐτὸς καὶ ἀπεφάσισε νὰ
κάμῃ, ὑπομονήν. Θὰ ἔφθανε καὶ ἡ δική του ὥρα καὶ ἥσυχος πλέον ἐξηκολούθει τὸν
δρόμον του, ταράζων μὲ τὸν θόρυβον τῆς μηχανῆς του τήν ἡσυχίαν τῶν κοιλάδων καὶ
στέλλων εἰς τὸν γαλανὸν οὐρανὸν πυκνὰ σύννεφα ἀπὸ ὁλόμαυρον καπνόν.
Νέος βράχος καὶ
νέα σήραγξ εἰς τὸ ἄκρον τῆς κοιλάδος. ῾Ο σιδηρόδρομος, ὥς τεράστιος ὄφις,
ἐτρύπωσεν εἰς τὸ σκότος, καταφρονῶν καὶ τόν Νέστον καὶ τὰ νερά του. Ὠς
μεγαθήριον ἐμυκᾶτο ἐκεῖ εἰς τὰ θεοσκότεινα βάθη τῆς γῆς μέ πεῖσμα καὶ κακίαν
διὰ τὸν ἐχθρόν του, ὁστις τήν αὐτήν ὥραν ἀπελάμβανεν ἥσυχος τὸν ἑαρινὸν ἥλιον
καὶ ἐνανουρίζετο ἀπό τὰ τραγούδια μυριάδων πτηνῶν.
Πόσην ὥραν
ἐκράτησε τὸ φαιδρὸν αὐτὸ κυνηγητὸν τοῦ ποταμοῦ καὶ τοῦ σιδηροδρόμου καὶ πόσας
σήραγγας ἐπεράσαμεν καὶ πόσας κοιλάδας ἀπελαύσαμεν εἶναι ἀδύνατον νὰ
ὑπολογίσωμεν. Τὸ ὡραιότατον θέαμα μᾶς εἶχε μεθύσει ὅλους. Πεντήκοντα καὶ πέντε
χιλιόμετρα ἐπεράσαμεν εἰς τήν ὁνειρώδη αὐτὴν φύσιν. Καί οὔτε αἱ σήραγγες οὔτε
αἱ κοιλάδες ἐτελείωναν. ᾽Αλλ᾽ οὔτε καί ὁ Νέστος ἠννόει νὰ παραδοθῆ. Πάντοτε
ἐκύλιε τά θολά του νερὰ καὶ διαρκῶς ἐμουρμούριζε τὸ αἰώνιον τραγούδι του.
Κάποτε βλέπομεν
τάς δύο ὄχθας νά πλησιάζουν ἡ μία τὴν ἄλλην˙ δύο ἀντιμέτωποι βράχοι ἠνάγκαζον
τὸν ἀνυπότακτον ποταμόν νά περιορίση τήν κοίτην του. Καὶ ἐπάνω εἰς τούς δύο
γειτονικούς βράχους ἀντικρίσαμεν σιδηρᾶν γέφυραν.
Ἥσυχος καὶ
ὑπερήφανος, ὁ σιδηρὸδρομός μας ἔφθασεν εἰς τήν γέφυραν ἐκεῖ ἠλάττωσε τόν δρόμον
του, ὡσὰν νὰ ἤθελε να κρατήση περισσοτέραν ὥραν ἡ διαβασις τῆς γεφύρας˙ τότε θά
ἡσθάνετο ἀκόμη περισσότερον ὁ γέρων Νέστος τήν ταπείνωσίν του.
῎Ετριζον τά σίδηρα
τῆς γεφύρας ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ τραίνου, ἀλλὰ μᾶς ἐφάνη, ὄτι ἔτριζον καὶ αἱ ὄχθαι
ἀπὸ τόν θυμὸν τοῦ νικημένου ποταμοῦ. Καὶ τὰ νερά του, θολώτερα τώρα ποὺ
ἐδέχοντο τήν σκιάν τῆς γεφύρας καὶ τοῦ τραίνου, ἄφριζαν εἰς τὴν στενὴν κοίτην
των καὶ ἐσκόρπιζαν γύρω ἅγριον ρόχθον, ὡς να ἔλεγον εἰς τὸν σιδηρόδρομον:
- ῎Εννοια σου καὶ
κάποια ὥρα κακὴ δὲ θὰ τὸ βρης ἐδῶ αὐτὸ τὸ γεφύρι.
῍Ας εἶναι
τιμημένος ὁ τεχνίτης, ὁ ὁποῖος ἔσκαψε τὰς σήραγγας καὶ ἔστησε τὴν σιδηρᾶν
γέφυραν.
᾽Αλλ’ ἀκόμη
περισσότερον ἂς εἶναι δοξασμένος Ἐκεῖνος, ὄστις μᾶς ἐχάρισε τὸ χρυσοῦν φῶς τοῦ
ἡλίου, τοὺς πρασίνους λόφους, τάς ὡραίας κοιλάδας, τὴν μαγευτικὴν μουσικὴν τῶν
πτηνῶν. ῎Ας εἶναι δοξασμένος ᾽Εκεῖνος, ὄστις μᾶς ἐχάρισε γλυκὺ μουρμούρισμα τῶν
θολωμένων νερῶν, τὸ τραγούδι, τό αἰώνιον τραγούδι τοῦ Νέστου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου