Τοῦ Δρ. Εὐαγγέλου Πεπέ
Ἡ σύνδεση, ὅπως προαναφέρθηκε, τῶν ἐπικοινωνιακῶν
δεξιοτήτων τῶν μαθητῶν μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῶν κειμενικῶν τους δεξιοτήτων
ὁδηγεῖ στὴν υἱοθέτηση μιᾶς κειμενικῆς προοπτικῆς στὴν ἐκπαίδευση καθιστώντας
τὴν ἔννοια τοῦ γραμματισμοῦ συμβατὴ καὶ μὲ ἄλλα –πέραν τοῦ γλωσσικοῦ- γνωστικὰ
πεδία, ὅπως αὐτὸ τῶν θρησκευτικῶν. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση «τὸ κείμενο κατέχει
καίρια θέση σὲ ὅλο τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα, διατρέχοντας διαφορετικὰ μαθήματα
καὶ δραστηριότητες καὶ συνιστᾶ ἕνα κεντρικὸ ἄξονα ἀναφορᾶς, τόσο στὴ διδασκαλία
ὅσο καὶ στὴ μάθηση»20.
Ὁ λόγος, κατὰ συνέπεια, ἀποκτᾶ σημαίνοντα ρόλο καὶ στὴ
θρησκευτικὴ ἀγωγή. Εἰδικότερα στὸν θρησκευτικὸ γραμματισμὸ ἡ κυριαρχία τοῦ
λόγου στοχεύει «στὸ νὰ οἰκοδομήσει λογικὰ τὴ θρησκευτικὴ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν καὶ
τῶν ἐφήβων μέσα ἀπὸ τὴν κατανόηση, τὴν ἑρμηνεία καὶ τὴν κριτική, καὶ διʼ αὐτοῦ
νὰ συμβάλει στὴν προσωπικὴ καὶ ἐλεύθερη συγκρότησή τους»21.
Ἑπομένως, σύμφωνα μὲ τὸ νέο Πρόγραμμα ἡ θρησκευτικὴ ἀγωγὴ
τῶν μαθητῶν προϋποθέτει ἐκ μέρους τους μία λογικὴ προσέγγιση καὶ ἕνα κριτικὸ ἀναστοχασμὸ
τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου ἐν γένει καὶ τῶν οἰκείων τους θρησκευτικῶν καταβολῶν.
Αὐτό, βέβαια, συμβαίνει, διότι ἔτσι ἐπιτυγχάνεται ὁ βασικὸς στόχος τοῦ
γραμματισμοῦ, ὁ ὁποῖος συμπυκνώνεται, κατὰ μία ἄποψη στὴν ἱκανότητα ἐλέγχου τῆς
ζωῆς καὶ τοῦ περιβάλλοντος μέσῳ τοῦ λόγου, μὲ τρόπο ὀρθολογικό22.
Ἡ κριτικὴ αὐτὴ προσέγγιση τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου
ἐπιδιώκει νὰ ἀποκαλύψει τὶς ἐνδεχόμενες χρήσεις τῶν θρησκευτικῶν στοιχείων μὲ
σκοπὸ τὴν ἄσκηση ἐξουσίας ἢ μία ἰδιότυπη θρησκευτικὴ χειραγώγηση, ὅπως
ἀντίστοιχα ὁ κριτικὸς γραμματισμὸς στὴ γλώσσα ἐπιχειρεῖ νὰ ἀναδείξει γλωσσικὲς
χρήσεις ποὺ προβάλλουν σχέσεις ἐξουσίας καὶ ἰδεολογίες τὶς ὁποῖες δὲν ἀντιλαμβάνονται
οἱ ἀνθρωποι23.
Στοχεύει, ἐπίσης, στὸ νὰ ἀναδείξει μία ἀλληλεπιδραστικὴ σχέση
θρησκείας καὶ κοινωνίας καὶ νὰ καταστήσει τὰ ἄτομα ἱκανὰ ὄχι νὰ μαθαίνουν καὶ
νὰ ἀναπαράγουν τὶς θρησκευτικὲς δομὲς οὔτε ἁπλῶς νὰ τὶς ἐλέγχουν ἀλλὰ καὶ νὰ
τὶς διαμορφώνουν ἐξαρχῆς. Ὁ στόχος, ἑπομένως, τοῦ θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ
ἐπιτάσσει τὴν προσέγγιση τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς κριτικά, ὥστε νὰ ἀνταποκριθεῖ
σʼ αὐτὸ ποὺ καλεῖται «χειραφετητικὸ ἐνδιαφέρον». «Ἡ γνώση εἶναι ἀληθινὴ, ὅταν
μᾶς ἐλευθερώνει ἀπʼ ὅ,τι ὀνομάζεται “πρόσδεση στὸ παρελθόν”. Χωρὶς αὐτὸ τὸ
“χειραφετητικὸ ἐνδιαφέρον” οἱ ἀλήθειες ὁποιασδήποτε ἐπιστήμης καὶ γνώσης λειτουργοῦν
στατικὰ καὶ ἐνδεχομένως χρησιμοποιοῦνται γιὰ ποικιλότροπη χειραγώγηση»24.
Ἀναδεικνύονται, ἑπομένως, οἱ ἰδεολογικὲς καταβολὲς τοῦ
κριτικοῦ γραμματισμοῦ γενικὰ καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ θρησκευτικὸ φαινόμενο,
ἡ θρησκευτικὴ πίστη, προσεγγίζεται ὡς κατεστημένη κοινωνικὴ δομή, μὲ κίνδυνο
τὸν ὑποβιβασμό της σὲ ἰδεολογία. Μέσῳ τοῦ γραμματισμοῦ δὲν ἐπιτυγχάνεται ἡ
χειραφέτηση τῶν μαθητῶν ἀπὸ τὴν καταπίεση τῶν ἰδεολογικοπολιτικῶν κατεστημένων,
ἀλλὰ ἡ ἀντικατάστασή τους ἀπὸ μία νέα ἰδεολογικὴ πολιτικὴ πρόταση. Αὐτὴ ἡ
πρόταση μπορεῖ, κατὰ τοὺς εἰσηγητές της, νὰ λύσει τὰ προβλήματα τοῦ σύγχρονου
ἀνθρώπου μέσῳ τῆς κριτικῆς θεώρησης, τῆς ἀντίστασης καὶ τῆς ἀπόρριψης.
Τό μοντέλο κριτικῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης κατά τόν
Andrew Wright
Στὸ πλαίσιο τοῦ εὐρύτερου εὐρωπαϊκοῦ προβληματισμοῦ γιὰ τὴ
σύγχρονη θρησκευτικὴ ἐκπαίδευση ὁ Wright -ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὶς βασικὲς ἀρχὲς
τῆς κριτικῆς παιδαγωγικῆς- εἰσηγεῖται τὸ μοντέλο τῆς κριτικῆς θρησκευτικῆς
ἐκπαίδευσης, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀπαρέγκλιτα βασισμένο στὸν θρησκευτικὸ γραμματισμό.
Τὸ 2004 τὸ βρετανικὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας (British Governmentʼs Department for Education and Skills) σὲ συνεργασία μὲ
τὴν Ἀρχὴ Προσόντων καὶ Ἀναλυτικῶν Προγραμμάτων (Qualifications and Curriculum Authority) δημοσιεύει Νόμο – Πλαίσιο γιὰ τὴ Θρησκευτικὴ Ἐκπαίδευση
στὴ Βρετανία καὶ τὴν Οὐαλία (non – statutory Framework for Religious Education, DES/QCA 2004). Μέλος τῆς συντακτικῆς
ὁμάδας εἶναι καὶ ὁ Wright25.
Ὁ Νόμος – Πλαίσιο ἀναφέρει δύο βασικοὺς στόχους τοῦ
θρησκευτικοῦ μαθήματος, στοὺς ὁποίους θεμελιώνεται τὸ μοντέλο τῆς κριτικῆς θρησκευτικῆς
ἐκπαίδευσης26. Οἱ δύο αὐτοὶ κεντρικοὶ στόχοι εἶναι ἡ μάθηση γιὰ τὴ θρησκεία (learning about religion) καὶ ἡ μάθηση ἀπὸ τὴ θρησκεία (learning from religion).
Ὁ Wright ὑποστηρίζει ὅτι οἱ
στόχοι τῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης πραγματοποιοῦνται διαμέσου μιᾶς ἐξελικτικῆς
πορείας δύο φάσεων: τῆς ἀπόκτησης τῆς γνώσης (learning about) καὶ τῆς ἀνάπτυξης
δεξιοτήτων (learning from), ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ προσωπικὴ ὁλοκλήρωση.
Ἐπιπλέον, διευκρινίζει ὅτι ἡ μάθηση γιὰ τὴ θρησκεία πραγματοποιεῖται μέσῳ τῆς
ἀντιπαράθεσης τῶν διαφορῶν μεταξύ τῆς οἰκείας θρησκευτικῆς παράδοσης καὶ τῆς
θρησκευτικότητας τῶν θρησκευτικὰ διαφορετικῶν μαθητῶν. Οὐσιαστικὰ ὁ Wright
προτείνει ἡ θρησκευτικὴ γνώση τῶν χριστιανῶν μαθητῶν τόσο γιὰ τὴ δική τους
θρησκευτικὴ παράδοση ὅσο καὶ γιὰ τὶς ἄλλες θρησκευτικὲς παραδόσεις νὰ εἶναι
ἀποτέλεσμα τοῦ προβληματισμοῦ ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴ συνάντηση καὶ τὴν ἀνάδειξη
τῶν διαφορετικοτήτων τους27.
Στὸ ἴδιο κείμενο περιγράφεται, ἐπίσης, ὁ στόχος τῆς
θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης στὴ Φιλλανδία. Σύμφωνα μὲ τὸ Ἐθνικὸ Ἀναλυτικὸ
Πρόγραμμα γιὰ τὴ Λυκειακὴ Ἐκπαίδευση (National Core Curriculum for Upper Secondary Schools) ἀναμένεται οἱ μαθητὲς νὰ ἀναπτύξουν πολιτισμικὸ - ἀντὶ τοῦ
θρησκευτικοῦ- γραμματισμό, προβληματιζόμενοι καὶ τηρώντας κριτικὴ στάση
ἀπέναντι στὶς ποικίλες θρησκευτικὲς παραδόσεις.
Ὑπὸ αὐτὸ τὸ πρῖσμα ἡ θρησκευτικὴ ἐκπαίδευση συρρικνώνεται
καὶ χρησιμοποιεῖται ὡς ἐργαλεῖο πολιτισμικῆς κατανόησης. Συνεπῶς, οἱ θρησκεῖες προσεγγίζονται ὡς πεδία κοινωνικὸ – πολιτισμικῆς
συνάντησης μεταξὺ ἀτόμων καὶ κοινωνιῶν καὶ ὄχι ὡς αὐταξίες28. Ὁ Wright θεωρεῖ ὅτι τὸ μοντέλο τῆς κριτικῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης
(Critical Religious Education) ἀνταποκρίνεται πιστότερα καὶ ἀποτελεσματικότερα στὶς
σύγχρονες παιδαγωγικὲς ἀπαιτήσεις μιᾶς πολυπολιτισμικῆς κοινωνίας. Τὸ βασικὸ ἐπιχείρημά
του εἶναι ὅτι στὸ περιγραφόμενο μοντέλο ἡ κριτικὴ θρησκευτικὴ ἐκπαίδευση
θεμελιώνεται στὶς ἀρχὲς τῆς πνευματικῆς ἀκεραι ότητας (intellectual integrity),
τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας (personal freedom), τῆς ἐπιδίωξης τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας
(the pursuit of ultimate truth) καὶ τῆς περιφρούρησης
τοῦ δικαιώματος τῆς ἀτομικῆς θρησκευτικῆς αὐτοδιάθεσης (personal faith –
formation)29.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ πρόταση
τοῦ Wright γιὰ τὸ μοντέλο κριτικῆς θρησκευτικῆς ἐκπαίδευσης προέκυψε ὡς ἀπάντηση
στὸ αἴτημα συνδυασμοῦ τῆς ἀνάπτυξης πνευματικοῦ βάθους καὶ τῆς κριτικῆς
«ἀνοικτότητας» τῶν μαθητῶν. Ὡστόσο, τὸ προτεινόμενο μοντέλο παρουσιάζει μία
ἐγγενῆ ἀδυναμία, καθὼς ἀπαλείφει ἐντελῶς τὸ ὑπερβατικὸ στοιχεῖο περιορίζοντας
τὴν πίστη σὲ διανοητικὸ γεγονός, ἱκανὸ νὰ ὑπόκειται στὴ βάσανο τῆς λογικῆς
κριτικῆς.
Ἡ πίστη, ἡ ὁποία κεῖται ὄχι ἀντίθετα, ἀλλὰ πέρα καὶ πάνω
ἀπὸ τὴ λογική, ἐξορθολογίζεται σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος ἀναζητᾶ τὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια στὸ πλαίσιο τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς·
διαφυλάσσει μὲν τὸ δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς του αὐτοδιάθεσης, ἡ θρησκευτική του,
ὅμως, ταυτότητα προκύπτει ὡς ἀποκλειστικὸ ἀποτέλεσμα διανοητικῆς διεργασίας καὶ
κριτικῆς προσέγγισης. Ὡς ἐκ τούτου, ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος νὰ προσεγγίζεται καὶ
νὰ κρίνεται ἡ πίστη ὡς ἰδεολογία. Γίνεται, κατὰ συνέπεια, προφανὲς ὅτι στὴν
περίπτωση αὐτὴ ἡ ἀτομικὴ ἀκεραιότητα σὲ ἐπίπεδο πίστης δὲ θίγεται ἁπλῶς ἀλλὰ
κολοβώνεται. Τὸ ζητούμενο στὴ θρησκευτικὴ ἀγωγὴ δὲν εἶναι ἡ χειραφέτηση ἀπὸ
κατεστημένες θρησκευτικὲς δομές, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ στενότατα ὅρια τῆς ἀνθρώπινης
λογικῆς, προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀναχθεῖ στὴν ἀλήθεια, ἡ ὁποία εἶναι πέρα καὶ
πάνω ἀπὸ τὴ λογική.
Συμπερασματικά
Ὁ κριτικὸς θρησκευτικὸς γραμματισμὸς προτείνεται ὡς μία
καινοτόμος διάσταση τῆς σύγχρονης θρησκευτικῆς ἀγωγῆς. Στόχος εἶναι ἡ ὑπέρβαση
τῆς ἀποκλειστικότητας30, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει κατὰ μία ἄποψη στὶς μέρες μας τὸ
μάθημα τῶν θρησκευτικῶν.
Ἐντούτοις, ἡ ἔρευνα καὶ ἡ μελέτη τῶν δομικῶν στοιχείων τοῦ
κριτικοῦ γραμματισμοῦ, καθὼς καὶ τοῦ κριτικοῦ θρησκευτικοῦ γραμματισμοῦ ἀποκαλύπτει
ὅτι ὁ θρησκευτικὸς γραμματισμὸς στοχεύει κυρίως στὴν ἀνάπτυξη καὶ καλλιέργεια
τῆς κριτικῆς θεώρησης ἐκ μέρους τῶν μαθητῶν κάθε προσφερόμενης θρησκευτικῆς
γνώσης. Ὡς κριτικὴ στάση προκρίνεται ἡ ἀμφισβήτηση, ἡ ἐκ τῶν προτέρων ἄρνηση
καὶ ἡ ἀντίσταση, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ χειραφέτηση ἀπὸ τὶς κατεστημένες κοινωνικὲς
καὶ πολιτικὲς δομές. Τελικά, ὅμως, ἡ χειραφέτηση αὐτὴ δὲ συνεπάγεται τὴν
ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ βαρίδια τῶν κοινωνικῶν καὶ πολιτικῶν κατεστημένων, ἀλλὰ τὴν
ἐπικράτηση μίας νέας βιοθεωρίας, μίας νέας ἰδεολογίας, μίας καινούριας κοσμοαντίληψης,
τῆς ὁποίας μοναδικὴ θέση εἶναι ἡ ἄρνηση.
Οἱ κρίσεις ποὺ διῆλθε ἡ θρησκευτικὴ ἀγωγὴ στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ
τὴν ἵδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους μέχρι σήμερα εἶναι πολλές. Δὲν εἶναι ἄνευ
σημασίας τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πλέον πρόσφατη ἐκδηλώθηκε σχεδὸν ταυτόχρονα μὲ τὴν
ὑφιστάμενη οἰκονομικὴ κρίση. Ἡ νηφάλια ἔρευνα καὶ μελέτη αὐτῶν τῶν κρίσεων
ἀναδεικνύει ὅτι ἡ νεοελληνικὴ παιδεία στὸ σύνολό της ἀντιμετωπίζει πρόβλημα
προσανατολισμοῦ. Ὁ Παναγιώτης Νέλλας διέκρινε ὅτι αὐτὸ τὸ πρόβλημα εἶναι μεγάλο
καὶ δυσεπίλυτο, ἐπειδὴ μέσα στὴν ἑλληνικὴ παιδεία «ἀντιπαλεύουν τρεῖς τάσεις,
τρεῖς στόχοι, τρία ἀνθρωποείδωλα, τρεῖς διαφορετικοὶ πολιτισμοί: ὁ πολιτισμὸς
τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ὁ πολιτισμὸς τῆς θεανθρωπίας καὶ ὁ πολιτισμὸς τῆς τεχνολογίας
[…]. Ἡ ἐκπαίδευση, ὅλα τὰ ἐκπαιδευτικὰ προγράμματα τῶν τελευταίων χρόνων, ὅλες
οἱ ἐκπαιδευτικὲς μεταρρυθμίσεις εἶναι στὴ συνείδηση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἀκαταξίωτες»,
διότι δὲν ἐπιλύουν τὸ πρόβλημα προσανατολισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς παιδείας31.
Ἡ φύση καὶ ἡ θέση τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος στὸ ἑλληνικὸ ἐκπαιδευτικὸ
σύστημα ἐπιτάσσει ἡ λύση τοῦ προβλήματος νὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὸ μάθημα τῶν
θρησκευτικῶν. Αὐτὸ ὀφείλει νὰ ξαναβρεῖ τὸν προσανατολισμό του καὶ νὰ προτείνει
τὸ ἀνθρωποείδωλο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο θὰ συμβάλει στὴν ἐπανεύρεση τοῦ προσανατολισμοῦ
τῆς νεοελληνικῆς παιδείας καὶ θὰ βοηθήσει τὸν σύγχρονο πολιτισμὸ νὰ ξεπεράσει
τὰ ἐγγενῆ ἀδιέξοδά του. Διαφορετικά, ἡ ἑπόμενη κρίση εἶναι κοντὰ καὶ τὸ τραγικὸ
δὲν εἶναι ὅτι μποροῦμε πλέον νὰ τὴν προβλέψουμε· τραγικὸ εἶναι ὅτι ἀγνοοῦμε τί
κομίζει. Γι᾽ αὐτὸ «καιρὸς τοῦ ποιῆσαι».
Σημειώσεις:
20. Τ. Σαραφίδου, «Ἀνάπτυξη Κειμενικῶν Δεξιοτήτων μέσα ἀπὸ
Ἀφηγηματικὰ Πλαίσια κατὰ τὴν Πρώτη Σχολικὴ Ἡλικία: Ἡ Περίπτωση τοῦ Βιβλίου τῶν Θρησκευτικῶν
τῆς Γ΄ Τάξης τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου», στὸ Ε. Τάφα – Γ. Μανωλίτσης (ἐπιμ.),
Ἀναδυόμενος Γραμματισμός. Ἔρευνα καὶ Ἐφαρμογές, ἐκδ. Πεδίο, Ἀθήνα 2009, σ. 362.
21. Ὑπουργεῖο Παιδείας – Παιδαγωγικὸ Ἰνστιτοῦτο, Νέο
Σχολεῖο. Πρόγραμμα Σπουδῶν, ὅ.π., σ. 21.
22. P. Traves, «Reading: the Entitlement to be ‘properly literate’ », K.
Kimberley, M. Meek & J. Miller (ἐπιμ.), New Readings:
Contributions to an Understanding of Literacy, ἐκδ. Α & C Black, London 1992, σσ. 77 – 85.
23. N. Fairclough, Discourse
and Social Change, ἐκδ. Polity Press, Cambridge 1992, σ. 7.
24. Ὑπουργεῖο Παιδείας – Παιδαγωγικὸ Ἰνστιτοῦτο, Νέο
Σχολεῖο. Πρόγραμμα Σπουδῶν, ὅ.π.
25. Α. Wright, «Critical Religious Education and the
National Framework for Religious Education in England
and Wales»,
Religious Education: The Official Journal of the Religious Education
Association 103 (November – December 2008), σσ. 517 – 518.
26.Α. Wright, «Critical Religious Education and the
National Framework for Religious Education in England
and Wales»,
ὅ.π., σ. 520.
27. E. Hella and Α. Wright, «Learning ‘about’ and ‘from’ Religion:
Phenomenography, the Variation Theory of Learning and Religious Education in Finland and the UK», British Journal of Religious
Education 31, 1 (2009), σσ. 53 – 64.
28. E. Hella and Α. Wright, «Learning ‘about’ and ‘from’ Religion:
Phenomenography, the Variation Theory of Learning and Religious Education in Finland and the UK», ὅ.π., σ. 54.
29. Α. Wright, «Critical Religious Education and the
National Framework for Religious Education in England
and Wales
», ὅ.π., σ. 518.
30. Ὑπουργεῖο Παιδείας – Παιδαγωγικὸ Ἰνστιτοῦτο, Νέο Σχολεῖο.
Πρόγραμμα Σπουδῶν, ὅ.π., σ. 13.
31.Π. Νέλλας, «Ἡ παιδεία καὶ οἱ Ἕλληνες», Σύναξη 21 (Ἰανουάριος
– Μάρτιος 1987), σ. 10.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου