Κ. ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ - Π. Χ. ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗ
ἐπιμελεία
τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
«Τὰ ὑπὸ τῶν τεχνῶν γινόμενα, τὸ εὕ
ἔχει ἐν ἑαυτοῖς· ἀρκεῖ οὖν ταῦτά πως ἔχοντα γενέσθαι· τὰ δὲ κατὰ τὰς ἀρετὰς
γινόμενα, οὐκ ἐὰν αὐτά πως ἔχη, δικαίως ἢ σωφρόνως πράττεται, ἀλλὰ καὶ ἐὰν ὁ
πράττων πως ἔχων πράττῃ, πρῶτον μὲν ἐὰν εἰδώς, ἔπειτα ἐὰν προαιρούμενος, καὶ προαιρούμενος,
δι’ αὐτά»
(Ἀριστοτ.
Ἠθ. Νικ. Β΄, 4)
Ὁ ἠθικὸς νόμος ὁρίζει τὁ πρακτέον, ἡ
συνείδησις μᾶς τὸ γνωρίζει καὶ μᾶς ἄγει πρὸς αὐτὸ ἢ μᾶς ἀποτρέπει ἀπὸ ἐκεῖνο
ποὺ δὲν κρίνεται ὡς ἠθικόν. Ὑπάρχει λοιπὸν μία σειρὰ ὑποχρεώσεων ποὺ πηγάζουν
ἀπὸ τὸν ἠθικὸν νόμον καὶ ἐπιβάλλονται ἀπὸ τὴν συνείδησιν. Τὰς ὑποχρεώσεις αὐτὰς
ὀνομάζομεν καθήκοντα . Καθῆκον
λοιπὸν εἶναι ἡ ἐκ τοῦ ἡθικοῦ νόμου
ἀπορρέουσα ὑποχρέωσις τοῦ νὰ πράττωμεν τὸ ἀγαθὁν καὶ νὰ φεύγωμεν τὸ κακόν
. Μὲ τὴν ἔννοιαν τοῦ καθήκοντος ἐχρησιμοποιήθησαν ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς αἱ λέξεις
«δέον» καὶ «προσῆκον».
Πρέπει π.χ. ἢ ὀφείλω νὰ σέβωμαι τοὺς
γονεῖς μου. Τοῦτο ὁρίζεται ἀπὸ τὸν ἠθικὸν νόμον τὸν ἄγραφον καὶ τὸν ἐξ
ἀποκαλύψεως καὶ ἐγκρίνεται ἀπὸ τὴν συνείδησίν μου. Τὸ τιμᾶν τοὺς γονεῖς
ἀποτελεῖ καθῆκον. Ὀφείλω νὰ ἐλεῶ τοὺς ἐνδεεῖς. Τοῦτο καὶ ἡ συνείδησις
ὑπαγορεύει καὶ εἰς τὸν γραπτὸν ἠθικὸν νόμον ρητῶς ἀναφέρεται. Τὸ ἐλεεῖν τοὺς
ἐνδεεῖς ἀποτελεῖ καθῆκον. Ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ πολλαπλασιάσῃ τὰ παραδείγματα.
Πολλάκις ὅμως ὁ ἄνθρωπος εὑρίσκεται εἰς
ἀπορίαν τί πρέπει νὰ πράξῃ ποῖον μὲ ἄλλας λέξεις εἶναι τὸ καθῆκόν του. Ἄλλοτε
πάλιν ὠθεῖται ἀπὸ ἐλατήρια ξένα πρὸς τὴν ἀληθῆ ἔννοιαν τῆς ἠθικότητος. Πολλοὺς
ἄγει ἐπὶ τὴν πρᾶξιν ἡ ἐλπὶς ἀναμενομένου κέρδους, ἡ προσδοκία ὠφελείας. Εἰς τὴν
περίπτωσιν αὐτὴν δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ εἲπῃ «ἔκαμα τὸ καθῆκόν μου». Ἄλλους ὠθεῖ
ὁ φόβος διὰ τὰ ἐπακόλουθα τῆς παραλείψεώς των, ἡ ἀπειλὴ τῆς ἐπικρεμαμένης
τιμωρίας. Οὔτε αυτῶν ἡ πρᾶξις δύναται ἠθικῶς νὰ ὑπολογισθῇ. Ἄλλοι κάμνουν
ᾐθικὰς πράξεις δι’ ἐπίδειξιν. Ἡ ματαιοδοξία καὶ ἡ ἐπιδίωξις ἐπαίνου δὲν εἶναι
ἠθικὰ ἐλατήρια τῶν πράξεών μας. Μοναδικὸν ἐλατήριον διὰ τὴν ἐπιτέλεσιν ἀγαθῶν
πράξεων καὶ τὴν ἐκτέλεσιν τῶν καθηκόντων πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀγαθὴ διάθεσις τοῦ
πράττοντος, τὸ ἠθικὸν αὐτοῦ φρόνημα. Πρᾶξις καθ’ ἑαυτὴν ἐπαινετή, ἀλλὰ μὴ
ἀπορρέουσα ἀπὸ τὴν ἀγαθὴν προαίρεσιν τοῦ πράττοντος, εἶναι ἄνευ ἀξίας, εἶναι ὡς
σῶμα νεκρὸν χωρὶς ψυχήν. Ἀντιθέτως ἀγαθὴ διάθεσις καὶ ἂν δὲν κατορθώσῃ λόγῳ
κωλυμάτων νὰ ἐκδηλωθῇ καὶ νὰ μετατραπῇ εἰς πρᾶξιν, ἔχει καθ’ ἑαυτὴν τὴν
σημασίαν της. Ψυχὴ λοιπὸν τῶν βουλημάτων καὶ τῶν ἐνεργημάτων μας εἶναι ἡ ἀγαθὴ
προαίρεσις. Τυχαία καὶ συμπτωματικὴ ἢ ἐξ ὑπολογισμοῦ ἐκτέλεσις τοῦ καθἡκοντος
εἶναι μικροτέρας σημασίας καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν παράλειψιν πράξεως, διὰ τὴν ὁποίαν
ὅμως δέν ἔλειψεν ἡ ἀγαθὴ διάθεσις. Καὶ τὴν πλέον λαμπρὰν καὶ ἐξωτερικῶς ὡραίαν
πρᾶξιν ἀμαυρώνει τὸ πονηρὸν φρόνημα τοῦ πράξαντος, καθὼς τὸ ἠθικὸν φρόνημα
ἐξαγνίζει τὴν μᾶλλον ἄστοχον καὶ ἐξυψώνει τὴν μᾶλλον ἀσήμαντον ἐνέργειαν.
Δι’ αὐτὰ τὰ «δύο λεπτὰ» τῆς
χήρας (Μάρκ. ιβ΄ 42) ὁ Χριστὸς θεωρεῖ πολυτιμότερα ἀπὸ τὰς πολὺ μεγαλυτέρας
προσφορὰς ἄλλων, τὴν κακὴν ἐπιθυμίαν χαρακτηρίζει ὡς ἰσοδύναμον πρὸς τὴν κακὴν
πρᾶξιν, τὴν ἐκ ματαιοδοξίας ἀγαθοεργίαν θεωρεῖ ὅλως ἀναξίαν ἐκτιμήσεως καὶ
κατακρίνει τὴν ἐπίδειξιν ψευδοῦς θεοσεβείας (Ματθ. στ΄, 5 - 6). Καὶ εἰς αὐτὴν
τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ἡ κακὴ ἐπιθυμία ἀπαγορεύεται, καθὼς ἀκριβῶς καὶ ἡ κακὴ
πρᾶξις, ἀληθὴς δὲ εὐσέβεια θεωρεῖται ἡ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ
πρόθυμος τήρησις τῶν ἐντολῶν του.
Κυρίως τὸ καθῆκον εἶναι ἕν, ἡ συμμόρφωσις
πρὸς τὸν ἠθικὸν νόμον. Λαμβανομένων ὅμως ὑπ’ ὄψιν τῶν ποικίλων περιστάσεων κατὰ
τὰς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ συμμορφωθῇ πρὸς τὴν διαταγὴν του, τὰ καθήκοντα
ἐμφανίζονται ὡς ἓν ἀπεριόριστον πλῆθος ὑποχρεώσεων. Ὁλόκληρος ὁ βίος τοῦ
ἄνθρώπου εἶναι ἕν διαρκὲς καθῆκον. Διὰ τὴν εὐκολίαν μας κατατάσσομεν αὐτὰ εἰς
ὁμοιογενεῖς ὁμάδας, ὅπως κάμνομεν δι’ ἄλλα φαινόμενα καὶ γεγονότα. Ὑπὸ τέσσαρας
κυρίως ἐπόψεις ἠμποροῦμεν νὰ διαιρέσωμεν τὰ καθήκοντα.
Ὑπὸ τὴν ἔποψιν τοῦ ἀντικειμένου, εἰς τὸ
ὁποῖον ἀφοροῦν, τὰ καθήκοντα εἶναι τριῶν εἰδῶν πρὸς τὸν Θεόν ,
τὸν πλησίον καὶ πρὸς ἡμᾶς αὐτούς . Καὶ πάλιν,
ἐφ’ ὅσον ἀφοροῦν εἰς ἄτομα, τὰ καθήκοντα καλοῦνται ἀτομικὰ καὶ
συνιστοῦν τήν ἀτομικὴν ἠθικήν , ἐφ’ ὅσον δὲ ἀποβλέπουν εἰς
κοινωνικὰς ὁμάδας, ὅπως ἡ οἰκογένεια ἢ ἡ Ἐκκλησία, ὀνομάζονται κοινωνικὰ
καὶ συγκροτοῦν τὴν κοινωνικὴν ἠθικήν .
Ὑπὸ τὴν ἔποψιν τοῦ ὑποκειμένου καὶ τῶν
περιστάσεων, ὑφ’ ἃς ἐκτελοῦνται, τὰ καθήκοντα εἶναι γενικά ,
ἤτοι ὑποχρεοῦντα ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ πάντοτε ἰσχύοντα, καὶ εἰδικά
, ἤτοι ἐπιβαλλόμενα εἰς μερικοὺς ἀνθρώπους καὶ καθ’ ὡρισμένας περιστάσεις. Τὰ
πρῶτα ὀνομάζονται καὶ ἀπόλυτα, τὰ δεύτερα καὶ σχετικὰ ἢ αὐστηρά. Τὸ καθῆκον τοῦ
βοηθεῖν τοὺς πάσχοντας εἶναι γενικόν, ὁ ἱερεὺς ὅμως, διὰ νὰ φέρωμεν ἓν
παράδειγμα, ἔχει ὡς ἐκ τοῦ λειτουργήματός του καὶ εἰδικὰ καθήκοντα.
Ἀναλόγως τῆς διατυπώσεως, ἤτοι τῆς
γλωσσικῆς μορφῆς τοῦ ἀντιστοίχου παραγγέλματος, τὰ καθήκοντα διακρίνονται εἰς θετικά
, ὅταν καταφατικῶς ἐπιτάσσουν τὸ πρακτέον καὶ ἀρνητικά , ὅταν
ἀποφατικῶς ὁρίζουν τί πρέπει ν’ ἀποφεύγωμεν. Παρετηρήθη ἤδη ὅτι ὅλαι αἱ ἐντολαὶ
τοῦ Δεκαλόγου πλὴν μιᾶς, τῆς πέμπτης, ἔχουν ἀρνητικὴν μορφήν. Ὁ γνωστὸς εἰς
ἡμᾶς χρυσοῦς κανὼν διατυπωθεὶς ἀρνητικῶς ἐν τῇ Παλαιᾷ εὗρε τὴν θετικὴν του
διατύπωσιν εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην. Ἐσημειώσαμεν ἀλλαχοῦ καὶ τὰς δύο
διατυπώσεις του. Καὶ ἡ διπλῆ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον
(Ματθ. κβ΄, 37 - 39) «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεὸν σου... καὶ τὸν πλησίον
σου ὡς σεαυτὸν» , ἐπίσης διατυποῦται θετικῶς. Καὶ εἶναι φανερὸν ὅτὶ ἡ
θετικὴ διατύπωσις ὑπερτερεῖ γενικῶς τῆς ἀποφατικῆς.
Ἀλλὰ μεγαλυτέρας ἀξίας εἶναι ἡ διάκρισις
τῶν καθηκόντων, ἀναλόγως τοῦ σκοποῦ εἰς τὸν ὁποῖον ἀποβλέπουν, εἰς καθήκοντα δικαιοσύνης
καὶ φιλανθρωπίας .
Τῆς δικαιοσύνης τὰ καθήκοντα ἀπαιτοῦν νὰ
μὴ βλάπτωμεν τοὺς ἄλλους καὶ νὰ μὴ γινώμεθα πρόξενοι ἀδικίας. Νὰ σεβώμεθα
ἑπομένως τὴν ζωήν, τὴν τιμήν, τὰ ὑπάρχοντά των. Ἀλλὰ ἡ φιλανθρωπία ἐπιβάλλει νὰ
συμμεριζώμεθα τὴν ξένην δυστυχίαν καὶ τὸν ξένον πόνον καὶ νὰ τὸν ἀνακουφίζωμεν
μὲ κάθε τρόπον. Τὰ πρῶτα ἐπιβάλλονται καὶ ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς πολιτείας. Εἰς τὰ
δεύτερα οὐδεὶς ἀνθρώπινος νόμος μᾶς ὑποχρεώνει, μᾶς ὑπαγορεύει ὅμως αὐτὰ ὁ
θεῖος νόμος καὶ ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεως.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἀπὸ τὸν μὴ σεβόμενον
κανένα νόμον ἀνεκτότερος εἶναι βεβαίως ὁ ἀσκῶν τὰ καθήκοντα δικαιοσύνης, ἔστω
καὶ ἂν ἐκ φόβου ἢ ὑπολογισμοῦ πράττῃ τὰ δίκαια. Ἀλλ’ ὑπεράνω τοῦ ἀσκοῦντος τὴν
δικαιοσύνην εὑρίσκεται ὁ αγαθοποιῶν ἐξ ἀγάπης καὶ διαθέσεως φιλανθρώπου, ὁ
ἐκτελῶν τὰ καθήκοντα τῆς φιλανθρωπίας. Ὁ ἀληθὴς χριστιανὸς πράττει τὸ ἀγαθὸν παντοῦ
καὶ πάντοτε, ἀδιαφορῶν, ἂν γραπτὴ διάταξις τῆς πολιτείας τὸ ἀπαιτῇ ἢ ἂν οἱ
ἄνθρωποι τὸν βλέπουν, διὰ νὰ τὸν ἀνταμείψουν. Πράττει τὸ ἀγαθὸν ἀπὸ ἀγάπην, ἀπὸ
μίαν αὐθόρμητον πρὸς αὐτὸ ροπήν, ἡ ὁποία εἰς τίποτε ἄλλο δὲν ἀποβλέπει εἰμὴ εἰς
τὴν συμμόρφωσιν πρὸς τὸ θεῖον θέλημα.
Εἰς τὴν τελευταίαν αὐτὴν διάκρισιν τῶν
καθηκόντων θεμελιοῦται ἡ ἱστορικὴ διὰ τὸν κόσμον σημασία τῆς χριστιανικῆς
διδασκαλίας καὶ ἠθὶκῆς, ἡ ὁποία ἐξήρθη μέχρι τῆς διατυπώσεως τοῦ ὑψηλοῦ, τοῦ
ἀσυλλήπτως ὑπερόχου κηρύγματος «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» .
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου