Προηγούμενα καὶ παρεπόμενα
Τοῦ π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ
ΣΤΗΝ ἀναζήτηση
μιᾶς κατάλληλης ἐναρκτήριας φράσης γιὰ τὸ κείμενό μου αὐτὸ μεγάλη βοήθεια μοῦ
προσέφερε ὁ πάντα εὔστοχος σχολιαστὴς τῆς ἐφημερίδος «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», ποὺ
ὑπογράφει τὰ ὀρθὰ καὶ εὐφυέστατα σχόλιά του ὡς «Χ». Στὸ φύλλο τῆς
«Κυριακάτικης Δημοκρατίας» (1η
Φεβρουαρίου 2015), ἀναφερόμενος στὴν πρόσφατη ὁρκωμοσία τῆς νέας μας Κυβέρνησης,
σημειώνει: «Μὴ μὲ παρεξηγήσετε, ἀλλὰ καθόλου δὲν μὲ «χάλασε» ποὺ κάποιοι
δὲν ὁρκίσθηκαν στὸ Εὐαγγέλιο. Εἴδαμε καὶ αὐτούς, ποὺ ἔκαναν τοὺς μεγάλους
σταυροὺς καὶ παρίσταναν τοὺς εὐσεβεῖς, πόσο πολὺ κορόϊδευσαν τὸν ἑλληνικὸ λαό.
Πόσο πολὺ τὸν ταλαιπώρησαν, πόσο πολὺ τὸν τσαλάκωσαν». Συγχαίρωτὸν ἄγνωστό μου
«Χ», ποὺ μολονότι ἀνήκει σὲ ἕνα συγκεκριμένο πολιτικὸ χῶρο, κατορθώνει νὰ ἀντιμετωπίσει
τὸ θέμα μὲ τόση ἀντικειμενικότητα, ἀγγίζοντας τὴν οὐσία (καὶ) τοῦ βουλευτικοῦ ὅρκου,
ἀλλὰ καὶ τὴ σκοπιμότητά του. Ἀπὸ κάποιους στὸν Τόπο μας γίνεται μόνιμα χρήση τῶν
ἱερῶν πραγμάτων μὲ τὴ συνείδηση, ὅτι αὐτὰ ὑπάρχουν ὄχι γιὰ νὰ τὰ σεβόμεθα, ἀλλὰ
γιὰ νὰ τὰ παραβαίνουμε καὶ, τελικά, νὰ τὰ χλευάζουμε.
Α´
Ἡ ὁρκωμοσία ὄχι
μόνο στὴ Βουλή, ἀλλὰ καὶ σ᾽ ὅλο τὸ φάσμα τοῦ δημοσίου βίου (Δικαστήρια, Δημόσιες Ὑπηρεσίες
κλπ.) εἶναι ἕνα θέμα πολύπλοκο, μὲ ὑπόστρωμα πνευματικὸ - θεολογικὸ καὶ νομικό.
Σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ κειμένου δὲν εἶναι μιά, θετική ἢ ἀρνητικὴ, τοποθέτηση ἔναντι
τοῦ ὅρκου, καὶ μάλιστα τοῦ βουλευτικοῦ, ἀλλὰ ἡ σύντομη ἐπισκόπηση τῆς
διαχρονικῆς στάση τοῦ πολιτικοῦ μας κόσμου ἀπέναντί του. Τὸ θέμα πραγματευέται
διεξοδικῶς καὶ ἐπιτυχῶς ὁ ἀγαπητὸς συμπρεσβύτερος ἀρχιμ. Κύριλλος Κωστόπουλος,
δρ. Θεολογίας, στὴ μελέτη του μὲ τὸν τίτλο: «Ὁ ὅρκος κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας
καὶ τὴν ἁγιοπατερικὴ Παράδοση», Ἀθήνα 2012, σελ. 130. Τὸ συμπέρασμα τοῦ
συγγραφέως εἶναι ὅτι «ὁ ὅρκος εἶναι παράνομος, ἀντίθετος πρὸς τὴν Ἁγία Γραφή,
τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τὴν ἠθικὴ γενικώτερα»
(σελ. 110).
Στὴν ἴδια κατεύθυνση κινεῖται καὶ ὁ μεγάλος ἱεροκήρυκας καὶ
σοφὸς ἐπιστήμονας τοῦ 18ου αἰῶνος, Νικηφόρος Θεοτόκης, ἀρχιεπίσκοπος Ἀστραχανίου
καὶ Σταυρουπόλεως, ἀλλὰ καὶ Διδάσκαλος τοῦ Γένους (1731 - 1800), ὁ ὁποῖος στὸν
Β´ Τόμο τοῦ Κυριακοδρομίου του, «Εἰς τὰς πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ τὰς
Ἐπιστολάς τοῦ Ἀπ. Παύλου» (ἐν Ἀθήναις 1854) ἔχει καταχωρίσει ὁμιλία του (σελ.
260 - 267) μὲ θέμα τὸν ὅρκο, ποὺ καταλήγει ὡς ἑξῆς:
«Ἀξιομακάριστοι μὲν εἰσιν ὅσοι οὐδέποτε ὀμνύουσι τοῦ Θεοῦ
τὸ ὄνομα, οὐδὲ ἄλλον τινὰ ὅρκον. Συγγνωστοί δὲ ὅσοι, ἐξουσίαις
ὑπερεχούσαις ὑποτασσόμενοι, ὀμνύουσι, πλὴν μετὰ ἀληθείας ἐν κρίσει καὶ
δικαιοσύνῃ, ἀπαράβατον δὲ φυλάττουσι τὸν ὅρκον...» (σελ. 265/6).
Τὸν 19ον αἰώνα ἡ περὶ τοῦ ὅρκου συζήτηση ἔφθασε σὲ μεγάλη
ὀξύτητα, διότι συνεκρούσθησαν οἱ κορυφαῖοι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου ἀντίπαλοι,
Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ἐξ Οἰκονόμων (1780 - 1857) καὶ Θεόκλητος Φαρμακίδης
(1784 - 1860). Ἡ ἀντίθεσή τους στὸ σχετικὸ ζήτημα ἐξεδηλώθη τὸ 1844. Ὁ
Οἰκονόμος κλήθηκε νὰ καταθέσει ὡς μάρτυρας ἐνόρκως στὸ δικαστήριο, ἀρνήθηκε ὅμως
νὰ ὁρκισθεῖ, ὑποστηρίζοντας ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἐπιτρέπει τὸν ὅρκο καὶ γι᾽
αὐτὸ δὲν ἦταν διατεθειμένος «νὰ ὀμόσῃ εἰς τὰ θεῖα».
Γι᾽ αὐτὸ ἀξίωσε νὰ διαβεβαιώσει τὴν ἀλήθεια
«ἐπὶ τῇ ἱερωσύνῃ του». Τὸ Δικαστήριο δέχθηκε τὴν ἀπόψή του καὶ δὲν τὸν
ὑποχρέωσε νὰ ὁρκισθεῖ.
Ὁ Φαρμακίδης, διαφωνώντας ριζικὰ μὲ τὴν ἄποψη τοῦ ἀντιπάλου
του, ἄρχισε τὴν δημοσίευση ἄρθρων στὴν ἐφημερίδα «Ἀθηνᾶ», τὰ ὁποῖα συγκέντρωσε
ἀργότερα (1849) σὲ ἕνα βιβλίο μὲ τὸν τίτλο: «Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων ἢ Περὶ
Ὅρκου».
Κατὰ τὸν Θεόκλητο Φαρμακίδη ὁ ὅρκος «οὐ μόνον οὐκ
ἀπαγορεύεται παρὰ τοῖς λαϊκοῖς καὶ τοῖς ἱερωμένοις, ἀλλὰ καὶ ὡς καθῆκόν τι καὶ ἀρετὴ
ἀξιέπαινος ἐπιτάσσεται τοῖς χριστιανοῖς οὐ μόνον ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν
Πατέρων, ἀλλὰ καὶ ὑπ᾽ αὐτῶν τῶν Ἀποστόλων καὶ τοῦ Εὐαγγελίου».
Ἡ ἀπάντησις τοῦ Κ. Οἰκονόμου ἐδόθη διά χειρὸς τοῦ μαθητοῦ
του καὶ καθηγητοῦ τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς Κωσταντίνου Εὐθυβούλου: «Ὁ
Ὁρκιστής Φαρμακίδης. Ἀνασκευὴ τῶν παρ᾽ αὐτοῦ περὶ Ὅρκου προεκδεδομένων, Ἐν
Κωνσταντινουπόλει 1851». Ὁ Εὐθυβούλης θεωρεῖ σκάνδαλον τὴν ὁρκωμοσία «διά τῆς
τῶν ἀχράντων Εὐαγγελίων χειραψίας» (σελ. ε´). Αὐτό, δηλαδή, ποὺ κυρίως
καταδικάζεται, εἶναι ἡ πράξη τοῦ «παλαμίσματος» («παλάμισμα - παλαμίζω») τοῦ
ἱεροῦ Εὐαγγελίου.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος (Κεφαλᾶς) ἔγραψε «Περὶ Ὅρκου,
ψευδορκίας καὶ ἐπιορκίας» στὴν «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ» (Ἅπαντα, τόμ. Δ, ἐπιμ.
Κωνστ. Ἰω. Κορναράκη, Ἀθῆναι 2010, σελ 288 ἑπ.) τὰ ἀκόλουθα:
«...Ὁ ὅρκος δὲν ἀπαγορεύεται ἀπολύτως ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Γραφῆς,
ὁ δὲ χριστιανός, ὑποβαλλόμενος εἰς τὸν ὅρκον, ὑπὸ τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν καὶ δεχόμενος
αὐτὸν πρὸς ἐξυπηρέτησιν τῆς ἀληθείας καὶ τῆς δικαιοσύνης δὲν ἁμαρτάνει... Διά
τῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ ὅρκου δὲν ἐπεζητήθη ἡ ἀπαγόρευσις τῆς προφορᾶς τοῦ ὀνόματος
τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸ ἰουδαϊκὸν πνεῦμα (πρβλ. Ἐξ. 20,7) ἀλλὰ ἡ εὐλάβεια πρὸς τὸ
θεῖον ὄνομα καὶ ἡ τοῦ ἀνθρώπου ἠθικοποίησις, ἡ δὲ εὐλάβεια καὶ ἡ ἠθικοποίησις
οὐδόλως προσβάλλονται ἐκ τῆς ἀποδοχῆς τοῦ ὅρκου τοῦ ἐπιβαλλομένου ὑπὸ τῶν
Ἀρχῶν» (σελ. 290). Πλήρης ἡ συμφωνία δηλαδὴ μὲ ὅσα ὑπεστήριξε παραπάνω ὁ
Νικηφόρος Θεοτόκης.
Μὲ τὸ ζήτημα τοῦ ὅρκου, γιὰ νὰ μείνουμε σὲ χαρακτηριστικὲς
περιπτώσεις, ἀσχολήθηκε καὶ ὁ μακαριστὸς μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης, π.
Αὐγουστῖνος (Καντιώτης), σὲ δύο συνεχῆ φύλλα τῆς «ΣΠΙΘΑΣ» (ἀρ.486 καὶ 487/
1992), ἀπορρίπτοντας κατηγορηματικὰ κάθε μορφὴ ὅρκου.
Εἶναι γνωστό, ἄλλωστε, καὶ τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου π.
Χαραλάμπους Βασιλοπούλου «Μὴ ὁρκίζεσαι» (1993). Ὁ ἀγαπητὸς συνάδελφος π.
Βασίλειος Βολουδάκης σὲ ἄρθρο του στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» (22.2.2013) ὑποστηρίζει,
ὅτι «ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἀπαγορεύει τὸν ὅρκο», προσθέτοντας ὅτι ὁ ὅρκος «ἐνώπιον
τῶν Δημοσίων Ἀρχῶν ἐπέχει θέση ὁμολογίας πίστεως». Στὴν κατάργηση τοῦ ὅρκου συγκλίνουν
ἐξ ἄλλου, Ἱεράρχες μας μὲ ἀπόψεις, ποὺ δημοσιεύθηκαν στὴν ἐφημερίδα «Η
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (Κυριακή, 4 Ἰανουαρίου 2009) ἀπὸ τὸν δημοσιογράφο κ. Νίκο Παπαχρήστου,
μὲ τίτλο: «ΟΧΙ στὸν ὅρκο λένε καί οἱ Μητροπολίτες». Ἐνδιαφέρον ἔχει ἐπίσης καὶ
τὸ ἀφιέρωμα στὸν Ὅρκο τῆς ἐφημερίδος «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ» στὸ φύλλο τῆς 29ης Ἰανουαρίου
2015. Πρόσφατα ἀνεκινήθη τὸ θέμα μὲ ἀφορμὴ τὴν ὁρκωμοσία τῆς Νέας Κυβερνήσεως,
οἱ διατυπωθεῖσες δὲ ἀπόψεις - καὶ ἐκκλησιαστικῶν προσώπων - συγκλίνουν στὴν κατάργηση
τοῦ ὅρκου.
Τὴν ἐγκριτότερη, πιστεύω, τοποθέτηση στὸ
ζήτημα τοῦ ὅρκου ἔχει καταγράψει ὁ διακεκριμένος Καθηγητὴς τῆς Χριστιανικῆς
Κοινωνιολογίας καὶ Ἠθικῆς, κ. Γεώργιος Μαντζαρίδης: «Ὁ ὅρκος - γράφει - προϋποθέτει
τὴ θρησκευτικὴ πίστη, γι᾽ αὐτὸ στὸν ἄθρησκο δὲν ἔχει νόημα... Ἡ ἀπαγόρευσή του
ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἐντάσσεται στὸ γενικώτερο πνεῦμα καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν
ὡς πολιτῶν τῆς καινῆς κτίσεως... Ἡ χρήση τοῦ ὅρκου στὴν καθημερινὴ ζωή ἀποτελεῖ
καταστρατήγηση τῆς ρητῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ «μὴ ὀμόσαι ὅλως» (Ματθ. 5, 34). Ἐξ
ἄλλου, ὁ κ. Μαντζαρίδης θεωρεῖ ἀπαράδεκτη «τὴν καταπίεση τῆς συνειδήσεως τῶν
Χριστιανῶν μὲ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ ὅρκου, ὅταν αὐτοὶ δηλώνουν ἀπερίφραστα ὅτι δὲν θέλουν
νὰ ὁρκισθοῦν» (βλ. Γεωργίου Ἰ. Μαντζαρίδη, Χριστιανικὴ Ἠθική, Θεσσαλονίκη 1995,
σελ. 409 ἑπ.).
Τὸ καταστάλαγμα αὐτὸ τῆς ἔρευνας τοῦ ἐκλεκτοῦ Συναδέλφου
ἀποτελεῖ τὴν καταλληλότερη γέφυρα μετάβασης στὸ Β´ Μέρος τοῦ μελετήματός μας,
σχετιζόμενο εἰδικὰ μὲ τὸν διδόμενο ὅρκο στὸ Κοινοβούλιό μας μετὰ τὴν ἵδρυση τοῦ
Ἑλληνικοῦ Κράτους.
(συνεχίζεται)
via ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου