Χρήστος Γκότσης -
π. Γεώργιος Μεταλληνός -
Γεώργιος Φίλιας
α) Προέλευση,
εξέλιξη και είδη των ύμνων
Οι ύμνοι[1] είναι
αναπόσπαστο μέρος της χριστιανικής λατρείας. Είναι το τραγούδι της πίστης μας,
όπως το λέει και ο απ. Παύλος: «Να τραγουδάτε στις συνάξεις σας ψαλμούς και
ύμνους και πνευματικές ωδές, να ψάλλετε με την καρδιά σας στον Κύριο» (Εφεσ. 5,
19' Κολ. 3, 16).
Τα «Αλληλούια»
(αινείτε τον Κύριο), «Αμήν», «Κύριε, ελέησον» κ.ά. που ακούγονται στη λατρεία
και σήμερα, ήταν οι πρώτοι πυρήνες των ύμνων. Καθώς προχωρούν οι αιώνες,
συνθέτονται απλά και σύντομα τροπάρια με τα οποία δοξολογείται ο Τριαδικός Θεός
και υπογραμμίζονται οι αλήθειες της Εκκλησίας. Ώθηση για τη δημιουργία τους
έδωσαν και οι αιρετικοί που με ελκυστικούς ύμνους διέδιδαν την αιρετική τους
πίστη. Έτσι η Εκκλησία για να τους αντικρούσει, πέρασε μέσα από τους ύμνους της
τη δική της αλήθεια.
Στους πρώτους
αιώνες, έχουμε τροπάρια, που είναι ύμνοι απλοί, για την Αγία Τριάδα (Τριαδικά),
τη Θεοτόκο (Θεοτοκία), τους Μάρτυρες (Μαρτυρικά) καθώς και άλλα πρόσωπα και
γεγονότα. Αργότερα, δημιουργούνται ομάδες τροπαρίων[2]
(κοντάκια[3],
κανόνες), για να τονιστεί η σημασία των γιορτών της Εκκλησίας και να
εμπλουτιστεί η λατρεία.
β) Οι
σπουδαιότεροι υμνογράφοι
Οι ύμνοι έχουν
πολλούς δημιουργούς. Ο Ρωμανός ο Μελωδός[4]
έχει τα πρωτεία στη σύνθεση των κοντακίων. Καταγόταν από τη Συρία. Γεννημένος
από χριστιανούς γονείς έγινε εκεί διάκονος. Με αυτή την ιδιότητα, πήγε στην
Κων/πολη και το υμνογραφικό του έργο έφθασε σε μεγάλη ακμή στα χρόνια του
Ιουστινιανού (527-565). Όπως διαβάζουμε στο συναξάρι[5]*
του, από τη Θεοτόκο έλαβε το χάρισμα να συντάσσει κοντάκια. Εκατοντάδες τέτοια
του αποδίδονται. Τη νύχτα των Χριστουγέννων χαιρόμαστε το «Ή παρθένος σήμερον
τον υπερούσιων τίκτει...». Δίκαια χαρακτηρίστηκε ως ο πρίγκιπας των βυζαντινών υμνογράφων.
Στη σύνθεση των
κανόνων, διακρίθηκαν τον 8ο αι. ο Ιωάννης
Δαμασκηνός[6],
ο Ανδρέας Κρήτης, ο Κοσμάς ο Μελωδός κ.ά. Όλοι τους έγραψαν πληθώρα ύμνων. Του
Δαμασκηνού θαυμάζουμε τα αναστάσιμα τροπάρια, (τα περισσότερα είναι στο βιβλίο
«Οκτώηχος»[7]), τα
νεκρώσιμα κ.ά. Ο Ανδρέας Κρήτης είναι γνωστός από το «Μεγάλο Κανόνα» (βλ. σελ.
161). Ο Κοσμάς ο Μελωδός[8] είναι
ο γλυκύφθογγος ποιητής των κανόνων που ψάλλονται στις Δεσποτικές γιορτές, στην
Κοίμηση της Θεοτόκου και σε άλλες γιορτές. Αυτοί οι ποιητές έχουν κέντρο τους
τη μονή του Αγίου Σάββα (Παλαιστίνη) και γι" αυτό λέγονται Σαββαίτες. Στην
Κωνσταντινούπολη, δρουν με κέντρο τη μονή του Στουδίου οι Στουδίτες[9]: οι
αδελφοί Θεόδωρος και Ιωσήφ (9ος αι.). ο Γερμανός Κων/πόλεως (8ος αι.)[10],
κ.ά. Τα βιβλία της Εκκλησίας είναι γεμάτα από τις ωραίες εμπνεύσεις τους. Στον
Όρθρο ακούγονται οι «Αναβαθμοί», ποιητικά αριστουργήματα του Θεόδωρου του
Στουδίτη.(ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ)(ΒΙΝΤΕΟ)
γ) Οι ύμνοι στην
υπηρεσία της θείας λατρείας
Οι ύμνοι της
Εκκλησίας είναι οι κοινές προσευχές, το εντρύφημα[11]
των πιστών. Με λίγες λέξεις δοξολογούν και εκφράζουν αλήθειες για την Αγία
Τριάδα, το Χριστό, τη Θεοτόκο, τους αγίους. Από αυτούς π.χ. μαθαίνουμε πως ο
Θεός είναι ένας, αλλά τρίφωτος= με τρία Πρόσωπα
Ξέρουμε πως ο
Χριστός είναι Θεάνθρωπος με ένα Πρόσωπο. Αρκεί να θυμηθούμε τα τροπάρια της Μ.
Εβδομάδας και της νεκρώσιμης ακολουθίας, για να καταλάβουμε τι νιώθουν οι
πιστοί στο άκουσμα τους. Ακόμη, οι ύμνοι μορφώνουν και διδάσκουν. Η γλώσσα τους
μας φαίνεται δύσκολη, όμως μιλούν στην καρδιά. γι' αυτό και οι απλοί αλλά
πιστοί άνθρωποι, καταλαβαίνουν το νόημά τους. Αν προσέξουμε, όταν ακούγονται
στην εκκλησία, οι χριστιανοί σιγοψέλνουν και, εκεί που χρειάζεται,
σταυροκοπιούνται.
δ) Επίδραση των
ύμνων στη σύγχρονη λογοτεχνία
Η εκκλησιαστική
υμνολογία επηρέασε το έργο αρκετών λογοτεχνών τόσο πεζογράφων όσο και ποιητών.
Οι δύο Αλέξανδροι, Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης, καθώς και ο Φώτης Κόντογλου,
ψάλτες οι ίδιοι, εμπνέονται από τους ύμνους της Εκκλησίας. Τους αναφέρουν συχνά
στα κείμενά τους και μάλιστα οι δύο πρώτοι συνθέτουν ύμνους και ιερές
ακολουθίες.
Από τους
νεοέλληνες ποιητές, ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Βάρναλης και ο Σικελιανός,
χρησιμοποιούν ή μεταπλάθουν στίχους από τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Ακόμη
περισσότερο: εμπνέονται και δονούνται από τους ύμνους. Ο Παλαμάς, μάλιστα,
μετέφρασε το τροπάριο της Κασσιανής, που ψάλλεται το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης
(περιέχεται στη συλλογή του «Βωμοί»). Τα βήματά τους ακολουθούν και άλλοι, όπως
ο Γ. Δροσίνης, Γ. Βερίτης, Στ. Μπολέτσης κ.ά.
Η επίδραση που
άσκησε η εκκλησιαστική ποίηση στους νομπελίστες μας Σεφέρη και Ελύτη είναι
γνωστή. Το «Άξιον εστί» του Ελύτη στη μορφή και στο περιεχόμενο είναι
διαποτισμένο από το άρωμα των ύμνων και των κειμένων της Εκκλησίας.
Στην ίδια γραμμή
κινούνται και αρκετοί από τους σύγχρονους πεζογράφους και ποιητές. Δεν είναι
αποκομμένοι από την ορθόδοξη λατρεία. Μεταφέρουν στα κείμενά τους άλλοτε την
ομορφιά της και την κατανυκτική της ατμόσφαιρα και άλλοτε προσωπικά τους
βιώματα από τις ακολουθίες. Έτσι ο λογοτέχνης ακαδημαϊκός Στρατής Μυριβήλης στο
διήγημά του «Η κεροδοσία» νοσταλγεί το χωριό του λέγοντας: «Να σταθώ μέσα στο
στασίδι, από καρυδόξυλο, που το γυάλισαν με την τσόχα του αγκώνα τους οι
προπαππούδες μου, οι παππούδες μου, ο πατέρας. Να ξανακούσω τα παιδιά που
ψέλνουν, όπως άλλη φορά έψελνα εγώ» (Από «Το γαλάζιο βιβλίο»)[12].
[2] τροπάριο το [tropário]:
λειτουργικός ύμνος που χρησιμοποιείται (κυρίως ψάλλεται) σε όλες τις
εκκλησιαστικές ακολουθίες: Tο ~ του Aγίου Δημητρίου / της Aγίας Ειρήνης / της
Aναλήψεως, το απολυτίκιο. Tο ~ της Kασσιανής, που έγραψε η μοναχή Kασσιανή. ΦΡ
το ίδιο ~ / τροπάρι*. αλλάζω ~ / τροπάρι*.
[λόγ. < μσν.
τροπάριον υποκορ. του αρχ. τρόπ(ος) στη σημ. `μελωδικός τρόπος΄ -άριον]
[3] κοντάκιο 1 το
[kondákio]: σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος ο οποίος περιέχει το ιστορικό εγκώμιο
του αγίου που εορτάζει ή το ιστορικό της εορτής στην οποία αναφέρεται.[λόγ.
< μσν. κοντάκιον υποκορ. του μσν. κόνταξ (< αρχ. κοντός) `κοντάρι΄,
επειδή παλιότερα τα βιβλία γράφονταν σε πάπυρο που τυλιγόταν γύρω από μικρό
κοντάρι (πρβ. μσν. κοντάκι(ν) με αποφυγή της χασμ.)]
[4] Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ῥωμανοῦ
δυστυχῶς εἶναι λίγες. Ἔζησε, κατὰ μία ἐκδοχὴ τὸν 8ο αἰῶνα
ἐπὶ τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου τοῦ Β’. Ἀρχικὰ εἶχε χρηματίσει διάκονος στὴν
ἐκκλησία τῆς Βηρυτοῦ. Κατόπιν μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔμεινε στὰ κελιὰ
τοῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου. Ὁ Ῥωμανὸς εἶχε μέτρια παιδεία καὶ τὸ ποιητικὸ ταλέντο
του ἦταν ἀκόμα ἄγνωστο. Διεκατέχετο ὅμως ἀπὸ μία βαθιὰ πίστη στὴν σεπτὴ μνήμη
τῆς Παναγίας τῆς Παρθένου καὶ τακτικὰ παρακολουθοῦσε στὸν Ναὸ τῆς Παναγίας τῶν
Βλαχερνῶν τὶς κατανυκτικὲς ὁλονυκτίες. Σὲ μία τέτοια, στὴν γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων ποὺ
παραβρέθηκε, ἡ ψυχὴ του γέμισε μὲ κατάνυξη καὶ ὅταν γύρισε στὸ κελί του εἶδε
ὄνειρο τὴν Παναγία νὰ τοῦ προσφέρει ἕνα βιβλίο καὶ νὰ τοῦ λέει νὰ τὸ καταφάει.
Ὁ Ῥωμανὸς ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ ὀνείρου συνέθεσε γιὰ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὸ τροπάριο
«Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει».
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ αὐτὴ ἡ ποιητικὴ ἐπιφοίτηση τοῦ Ὁσίου Ῥωμανοῦ ἔμεινε ἄσβεστη καὶ
ἀναδείχτηκε ὁ ἐξωχότερος καὶ μεγαλύτερος μελῳδὸς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς σάλπιγξ θεόληπτος, τῶν οὐρανίων ᾠδῶν, ἐνθέως ἐφαίδρυνας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τοῖς θείοις σου ᾄσμασι· σὺ γὰρ τῆς Θεοτόκου, ἐμπνευσθεὶς τῇ ἐλλάμψει, ἔνθεος ὑμνηπόλος, ἐγνωρίσθης ἐν κόσμῳ· διό σε πόθῳ τιμῶμεν, Ῥωμανὲ Ὅσιε.
Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὤσπερ κιθάραν τῆς σοφίας παναρμόνιον
Καὶ ὑποφήτην θεοπνεύστων ἀναβάσεων
Εὐφημοῦμεν Ῥωμανέ σε ᾀσμάτων ὕμνοις.
Ἀλλ’ ὡς φόρμιγξ δωρεῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν
Πρὸς ἐγρήγορσιν ἡμᾶς θείαν διέγειρον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Θεόληπτε.
Μεγαλυνάριον.
Ἄνωθεν τὸ δῶρον ἀπειληφῶς, ἐκ τῆς Θεοτόκου, παμμακάριστε Ῥωμανέ, ὕμνησας πανσόφως, τὰ θεῖα μεγαλεῖα, κενώσεως τοῦ Λόγου, ὡς ἔμπνουν ὄργανον.
Ἄνωθεν τὸ δῶρον ἀπειληφῶς, ἐκ τῆς Θεοτόκου, παμμακάριστε Ῥωμανέ, ὕμνησας πανσόφως, τὰ θεῖα μεγαλεῖα, κενώσεως τοῦ Λόγου, ὡς ἔμπνουν ὄργανον.
[5] Συναξάρι: Λέγεται το βιβλίο
που περιέχει βίους ή διηγήσεις σχετικές με αγίους ή με θαυματουργικά γεγονότα.
Λέγεται επίσης και το κείμενο που διαβάζεται στις συνάξεις των πιστών κατά την
ακολουθία του Όρθρου και εκθέτει ό,τι σχετίζεται με το εορταζόμενο γεγονός.
[6] Διαπρεπέστατος θεολόγος καὶ ποιητὴς τοῦ 8ου
αἰώνα καὶ μέγας πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας. Γεννήθηκε στὴν Δαμασκὸ στὰ
τέλη τοῦ 7ου αἰώνα καὶ ἔτυχε ἐπιμελημένης ἀγωγῆς ἀπὸ τὸν πατέρα του
Σέργιο, ποὺ ἦταν ὑπουργὸς οἰκονομικῶν τοῦ ἄραβα χαλίφη Ἀβδοὺλ Μελὶκ τοῦ Α’.
Δάσκαλός του ἦταν κάποιος πολυμαθὴς καὶ εὐσεβέστατος μοναχός, ποὺ ὀνομαζόταν
Κοσμᾶς καὶ ἦταν ἀπὸ τὴ Σικελία. Ὁ Σικελὸς μοναχὸς πράγματι, ἐκπαίδευσε τὸν Ἰωάννη
καὶ τὸν θετό του ἀδελφὸ Κοσμᾶ τὸν Μελῳδό, ἄριστα σ’ ὅλους τοὺς κλάδους τῆς
γνώσης. Ὅταν πέθανε ὁ Σέργιος, ὁ γιός του Ἰωάννης, διορίστηκε
χωρὶς νὰ τὸ θέλει, πρωτοσύμβουλος τοῦ χαλίφη Βελιδᾶ (705 – 715). Ἀργότερα, ὅταν
ὁ χαλίφης Ὀμὰρ ὁ Β’ ἐξήγειρε διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ Ἰωάννης μαζὶ μὲ τὸν θετό
του ἀδελφὸ Κοσμᾶ (τὸν ἔπειτα ἐπίσκοπο Μαϊουμᾶ), ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Δαμασκὸ καὶ
πῆγαν στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης ἔγινε μοναχὸς στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ
Ἁγίου Σάββα, ὅπου ἔμεινε σ’ ὅλη του τὴν ζωή, μελετώντας καὶ συγγράφοντας.
Στὸ διωγμὸ κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (726), πῆρε ἐνεργὸ
μέρος. Καὶ ἐξαπέλυσε κατὰ τοῦ ἀσεβοῦς αὐτοκράτορα, τοὺς τρεῖς γνωστοὺς λόγους
ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων, πράγμα ποὺ θορύβησε τὸν Λέοντα.
Ὁ Ἰωάννης κατανάλωσε ὅλη του τὴν ζωὴ γιὰ τὴ δόξα τῆς
Ἐκκλησίας καὶ ἄφησε σὲ μᾶς θησαυροὺς ἀνυπολόγιστης ἀξίας. Ἔζησε μὲ ὁσιότητα
πάνω ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ 749. Τάφηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου
Σάββα.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ὄργανον, τῆς Ἐκκλησίας, λύρα εὔσημος, τῆς εὐσεβείας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε· ὅθεν πυρσεύεις τοῦ κόσμου τὰ πέρατα, ταῖς τῶν σοφῶν σου δογμάτων ἐλλάμψεσι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον.
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν ὑμνογράφον καὶ σοφὸν Ἰωάννην, τῆς Ἐκκλησίας παιδευτὴν καὶ φωστῆρα, καὶ τῶν ἐχθρῶν ἀντίπαλον ὑμνήσωμεν πιστοί· ὅπλον γὰρ ἀράμενος, τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου, πᾶσαν ἀπεκρούσατο, τῶν αἱρέσεων πλάνην· καὶ ὡς θερμὸς προστάτης εἰς Θεόν, πᾶσι παρέχει, πταισμάτων συγχώρησιν.
Μεγαλυνάριον.
Ὑψηλῶν δογμάτων ἐρμηναυτά, ἱερῶν ᾀσμάτων, θεορρῆμον ὑφηγητά, χαίροις Ἰωάννη, ὁ πάντας διεγείρων, τοῖς μελιχροῖς σου ὕμνοις, πρὸς θείαν αἴνεσιν.
Ὑψηλῶν δογμάτων ἐρμηναυτά, ἱερῶν ᾀσμάτων, θεορρῆμον ὑφηγητά, χαίροις Ἰωάννη, ὁ πάντας διεγείρων, τοῖς μελιχροῖς σου ὕμνοις, πρὸς θείαν αἴνεσιν.
[7] Οκτώηχος,
η: Υμνολογικό βιβλίο της Εκκλησίας, που περιέχει την
αναστάσιμη ακολουθία της Κυριακής. Τα τροπάριά της ψάλλονται κατά τους οκτώ
ήχους της ψαλμωδίας. Λέγεται και Παρακλητική, όταν συμπεριλαμβάνει τις
ακολουθίες και των άλλων ημερών της εβδομάδας.
[8] Ο Κοσμάς ο
επονομαζόμενος και Μελωδός, μοναχός, ποιητής, Μαϊουμά, Ξένος, Ικέτης, Ιεροσολυμίτης,
Αγιοπολίτης ή Ασύγκριτος ήταν μοναχός που έζησε τον 8ο αιώνα. Ήταν δάσκαλος του
Ιωάννη Δαμασκηνού, διαπρεπής επίσκοπος και ασματογράφος της Ορθόδοξης
Εκκλησίας. Καταγόταν από την
Καλαβρία της Κάτω Ιταλίας. Γεννήθηκε περί το 685. Σε μικρή ηλικία έμεινε
ορφανός και υιοθετήθηκε και ανατράφηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Σέργιο
Μανσούρ, τον πατέρα του Ιωάννη Δαμασκηνού, ο οποίος ήταν «υπουργός» οικονομικών
του χαλίφη των Αράβων. Διαπαιδαγωγήθηκε από τον λόγιο Καλαβρό μοναχό Κοσμά Ξένο
ή Ικέτη. Μαζί με τον Ιωάννη Δαμασκηνό εγκαταβίωσε από το 726 στην περιώνυμη
μονή του Αγίου Σάββα των Ιεροσολύμων, μελετώντας μαζί του στην πλούσια
βιβλιοθήκη της Μονής. Γυρνώντας στην πατρίδα του έγινε μοναχός και κατόπιν
χειροτονήθηκε ιερέας. Πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα, συνελήφθη αιχμάλωτος και
μεταφέρθηκε στη Δαμασκό της Συρίας. Εκεί τον συνάντησε ο πατέρας του Ιωάννη του
Δαμασκηνού, Σέργιος, ο οποίος είχε κάποιο πολιτικό αξίωμα στο κράτος των
Σαρακηνών. Μαθαίνοντας ότι ο αιχμάλωτος από την Καλαβρία ήταν άνθρωπος
μορφωμένος και με ήθος, προσπάθησε και κατάφερε να τον πάρει στην υπηρεσία του.
Του ανέθεσε να διδάξει τον γιο του Ιωάννη τον Δαμασκηνό και τον θετό γιο του,
Κοσμά τον Μελωδό, αργότερα επίσκοπο Μαϊουμά. Συμπαραστάθηκε δε αυτόν στον αγώνα
του κατά των εικονομάχων. Το 743 (κατ' άλλη άποψη το 735) εξελέγη επίσκοπος
Μαϊουμά της Φοινίκης (επίνειο της Γάζας, η αρχαία Ανθηδών). Εκεί πέθανε περί το
740 ή 750-752. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 14 Οκτωβρίου.
Έργα του
Ο Κοσμάς συνέθεσε
πλήθος θαυμάσιων ύμνων, το σύνολο σχεδόν των οποίων ενσωματώθηκε στα
λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ψέλνονται μέχρι σήμερα. Κάποιοι
μελετητές θεωρούν ότι μερικοί από του ύμνους αυτούς είναι δημιουργήματα του
δασκάλου του, Κοσμά του Ξένου, και εσφαλμένα αποδίδονται σε αυτόν. Μερικοί από
τους γνωστότερους ύμνους που συνέθεσε είναι:
Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε, Χριστούγεννα
Βυθοῦ ἀνεκάλυψε πυθμένα, Θεοφάνεια
Κύματι θαλάσσης, Μεγάλο Σάββατο
Από μορφολογικής
άποψης, ο Κοσμάς χρησιμοποιεί στους κανόνες του διάφορες ακροστιχίδες, ενώ τους
έχει συνθέσει μόνο στους 7 ήχους (εκτός του πλάγιου α΄). Χρησιμοποιεί ως πηγές
του της Αγία Γραφή και την πατερική παράδοση, ενώ το ύφος του προσομοιάζει με
αυτό του Ιωάννη Δαμασκηνού, αλλά με ιδιαίτερη προτίμηση σε αρχαϊκούς γλωσσικούς
τύπους.
[9] Στουδίτες: Μοναχοί της ιεράς
Μονής Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη. Ονομαστός υπήρξε ο Άγιος Θεόδωρος ο
Στουδίτης (†826), μεγάλος θεολόγος της Εκκλησίας.
[10] Ο Γερμανός Α΄
διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 715 ως 730. Καταγόταν από
επιφανή οικογένεια. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, πιθανότατα το 634. Το 668
ο πατέρας του, πατρίκιος Ιουστινιανός, δολοφονήθηκε για πολιτικούς λόγους και ο
ίδιος εξαναγκάστηκε να ευνουχιστεί και να καταταγεί στον κλήρο. Επί Πατριάρχη
Κύρου, περί το 705 ή 706, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κυζίκου. Το διάστημα
εκείνο, ο Αυτοκράτορας Φιλιππικός Βαρδάνης επιχειρούσε να καταδικαστούν οι
αποφάσεις της Στ' Οικουμενικής Συνόδου κατά του Μονοφυσιτισμού και του Μονοθελητισμού.
Για το σκοπό αυτό συνεκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, τα πρακτικά της
οποίας όμως έχουν χαθεί, και δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία για το εάν ο Γερμανός
υπέγραψε ή όχι. Πάντως, το γεγονός ότι δεν ήταν Μονοθελητής φαίνεται και από το
ότι αμέσως μετά την εκλογή του στον Πατριαρχικό Θρόνο το 715 συνεκάλεσε Σύνοδο
στην Κωνσταντινούπολη, η οποία επικύρωσε τις αποφάσεις της Στ΄ Οικουμενικής
Συνόδου και αναθεμάτισε τον Κύρο και το Σέργιο. Το 718 ίδρυσε στο Παγγαίο τη
Μονή Εικοσιφοινίσσης. Από τις πρώτες προτεραιότητες του Γερμανού ήταν η
προσέγγιση με την Αρμενική Εκκλησία. Ήταν τόσο ειλικρινής η επιθυμία του για
ένωση των δύο εκκλησιών, και τόση η συμβολή του στην κατεύθυνση αυτή, ώστε η
Αρμενική Εκκλησία να τον τιμήσει συνεορτάζοντας τη μνήμη του με την Ορθόδοξη
Εκκλησία. Επί των ημερών της Πατριαρχίας του ξέσπασε η εικονομαχική έριδα.
Στους πρωταιτίους της, επισκόπους Νακωλείας Κωνσταντίνο, Εφέσου Θεοδόσιο και
Κλαυδιουπόλεως Θωμά, ο Γερμανός απέστειλε τρεις επιστολές, προσπαθώντας να τους
μεταπείσει. Όταν όμως ο Αυτοκράτορας Λέων Γ' ο Ίσαυρος υιοθέτησε εικονομαχική
πολιτική, η σύγκρουση μαζί του ήταν αναπόφευκτη. Ο Λέων προσπάθησε να αποφύγει
τη σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου, η οποία θα καταδίκαζε τους Εικονομάχους, και
για το λόγο αυτό συγκάλεσε ευρεία σύσκεψη (σιλέντιο) από επιφανείς πολιτικούς
και
θεολόγους, ζητώντας τη συμμετοχή και του Πατριάρχη Γερμανού. Αυτός όμως
αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή, υποστηρίζοντας ότι «χωρὶς οἰκουμενικῆς συνόδου
καινοτομῆσαι πίστιν ἀδύνατον». Κατόπιν, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την
ενέργεια αυτή του Αυτοκράτορα, άφησε το ωμοφόριό του στην Αγία Τράπεζα του ναού
των Ανακτόρων, δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο την παραίτησή του. Αυτό συνέβη το
έτος 730 και έκτοτε ο Γερμανός αποσύρθηκε στο πατρικό του στο Πλατάνιο, όπου
και πέθανε στις 11 Μαΐου του 740. Ετάφη στην Μονή της Χώρας. Ανακηρύχθηκε άγιος
και η μνήμη του τιμάται στις 12 Μαΐου.
Έργα του
Ο Γερμανός υπήρξε
αξιόλογος συγγραφέας και υμνογράφος. Τα σημαντικότερα έργα του είναι: Περὶ
αἱρέσεων καὶ συνόδων, Διάλογοι περὶ ὅρου ζωῆς, Ἐπιστολαὶ δογματικαί, Ἐγκώμιον
εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου. Η επιστημονική έρευνα δεν έχει ακόμη επιλύσει το
θέμα της πατρότητας πολλών έργων του, κυρίως υμνογραφικών, που αποδίδονται σε
αυτόν ή στον ομώνυμό του Γερμανό Β΄. Μία εκδοχή, η οποία υποστηρίζεται μεταξύ
άλλων και από τον καθηγητή Βυζαντινής Φιλολογίας Ν. Β. Τωμαδάκη, αναφέρει το
όνομά του ως μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός
ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 από τον
επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου (Incipit
Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria, Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto
Germano Patriarcha Constantinopolitano). Το πρόβλημα της πατρότητας του ύμνου
όμως παραμένει μέχρι σήμερα άλυτο.
[11] εντρύφημα
το [endrífima] : (λόγ.) α. ό,τι προσφέρει ιδιαίτερη πνευματική
απόλαυση, ευχαρίστηση. β. πνευματικό έργο που είναι αποτέλεσμα
εντρύφησης. [λόγ. < ελνστ. ἐντρύφημα]
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου