ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΟΥΛΙΑ
Ἡ Ψυχολογία ἐρευνᾷ
τὰ ψυχικὰ φαινόμενα. Ταῦτα δέ, ὡς γνωστόν, διακρίνονται εἰς τρεῖς κατηγορίας:
γνωστικά, βουλητικὰ καὶ συναισθηματικά.
Τὰ ψυχικὰ φαινόμενα διαφέρουν τῶν φυσικῶν ῥιζικῶς. Ἐν
πρώτοις εἶναι γεγονότα, τῶν ὁποίων λαμβάνομεν γνῶσιν ἄμεσον μόνον διὰ τῆς
συνειδήσεως. Διὰ τῶν αἰσθήσεων μόνον τὰς ἀντιστοίχους φυσιολογικὰς ἐκδηλώσεις
αὐτῶν παρατηροῦμεν. Ἀφ’ ἑτέρου εἶναι περίπλοκα, δὲν ἀπομονοῦνται οὔτε δύνανται
νὰ μετρηθοῦν ἀκριβῶς. Τέλος δὲν ἐπαναλαμβάνονται ὁμοιομόρφως οὔτε ὑπόκεινται
εἰς τὴν μηχανὴν αἰτιοκρατίαν, ἥτις διέπει τὰ φυσικὰ φαινόμενα, ἀλλ’
ἀνταποκρίνονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἱς σκοποὺς τοῦ ψυχοφυσικοῦ ὀργανισμοῦ, ὡς
καὶ τὰ βιολογικά.
Ἐκτὸς δὲ τούτων ἡ
βαθυτέρα αὐτῶν αἰτία εἶναι ἀνεξιχνίαστος. Ἡ ἱκανότης τοῦ πνεύματος νὰ
μετασχηματίζῃ τὰ ὑλικὰ ἐρεθίσματα εἰς ἀντίληψιν καὶ γνῶσιν· νὰ ἀποθησαυρίζῃ καὶ
ταξινομῇ κατὰ τὰς οὐσιώδεις αὐτῶν σχέσεις τὸ ἄπειρον πλῆθος τῶν γνώσεων· νὰ
δημιουργῇ τὰς ἐννοίας καὶ μετὰ ταχύτητος ὑπερβαινούσης πᾶσαν ἄλλην συνάπτον τὰ
ἀφῃρημένα ταῦτα στοιχεῖα εἰς πολυπλόκους συνδυασμοὺς νὰ διανοῆται ἐπὶ τῶν πλέον
βαθέων προβλημάτων καὶ νὰ ἐπιτελῇ πάντα ταῦτα μετὰ τῆς φωτεινῆς ἐπιγνώσεως τῶν
συντελουμένων, τῆς πνευματικῆς ἐναργείας, εἶναι τὸ μέγα πρόβλημα τῆς ἐπιστήμης.
Ἀπὸ τῶν ἀρχῶν
αὐτῆς ἡ Φιλοσοφία ἠσχολήθη μὲ τὰ ψυχικὰ φαινόμενα. Κυρίως ὅμως ἐπεδίωξε τὴν
λύσιν τῶν μεταφυσικῶν προβλημάτων τῆς ψυχῆς, ὡς εἶναι τὸ τῆς φύσεως αὐτῆς, τὸ
τῆς προελεύσεως, τὸ τῆς ἀθανασίας.
Μόνον ἀπὸ τοῦ
παρελθόντος αἰῶνος διεμορφώθη βαθμηδὸν ἡ ὀνομασθεῖσα Ἐπιστημονικὴ ἢ Πειραματικὴ ψυχολογία , ἡ ὁποία ἐρευνᾷ συστηματικῶς
τὰ ψυχικὰ φαινόμενα καταλείπουσα εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν ψυχολογίαν τὰ μεταφυσικὰ
περὶ τῆς ψυχῆς προβλήματα.
Αὕτη περιλαμβάνει,
ὡς γνωρίζομεν ἐκ τοῦ μαθήματος τῆς Ψυχολογίας, τοὺς ἑξῆς κλάδους: Ψυχολογίαν
τοῦ Ἀνθρώπου, τῶν Ζῴων καὶ τῶν Φυτῶν. Ἐκ τούτων ἡ τοῦ Ἀνθρώπου ὑποδιαὶρεῖται
εἰς τὴν Κανονικὴν καὶ τὴν τῶν Ἀνωμάλων, ὧν πάλιν ἡ Κανονικὴ εἰς Ἀτομικὴν καὶ
Ὁμαδικήν. Τούτων τέλος ἡ μὲν Ἀτομικὴ ὑποδιαιρεῖται εἰς Γενικὴν καὶ Εἰδικὴν
(περιλαμβάνουσαν τὰς τῶν Ἀτομικῶν διαφορῶν, τοῦ Παιδός, τοῦ Ἐφήβου, τοῦ Ἀνδρός,
τῆς Γυυαικός, τοῦ Γέροντος), ἡ δὲ Ὁμαδικὴ εἰς Ἐθνολογικήν, Κοιυωνικήν, τῶν
Τάξεων κ.λ.π.
Ἡ Ἐπιστημονικὴ
ψυχολογία ἐχρησιμοποίησε λίαν καρποφόρως καὶ τὰς μεθόδους τῶν Φυσικῶν
ἐπιστημῶν, ἐπετέλεσε δὲ σημαντικὰς προόδους.
Σκοπὸς αὐτῆς εἶναι ἡ κατανόησις καὶ περιγραφὴ
τῶν ψυχικῶν φαινομένων, ἡ διερεύνησις τῆς πορείας ἑκάστου καὶ τῶν σχέσεων αὐτοῦ
πρὸς ἄλλα καὶ κατὰ τὸ δυνατὸν ἡ συναγωγὴ γενικῶν καὶ σταθερῶν νόμων περὶ αὐτῶν.
Τὴν βάσιν τῶν
ψυχολογικῶν ἐρευνῶν παρέχει ἡ σχέσις τῶν ψυχικῶν φαινομένων πρὸς τὸν ἐγκέφαλον
καὶ γενικώτερον πρὸς τὸ νευρικὸν σύστημα. Τὴν σχέσιν δὲ ταύτην ἑρμηνεύουν κατὰ
διαφόρους τρόπους αἱ διάφοροι ψυχολογικαὶ σχολαί. Ἡ ἐπικρατεστέρα σήμερον
ἄποψις εἶναι, ὅτι ὁ ἐγκέφαλος εἶναι μέσον ἀπαραίτητον, ὄχι ὅμως καὶ αὐτὴ αὕτη ἡ
αἰτία τῶν ψυχικῶν φαινομένων. Ὡς ἐκ τούτου οἱ νόμοι οἱ ψυχολογικοὶ δὲν ἄγουν
εἰς τὴν διαπίστωσιν τῶν ἀληθῶν αἰτιῶν τῶν ψυχικῶν φαινομένων. Παρὰ ταῦτα ὅμως
εἶναι πολύτιμοι κατακτήσεις τοῦ ἀνθρώπου οἱ νόμοι οὗτοι καὶ τὰ πορίσματα ἐν
γένει τῆς ψυχολογικῆς ἐρεύνης, διότι τὸν καθοδηγοῦν εἰς τὴν κοινωνικὴν
συμπεριφοράν, τὴν πολιτιστικὴν δρᾶσιν καὶ γενικῶς εἰς τὴν ῥύθμισιν καὶ
βελτίωσιν τοῦ βίου.
Ἡ μέθοδος τῆς
Ψυχολογίας συνίσταται εἰς τὴν διὰ παρατηρήσεων μετρήσεων καὶ πειραμάτων
συναγωγὴν τῶν ἐπὶ μέρους στοιχείων, τὴν ἑρμηνείαν αὐτῶν καὶ τὴν κατὰ τὸ δυνατὸν
γενίκευσιν δὶ’ ἐπαγωγῆς καὶ συναγωγὴν νόμων.
Ἡ παρατήρησις
διακρίνεται, ὡς γνωστόν, εἰς τὴν ὑποκειμενικὴν ἢ αὐτοπαρατηρησίαν καὶ τὴν
ἀντικειμενικὴν ἢ ἐτεροπαρατηρησίαν.
Ἡ αὐτοπαρατηρησία, καίτοι εἶναι ἡ μόνη, δι’ ἧς
λαμβάνομεν ἄμεσον γνῶσιν τοῦ φαινομένου, εἶναι λίαν δυσχερής, διότι ἀφ’ ἑνὸς τὸ
ἑνιαῖον ἐγὼ διχάζεται εἰς παρατηροῦν καὶ παρατηρούμενον, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὸ
φαινόμενον, ἐὰν διακόψωμεν τὴν ῥοἡν τῆς συνειδήσεως, ἵνα τὸ παρατηρήσωμεν, δὲν
παραμένει πλέον τὸ αὐτό. Ἐν τούτοις νεώτεραι ψυχολογικαὶ σχολαὶ δὲν ἀποδίδουν
σπουδαιότητα ὅσην ἄλλοτε οἱ ψυχολόγοι εἰς τὰς δυσχερείας ταύτας. Ἀναγνωρίζουν
ὅμως ἀνεπάρκειαν εἰς τὴν αὐτοπαρατηρησίαν. Δι’ αὐτῆς π.χ. δὲν δύνανται νὰ
ἐρευνηθοῦν φαινόμενα τῆς παιδικῆς ἡλικίας.
Ἡ ἑτεροπαρατηρησία, ἐξ ἄλλου, ἐρευνᾷ μόνον τὰς
ἀντιστοίχους φυσιολογικὰς ἐκδηλώσεις, στηριζομένη εἰς τὴν συνάφειαν ψυχικῶν καὶ
φυσιολογικῶν φαινομένων. Αἱ δυσχέρειαι καὶ τῆς ἑτεροπαρατηρησίας εἶναι μεγάλαι.
Αἱ φυσιολογικαὶ ἐκδηλώσεις δὲν προέρχονται πάντοτε ἐκ τῆς αὐτῆς αἰτίας· τὸ
παρατηρούμενον ἄτομον ὑπόκειται εἰς παντοίας ἐξωτερικὰς ἢ ἐσωτερικὰς ἐπιδράσεις
καὶ ἀθελήτως παραμορφώνει πολλάκις τὰ παρατηρούμενα κ.λ.π.
Πάντως αἱ δύο
μορφαὶ παρατηρήσευς ἐναλλάσσονται συμπληροῦσαι ἀλλήλας, κατὰ τὸ τοῦ Σίλλερ:
«Ἐὰν θέλῃς νὰ γνωρίσῃς τὸν ἑαυτόν σου, παρατήρει τοὺς ἄλλους. Ἐὰν θέλῃς νὰ
γνωρίσῃς τοὺς ἄλλους, παρτήρει τὸν ἐαυτόν σου».
Ἐκτὸς τούτων καὶ ἡ
περιγραφὴ ἀπὸ μνήμης παρελθόντων ψυχικῶν γεγονότων καὶ ἡ ἔμμεσος ἀντικειμενικὴ
παρατήρησις, ἡ παρατήρησις, δηλαδὴ τῶν δημιουργημάτων ἀτόμου τινός ἢ λαοῦ, καὶ
ἡ συναγωγὴ ἐξ αὐτῆς ψυχολογικῶν πορισμάτων περὶ αὐτοῦ καὶ ἡ σύγκρισις τοῦ
ψυχικοῦ βίου ἀτόμων ἢ ὁμάδων ἢ τῶν δημιουργημάτων αὐτῶν (λογοτεχνημάτων,
καλλιτεχνικῶν ἔργων κλπ), χρησιμοποιοῦνται εὐρέως ὑπὸ τῆς Ψυχολογίας. Εἰς τὴν
Συγκριτικὴν ψυχολογίαν ἔχουν τὴν ἀρχήν των ἡ ψυχολογία τῶν Ἀτομικῶν διαφορῶν, ἡ
τοῦ Παιδός, ἡ τῶν Ὁμάδων κλπ.
Καὶ τὸ πείραμα ἐν τῇ Ψυχολογίᾳ ἔχει εὐρεῖαν
ἐφαρμογήν. Προκαλοῦνται ἐν γένει δι’ αὐτοῦ φαινόμενα ψυχολογικὰ ἢ φυσιολογικὰ
καὶ ἐρευνῶνται ἀκριβέστερον. Συνήθη δὲ εἶναι τὰ πρὸς ἔλεγχον διαφόρων ψυχικῶν
ἱκανοτήτων (παρατηρητικότητος, μνήμης, εὐφυΐας) χρησιμοποιούμενα κριτήρια
(tests).
Καὶ ὀργάνων καὶ
συσκευῶν διαφόρων γίνεται χρῆσις ἐν τῇ ψυχολογικῇ ἐρεύνῃ, ὡς εἶναι τὸ
αἰσθησιόμετρον, ὁ κινησιογράφος, ὁ καρδιογράφος καὶ πλεῖστα ἄλλα.
Ἐκ τῶν πορισμάτων
τῶν ἐρευνῶν τούτων δι’ ἐπαγωγῆς ἢ ἀναλογίας συνάγονται γενικώτερα συμπεράσματα.
Ἡ ἐρμηνεία ὅμως
τῶν δεδομένων τούτων γίνεται μετὰ πολλῆ περισκέψεως. Οὐδέποτε ὁ ψυχολόγος
δύναται νὰ γενικεύσῃ μετὰ τῆς πιθανότητος τοῦ ἐρευνητοῦ τῆς φύσεως. Οἱ
ψυχολογικοὶ νόμοι δὲν δύνανται νὰ ἔχουν τὴν αὐστηρότητα καὶ τὴν ἀκρίβειαν τῶν
φυσικῶν.
Ἐν τούτοις
θεωροῦνται σπουδαιότατα ἐπιτεύγματα οἱ σχετικῶς εὐάριθμοι διατυπωθέντες μέχρι
σήμερον: Οἱ νόμοι τοῦ συνειρμοῦ, οἱ ψυχοφυσιολογικοί, ὡς τοῦ Dubois περὶ τῆς
σχέσεως τοῦ εἰδικοῦ βάρους τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τῆς διανοητικότητος, οἱ
ψυχοφυσικοὶ τοῦ Βέμπερ καὶ τοῦ Φέχνερ περὶ τῆς σχέσεως ἐρεθίσματος καὶ
αἰσθήματος, ὁ τοῦ Ἔμπινγκάους περὶ τῆς πορείας τῆς λήθης, καὶ ἄλλοι.
Μεγίστη εἶναι ἡ
ἀξία τῆς Ψυχολογίας ὄχι μόνον ὡς ἐπιστήμης καθ’ ἑαυτὴν, ἀλλὰ καὶ ὡς βοηθητικῆς
ἄλλων ἐπιστημῶν, ὡς τῆς Παιδαγωγικῆς, τῆς Ἰατρικῆς, τῆς Κοινωνιολογίας, τῆς
Νομικῆς, καὶ διὰ τὰς πρακτικὰς αὐτῆς ἐφαρμογάς, π.χ. εἰς τὸν Ἐπαγγελματικὸν
προσανατολισμὸν, τὴν ἐπιλογὴν ἐν τῷ στρατῷ καὶ ἀλλαχοῦ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου