Κ. ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ - Π. Χ. ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗ
ἐπιμελεία
τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
«Nichil tam in nostra potestate,
quam ipsa volunias est»
(=οὐδὲν
εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν μας τόσον,
ὄσον ἡ ἰδία
ἡ βούλησις) (Αὐγουστῖνος)
·
Ἡ ἐλευθερία τῆς
βουλήσεως δύο ἀντίθετοι θεωρίαι.
Ὁ ἠθικὸς νόμος εἶναι ἡ ὑπερτάτη, θεία ἀρχὴ τοῦ ἀγαθοῦ,
πρὸς τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ συμμορφώνωνται αἱ πράξεις μας, διὰ νὰ εἶναι ἠθικαί. Ἡ συνείδησις εἶναι ἓν ἐσωτερικὸν
κριτήριον τῆς ἠθικότητος, ποὺ ἐπικυρώνει τὴν ὕπαρξιν τοῦ ἠθικοῦ νόμου καὶ παραγγέλλει
τὴν πρὸς αὐτὸν συμμόρφωσιν τῶν ἐνεργειῶν μας. Ἡ ἀναγκαία ὅμως προϋπόθεσις τῆς ἠθικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἐλευθέρα βούλησις
μας.
Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος
συνεμορφοῦτο πρὸς τὸν ἠθικὸν νόμον κατὰ κάποιον τρόπον μηχανικὸν καὶ
ὁμοιόμορφον, ἐὰν τυφλῶς ὑπήκουεν εἰς τὰς ἐπιταγάς του, ἐὰν δὲν εἶχε τὴν δύναμιν
νὰ ἐκλέξῃ μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, τότε δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ γίνῃ λόγος
περὶ ἠθικότητος αὐτοῦ καὶ περὶ καταλογισμοῦ τῶν πράξεών του. Ἠθικότης
ἐμφανἴζεται ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει δυνατότης ἐκλογῆς, ἐκεῖ ὅπου ἡ πρᾶξις εἶναι προσωπικὸς
ἆθλος, ἐκεῖ ὅπου τὸ ἄτομον ἀποδεικνύει τὴν ἀτομικότητά του. Ἠθικότης
ὑπάρχει ὅπου ὑπάρχει ἐλευθέρα βούλησις. Ἀλλ’ εἰς τὸ ζήτημα τοῦτο, μολονότι
τόσον ὀφθαλμονανές, δὲν ὑπῆρξεν ὁμοφωνία.
Ἐτέθη πράγματι τὸ
ἑξῆς ἐρώτημα
Εἶναι ὁ ἅνθρωπος
ἐλεύθερος νὰ πράττῃ οὕτως ἢ ἄλλως ἢ μήπως ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ κωλύματα τὸν
ἀναγκάζουν νὰ ἐνεργῇ καθ᾽ ὡρισμένον τρόπον; Ὑπάρχει λοιπὸν ἐλευθερία ἐκλογῆς ἢ ὑπάρχει καταναγκασμὸς καὶ δέσμευσις;
Ἀπὸ τὴν ἀπάντησιν ἐξαρτῶνται πολλά. Διότι, ἂν ὑποθέσωμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι
ὁπωσδήποτε ἐλεύθερος, θὰ εἶναι καὶ ὑπεύθυνος διὰ τὰς πράξεις του καὶ τιμωρητέος
διὰ τὰς παραβάσει τῶν θείων καὶ τῶν ἀνθρωπίνων νόμων. Ἂν ὅμως δὲν εἶναι
ἐλεύθερος περὶ τὴν ἐκλογήν, ὅχι μόνον εὐθύνην δὲν ἔχει ὁ ἐγκληματῶν, ἀλλὰ
πρέπει καὶ νὰ τύχῃ ἀμέσου περιθάλψεως.
Δύο κυρίως εἶναι
αἱ θεωρίαι, μὲ τὰς ὁποίας ἡ φιλοσοφικὴ Ἡθικὴ προσπαθεῖ ν’ ἀπαντήσῃ εἰς τὸ ἐρώτημα
ἡ θεωρία τοῦ αὐτεξουσίου καὶ ἡ θεωρία τῆς ἀναγκαιότητος . Ἡ πρώτη
ὀνομάζεται καὶ θεωρία τῆς ἐλευθερίας ἢ αὐταρχία τῆς βουλήσεως, ἡ δευτέρα καὶ
θεωρία τοῦ καθορισμοῦ ἢ ἑτεραρχία. Κατὰ δὲ τὴν ἰσχύουσαν εἰς τὴν ἐπιστήμην
ὁρολογίαν, αἱ θεωρίαι αὗται καλοῦνται ντετερμινισμός
, ἤτοι ἄποψις τοῦ καθορισμοῦ ἢ τῆς αἰτιοκρατίας, καὶ ἰντετερμινισμός , δηλαδὴ θεωρία τῆς ἀπουσίας καταναγκασμοῦ, ἤτοι τῆς
ἐλευθερίας. Ἀμφότεροι οἱ ὄροι ἐπλάσθησαν ἀπὸ τὴν λέξιν terminus, ποὺ σημαίνει
ὅρος, καθορισμός. Ποῖα τὰ ἐπιχειρήματα τῆς ἀρχῆς τοῦ αὐτεξουσίου;
1. Ἡ καθολικὴ συνείδησις περὶ τῆς
ἐλευθερίας.
Κάθε ἄνθρωπος
αἰσθάνεται καλῶς ὅτι δὲν εἶναι ἁπλοῦς θεατὴς τῶν πράξεων ἢ τῶν σκέψεών του, τῆς
ὅλης βουλητικῆς του ἐνεργείας ὅτι ἠμπορεῖ νὰ πράττῃ οὕτως, ἀλλ’ ἠμπορεῖ νὰ
ἐνεργῇ καὶ ἄλλως ὄτι ἠμπορεῖ νὰ ἀποφύγῃ μίαν ὀχληρὰν ἐπιθυμίαν, νὰ ἀντισταθῇ
εἰς μίαν ἐσωτερικὴν ἢ ἐξωτερικὴν πίεσιν. Καὶ ὅχι μόνον ἄτομα, ἀλλὰ καὶ κοινωνικαὶ
ὁμάδες καὶ κοινωνίαι ἔχουν τὴν συναίσθησιν ὅτι ἔπραξαν ὅπως ἔπρεπε νὰ πράξουν ἢ
ὅτι ἐνήργησαν κακῶς.
2. Ἡ περὶ τὴν ἀπόφασιν ἀμφιβολία.
Τῆς λήψεως μιᾶς
ἀξιολόγου ἀποφάσεως προηγεῖται πάλη μεταξὺ τῶν διαφόρων δυνατῶν ἐνεργειῶν ὅπου
ἐλατήρια διάφορα προσπαθοῦν νὰ φέρουν τὸ ἄτομον πρὸς τὴν ἄποψίν των. Ἡ πάλη
αὐτή, ἡ ἐνίοτε τόσον ὀδυνηρὰ διὰ τὸν ἄνθρωπον, ἀποδεικνύει τὴν ἐλευθερίαν τῆς
βουλήσεώς του. Ἄλλοι ἄνθρωποι ὑπὸ τὰς αὐτὰς συνθήκας καὶ τὰ αὐτὰ κίνητρα
εὑρισκόμενοι λαμβάνουν διάφορον ἀπόφασιν.
3. Ἡ μεταμέλεια.
Εἶναι τὸ ἔντονον
ἐκεῖνο συναίσθημα ποὺ ἀκολουθεῖ μίαν ὄχι ὀρθὴν ἠθικῶς ἐνέργεἰαν. Ἂν ὁ ἄνθρωπος
δὲν ἠδύνατο νὰ ἐνεργήσῃ, εἰμὴ ὅπως ἐνήργησε, τί νόημα θὰ εἶχεν ἡ μεταμέλειά
του, ποὺ δύναται ἐν τούτοις νὰ φθάσῃ μέχρι πλήρους συντριβῆς καὶ μέχρι τελείας
ἀπογνώσεως; Τὸ ἴδιον ἀποδεικνύει καὶ ἡ ἱκανοποίησις ποὺ δοκιμάζει, ὅταν βλέπῃ
ὅτι ἐνήργησε καλῶς. Χωρὶς πολλάκις νὰ ἔχῃ ἀποκομίσει κανὲν κέρδος, αἰσθάνεται
ἄφατον ἀγαλλίασιν ἐκ τῆς πράξεώς του.
Κατὰ τοὺς ὀπαδοὺς
τώρα τῆς ἀναγκαιότητος, ἡ μὲν συνείδησις τῆς ἐλευθερίας εἶναι αὐταπάτη, ἱκανὴ
νὰ θεραπεύσῃ μόνον τὴν ἀνθρωπίνην ματαιοδοξίαν. Ἡ δὲ ἀμφιβολία
πρὸ τῆς ἀποφάσεως καὶ ἡ μεταξὺ τῶν ἐλατηρίων πάλη ἀποδεικνύει ἀκριβῶς
ἀναγκαιότητα καὶ αἰτιοκρατίαν. Ὅταν ἓν ἐκ τῶν αἰτίων ὑπερισχύσῃ, ὁ μεταξύ των
ἀνταγωνισμὸς σταματᾷ, ἡ πλάστιγξ τῆς βουλήσεως κλίνει πρὸς αὐτό. Τὸ ἄτομον
εἶναι ἁπλοῦς θεατὴς τῆς πάλης.Ὅσου διὰ τὴν μεταμέλειαν, αὕτη ἀποκλειστικὴν
αἰτίαν ἔχει τὸν φόβον τῆς τιμωρίας. Ἀλλὰ τὸ κύριον ἐπιχείρημα τῆς θεωρίας τῆς
ἀναγκαιότητος εἶναι ὁ ἐν τῇ φύσει ἰσχύων νόμος τῆς αἰτιοκρατίας. Τὰ πάντα εἰς
τὴν φύσιν λειτουργοῦν κατὰ τὸ σχῆμα αἴτιον - ἀποτέλεσμα. Τὰ φαινόμενα τῆς
βουλήσεως δὲν ἠμποροῦν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ αὐτὸν τὸν νόμον. Ἔχουν τὴν αἰτίαν των καὶ
ἡ αἰτία αὐτὴ εἶναι ἡ καθορίζουσα τὰς πράξεις. Ἐλευθερία δὲν ὑπάρχει.
Ἡ ἀναίρεσις τῶν
ἀπόψεων αὐτῶν εἶναι καὶ δυνατὴ καὶ ἀναγκαία.
Ἡ ἀρχὴ τῆς αἰτιοκρατίας δὲν ἔχει ἐφαρμογὴν ἐπὶ τῶν ἐμψύχων ὄντων. Βεβαίως ὁ
ἄνθρωπος δὲν ἀποβάλλει τὸν χαρακτῆρά του ὡς φυσικοῦ ὄντος, ὑπόκειται εἰς τοὺς
νόμους π.χ. τῆς βαρύτητος ἢ τῆς ἀδρανείας. Ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος εἶναι τι ἐπέκεινα
ὄχι μόνον τῆς ἀνοργάνου φύσεως, ἀλλὰ καὶ τῶν λοιπῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν.
Ὡπλισμένος μὲ πνευματικὴν δύναμιν ἔχει τὸ ἀποκλειστικὸν προνόμιον νὰ θέτῃ εἰς
ἑαυτὸν σκοπούς . Δι’ αὐτὸ ἔχεὶ καὶ ἴδιον τρόπον ἐνεργείας, διάφορον ἀπὸ τὸν
μηχανικὸν τῆς ἀνοργάνου φύσεως καὶ τὸν ἐνστικτώδη τῶν κατωτέρων ζῷων. Εἰς τὴν
ἀνόργανον φύσιν τὰ αὐτὰ αἴτια ἄγουν εἰς τὰ αὐτὰ ἀποτελέσματα. Εἰς τὰ φαινόμενα
ὅμως τῆς ἀτομικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς, ἐνῷ τὰ αἴτια μένουν ἐνίοτε τὰ αὐτά, τὸ
ἀποτέλεσμα εἶναι διάφορον. Διότι ὑπεισέρχεται νέος παράγων, ἡ προσωπικότητης.
Οὕτω αἱ πράξεις τοῦ ἀνθρώπου ἢ ὁμάδος ἀνθρώπων, μολονότι ἐπηρεάζονται καὶ ἀπὸ
ἐξωτερικοὺς ὅρους καὶ προϋποθέσεις καὶ ἀπὸ ἐσωτερικὰς ὁρμάς, εἶναι ὅμως κατὰ
πρώτιστον λόγον ἀποτέλεσμα τῆς διαθέσεως καὶ ἐκλογῆς ἑνὸς ἀνθρώπου ἢ ὁμάδος
ἀνθρώπων. Αἱ αὐταὶ λοιπὸν αἰτίαι δὲν ὁδηγοῦν εἰς τὰς αὐτὰς συνεπείας. Ἡ φυσικὴ
αἰτιοκρατία καὶ ἡ σιδηρᾶ νομοτέλειά της δὲν ἔχουν ἐφαρμογὴν εἰς τὸυ ἄνθρωπον
καὶ τὰς παντὸς εἴδους ἐκδηλώσεις αὐτοῦ. Τὰ ψυχικὰ καὶ τὰ πνευματικὰ φαινόμενα
δὲν τὰ ρυθμίζουν σταθεροί, ἄτεγκτοι φυσικοὶ νόμοι.
Καὶ εἰς αὐτὰς
ἀκόμη τὰς ἐπιστήμας διεσαλεύθη τὸ οἰκοδόμημα τῆς αἰτιοκρατίας. Μὲ τὴν λεγομένην
Κβαντομηχανικὴν ἐπεκράτησεν ἡ ἀρχὴ
τοῦ ἀπροσδιορίστου . Κατ’ αὐτὴν κανὲν δεδομένον μέγεθος δὲν ἠμπορεῖ νὰ μετρηθῇ
μὲ ἀπόλυτον ἀσφάλειαν. Ὅθεν κανὲν φυσικὸν γεγονὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ προσδιορισθῇ
μὲ ἀπόλυτον ἀκρίβειαν βάσει τῶν δεδομένων καὶ γνωστῶν. Ἀπὸ τὰ αὐτὰ λοιπὸν
δεδομένα δὲν ἀγόμεθα εἰς τὰ αὐτὰ ἀποτελέσματα. Ἡ ἀρχὴ αὕτη ἰσχύει κυρίως ὡς
πρὸς τὴν Μικροφυσικήν. Τὸ ρῆγμα ὅμως εἰς τὸν ναὸν τῆς αἰτιοκρατίας εἶναι
δύσκολον νὰ κλεισθῇ πλέον. Εἶναι εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο χαρακτηριστικὴ ἡ
διακήρυξις ἑνὸς μεγάλου συγχρόνου φυσικοῦ ὅτι ἡ σημερινὴ φυσικὴ ἐσάρωσε τὰ
ἐπιχειρήματα ποὺ ἀντέτασσον ἕως τώρα ἐναντίον τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως.
Ἀλλὰ καὶ σύμπασα ἡ
φιλοσοφία τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τὸν ὁποῖον ὡς πρὸς τὴν φιλοσοφικὴν σκέψιν ἤνοιξεν ἡ
μεγάλη διάνοια τοῦ Μπέργκσον (H.
Bergson), ἐστράφη ἀνηλεὴς κατὰ τοῦ ὑλισμοῦ καὶ τῆς μηχανοκρατίας τοῦ 19ου
αἰῶνος. Ἡ φιλοσοφία τοῦ 20οῦ αιῶνος
εἶναι σαφῶς πνευμοκρατική. Ἀρνεῖται νὰ δεχθῇ τὸν ἄνθρωπον ὡς μηχανήν. Εἰς
τὸν ἄνθρωπον καὶ εἰς ὅσα φαινόμενα ὑπεισέρχεται οὗτος, βιολογικὰ καὶ
ψυχολογικά, ἱστορικὰ καὶ ἠθικά, κοντὰ εἰς τὴν αἰτιότητα καὶ ἐπάνω ἀπὸ αὐτὴν
λειτουργεῖ ἡ σκοπιμότης. Τὰ ἄτομα καὶ ἡ ὁμὰς θέτουν, ὡς ἐλέχθη, σκοποὺς καὶ
καλοῦν τὴν ὕλην συνεργόν, διὰ νὰ τοὺς πραγματοποιήσουν. Δὲν διευθύνονται ἀπὸ
τὴν ὕλην καὶ τὴν μηχανήν, ἀλλὰ τὰς διευθύνουν. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἱκανὸς ν’
ἀποφασίζῃ περὶ τῆς τύχης του. Ἀρκεῖ νὰ ἔχῃ πίστιν εἰς ἑαυτὸν καὶ πίστιν εἰς τὸν
Θεόν, ποὺ τὸν ἔπλασεν οἷος εἶναι, πνευματικὸν καὶ ἐλεύθερον.
·
Μαρτυρίαι περὶ τῆς
ἐλευθερίας.
Τὴν ἐλευθερίαν τῆς
βουλήσεως δέχονται σοφοί, ὅπως ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Κάντιος. Ἀλλὰ καὶ
ὁλόκληρος ἡ ὑγιὴς φιλοσοφία τῶν νεωτέρων χρόνων ἀκολουθεῖ τὰ ἑλληνικὰ διδάγματα
περὶ μιᾶς ἄλλοτε ἀπολύτου καὶ ἄλλοτε μετριωτέρας ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως.
Τὴν διάχυτον περὶ
ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως πεποίθησιν ἐπιβεβαιώνει ἡ θεία ἀποκάλυψις.
Τὸ αὐτεξούσιον ὁ
Χριστιανισμὸς ἀνεπιφυλάκτως ἀποδέχετὰι καὶ διακηρύσσει ὡς ἀναγκαίαν προϋπόθεσιν
διὰ τὴν ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς. Διότι, ὅπου ἡ προαίρεσις δὲν εἶναι ἀγαθὴ καὶ
ἐλευθέρα, ποῖος λόγος ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ περὶ ἠθικότητος καὶ βίου Χριστιανικοῦ; Εἶναι
δὲ αὐτεξούσιον κατὰ τὴν χριστιανικὴν ἀντίληψιν, ἠ ἐνυπάρχουσα εἰς τὴν λογικὴν
φύσιν τοῦ ἀνθρὼπου ἱκανότης, ὅπως κάμνη ἐπιλογὴν μεταξὺ ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ .
Δυνάμεθα νὰ
παραθέσωμεν τὰς ἀκολούθους μαρτυρίας περὶ αὐτοῦ.
1. Εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ἡ ἐντολὴ ποὺ δίδεται
ἀπὸ τὸν Θεὸν πρὸς τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραὴλ (Δευτ. λ΄, 19) εἶναι ἀνεπίδεκτος
παρερμηνείας ὡς πρὸς τὴν δυνατότητα ἐκλογῆς, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἐπροίκισε τὸν
ἄνθρωπον: «Διαμαρτύρομαι ὑμῖν σήμερον τόν τε οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν ζωὴν καὶ
τὸν θάνατον δέδωκα πρὸ προσώπου ὑμῶν, τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν κατάραν· ἔκλεξαι τὴν
ζωὴν σύ, ἵνα ζήσης σὺ καὶ τὸ σπέρμα σου» .
2. Ἀπὸ τοῦ
στόματος δὲ τοῦ Ἰησοῦ ἠκούσθη ἡ
σωτήρια ἐκείνη πρόσκλησις, ἡ ὁποία τόσον βαρείας συνεπάγεται ὑποχρεώσεις, ἀλλ᾽
ἡ ὁποία διὰ κανένα δὲν εἶναι ὑποχρεωτική. Ἰσχύει μόνον δι’ ἐκείνους ποὺ θέλουν.
«Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν
αὐτοῦ καθ’ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι,
ἀπωλέσει αὐτὴν» (Λουκ. θ΄, 23 - 24).
3. Ἐρχόμεθα εἰς
τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν. Ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς
λέγει ὅτι τὸ αὐτεξούσιον εἶναι ἀναγκαία συνέπεια τοῦ λογικοῦ, ὅπερ θεόθεν
ἔλαβεν ὁ ἄνθρωπος « Ὄθεν καὶ τὰ ἄλογα οὐκ εἰσὶν αὐτεξούσια· ἄγονται γὰρ μᾶλλον
ὑπὸ τῆς φύσεως ἢ ἄγουσι. Διὸ οὐδὲ ἀντιλέγουσι τῇ φυσικῇ ὀρέξει, ἀλλ’ ἅμα
ὀρεχθῶσι τινος ὁρμῶσι πρὸς τὴν πρᾶξιν. Ὁ δὲ ἄνθρωπος λογικὸς ὤν, ἄγει τὴν φύσιν
ἢ ἄγεται. Διὸ καὶ ὀρεγόμενος εἴπερ ἐθέλοι, ἐξουσίαν ἔχει ἀναχαιτίσαι τὴν ὄρεξιν
ἢ ἀκολουθῆσαι αὐτῇ. Ὅθεν τὰ μὲν ἄλογα οὐδὲ ἐπαινεῖται οὐδὲ ψέγεται, ὁ δὲ
ἄνθρωπος καὶ ἐπαινεῖται καὶ ψέγεται» . Εἴπερ ἐθέλοι τονἴζει ὁ ἱερὸς πατήρ.
Ἐντὸς τοῦ σώματος
τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἐλευθερίαν τῆς βουλήσεως ἀρνοῦνται ὃσοι ἐδίδαξαν ἢ
ἀπεδέχθησαν τὸν λεγόμενον ἀπόλυτον προορισμόν .
Καθὼς εἶναι
γνωστόν, ὁ Πελάγιος ἐν πλάνῃ
εὑρισκόμενος ἐκήρυττεν ὃτι ὁ ἄνθρωπος γεννᾶται ἀμέτοχος τοῦ προπατορικοῦ
ἁμαρτήματος καὶ ὃτι ἀπὸ τὴν θέλησίν του καὶ μόνον ἐξαρτᾶται ἡ ἐκτέλεσις τοῦ
ἀγαθοῦ, χωρὶς νὰ παρίσταται ἀνάγκη ἐπεμβάσεως τῆς θείας χάριτος. Κατ’ αὐτοῦ
ἀντεπεξῆλθεν ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος διδάσκων τὴν ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον ἄποψιν,
ὃτι ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου καθ’ ἑαυτὴν εἶναι ὃλως ἀνίσχυρος πρὸς ἐπιτέλεσιν τοῦ
ἀγαθοῦ, ἔνεκα ἀκριβῶς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Βούλησις ἐλευθέρα δὲν
ὑπάρχει, μόνον τῆς θείας χάριτος ἐπέμβασις δύναται νὰ φέρῃ τὴν σωτηρίαν.
Τὴν ἄποψιν αὐτὴν
ἐδέχθησαν οἱ ἀρχηγοὶ τῆς Μεταρρυθμίσεως, ἰδίᾳ ὁ Καλβῖνος καὶ ὁ Ζβίγγλιος.
Ἐπειδὴ τὸ αὐτεξούσιον τοῦ ἀνθρώπου ἐθεώρουν ἀσυμβίβαστον πρὸς τὴν ἀπόλυτον
ἐλευθερίαν τοῦ ὑψίστου ὄντος καὶ περιορισμὸν τῆς θείας βουλῆς, ἀπέδωσαν πᾶν τὸ
τελούμενον εἰς τὴν ἀπόλυτον βουλὴν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπεφάνθησαν ὃτι οὐδεὶς δύναται
νὰ θελήσῃ ἀφ’ ἑαυτοῦ καὶ νὰ πράξῃ τι καλόν, ἐκτὸς ἂν εἶναι ἄνωθεν προωρισμένες.
Δι’ αὐτὸ ὀλίγοι μἐν εἶναι ἐξ ἀρχῆς προωρισμένοι διὰ τὴν αἰώνιον ζωήν, οἱ δὲ λοιποὶ
ἔχουν προγραφῆ διὰ τὴν αἰώνιον κόλασιν. Τὸ κυριώτερον χωρίον τῆς Γραφῆς ποὺ
συνετέλεσεν εἰς τὴν ἀποπλάνησιν αὐτῶν εἶναι τὸ θ΄ κεφάλαιον τῆς πρὸς Ρωμαίους
ἐπιστολῆς τοῦ Παύλου. Ἀλλ’ εἶναι φανερὸν ὃτι τὸ παρενόησαν. Ἐπειδὴ δηλαδὴ οἱ
Ἰσραηλῖται, ὑπερήφανοι διὰ τὴν καταγωγήν των ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ἐνόμιζον ὃτὶ ὁ
Θεὸς εἶναι τρόπον τινὰ ὑπόχρεως νὰ προτιμᾷ πάντοτε αὐτοὺς ἀνεξαρτήτως τῆς
συμπεριφορᾶς των, ὁ θεῖος Ἀπόστολος ἀντεπεξερχόμενος κατὰ τῆς ἀξιώσεώς των
ἐξαίρει τὴν ἀπόλυτον ἀνεξαρτησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ λέγει ὃτι ὁ Θεὸς δὲν ὀφείλει
τίποτε καὶ εἰς κανένα, δὲν ἀναγκάζεται εἰς τίποτε καὶ ἀπὸ κανένα καὶ εἶναι εἰς
τὴν ἐξουσίαν Του τὸν μὲν νὰ ἀποτυφλώνῃ ἢ νὰ τιμωρῇ, τὸν δὲ νὰ ἐλεῇ καὶ νὰ
προστατεύῃ, χωρὶς νὰ δίδῃ λόγον. Παραβάλλει δὲ τὸν Δημιουργὸν μὲ κεραμέα, ποὺ εἶναι
εἰς τὸ χέρι του νὰ κατασκευάσῃ ἀγγεῖα προωρισμένα νὰ διαλυθοῦν καὶ ἄλλα διὰ νὰ
μείνουν καὶ νὰ τὸν δοξάσουν (θ΄, 23).
Ἀπὸ τὰς περικοπὰς
ὃμως αὐτὰς δὲν συνάγεται ὁ ἀπόλυτος προορισμός, ὃπως ἐξετέθη ἀνωτέρω. Ἡ ἐκ
μέρους τοῦ Θεοῦ ἀποδοκιμασία καὶ ἀποτύφλωσις μερικῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι παρὰ ἡ
δικαία τιμωρία μιᾶς ἐκ τῶν προτέρων προβλεπομένης ἀντιθέσεώς των πρὸς τὰς
ἐντολάς Του.
Καὶ ὑπάρχει πλῆθος
ἄλλων χωρίων ὁλόκληρος ἡ Καινὴ Διαθήκη ποὺ ἐπιμαρτυροῦν περὶ τῆς
ἀποτελεσματικότητος τῆς προσωπικῆς θελήσεως καὶ τῆς προσωπικῆς ἀρετῆς διὰ τὴν
σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκτὸς ἀπὸ ὃσα ἀλλαχοῦ ἐσημειώσαμεν καὶ ἀπὸ ὃσα
παραλείπομεν, ὑπενθυμίζομεν τὴν διακήρυξιν τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου (Πράξ. ι΄ 35)
«ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν - τὸν Θεὸ - καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην
δεκτὸς αὐτῷ ἐστι» . Πῶς τοῦτο συμβιβάζεται μὲ τὴν ἐκ τῶν προτέρων λύτρωσιν καὶ
τὴν ἐκ τῶν προτέρων καταδίκην;
Ἀντίθετος πρὸς τὴν
ἐλευθερίαν τῆς βουλήσεως εἶναι καὶ ἡ ἀντίληψις ὅτι τὰ πάντα ρυθμίζονται ἀπὸ
τὴν τυφλὴν βούλησιν τῆς εἱμαρμένης, ἤτοὶ τὴν μοιρολατρείαν ἢ φαταλισμὸν -
fatalismus. Ἡ μοιρολατρεία συναντᾶται εἴτε ἐντὸς εἴτε ἐκτὸς τοῦ
Χριστιανισμοῦ.
Κατ’ αὐτὴν ὅ,τι
εἶναι καθωρισμένον νὰ γίνῃ θὰ γίνῃ ὁπωσδήποτε. Καμμία ἀντενέργεια ἐκ μέρους μου
δὲν εἶναι δυνατή, διὰ νὰ ἀλλάξῃ ὁ ροῦς τῶν γεγονότων. ῞Ολα ἀκολουθοῦν τὸν
μοιραῖον δρόμων των. Ὁ Θεὸς γνωρίζει καὶ προβλέπει τὸ πᾶν· ἄρα γνωρίζει καὶ τὰς
ἰδικάς μου πράξεις. Ἑπομένως εἶναι προσδιωρισμένον κατὰ ποῖον τρόπον θὰ
ἐνεργήσω, διότι ἄλλως ὑπάρχει φόβος νὰ διαψεύσω τὴν θείαν πρόγνωσιν. Δὲν
δύναμαι λοιπὸν νὰ πράξω τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει καθορίσει νὰ
πράξω. Οὐδεμία πρωτοβουλία ἀφίνεται εἰς ἐμέ.
Ἂν ὅμως τοιαῦται
ἀντιλήψεις ἐγίνοντο δεκταὶ ὡς ὀρθαί, ὁ ἄνθρωπος θὰ κατεδικάζετο εἰς πλήρη
ἀδράνειαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν τίποτε τὸ καλὸν δὲν δύναται νὰ προέλθῃ. Ἡ ἀργία εἶναι
μήτηρ τῆς κακίας. Ἀλλὰ καὶ ἡ κοινωνικὴ ζωὴ εἶναι ἀδύνατος χωρὶς τὴν ἀτομικὴν
δραστηριότητα. Ὁ Θεὸς εἶναι βεβαίως παντογνώστης, ἀλλὰ δι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν
ἀγνοεῖ καὶ τὰς ἐλευθέρως γινομένας πράξεις, ἀφοῦ γνωρίζει ὅτι ἔπλασεν
ἐλευθέρους τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ παγγνωσία τοῦ Θεοῦ δὲν ἀναιρεῖ τὴν ἐλευθερίαν τοῦ
ἀνθρώπου. Ἡ μοιρολατρεία ἀποτελεῖ οἰκτρὰν παρανόησιν τῆς παντοδυναμίας τοῦ
Θεοῦ. Εἶναι μία ἐπικίνδυνος κακοδοξία, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ πολεμήσωμεν μὲ ὅλας
τὰς δυνάμεις, εἴτε ἐντὸς ἡμῶν ἐμφωλεύει εἴτε εἰς ἄλλους τὴν διαπιστώνομεν.
«Τῶν πράξεων ἀπ’
ἀρχῆς μέχρι τοῦ τέλους κύριοί ἐσμεν». -
«ἐφ’ ἡμῖν δὴ καὶ ἡ ἀρετή, ὁμοίως δὲ
κακία» (Ἀριστοτ. Ἠθ, Νικ. Γ΄, 7). -
«πράξεων ὁ ἄνθρωπός ἐστιν ἀρχὴ καὶ κύριος»
(Ἀριστοτ. Ἠθ. Εὐδ. 2, 6).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου